ΓΡΑΦΕΙ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Η Τουρκία έχει την αυτοπεποίθηση -κατά άλλους ψευδαίσθηση- μιας ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης που δύναται να κάνει προβολή ισχύος σε διαφορετικά μέτωπα. Η εξωτερική πολιτική της όμως αντιμετωπίστηκε μέσα από επισφαλείς και ταυτόχρονα βολικές απλουστεύσεις, παραβλέποντας το γεγονός ότι το διεθνές σύστημα είναι ένα και ενιαίο. Ο Ελληνισμός (Ελλάδα-Κύπρος), δεν κατάφερε να οικοδομήσει μια πολυδιάστατη κοινή εξωτερική πολιτική που να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα και ανάχωμα στις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις. Το αποτέλεσμα των ολιγωριών μας, είναι να απειλούνται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα από τον Έβρο μέχρι και την Αν. Μεσόγειο όπου βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου έχουν εξαγγελθεί έρευνες.
Το πρόβλημα που καλούμαστε τώρα να αντιμετωπίσουμε είναι ότι η οιαδήποτε ελληνική ενέργεια αποτροπής στις θαλάσσιες ζώνες που παρανόμως η Τουρκία σφετερίστηκε με το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο, ενδέχεται να παρουσιαστεί από την τουρκική πλευρά ως επιθετική, επειδή ακριβώς δεν έχουμε διασφαλίσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δεν έχουμε ανακηρύξει ΑΟΖ ούτε βέβαια έχουμε προβεί σε συμφωνία οριοθέτησης με κανένα από τα όμορα κράτη -εκτός της Ιταλίας-, ενώ το μόνο που μας ανήκει πέραν των 6 ναυτικών μιλίων αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικής θάλασσας) προς το παρόν, και βάσει του Διεθνούς Δικαίου, είναι η υφαλοκρηπίδα (σσ. ο βυθός και όχι η υπερκείμενη στήλη ύδατος). Επομένως η Τουρκία μπορεί να ισχυρισθεί ότι βρίσκεται σε δικαιολογημένη αυτοάμυνα εάν οι έρευνές της δεν αγγίζουν την υφαλοκρηπίδα μας. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, για να αντικρούσει η Ελλάδα αυτό το «νομιμοφανές» επιχείρημα, οφείλει να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες που θα κατοχυρώσουν νομικά το δικαίωμα επέμβασής μας στις εν λόγω θαλάσσιες ζώνες.
Η επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια
Κατ’ αρχάς διευκρινίζεται ότι τα χωρικά ύδατα εξομοιώνονται πλήρως με την κυριαρχία που το παράκτιο κράτος ασκεί στο έδαφός του και περιλαμβάνουν τη θαλάσσια περιοχή, το βυθό και το υπέδαφος. Το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι 6 ναυτικά μίλια και καθορίστηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 230 της 17-9-1936 (ΦΕΚ Α’ 450, 13-10-1936). Η Ελλάδα βέβαια δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματος για καθορισμό «ευθειών γραμμών βάσης», δηλαδή της νοητής ευθείας γραμμής που συνδέει τις άκρες ενός κόλπου. Η νοητή γραμμή αυτή ορίζεται ως βάση απ’ όπου προσμετράται το πλάτος των χωρικών υδάτων. Έτσι, τα χωρικά μας ύδατα εκτείνονται στα 6 ν. μ. από την ακτογραμμή, εκτός από τις περιπτώσεις όπου, λόγω γεωγραφικών περιορισμών όπως για παράδειγμα στο Αν. Αιγαίο, η απόσταση της ελληνικής ακτής από την τουρκική είναι μικρότερη των 12 ν.μ., οπότε και εφαρμόζεται ο κανόνας της μέσης γραμμής.
Όλα τα παράκτια κράτη παγκοσμίως, πλην της Ελλάδας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Ιορδανίας, έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ.. Η ίδια η Τουρκία από το 1964 (sic) έχει επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο αλλά και στην Αν. Μεσόγειο εκτός του Αιγαίου. Παρά ταύτα όμως, η τουρκική εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε με ψήφισμά της στις 8 Ιουνίου 1995 την τουρκική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα σε περίπτωση που η δεύτερη προχωρήσει στην καθ’ όλα νόμιμη μονομερή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., γεγονός που αντιβαίνει στο Άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο απαγορεύει την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ασυμβίβαστο με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών καθώς και το Άρθρο 51 περί φυσικού δικαιώματος στην αυτοάμυνα της Ελλάδας.
Εκτός της Τουρκίας όμως και η ΕΕ δια στόματος του ισπανού ύπατου αρμοστή Ζ. Μπορέλ, εμμέσως αμφισβητεί και υποσκάπτει το δικαίωμα της μονομερούς επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης, χαρακτηρίζοντας το ζήτημα ως «διμερή διαφωνία» δηλώνοντας ότι: «Υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ γειτονικών χωρών, ιδίως σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα, και υπάρχει μεγάλη διαφωνία μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, καθώς και μεταξύ Τουρκίας και Κυπριακής Δημοκρατίας αυτή τη στιγμή.» Σε αυτό βέβαια μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στους χειρισμούς της Ελλάδας επειδή σε παλαιότερες ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες δέχθηκε το αδιανόητο, να συζητήσει δηλαδή με την Τουρκία την άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων, χωρίς φυσικά να καταλήξει σε συμφωνία.
Η Τουρκία έχει σοβαρούς λόγους για να αντιτίθεται στην επέκταση
Την σημασία που αποδίδει η Τουρκία στην προοπτική μιας τέτοιας επέκτασης επιβεβαιώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο πασίγνωστο πλέον βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» (σσ. 269). Εκεί σημειώνει ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων περιορίζει την πρόσβαση της γείτονος στο Αιγαίο και η ανοιχτή θάλασσα μειώνεται περισσότερο από το μισό, από το 56,2% που είναι σήμερα, στο 26,0% του Αιγαίου. Η αντίστοιχη εκτίμηση του Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου Άγγελου Συρίγου αναφέρει απομείωση από το 56,5% στο 28,5% (Άγγελος Συρίγος, 29.10.2018 Καθημερινή). Δημιουργείται δηλαδή ένας χαλαρός μεν, αλλά ευνοϊκότατος για τα ελληνικά συμφέροντα περιορισμός της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Μάλιστα, είναι νομικά ανυπόστατος ο τουρκικός ισχυρισμός ότι η επέκταση αυτή θα αποκλείσει τελείως τις τουρκικές ακτές από την πρόσβασή τους στο Αιγαίο και την Μεσόγειο.
Το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης» είναι απολύτως κατοχυρωμένο από το Δίκαιο της Θάλασσας που προβλέπει ότι όποιο πλοίο επιθυμεί να περάσει από τα χωρικά ύδατα ενός άλλου κράτους, μπορεί να το πράξει υπό δύο προϋποθέσεις. Η μία είναι να γίνει ενημέρωση εκ των προτέρων για την πορεία που θα ακολουθηθεί και η άλλη είναι να μην γίνουν ελιγμοί που παρεκκλίνουν από την αρχική πορεία. Η Ελλάδα είχε καταθέσει ερμηνευτική δήλωση τόσο κατά την υπογραφή όσο και κατά την προσχώρηση στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας επιφυλασσόμενη για το δικαίωμά της να καθορίσει θαλάσσιους διαδρόμους μεταξύ νησιών. Σύμφωνα με τον Δρ. Νικόλαο Ιωαννίδη, νομικό με εξειδίκευση στο Δίκαιο της Θάλασσας, «ο καθορισμός θαλασσίων διαδρόμων μεταξύ νησιών επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται καταχρηστικά και δεν οδηγεί σε αδικαιολόγητη παρεμπόδιση της αρχής της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας.» Επίσης, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν σημαίνει ότι δεν την δεσμεύει, διότι εμπεριέχει εθιμικό δίκαιο με το οποίο είναι υποχρεωμένη να εναρμονίζεται.
Θέλουμε το Αιγαίο ελληνική λίμνη ή διχοτομημένο από την «Γαλάζια Πατρίδα»;
Επειδή λοιπόν προβλέπεται η αβλαβής διέλευση, θα ορισθούν θαλάσσιοι διάδρομοι που θα εξυπηρετούν την εθνική μας ασφάλεια. Οι διάδρομοι αυτοί θα επιλεχθούν με αμυντικά επιχειρησιακά κριτήρια που διαφυλάττουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα περιορίζοντας εντός συγκεκριμένων περιοχών την ελεύθερη ναυσιπλοΐα. Σε αυτό το πλαίσιο, η επέκταση στα 12 ν.μ. με την συνέργια της γεωγραφίας του Αιγαίου, δημιουργεί τα υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας «ελληνικά στενά – choke points» (βλ. κόκκινα τόξα του χάρτη) στο τόξο μεταξύ Πελοπόννησου-Κυθήρων-Αντικυθήρων-Δυτικής Κρήτης, στο τόξο μεταξύ Ανατολικής Κρήτης-Κάσου-Κάρπαθου-Ρόδου, και στο τόξο μεταξύ Νότιας Εύβοιας- Άνδρου-Τήνου-Ικαρίας-Σάμου, τα οποία περιορίζουν τον διάπλου προς τα Στενά των Δαρδανελλίων. Για να προσεγγίσουν τα ΝΑΤΟϊκά πλοία τα Δαρδανέλλια πρέπει προηγουμένως να διέλθουν από τα εν λόγω ελληνικά στενά, με ότι αυτό συνεπάγεται, όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενο άρθρο μας. Συνεπώς, ο έλεγχος της διέλευσης πολεμικών ναυτικών δυνάμεων καθώς και των θαλάσσιων μεταφορών στα choke points, είναι εξαιρετικά σημαντικός με αμυντικές αλλά και οικονομικές προεκτάσεις.
Επιπροσθέτως, ο καθορισμός ευθειών γραμμών βάσης, το κλείσιμο των κόλπων (με μήκος στομίου μέχρι τα 24 ν.μ.) και εν τέλει η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.:
- Αυξάνει σημαντικά τη συνολική επιφάνεια της ελληνικής ΑΟΖ, όταν υλοποιηθεί η ανακήρυξη/οριοθέτησή της.
- Καταρρίπτει την αμφισβήτηση των λεγόμενων «γκρίζων ζωνών» οι οποίες καλύπτονται εν πολλοίς από το εύρος των 12 ν.μ..
- Διεμβολίζει και αποδυναμώνει σημαντικά το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο (χωρίς καν την ανακήρυξη/οριοθέτηση ΑΟΖ από την Ελλάδα) το οποίο λαμβάνει υπόψη 6 ν.μ. χωρικά ύδατα χωρίς γραμμές βάσης και κλείσιμο των κόλπων (Καθηγητής Νομικής Βασίλης Αδαμίδης στον Γ. Σαχίνη Κρήτη TV, 10.07.2020). Ιδιαίτερη συνδρομή σε αυτό έχει και το Σύμπλεγμα Καστελόριζου (το οποίο δυστυχώς δεν μελετήθηκε στον χάρτη που παρουσιάζουμε, ενώ τεχνηέντως επιχειρείται να αποκοπεί από το Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα) του οποίου η επέκταση των 12 ν.μ. ανακόπτει σημαντικά τις τουρκολιβυκές μεθοδεύσεις. Στο σημείο αυτό βέβαια, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι ακόμα και χωρίς συμφωνία με την Αίγυπτο ή ακόμη και το εκλεγμένο λιβυκό Κοινοβούλιο, η σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί ισχυρότατο νομικό έρεισμα έναντι του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου και ως εκ τούτου όφειλε ήδη να έχει δρομολογηθεί.
Η ελληνική ολιγωρία και η τουρκική στρατηγική
Με άρθρο του στην ηλεκτρονική εφημερίδα duvarenglish.com, ο Τούρκος καθηγητής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστήμιου της Άγκυρας, Ιλχάν Ουζγκέλ, εξηγεί το πώς οι επιτυχίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πηγάζουν από την πολιτική βούληση αλλά και τη διακομματική στήριξη, ενώ ξεκαθαρίζει ότι η τουρκική επιθετικότητα δεν οφείλεται στις εκάστοτε κυβερνήσεις αλλά αντιθέτως αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της τουρκικής στρατηγικής. Εν αντιθέσει με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία όπου το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής συνεπικουρούμενο από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες, μας καθιστούν έρμαιο των καταστάσεων και δεν επιτρέπουν τίποτα παραπάνω από επικίνδυνες σπασμωδικές αντιδράσεις και πρόχειρες λύσεις στις στοχευμένες επιδιώξεις της γείτονος.
Είναι κοινή παραδοχή ότι η στρατηγική αμηχανία και η σταδιακή αποστασιοποίηση/απεμπλοκή των ΗΠΑ από τη Μεσόγειο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και αλλού, δημιούργησε ένα μεγάλο κενό το οποίο η Τουρκία επιχειρεί να καλύψει. Και ενώ οι τούρκοι αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Ελληνισμός είναι το κύριο πρόσκομμα στις επεκτατικές τους βλέψεις, στην Ελλάδα και την Κύπρο μια μεγάλη μερίδα των ελίτ υποβαθμίζει τις δυνατότητες αντίδρασης και το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων, ανάγοντας τον ηττοπαθή κατευνασμό σε δήθεν «στρατηγική». Εσχάτως μάλιστα ο Κύπριος Πρόεδρος προέβη σε δήλωση κατά την οποία υποστήριξε ότι μία στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία θα ισοδυναμούσε με το τέλος του κυπριακού ελληνισμού.
Παρόμοιες δηλώσεις γίνονται κατά καιρούς και από Έλληνες αξιωματούχους καταλύοντας το οικοδόμημα της αποτροπής. Αυτή η διαχρονική παθογένεια ευνοεί ασφαλώς τον τουρκικό μαξιμαλισμό και παροξύνει τη νεοθωμανική βουλιμία, όπως παρατηρεί και ο πρώην διοικητής της κυπριακής ΚΥΠ, αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Πενταράς που αναφέρει ότι: «Μείωση της έντασης σημαίνει, να [βάλουν] το πρόβλημα κάτω από το χαλί, γεγονός που μακροπρόθεσμα οδηγεί σε διόγκωση του προβλήματος προς όφελος του ισχυρού.»
Ενώ ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο προαναφερθέν βιβλίο του γράφει ότι: «Ένας καλός στρατηγικός σχεδιασμός και μια ισχυρή πολιτική βούληση συμβάλλουν στο να σχηματίσουν τα σταθερά και μεταβλητά δεδομένα μιας αδύναμης χώρας, σε μια ισχύ κατά πολύ ανώτερη από τις δυνατότητες της, ενώ ένας ασυνεπής στρατηγικός σχεδιασμός και μια ασθενής πολιτική βούληση μπορεί να γίνουν αιτία ώστε η εξίσωση ισχύος μιας χώρας με σημαντικές δυνατότητες να κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα της πραγματικής της αξίας.» Διαπίστωση που οφείλει να προβληματίσει σοβαρά τις αθηναϊκές και κυπριακές ελίτ, επειδή ακριβώς γίνεται αντιληπτό σε ποιά κατηγορία εμπίπτουμε.
Στο δια ταύτα
Η μη άσκηση των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας εκπέμπει τα λάθος μηνύματα στους γείτονες και θέτει εν αμφιβόλω την εθνική μας κυριαρχία. Επίσης στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα όπου πρυτανεύουν τα εθνικά συμφέροντα, είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αναμένουμε τον από μηχανής θεό εναποθέτοντας την ασφάλεια της χώρας στα χέρια τρίτων. Επομένως, η ζωτικής σημασίας επέκταση στα 12 ν.μ. ακόμη και η βαρύτητα της σύναψης μιας συμφωνίας οριοθέτησης με την Κύπρο (ή/και με οποιοδήποτε άλλο όμορο κράτος), ενώ διεμβολίζουν το τουρκολιβυκό μνημόνιο και το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», παρά ταύτα δεν επαρκούν εάν δεν συνοδεύονται από την ισχυρή διακομματική πολιτική βούληση για την δυναμική εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων όπου κι αν απαιτηθεί. Την αναγκαιότητα αυτή την επιβεβαιώνει σε συνέντευξή του στο CNN Türk o εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραχίμ Καλίν, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία «δεν θα κάνει πίσω» στη συμφωνία που υπέγραψε. Είναι πρόδηλο λοιπόν ότι πέραν των απαραίτητων διπλωματικών ενεργειών, οφείλουμε ταυτοχρόνως να σχεδιάσουμε και να προετοιμάσουμε εντατικά την αποτρεπτική μας στρατηγική ώστε να προασπίσουμε την εθνική μας ακεραιότητα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου