Η λυρική αφήγηση, του απείρου άδικου ιστορία, γραμμένη με το θείο αίμα της Κύπρου και των Ελλήνων πεσόντων Κυπραίων Ηρώων.
Πρωί πρωί, που το πουρνόν ξημέρωμα,/ τζιείν΄ την ημέραν, την ασβολερήν, την μαυροκαημένην,/ όταν οι Τούρτζιοι βάρβαροι, που απ΄ τ΄ανάθεμαν,/ ήρτασιν τζιαί σ’ άλωσαν, Κύπρος μας αγαπημένη/ τζιαί κατάσφαζαν γέρημα γυναικόπεδα,/ γριές μανάδες, γέροντες πατεράδες τζιαί αδέρφκια,/ τρία ασπροπούλια, καλά πουλιά,/ τρι΄ άσπρα της Κύπρου, ειρήνης περιστέρκα,/ που πισσομαυρισμένα εγίνασιν,/ που τους καπνούς και τα αχνίζοντα αίματα./ Ασβολωμένα ήταν, απού θρηνισμό καρκιάς/ τζι΄ οδύνης, απού την ματοχυσία…./ Τα ΄δασιν ούλλα τα κακά που τ΄άψη,/ της Κύπρου της πομπαρτοκαμένης,/ τζι΄ ακόμη εθωρούσασιν, μαραζωμένα,/ εδερνοπίσκασιν πετώντας γοερά,/ στους θλιμμένους κυπριακούς ουρανούς,/ που βροσιήν μαύρων πικρών δακρύων,/ με οδυρμούς, καταρράκτες ερίχνασιν…/Τζιαί νεκαλιούνταν τα περιστέρκα μας,/ μαζί με τ΄ απροστάτευτα ορφανά,/ τις μάνες τζιαί πατέρες τους χαροκαμένους,/ τους μαυροπικραμένους τζιαί πενθοκτυπημένους./ Γαλάζιοι τζιαί ξάστεροι οι ουρανοί μας ήταν…/, πριν έρτουν, να τους μολύνουσιν,/ που τα πέρατα της βάρβαρης ανατολής,/ ορδές μυριάδες γιουρούκηδες,/ που για γαίμαν Χριστιανικόν αδημονούσαν/ όπως οι πρόγονοι τους Οθωμανοί Σουλτάνοι,/ οι γαιματοβαμμένοι, που τζιαί αυτοί αιμοδιψούσαν…
Μαυροπικραμμένα, εσμίασιν τα πυρωμένα γαίματα/ τα πύρρεια τα δάκρυα, πικρά την νήσον,/ εποτίζαν τζιαί μ΄ορμή εχύνουνταν./ στην θάλασσα της Τζιερύνειας,/ Ερυθρά η θάλασσα βάφτηκε, Νεκρά θάλασσα εγίνει,/ μαύρη τζιαί η γη η δακρυοποτισμένη γέρημη τζιαί στείρα πια./ Αλοί τζιαί τρισαλοίμονο ..οϊμέ…!/ στα τρία μοιραία άσπρα περιστέρκα,/ τα έρημα, που λαβωμένα επετούσαν,/ που πάνωθκιον, της αστραποκτυπημένης,/ στο βαρύν σκότος πισσούρι τυλιγμένης,/ θαλασσοφίλητης πανώρκας νήσου/. Ας όψονται τζι΄ ας ξέρουσιν,/ οι Τούρτζιοι βαρβάροι, ότι ακόμα τζιαί μετά,/ που μια νύχτα πισσοσκότεινη ο ήλιος/, ο φωτοστεφανώμενος,/ το πουρνόν τζιαί πάλαι, θ΄ ανατείλει,/ απ τα φωτόλαμπρα, της Κυπρου τα’ ‘πουράνια,/ με το κοντάρι του, το λαμπερόν, φωθκιάν τζι όλεθρον/, εις τους οχτρούς αλύπητα θα σπείρει/ τζιαι Ανάσταση τζιαι Λευτερκά, εννά φέρει….
΄Ενε πρόλαβαν το μήνυμα στην μάνα μας να πάνε,/τα τρία της Κύπρου, περιστέρκα../
Απεγνωσμένα μάχουνται,/ στης Κύπρου της ματοτζιηλισμένης/, στην αχάπαρη την μάνα για να πάσιν,/ να ικετεύσουν, ύστατη στιγμή,/ βοήθεια μητρική να κελεύσουν/. Εν είχαν απ΄αλλού βοήθεια,/ τα άμοιρα να εκλιπαρήσουν,/ για την έρμην κόρη, που αργοπέθαινε./ Εθέλασιν μόνο στην μάνα της,/ τα μαύρα μαντάτα να της λαλήσουν,/ για την βαρβαροκτυπημένη θυγατρί,/ απού τα σιέρκα τα ΄γκληματικά κατασφαγμένης,/ αυτόνων των βάρβαρων, τ΄ Αττίλα απογόνων./ Εν πρόλαβε το μαυροπικραμμένο μαντάτο/, το ΄να άσπρο περιστέρι για να πάει/, μες΄ τους καπνούς εχάθην./ Απού ψηλά την Κύπρο εθώρεντην,/ που εκαύκετου…, εν άντεξε, εποστάθηκεν,/η θλίψη το παράλυσε, τζιαί χάμου ππέφτει,/ οϊμένανε..στ’ Απόστολου Βαρναβα σκλαβωμένο μοναστήρι!/ Το άλλο στου Τζιύκκου το ψηλό βουνί,/ της Παναγιάς Τζιυκκώτισσας, στο άγιο το θρονί της,/ ψυχομασιεί τζιαί σέρνεται το πισσομαυρισμένο/το τρίτο απ τον ουρανό, την Κύπρο/ που τους καπνούς, θολά εθώρεντην / τζι΄ απ την πύρινη θωρκά του, αστραπόβροντα γενιούνται./ τζιαι επιθανάτιο Ύστατο ανακάλημα, μες την ανεμοζάλη του την μαυρογέρημη/, σαν Διγενή Ακρίτα μεταμόρφωση,/ στα θεία ουράνια με βροντερήν ανθρώπινην λαλιά/, ανακράζει το πικροποτισμένο/ τζιαί αναπέμπει ικεσία έσχατη,/ που σαν ιερή ψαλμουδκιά απόκοσμη,/ απαντοχή στα πέρατα ακούστην,/ « Την Κύπρο σώστε, Ω! Θεέ, Χριστέ μας,/ τζιαί συ Τζιυκκώτισσα Παναγιά μας/
Εσύ της Κύπρου η μάνα Παναγιά, που απ΄την Κύπρο,/ όταν πέρασε,ς τον Άη Λάζαρο να δείς,/ πάνου στου Τζιύκκου τα βουνά μαζί,/ τ΄ ανεβήκατε για να βλογήσετε,/ πιστούς Χριστιανού Κυπραίους,/ τα πεύκα ούλλα λύγισαν τζιαί υποκλιθήκαν./ Έλα πίσω Παναγιά μας, συγχώρεση να δώσεις,/ για τις αμαρτίες μας τζιαί τούτην μόνον την φοράν,/ τους βάρβαρους θε να λυγίσεις τζιαί γονατίσεις,/ στα τιμημένα χώματα της Κύπρου, να θεοκαρβουνιάσουν,/Αυτοί οι βάρβαροι που αμάχους κατάκαψαν,/ εκκλησιές λεηλάτησασιν, ιερά και όσια καταπατήσασιν…/
Τζιαί επί τέλους οι Κυπραίοι τζιαί ούλλoς,/ ο Ελληνισμός αυτός ο μαρτυρικός λαός να πνάσουσιν…,/απ αύτηνν του κόσμου την μαυροσκότεινη/ μαυρογέρημη τραγωδία να ησυχάσουσιν…. , ειρήνη/ τζιαί αναπαμό νάχουν, διότι δεν έχουν ποτέ λυγίσει/ τζιαι αν τα ματωμένα τους γόνατα τους,/ καμιά φορά ακούμπαγαν το χώμα/ ήταν γιατί μόνο στους νεκρούς τους ήρωες,/ γονάτιζαν τζιαι για προσευχή…..
……Τζιαί άφησε τον τελευταίο στεναγμό,/ το τρίτο ματοβαμμένο περιστέρι….,/ στον τρούλλο του Αποστόλου Ανδρέα,/ στ΄Άγιο υπόδουλο μοναστήρι της Ουρανίας Καρπασίας…./ποτίζοντας τζιαι τούτο, το πικροχολωμένο/ το δακρύβρεχτο με το αίμα του το Άγιο Αθάνατο Δέντρο της Ελευθερίας…./.και προσδοκώμενης Ανάστασης της πικροβασανισμένης Κύπρου…,/ το μοναχικό χρυσοπράσινο φύλλο που κλυδωνίζετε,/ στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της Μεσογείου…...
Εσύ Χριστέ Πανάγαθε, που τα εγκόσμια βάσανα εβίωσες, Εσύ που ματόβρεκτος ανέβαινες τον Γολγοθά, Εσύ που του Σταυρού εβίωσες τα βάσανα και τον θάνατο, μ΄αγκάθινο στεφάνι, δες και της Κύπρου τα μαρτύρια, που είναι Εσταυρωμένη και δώσε απλόχερα, ανάπαυση…Και όπως Εσύ αναστήθηκες και τον θάνατο πατήσας και στην Κύπρο την πολύπαθη, κάνε το ευσπλαχνικό σου θαύμα και ευχή δώσε και σ΄ αυτή για ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ…..
ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ.
Ο αγαπημένος αδελφικός φίλος διαπρεπής λαογράφος ποιητής και συγγραφέας της Κύπρου ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΠΑ τιμητικά προσθέτει στο δικό μου πόνημα, το ποίημα του στη Κυπριακή διάλεκτο ΗΡΤΕΝ ΤΖΙΑΙ ΦΕΤΗ Η ΛΑΜΠΡΗ.
Ευχαριστώ αδελφέ. ΑΑ
ΗΡΤΕΝ ΤΖΙΑΙ ΦΕΤΗ Η ΛΑΜΠΡΗ
Ήρτεν τζιαι φέτη η Λαμπρή, μα οι πρόσφυγες ακόμα
να μπόρουν να γιορτάσουσιν στο πατρικόν τους χώμα.
Όσον τζιαι να το θέλουσιν τζιαι να το λαχrαρούσιν,
πάλ' εντα καταφέρασιν έσσω τους να στραφούσιν.
Ακόμα άλλη μια Λαμπρή στο Νότο θα Πασκάσουν,
τα έσιει τους ειςτο Βορκά λαλούν τους να ξηχάσουν.
Μα θέλουν να γιορτάσου σιν ποτζιεί που γεννηθήκαν,
στους σκλαβωμένους τόπους τους που άδικα χαθήκαν.
Να ξαναπάν στες εκκλησιές, πον' χρόνι' αμπαρρωμένες
τζιαι καρτερούσιν τους πιστούς βουβές τζιαι λυπημένες.
Να παν στο ΧρυσοΣώτηρο τζι Απόστολον Αντρέα,
μα τζιαι στες όλλες Εκκλησιές οι πρόσφυγες παρέα,
για να Πασκάσουν σαν τζιαι πριν όμορφα τζιαι ωραία.
Γιατί εν' μιάλη πίκρα τους τη γην τους να θωρούστν
άνομοι τζιαι αλλόθρησκοι να τη λεηλατούσιν,
τα σπίθκια τους, τα μάλλιατους, να τους τσαλαπατούσιν
τζι οι μιάλοι πίσω να θωρούν χωρίς να βοηθούσιν.
Τζι η μόνη τους παρηορκά, Χριστέ μας, είσαι σύ,
να κάμεις πιον το θαύμα σου να σμείξεις το νησί.
Εσύ που εσταυρώθηκες τον κόσμο, για να σώσεις,
βάλε ξανά το σιέρι σου την Κύπρο να γλυτώσεις.
Πρόσφυγες τζι αγνοούμενοι έσσω τους να στραφούσιν,
μιτσιοί τζιαι μιόλοι πασ' τη γη το θαύμα σου να δούσιν
τζιαι ότι είσαι γιος θεού να το παραδεκτούσιν.
Αντώνης Γαβριήλ Παπά
Κίτι –Λάρνακα
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ, ΠΑΝΤΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΟ.
www.ledrastory.com
cyprushellenica.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου