Ο προσδιορισμός, στο σήμερα, μίας αποκλειστικής «επίσημης» ονομασίας για την μετά το 330 μ.Χ. αυτοκρατορία, που είχε ως πρωτεύουσα της την Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εγχείρημα, και εν πάσει περιπτώσει, παντελώς αδύνατον εάν επιχειρείται με βάση σημερινά «βεστφαλιανά» πρότυπα.
Αν και αναμφισβήτητα, οι ιστορικές πηγές αποδεικνύουν ότι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, αδιάκοπα, από το 27 π.Χ. έως το 1453 μ.Χ., είναι εξίσου σαφές και πασιφανές ότι η ταυτότητα του «Ρωμαίου» άλλαξε πολλάκις και με δραματικό τρόπο μέσα στο διάβα τόσων αιώνων. Δεν μπορεί να εννοηθεί, λόγου χάρη, ότι ένας «Ρωμαίος» κάτοικος της Κωνσταντινούπολης, κατά τον 10ο ή ακόμα και τον 6ο αιώνα μ.Χ., δεν έχει καμμία διαφορά από έναν Ρωμαίο πολίτη του 1ου αιώνα μ.Χ.
Στην παρούσα σύντομη μελέτη θα εξηγήσουμε πώς παρ’ όλες τις πολλαπλές και διαδοχικές μεταλλάξεις που δέχθηκε η ονομασία «Ρωμαίος» στο διάβα των αιώνων, εκείνο που ποτέ δεν άλλαξε και δεν χάθηκε, δεν αλλοιώθηκε ή εξαφανίστηκε ήταν το ελληνικό έθνος. Μετά την κατάκτηση της κυρίως Ελλάδας το 146 π.Χ. και την ακόλουθη κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής και της Αιγύπτου, το ελληνικό έθνος που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε εξαπλωθεί ως τη Βακτρία και την Ινδία, δεν χάθηκε. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν «εκρωμαΐστηκαν», ούτε «εκβυζαντινίστηκαν» σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Βέβαια, προφανώς εκχριστιανίστηκαν αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, ένα άλλο κεφάλαιο. Αλλά, εκτός του γεγονότος ότι ήταν η Ρώμη που εξελληνίστηκε σε σημαντικό βαθμό, οι Έλληνες διατήρησαν τη γλώσσα, την αυτοσυνειδησία τους και προφανώς, την φυσική κληρονομική τους συνέχεια, αδιάκοπα από το 146 π.Χ. έως και το 1453. Το πώς αποκαλούσαν εαυτούς, καθώς και το γεγονός ότι η αρχαία ονομασία «Έλλην» ταυτίστηκε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα με τον ειδωλολάτρη, δεν επηρέασε ποτέ την γνώση και συνείδηση της ακριβούς ελληνικής καταγωγής τους.
Εάν, δε, σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη και συνέχεια του ελληνικού έθνους στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μετέπειτα στην βυζαντινή συνέχειά του, αυτό είναι επίσης μέγα ιστορικό λάθος. Πρόκειται για λάθος ή συνειδητή διαστρέβλωση και παραχάραξη της Ιστορίας, η οποία εξυπηρετεί σκοτεινούς πολιτικούς σκοπούς σημερινών κρατών εις βάρος της Ελλάδας. Άλλωστε, όσο κι αν παρουσιάζεται ως «σύγχρονη, νεώτερη επιστημονική άποψη» δεν είναι καθόλου νέα, αλλά μάλλον παμπάλαια, αφού οι ρίζες τις βρίσκονται στον 16ο αιώνα και δυτικούς ιστορικούς της νεώτερης εποχής.
Έτσι στο παρελθόν δυτικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν την συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ελληνικό Βυζάντιο (ο Γερμανός Ιερώνυμος Βολφ εφηύρε τον 16ο αιώνα την ορολογία «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» για να την ξεχωρίσει από την αρχαία Ρώμη, ως διάδοχοι της οποίας ήθελαν να παρουσιάζονται οι Γερμανοί) και άλλοι την ίδια την ελληνικότητά του Βυζαντίου (ο Φαλμεράυερ πολύ επιπόλαια και αυθαίρετα διατύπωσε, στα μέσα του 19ου αιώνα, τον εντελώς αυθαίρετο και αβάσιμο ισχυρισμό ότι οι Αβαρικές και Σλαβικές επιδρομές στην κυρίως Ελλάδα, στα χρόνια του μεσαίωνα, εξαφάνισαν εντελώς κάθε ίχνος Ελλήνων στην γεωγραφική περιοχή, άρα κατέληξε στον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι, ήδη από τον 7ο αιώνα και μετά… δεν υπάρχει πλέον ελληνικό έθνος).
Σήμερα όμως, συμβαίνει το εξής παράδοξο: σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί και άλλοι μελετητές, ενώ έρχονται να διορθώσουν το λάθος του Ι. Βολφ και με σθένος διακηρύττουν ότι δεν ονομαζόταν ποτέ «βυζαντινή» αλλά παρέμεινε πάντα ρωμαϊκή η Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453, παρόλα αυτά έχουν αναβιώσει τα ψεύδη του Φαλμεράυερ, αφού αμφισβητούν ευθέως την ελληνικότητα, αυτού του ιστορικού γεγονότος και φαινομένου, που καλώς ή κακώς είναι γνωστό πλέον ακαδημαϊκά σε όλον τον κόσμο ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που καθιστούν δυσνόητη και αντιφατική, με βάση τις σημερινές πολιτικές έννοιες, την ονομασία «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» για το κράτος που είχε πλέον την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και η προσθήκη του επιθέτου «Ανατολική» στην αρχή δεν διορθώνει αυτό το πρόβλημα κατανόησης της μακροβιότερης και πιο συγκλονιστικής αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο διάβα των αιώνων από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα, η έννοια Ρωμαίος από εθνική-πολιτική μετεξελίχθηκε σε μόνο πολιτική και μετά αργά και σταδιακά ξανά σε πολιτική-εθνική. Η αδυναμία διάκρισης και πολλές φορές η παντελής άγνοια αυτών των ενδιάμεσων σταθμών, τους οποίους αναλύουμε αμέσως παρακάτω, προκαλεί προβλήματα στην κατανόηση από έναν σημερινό μελετητή.
Η δεύτερη αιτία που κάνει πολλούς να «σκοντάφτουν», είναι ότι στο τελευταίο στάδιο μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος - όταν δηλαδή σταδιακά μετατρέπεται ξανά σε πολιτική-εθνική - αυτή τη φορά υποδηλώνει ένα άλλο έθνος από το αρχικό, δηλαδή όχι πλέον το αρχαίο λατινικό, αλλά το ελληνικό!
Ας δούμε λοιπόν αυτά τα στάδια μετεξέλιξης-μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος. Πρώτον και κύριον, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, η αρχαία πόλη-κράτος της Ρώμης από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι και την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή μετεξελίσσεται συνεχώς.
Αρχικά είναι μία ακόμη πόλη-κράτος της Ιταλίας - κατά το παράδειγμα των ελληνικών πόλεων-κρατών. Είναι δυνατή και συνεχώς επεκτείνεται, αλλά δεν παύει να είναι μία πόλη-κράτος. Στη φάση λοιπόν αυτή, η ιδιότητα του Ρωμαίου περιέχει εκτός από τον πολιτικό και σαφέστατο εθνικό προσδιορισμό. Δηλαδή εθνικό προσδιορισμό, όχι με την σύγχρονη εθνο-κρατική νομικίστικη έννοια, αλλά με τα δεδομένα της αρχαιότητας, δηλαδή την καταγωγή (το ομόαιμον), τη γλώσσα και τη θρησκεία. Έτσι, ο Ρωμαίος πολίτης, είναι απαραίτητα και Λατίνος. Δεν μπορεί να είναι Γαλάτης ή Έλληνας. Σαφώς η Ρώμη άρχισε πολύ νωρίς να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τους γειτονικούς της Σαβίνους, Σαμνίτες, Ετρούσκους και άλλους. Σε αυτούς έδωσε κατώτερη ιδιότητα Ρωμαίου πολίτη, με όλα τα δικαιώματα εκτός από αυτό της ψήφου (civitas sine suffragio), και αυτοί όμως αφομοιώθηκαν στην βάση του πρώιμου λατινικού-ρωμαϊκού έθνους.
Αυτή, λοιπόν, η αρχαία ρωμαϊκή ταυτότητα, παθαίνει την πρώτη μετεξέλιξή της όταν η Ρώμη από πόλη-κράτος έγινε αυτό που σήμερα αποκαλείται «κοσμόπολη». Όταν δηλαδή έγινε αυτοκρατορία και άρχισε να παραχωρεί το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλο και περισσότερους υπηκόους εκτός των ορίων της πόλης και εκτός της ιταλικής χερσονήσου. Έτσι μπορεί κάποιος να είχε γεννηθεί και να ζούσε σε μια πόλη της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα να ήταν Ρωμαίος πολίτης.
Με αυτόν τον τρόπο επεκτάθηκε η Ρώμη και μόνο έτσι μπορούσε κάποιος να αποκαλείται Ρωμαίος. Γιατί αν κάποιος είχε γεννηθεί, ας πούμε, στις Συρακούσες ή στη Μασσαλία αλλά δεν είχε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωμαίος. Θα αποκαλούταν Συρακούσιος ή Μασσαλιώτης. Ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας, πλήρωνε φόρους, αλλά δεν αποκαλούταν Ρωμαίος. Με το διάβα του χρόνου βέβαια και κυρίως χάρη στην κληρονομικότητα, όλο και περισσότεροι ήταν αυτοί που είχαν αποκτήσει τη ρωμαϊκή ιδιότητα.
Έτσι φθάνουμε στο 212 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Καρακάλλα με έδικτό του, γνωστή επισήμως ως Constitutio Antoniniana, παραχώρησε σε όλους τους ελεύθερους άνδρες της αυτοκρατορίας την πλήρη ιδιότητα και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη, και σε όλες τις ελεύθερες γυναίκες τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που είχαν οι Ρωμαίες της εποχής εκείνης. Από τότε λοιπόν και μέχρι το 1453, όποιος ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας μπορούσε πλέον να αποκαλείται Ρωμαίος. Μετά και την έδικτο του Καρακάλλα, μπορεί να ειπωθεί ότι η Ρώμη είχε πλέον μετεξελιχθεί πλήρως σε μία «κοσμόπολη», αφού τα όρια της ξεπερνούσαν τα τείχη της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου και περιέκλειαν ολόκληρη την «οικουμένη» του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος ήταν κατά το μεγαλύτερο γεωγραφικό ποσοστό του, κτήση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αμέσως, όμως, καθίσταται σαφές, ότι κατά το διάστημα αυτής της μετάλλαξης, η αρχαία πολεο-κρατική ρωμαϊκή ιδιότητα που δήλωνε ξεκάθαρα το λατινικό έθνος, δεν έχει πλέον κανέναν εθνικό προσδιορισμό. Δεν μπορεί πλέον να έχει παρά μόνο πολιτικό. Διότι, ένας Ισπανός, ένας Γαλάτης, ένας Έλληνας, ένας Σύριος, ένας Αιγύπτιος κ.ο.κ., παρότι με την έδικτο του Καρακάλλα εν μιά νυκτί ονομάστηκε Ρωμαίος, δεν έχασε ποτέ την εθνική του ταυτότητα, δεν άλλαξε ξαφνικά και ως δια μαγείας η εθνική του καταγωγή, η γλώσσα του, η παράδοσή του και όλη η εν γένει εθνική καταβολή του. Το ίδιο ίσχυσε και για τους απογόνους αυτών. Από το 212 μ.Χ. και μετά η ονομασία «Ρωμαίος» προσδιόριζε απλώς την πολιτική ταυτότητα, την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-κοσμόπολης-οικουμένης.
Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στο αρχαίο Βυζάντιο, μετονόμασε την πόλη σε Νέα Ρώμη, σημειολογικά και, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά για να επιδείξει στον κόσμο ότι η νέα πρωτεύουσα είναι αδιάρρηκτη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους. Την αδιάρρηκτη αυτή συνέχεια κράτησαν και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου έως και το 1453, και αυτήν την συνέχεια τόνιζαν συνεχώς και για τον ρωμαϊκό τίτλο και την πρωτοκαθεδρία που αυτός συνεπάγετο, στον τότε γνωστό κόσμο, ήρθαν σε διπλωματική ρήξη πολύ νωρίς με την Εκκλησία της Ρώμης αρχικά και τους Γερμανούς, αργότερα.
Στην ιστορική επιστήμη αποτελεί καθολικά αποδεκτό κανόνα το αξίωμα ότι η αλλαγή στην Ιστορία επέρχεται μέσω του πολέμου. Ο πόλεμος είναι το ιστορικό εκείνο γεγονός και φαινόμενο, το οποίο γκρεμίζει κάτι το παλιό και κτίζει κάτι το καινούριο, είναι ταυτόχρονα «ληξιαρχική πράξη» θανάτου και γέννησης. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι αρχαίες αυτοκρατορίες των Βαβυλωνίων, Ασσυρίων και Αιγυπτίων καταλύθηκαν από την Περσική, η Περσική από την ελληνική του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνικά βασίλεια από τη Ρώμη.
Έτσι πολλοί σήμερα παραβλέπουν και υποβιβάζουν το γεγονός της μετάλλαξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ελληνική το 330 μ.Χ., βασιζόμενοι στο γεγονός ότι, εξωτερικά και τυπικά, στην αυτοκρατορία δεν άλλαξε κάτι παραπάνω από την πρωτεύουσά της και τη θρησκεία της. Έτσι όμως παραγνωρίζεται η ουσία ενός ιστορικού γεγονότος. Γιατί, αυτό που σήμερα αγνοούν ή αποσιωπούν πολλοί μελετητές της Ιστορίας, είναι ότι η πράξη του Κωνσταντίνου δεν άλλαξε απλώς το γεωγραφικό κέντρο μιας αυτοκρατορίας που εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκή. Εξάλλου οτιδήποτε σχετίζεται με την άνοδο και εδραίωση του ίδιου του Κωνσταντίνου στην εξουσία κάθε άλλο παρά ειρηνικό ήταν! Η περίοδος από τον Διοκλητιανό έως τον Κωνσταντίνο είναι μια συνεχών και σκληρών εμφυλίων πολέμων. Ορίστε λοιπόν, που ούτε αυτή η κομβικής ιστορικής σημασίας αλλαγή έγινε ειρηνικά, άρα και το γνωστό ρητό του Ηρακλείτου (πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί), εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται. Με την μεταφορά, λοιπόν, του κέντρου της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μια αρχαία ελληνική πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, άλλαξε ριζικά και οριστικά η ίδια η φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας.
Έτσι ενώ το κράτος εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκό, με επίσημη γλώσσα της εξουσίας τα λατινικά και με απευθείας πολιτική καταγωγή από τους αρχαίους Ρωμαίους, το κέντρο της αυτοκρατορίας είναι πλέον ελληνικό. Άλλωστε η ίδια η Ρώμη δεν ήταν ποτέ έθνος-κράτος με την σημερινή έννοια. Ήταν μία πόλη-κράτος που έγινε κοσμόπολη. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε, η νέα κοσμόπολη έγινε το Βυζάντιο, η Νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη. Και αυτή ήταν αναφανδόν ελληνική. Στην Ανατολή, δεν κυριαρχεί μόνο «ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα» εξωτερικά, επιδερμικά και ουδέτερα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σήμερα. Η Ανατολή, στην συγκεκριμένη εκείνη ιστορική εποχή, κατοικείτο κατά πλειοψηφία από ελληνικούς πληθυσμούς. Εκτός, από την κυρίως Ελλάδα, την Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, όπου είναι αυτονόητο ότι κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Έλληνες, στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, ζούσαν επίσης ελληνικοί πληθυσμοί, απευθείας απόγονοι των αποίκων της εποχής του Αλεξάνδρου, ενώ οι υπόλοιποι ιθαγενείς λαοί είναι περισσότερο ή λιγότεροι εξελληνισμένοι. Άρα μιλάμε για μια Ανατολή, η οποία τον 4ο αιώνα μ.Χ. δεν είναι μόνο εξωτερικά, επιδερμικά, «κατ’ όνομα» ελληνική - είναι βαθιά στη φύση της ελληνική.
Πέραν, όμως, της πολιτικής χροιάς που έχει πλέον το όνομα Ρωμαίος κατά τον 4ο αιώνα και το γεγονός ότι δεν επηρεάζει, ούτε αλλοιώνει την οποιαδήποτε συνείδηση εθνικής καταγωγής των «Ρωμαίων», υπάρχει κι ένα άλλο δεδομένο, που αφορά την αναφανδόν ελληνική ταυτότητα της Ανατολής και την ανέκαθεν διαφορετική ταυτότητά της από τη Δύση. Στην επίσημη ιστοριογραφία θεωρείται ως σταθμός η απόφαση του Διοκλητιανού να καθιερώσει την αρχή της τετραρχίας. Από πολλούς μελετητές αυτό εκλαμβάνεται ως η απαρχή και η καταδίκη του διαχωρισμού δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που έμελλε να επέλθει οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Γιατί, στ’ αλήθεια, η Δύση και η Ανατολή ήταν ήδη δύο διαφορετικοί κόσμοι πολύ πριν την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή η Ρώμη κατέκτησε και απλώς διοικούσε έναν κόσμο ελληνικό. Μια ελληνική οικουμένη που είχε καθιερωθεί ως τέτοια ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, των ελληνιστικών χρόνων. Στην Ανατολή, η Ρώμη δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι, δεν μπορούσε να «εκρωμαΐσει» τίποτα. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η Ρώμη που τελικά κατακτήθηκε από τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό, όπως έχει ομολογήσει και ο ποιητής Οράτιος. Ήταν η Ρώμη η οποία χρειάστηκε να εξελληνιστεί, εν μέρει, για να μπορέσει να διατελέσει επιτυχώς τον ηγετικό της αυτοκρατορικό ρόλο σε έναν κόσμο, όπου ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο ανώτερος και φύσει κυριαρχούσε. Στη Δύση, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Εκεί η Ρώμη έπρεπε να εκπολιτίσει βαρβάρους. Αυτός ο εκπολιτισμός της βάρβαρης Δύσης δεν επιτεύχθηκε ποτέ σε απόλυτο βαθμό στους λίγους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Έτσι η Δύση έμεινε πάντα κατώτερη πολιτισμικά ενώ η Ανατολή ξεχώριζε ως ένας άλλος, ανώτερος κόσμος, ήδη από τον 1ο αιώνα.
Με πιο απλά λόγια, ενώ η Δύση ήταν εξ αρχής αποκλειστικά ρωμαϊκή, η Ανατολή ήταν πάλι εξ αρχής, αποκλειστικά ελληνική, απλώς υπό ρωμαϊκή διοίκηση και ρωμαϊκούς νόμους. Έτσι όταν οι δύο αυτοί διαφορετικοί πόλοι του ρωμαϊκού κόσμου χωρίστηκαν οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα, δεν γεννήθηκε κάτι από το μηδέν, δεν προέκυψε κάποια σημαντική διαφορά που δεν προϋπήρχε μεταξύ των δύο αυτών κόσμων. Η Ανατολή συνέχισε να είναι ένας ελληνικός κόσμος, ενώ η ελλιπώς εκπολιτισμένη Δύση υπέκυψε στις βαρβαρικές εισβολές και εισήλθε σε μία παρατεταμένη «σκοτεινή», όπως σωστά έχει αποκληθεί, περίοδο από την οποία θα εξερχόταν αρκετούς αιώνες αργότερα. Έτσι είναι η Δύση εκείνη μόνο που έπεσε στον «σκοτεινό Μεσαίωνα» και όχι η ελληνική Ανατολή.
Ερχόμαστε λοιπόν, στην χρονολογία-σταθμό του 476 μ.Χ. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης, ο δεκαπενταετής Ρωμύλος Αυγουστύλος ανατράπηκε από τον βαρβαρικής καταγωγής Οδόακρο. Η ιταλική χερσόνησος είχε εν τω μεταξύ ήδη κατακτηθεί από τους Γότθους, επομένως τα εδάφη της επίσημης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πλέον περιορίζονται και ταυτίζονται με την Ανατολική Μεσόγειο, με τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. Το 476 συμβαίνει, επομένως, το εξής κομβικό ιστορικό αποτέλεσμα.
Η ονομασία «Ρωμαίος» αρχίζει σταδιακά και εκ των πραγμάτων να σημαίνει τον Έλληνα και την ελληνική εθνική ταυτότητα και καταγωγή. Όταν, δηλαδή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, όλοι όσοι αποκαλούνται Ρωμαίοι, είναι πλέον είτε Έλληνες, είτε εξελληνισμένα φύλα της Μικράς Ασίας, ενώ ελάχιστοι μη-ελληνικοί πληθυσμοί (κάποιες μειονότητες στα δυτικά και βόρεια Βαλκάνια και οι Αρμένιοι στην Ανατολή) απομένουν πλέον στα όρια της αυτοκρατορίας, ποιος άλλος μπορεί να είναι Ρωμαίος αν όχι ο Έλληνας; Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, τόσο από το πώς αυτοαποκαλούνται οι Ρωμιοί-Έλληνες, αλλά και από το πώς τους προσδιορίζουν οι ξένοι, δηλαδή οι Δυτικοί, οι Άραβες, οι Τούρκοι και οι λοιποί. Έτσι, εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, σταδιακά και ολοένα περισσότερο, οι μη-Έλληνες αρχίζουν να διαφοροποιούνται από τους «γνήσιους Ρωμαίους» Έλληνες. Αλλά το πώς ακριβώς συνέβη αυτό θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
CTAVPAETOC
συνεχίζεται
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου