Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 οι Ιταλοί εξαπέλυαν σφοδρές χερσαίες επιθέσεις και βομβαρδισμούς εναντίων των Ελλήνων και σύμφωνα με τις πληροφορίες τους πίστευαν ότι θα έκαναν έναν περίπατο στην Ελλάδα με αφετηρία τα βουνά της Ηπείρου.
Για το λόγο αυτό, ο Μουσολίνι είχε δώσει διαταγή στον 20χρόνο τότε ζωγράφο Αρμένο Ματιόλι, που υπηρετούσε στη πρώτη γραμμή του μετώπου, να φωτογραφίσει την εποποιία των Ιταλών, για λόγους προπαγάνδας. Άλλωστε ο Μουσολίνι όπως και ο Χίτλερ λάτρευαν τις κάμερες και τις φωτογραφικές μηχανές. Τις κατευθυνόμενες ραδιοφωνικές εκπομπές και ταινίες που ξεχείλιζαν από τη δύναμη της ιδεολογίας τους.
Ο Ματιόλι όμως, ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση καλλιτέχνη, που άκουσε την εσωτερική του φωνή και ακολούθησε το ένστικτό του. Όταν στο μέτωπο είδε πτώματα να σαπίζουν στη φύση, να έχουν καεί από το κρύο και ακρωτηριασμένα κορμιά, αγνόησε την εντολή του Μουσολίνι. Κατέγραψε το αληθινό πρόσωπο του πολέμου και όχι την προπαγάνδα του ιταλικού στρατού....
Μόλις δύο εβδομάδες μετά την επιτυχή απόκρουση του ιταλού εισβολέα, ο ελληνικός στρατός αντεπιτέθηκε, απώθησε τους Ιταλούς σε αλβανικό έδαφος, κατέλαβε την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και άλλες περιοχές και πραγματοποίησε επέλαση μέσα στην Αλβανία έως και 80 χιλιόμετρα.
Το τίμημα όμως της ελληνικής αντεπίθεσης ήταν βαρύ. Συνολικά πάνω από 13.000 Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες σκοτώθηκαν στο αλβανικό μέτωπο. Οι Ιταλοί από την πλευρά τους έχασαν και αυτοί στις μάχες πάνω 12.000 στρατιώτες.
Τα σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα του νεαρού ζωγράφου από τη Φλωρεντία αποκάλυπταν σκληρές εικόνες με πτώματα παρατημένα σε σωρούς και τραυματίες πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Ο Ματιόλι φωτογράφιζε τις σκηνές που έβλεπε χωρίς να τις διαστρεβλώνει. « Η φρίκη του πολέμου τον σημάδεψε, ήθελε πάντα να είναι ελεύθερος στη δημιουργία του, θεωρούσε τον εαυτό του εργάτη στο εργοστάσιο της τέχνης» τονίζει ο γιος του, Κώστας Ματιόλι.
Ο «έρωτας» με την Αθήνα
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Ματιόλι βρέθηκε με το τάγμα του το Μάιο του 1941 στην κατεχόμενη Αθήνα. Από την πρώτη στιγμή την αγάπησε την πόλη. Κυκλοφορούσε στο ιστορικό κέντρο, εξερευνούσε τη συνοικία της Πλάκας και ζωγράφιζε με πάθος τα νεοκλασικά κτίρια.
Με την ιδιότητα του φωτογράφου, έκανε φιλίες με καλλιτέχνες της εποχής όπως τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, που είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, τον μουσικό Νίκι Γιάκοβλεφ, τον φιλόσοφο Τζούλιο Καΐμι, τον κινηματογραφιστή Αχιλλέα Μανδρά και τον φωτογράφο Βαγγέλη Ευαγγελίδη. Την ίδια περίοδο γνώρισε και την Αδαμαντία Βρανά, δασκάλα ιταλικών που μετέπειτα θα γινόταν η σύζυγος του.
Η αιχμαλωσία από τους Γερμανούς.
Το 1943 οι Γερμανοί συνέλαβαν δεκάδες Ιταλούς στην Αθήνα, καθώς ο στρατηγός Μπαντόλιο επιδίωξε την αποκοπή της Ιταλίας από τον Άξονα μετά την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία και τη σύλληψη του Μουσολίνι στις 25 Ιουλίου. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ματιόλι. Μεταφέρθηκε μαζί με άλλους Ιταλούς αιχμαλώτους στο αρχηγείο της Γκεστάπο. Οι Γερμανοί σχεδίαζαν να τους στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Ματιόλι όμως σώθηκε χάρη στην καλλιτεχνική του ιδιότητα. Ένας υπεύθυνος της γερμανικής μυστικής κρατικής αστυνομίας λάτρευε τη ζωγραφική και έστελνε με τον οδηγό του τον Ματιόλι στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά για να παρατηρήσει τα καράβια.
Όταν επέστρεφε, καθόταν και τα ζωγράφιζε στην αυλή του κτιρίου στην οδό Μέρλιν. Τον βοηθούσε κρυφά και η Βρανά, καθώς του πήγαινε χρώματα για τους πίνακες του. Ο Ματιόλι κατάφερε να δραπετεύσει και οι φίλοι του τον βοήθησαν να κρυφτεί για να μην τον εντοπίσουν οι Γερμανοί. «Φοβόταν πολύ μην τον αναγνωρίσουν οι Γερμανοί, μεταμφιεζόταν ντυμένος Έλληνας πολίτης και κυκλοφορούσε στο δρόμο με μεγάλη προσοχή» διηγείται ο Κώστας Ματιόλι.
Η εχθρική αντιμετώπιση.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944, ο Ματιόλι ήθελε να παντρευτεί την Αδαμαντία, αλλά η οιγονένειά της αντιδρούσε. Οι μνήμες του πολέμου ήταν νωπές. «Το κλίμα ήταν εχθρικό από την πρώτη στιγμή, Οι γονείς της τον θεωρούσαν ως ένα ξένο στρατιώτη που αντιπροσώπευε τον κατακτητή. Έψαχναν διαρκώς στοιχεία για τον πατέρα μου. Για το λόγο αυτό ζήτησαν πληροφορίες από έναν ιδιοκτήτη γκαλερί στο κέντρο της Αθήνας που τον γνώριζε» αφηγείται ο γιος του.
Τελικά ο έρωτας και η δύναμη της ελληνίδας κόρης, έκαναν στην άκρη τις ενστάσεις της οικογένειας. ‘Ομως και πάλι τα πράγματα δεν ήταν απλά. Ο Ματιόλι εγκαθίσταται οικογενειακώς το 1953 στην Αθήνα αλλά συναντά εχθρική αντιμετώπιση από τις αρχές. «Είχαμε πάντα προβλήματα με το τμήμα αλλοδαπών της αστυνομίας, δεν υπήρχε τότε η αναγνώριση της διπλής εθνικότητας και η μητέρα μου έδινε μάχη για να μας ανανεώσουν την άδεια» αναφέρει ο γιος του Ιταλού ζωγράφου. Το 1967 η ελεύθερη καλλιτεχνική του φύση δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την δικτατορία των Συνταγματαρχών και ο Ματιόλι επέστρεψε στη Φλωρεντία.
Ελλάδα, η δεύτερη πατρίδα του
Το 1974 όταν έπεσε η χούντα η οικογένεια Ματιόλι εγκαταστάθηκε πάλι στην Αθήνα. Ο Ιταλός ζωγράφος, αγάπησε το λαό που τον έστειλαν να πολεμήσει και δεν αισθάνθηκε ποτέ ξένος. Λάτρεψε τα ελληνικά τοπία επειδή του θύμιζαν την Τοσκάνη. Γι αυτό ήθελε να μεταφέρει με τόση ευτυχία τα τοπία της Ελλάδας στους πίνακες του.
Ταξίδεψε σε αμέτρητες περιοχές της χώρας και μετέφερε στους πίνακες την αγάπη του για τη θάλασσα, τη φύση και τα ελληνικά νησιά. Συγκλονισμένος από το Άγιο Όρος, απέδωσε στον καμβά του το εσωτερικό των μοναστηριών και φωτογράφισε την πνευματική ζωή των μοναχών.
Ο Αρμένο Ματιόλι διοργάνωσε δεκάδες εκθέσεις στην Ιταλία με θέμα τα ελληνικά τοπία, συμβάλλοντας στην προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό. Ζωγράφιζε μέχρι και το τέλος της ζωής του σε ηλικία 90 ετών πίνακες με θέματα από τα νησιά του Αιγαίου, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα.
Έρευνα: Ηλίας Αντωνιάδης Πηγή φωτογραφιών: Πολεμικό Μουσείο, Κώστας Ματιόλι.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου