Μπορεί εμείς όλοι που εκπαιδευόμαστε ή υπηρετούμε το Πολεμικό ή Εμπορικό Ναυτικό να έχουμε μια άλλη αντίληψη της κατάστασης και να βλέπουμε με άλλο πλεόν "μάτι" μια τέτοια δύσκολη κι ακραία κατάσταση, αλλά οφείλουμε, και πολύ περισσότερο όσοι από εμάς υπηρετούν σε επιβατικά πλοία, να γνωρίζουμε πως αντιλαμβάνονται οι επιβάτες τα όσα συμβαίνουν κατά τις κρίσιμες αυτές ώρες.....
Εξάλλου πολλές από τις ευθύνες πέρα από αυτές των αρχών για ένα τέτοιο ατύχημα βαραίνουν και τα ανεκπαίδευτα πληρώματα... (φυσικά ακόμα και σε αυτό φέρουν ευθύνη και οι εταιρείες)...
Ο Ανδρέας Οικονόμου αποφάσισε να γράψει σε πέντε κεφάλαια στο Facebook όλο το εφιαλτικό σκηνικό που έζησε πάνω στο Norman Atlantic. Τα λόγια του σοκάρουν και προκαλούν πόνο και οργή για τα όσα έζησαν μεγάλοι και μικροί μέχρι να καταφέρουν να σωθούν. Ο αγώνας πάνω στο Norman Atlantic αλλά και οι ώρες μέσα στη λέμβο μέχρι να καταφέρουν να ανέβουν στο πλοίο φέρουν δάκρυα στα μάτια.
«Εγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή», λέει ο Ανδρέας Οικονόμου, που σώθηκε μαζί με την οικογένειά του μετά από μέρες στη θάλασσα.
Διαβάστε το συγκλονιστικό ημερολόγιο, την περιπέτεια ενός ανθρώπου που δεν ήθελε να ανεβάσει την οικογένειά του στο πλοίο και τελικά έζησε την κόλαση.
Επεισόδιο πρώτο: Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΗΤΗ
Σάββατο 27 Δεκέμβρη.
Είναι το ταξίδι που εγώ και η οικογένειά μου το περιμένουμε τόσο πολύ. Είναι η ανάσα της χρονιάς για μας. Και το κάνουμε χρόνια τώρα. Φέτος θα πηγαίναμε στη Βενετία. Η Βενετία είναι παραμυθένια και το χειμώνα πιο πολύ!
Ταξίδι απ’ την Ηγουμενίτσα, ώρα 11και 59 η αναχώρηση. Τέτοια ακρίβεια τρομάρα τους. Στον αληθινό κόσμο η αναχώρηση είναι κάπου μεταξύ 12 και 4 το πρωί.
Πλοίο το Hellenic spirit της ΑΝΕΚ. Έχω ταξιδέψει πολλές φορές μ’ αυτό. Ξέρω αρκετούς απ’ το πλήρωμα με τα μικρά τους ονόματα. Ξέρουν την Αλίνα μου και μου δείχνουν φωτογραφίες με τα δικά τους παιδιά.
Το Hellenic spirit όταν μπαίνει στο λιμάνι είναι χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φώτα παντού, ανοίγει η καρδιά σου και βιάζεσαι να επιβιβαστείς.
Είμαι τελευταίος στη σειρά των ΙΧ αυτοκινήτων και περιμένουμε το καράβι. Προσπαθώ να τακτοποιήσω τα εισιτήρια στο φάκελο και το μάτι μου πέφτει στο όνομα του πλοίου. Norman Atlantic.
Έτσι απλά. Χωρίς καμία ενημέρωση για την αλλαγή. Ούτε καν στο check in μια κουβέντα κάτι…
Άστο μπορεί να είναι κι΄αυτό καλό λέω στην Έλενα για να απαλύνω την απογοήτευση.
Και έρχεται. Ένα μουντό σκοτεινό πράμα εμφανίστηκε στο λιμάνι. Ο ελιγμός που κάνουν τα πλοία είναι τέτοιος που, εμείς που περιμένουμε στη σειρά, πρώτα βλέπουμε την πλώρη του (το μπροστά για τους αμύητους) και μετά γυρίζει και ακουμπά την πόρτα της πρύμνης (δεν χρειάζεται το εξηγήσω) του στην προβλήτα.
Τούτο, λόγω της απειρίας του Ιταλού κυβερνήτη στο συγκεκριμένο λιμάνι, στάθηκε αρκετή ώρα με την πλώρη προς εμάς. Μας κοίταζε. ΕΤΣΙ ΕΝΟΙΩΣΑ.
Αυτό άρχισε να γυρίζει. Άραξε. Άνοιξε την πόρτα και τα αυτοκίνητα άρχισαν να μπαίνουν. Εμείς τόση ώρα αμίλητοι. Κοιτούσαμε. Όταν ήρθε η σειρά μου να ξεκινήσω, ρώτησα: Έλενα θα μπούμε; Δεν ξέρω βρε Αντρέα, μου απαντά, εσύ τι λες;
Μπήκα. Με βάλανε στο πρώτο υπόγειο. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο και ο Ιταλός ναύτης μου είπε ότι θα μας ανεβάσει από κάτι εσωτερικούς διαδρόμους που πάνε αυτοί. Έβλεπα παντού φρεσκοβαμμένες λαμαρίνες, «γαζώματα» φρεσκοβαμμένα όλα φρεσκοβαμμένα. πολύ μπογιά. Η ωραία η γυναίκα, σχολίαζε τρείς μέρες μετά ο καλός μου ο Χρηστάρας, δε χρειάζεται φτιασίδια. Τη μπαμπόγρια τη φτιάν’ς μπας και την παρ κάνα κορόιδο. Ποιος ξέρει τι έκφραση είχα πάρει και γίνεται έξαλλη η Ελενα.
- Αμάν ρε Αντρέα με τρομάζεις σταμάτα το πια ή πάμε να φύγουμε.
- Πόσα παιδιά έχεις κύριε, με ρωτάει.
Ζητώ να δω το πλοίαρχο και με οδηγούν στο ύπαρχο κύριο Παύλο ……. (σήμερα άκουσα στις ειδήσεις ότι στο καράβι έκανε ότι μπορούσε για να σώσει κόσμο και τον συγχαίρω γι αυτό. Εύχομαι όση ώρα πάλευε να είχε στο μυαλό του τι μικρή μου κόρη και αυτό να του έδινε δύναμη)
Ο κύριος Παύλος με αντιμετώπισε με το γνωστό Ελληνικό υφάκι. Ήρθε ο περίεργος που του μυρίζει η καμπίνα και πρέπει να τον ανεχτώ τον μαλάκα.
Με άκουσε με θυμήθηκε που έχουμε ξαναταξιδέψει μαζί.
Φωνές, καυγάς, κάποιος κάνει σσστ κοιμόμαστε, αγριεύω και μ’ αυτόν και είπα κάτι Γαλλικό. Κατεβαίνουμε και βγαίνουμε απ’ το πλοίο. Έρχεται και ένας νεαρούλης μουσάτος της ΑΝΕΚ να μου μιλήσει και να μου εξηγήσει ότι έχω άδικο και αυτό που ζητάω δεν μπορεί να γίνει. Μου σπάει τα νεύρα και ακούει και τι δεν ακούει. Είχε ένα υφάκι, expert της NASA και πάνω. Δεν ασχολήθηκα πολύ μαζί του. Βλέπω το αυτοκίνητο του λιμενικού και πηγαίνω προς τα κει. Ένα κοριτσάκι με στολή με ακούει, ξαφνιάζεται, μου λέει ότι αυτή δεν ξέρει τι γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση και πρέπει να καλέσει την αξιωματικό υπηρεσίας. (Τελικά το κοριτσάκι αυτό ήταν η πιο πρόθυμη και η μόνη που έδειχνε ότι κατάλαβε τι ένοιωθα. Ισως.)
Η κυρία λιμενάρχης στο τηλέφωνο με αντιμετωπίζει με το γνωστό δημοσιοϋπαλληλικό τρόπο.
- Δε μπαίνω και απαιτώ να μου βγάλετε το αυτοκίνητο, ουρλιάζω.
Την πήρα εγώ πριν από σένα, μου απαντά, και μου είπε να σου κάνω μήνυση για παρακώληση συγκοινωνιών.
Επεισόδιο δεύτερο: Η CHRISTINE ΞΥΠΝΑΕΙ
(Για τους μικρότερους, ψάξτε για ένα film του 80 με τίτλο CHRISTINE και θα καταλάβετε)
Δυο ώρες περίπου τους πάλευα. Με είχαν χεσμένο εξ’ αρχής.
Η καμπίνα ένα χάλι και μισό. Σαν κάτι θυρωρεία σε ταινίες του 60. Έχουμε όμως χάσει και δε μας παίρνει για τίποτε.
- Θα έχει κύμα; Ρωτάει με αγωνία η Ελενα την κοπέλα που μας συνόδεψε μέχρι την καμπίνα.
Απ’ το σφίξιμο που νοιώθουμε πέφτουμε να κοιμηθούμε και οι τρεις στην ίδια κουκέτα.
Εγώ κοιμάμαι κάτω η Αλίνα κάτω και η Ελενα στην πάνω κουκέτα.
Πάει ο ύπνος. Τα καταφέρνω ξανακοιμάμαι. Κάποια στιγμή ακούω την Ελενα να μου λέει, Αντρέα φοβάμαι θα κατέβω να κοιμηθούμε μαζί. Ξανακοιμάμαι. Αντρέα κρυώνω, μου λέει κάποια στιγμή, θα σηκωθώ να βάλω και δεύτερο θερμοεσώρουχο (Σωτήριο) Η ώρα πρέπει να είναι 4 και μισή. Ξανακοιμόμαστε. Όμως απ’ τις ομιλίες έχει ξυπνήσει και η Αλίνα. Δεν περνάνε μερικά λεπτά και η Αλίνα λέει δυνατά ψιθυριστά, μπαμπά είδα φωτιά στο παράθυρο.
Κοιμήσου αγάπη μου, της απαντώ, κάποιος κεραυνός θα ήταν, τι φωτιά αποκλείεται.
- Καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και ανοίγει την πόρτα. Στο διάδρομο σαστισμένες φιγούρες μέσα σε καπνό. Παιδιά τι καίγεται ρωτάει μια γυναίκα. Φωτιά φωνάζει κάποιος. - Αντρέα μου καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και καταρρέει στο διάδρομο.
Την αρπάζω απ’ τους ώμους και την ταρακουνάω. Όχι τώρα, Λενιώ όχι τώρα σε παρακαλώ πρέπει να σώσουμε την Αλίνα. Σηκώνεται. Η Αλίνα είναι πίσω μας και φωνάζει μαμά μαμά. Γυρίζουμε στη καμπίνα. Λέω στην Αλίνα να ντυθεί όσο μπορεί πιο γρήγορα. Ντυνόμαστε και εμείς. Το δωμάτιο έχει γεμίσει ασφυκτικά με καπνούς. Δεν μπορώ να βρω τα παπούτσια μου ούτε η Αλίνα τα δικά της. Μένουμε με τις χαριτωμένες παντοφλίτσες του ΙΚΕΑ που είχαμε αγοράσει το πρωί. Αρπάζω ένα φάκελο που είχα πάνω στο τραπέζι γιατί είχα το τηλέφωνο μέσα. Πάνω στο φάκελο ήταν και τα γαλιά μου και τα πήρα κι’ αυτά. Βγαίνουμε πάλι στο διάδρομο τρέχοντας προς τα Deck. Ακούγονται από κάτω μας κάτι σα δυνατά χτυπήματα.
- Τι χτυπάει, ρωτάω.
Η Ελενα προχωράει μπροστά η Αλίνα στη μέση και εγώ πίσω. Κολλητά. Η Αλίνα είναι απίστευτα ψύχραιμη. Στο μυαλό μου έχει κολλήσει η σκέψη, ακολούθα τις οδηγίες και μη πανικοβληθείς.
ΠΛΗΡΩΜΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΕΙ. ΟΔΗΓΙΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ.
Ψάχνουμε για σωσίβια. Βλέπω ότι τα παίρνουν από ένα μεγάλο άσπρο κουτί. Τρέχουμε εκεί. Είναι κάποιος μέσα και χωρίς να τον ρωτήσω μου δίνει ένα.
Πώς τα βάζουμε τα σωσίβια; Εδώ βλέπω κάποιον που ήταν πλήρωμα. Ο πρώτος που είδα. - Πως το δένουμε, του λέω, δέσε της κόρης μου και της γυναίκας μου σε παρακαλώ. Μας τα έδεσε. Τώρα τι κάνουμε; Απ΄ το μυαλό μου, η ιδέα της εγκατάλειψης του πλοίου, ακόμη δεν είναι αποδεκτή. Η λαμαρίνα είναι πολύ ζεστή και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια μικρή κόκκινη κουκίδα, καταλαβαίνω τι είναι, ανοίγω το βήμα σπρώχνοντας την Αλίνα. Η παντόφλες κολλάνε στο πάτωμα και σε κάθε βήμα νοιώθω ότι θα μου φύγουν. Η μικρή κόκκινη κουκίδα σε δευτερόλεπτα έγινε ασπροκόκκινος κύκλος και άνοιξε. Η λαμαρίνα έλειωνε. Έλειωνε παντού.
Τότε η Ελενα μεταμορφώνεται. Τόση ώρα άκουγα κάτι μουρμουρητά, κρίμα, γιατί ρε γαμώτο, ως εδώ ήταν, το Αλινάκι μου τι φταίει …. και ξαφνικά γίνεται θηρίο. The eye of tiger το ξέρετε;
Το αποφασίζω, τη σηκώνω και την κρατάω στο κενό. Τότε γυρίζει ένας γεροδεμένος άντρας την αρπάζει και την τραβάει μέσα. Όλα είναι πιο εύκολα τώρα. Η Λέμβος ταλαντώνεται και πέφτει. Όμως ένα μέτρο πιο κάτω μπλοκάρει, μένει κρεμασμένη και αιωρείται. Αυτό ήταν. Αρκεί να πιαστώ απ’ το σίδερο πού σημάδευα και να περάσουν τα πόδια μου μέσα. Όρμησα. Το έπιασα το σίδερο (αλλά κουτούλησα και σπάσαν τα γυαλιά μου) πέρασα μέσα. Είμαστε όλοι μαζί. Σωθήκαμε!
Τα δύσκολα πέρασαν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Σωστική λέμβος σαν αυτήν που μπήκαν |
ΑΠ’ ΤΟ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, ΣΤΟ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑ ΜΑΣ!
Είμαι μέσα. Πετάω τα σπασμένα γυαλιά μου. Όσοι φοράνε γυαλιά καταλαβαίνουν την απελπισία μου. Θα το ζήσω με την τύφλα μου..
Η βάρκα μέσα είναι ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΕΙΑ. Η κατασκευή της είναι τέτοια, με τα διαδρομάκια και τα καθίσματα, που όλοι μπλοκαρίστηκαν στον πρώτο διάδρομο. Σφήνωσαν οι κνήμες και οι φτέρνες και κανένας δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Και έφραξε η πρόσβαση στο εσωτερικό της. Η ανορθόδοξη είσοδός μου στη λέμβο με έσωσε απ’ το μπλοκάρισμα. Η Έλενα όμως ούρλιαζε, τα πόδια μου τα πόδια μου, και δίπλα το Αλινάκι μου ούρλιαζε, σάντουιτς ανάμεσα στην Έλενα και ένα τεράστιο άνδρα που προσπαθούσε ο δόλιος να σωθεί, αλλά και να μη τις λειώσει. Τράβηξα κοντά μου την Αλίνα. Ένοιωσα σα να την ξεκόλλησα. Κοιτώντας χαμηλά στα πόδια της για να βεβαιωθώ ότι είναι εντάξει, είδα το Ράφι (Ραφαήλ) ένα μικρό αγοράκι τεσσάρων ετών, πεσμένο σ’ αυτόν τον καταραμένο διάδρομο και να τον πατούν. Ήταν τυχερός γιατί το τεράστιο σωσίβιό του τον προστάτευσε. Τον άρπαξα και αυτόν και τον πέταξα στα καθίσματα. Καμιά σκέψη, χωρίς λόγια, μια κίνηση μόνο. Και τον ξέχασα.
Τον ξαναείδα αργότερα στην αγκαλιά της Αλεξάνδρας μαζί με τον αδελφό του.
Η Έλενα, γυάλιζε το μάτι της είπαμε, σπρώχνει τον άνδρα με δύναμη απεγκλωβίζεται και καταφέρνουν και οι δυο να κάνουν το επόμενο βήμα στον επόμενο διάδρομο. Ο ένας πάνω απ’ τον άλλο με κάθε τρόπο καταφέρνουμε να απλωθούμε σ’ όλη τη λέμβο. (η δημοσιογράφος, αργότερα, με ρώτησε: πείτε μου τι γινόταν μέσα στη βάρκα, ουρλιάζανε κλαίγανε..) Απόλυτη σιγή. Κάποια βογγητά πόνου, παιδικά ονόματα, Νίκο, Κορίννα, Ράφι, Αλίνα, Ρόμι και η απάντηση που επιβεβαίωνε ότι είναι καλά.
Η βάρκα όμως είναι κολλημένη. Οι καπνοί έχουν πνίξει τα πάντα. Μέσα στη βάρκα είναι πολύ δύσκολο να αναπνεύσεις. Αυτό που αναπνέω μου προκαλεί έναν απίστευτο σπασμό στο στομάχι και ξερνάω. Ξερνάω ασταμάτητα. Ξερνάνε κι’ άλλοι, ξερνάνε όλοι. Συνέχεια.
- Γιατί δεν πέφτουμε, φωνάζει κάποιος. Ακούω Ιταλικά που είναι μάλλον εντολές κάποιου απ’ το πλήρωμα προς κάποιον άλλο. Έχουμε τουλάχιστον δυο ναυτικούς σκέφτομαι, ενώ είμαι γονατισμένος στα τέσσερα και ξερνάω για χιλιοστή φορά. Ξέρω ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι ναυτία και ανησυχώ πολύ. Αν έχω δηλητηριαστεί ποιος θα τις φροντίσει. Και συνεχίζω να ξερνάω. Μπαμπά είσαι καλά, φωνάζει έντρομη η Αλίνα μόλις με είδε να γονατίζω. Μου φώναζε συνέχεια και εγώ να μη μπορώ να σηκώσω ούτε το δαχτυλάκι μου απ’ το ξέρασμα. Μόνο το μυαλό μου και το στομάχι μου υπερλειτουργούσαν και όχι μ’ αυτή τη σειρά. Κάποια στιγμή κατάφερα να σηκώσω το αριστερό μου χέρι και να της κάνω τη γνωστή κίνηση με τον υψωμένο αντίχειρα.
Νόμισα ότι σπάσανε όλα τα κόκαλά μου. Δεν γίνεται άλλο με το ξέρασμα είπα και σήκωσα το κορμί μου φωνάζοντας και ξερνώντας ταυτόχρονα.
Μπαίνει δυνατός αέρας, με χτυπά στο πρόσωπο και νοιώθω καλύτερα. Νοιώθω ανακούφιση γιατί φεύγουμε. Τότε, απ’ το παράθυρο που μπήκε ο αέρας, σήκωσα το κινητό μου και τράβηξα το videaki που είδατε. Η μηχανή της λέμβου ανάβει. Ξεκινάει. Ημασταν, έμαθα αργότερα, καμιά πενηνταριά πάνω κάτω. Μόλις απομακρυνόμαστε απ’ το πλοίο, καταλαβαίνω ότι τόση ώρα μας έκοβε τον αέρα με τον όγκο του. Γι’ αυτό μπορέσαμε να μετακινηθούμε να καθίσουμε, να βγάλω video….. Και άρχισε.
Τα 10 μποφώρ ήταν αλλιώς πάνω στο σιδερένιο κολαστήρι κι αλλιώς στην πλαστική λέμβο. Τόχετε δεί στο σινεμά ε; Το είχα δει και εγώ. Καμιά σχέση!!!
Και τότε αρχίζει το ξέρασμα 2.
Αυτή τη φορά από ναυτία. Και τι να βγάλεις; Πόνος ατελείωτος. Κάποια στιγμή ο σπασμός του εμετού έμεινε πάνω από ένα λεπτό και νόμισα ότι θα πάθω ασφυξία. Ξερνούσαμε ο ένας πάνω στο άλλο και δεν λέγαμε τίποτα. Καθόμουνα στο μεσαίο διάζωμα θέσεων είχα την Αλίνα δεξιά μου και μετά η Έλενα. Σφιχτά. Απέναντί μου ήταν η Ράνια. Ξυπόλυτη. Κράταγε σφικτά την κορούλα της την Κορίννα. Δίπλα της ο Σπύρος ο άνδρας της κρατούσε το γιό τους το Νικόλα. Ο Σπύρος ήταν ακίνητος με κλειστά τα μάτια, σα να μην ελέγχει το κεφάλι του που κρέμονταν απ’ τον λαιμό του. Είχα πάθει υποκαλιαιμία, μου εξήγησε μετά (ο Σπύρος και Ράνια είναι γιατροί) και προκαλεί μυϊκή απόλυτη αδυναμία. Καλέ μου Σπύρο μόνο η λέξη μου έλλειπε το υπόλοιπο το ήξερα.
Ο Ιταλός έψαχνε κάτι σε κάτι μπαούλα. Ήταν νερό, σε σακουλάκια. Εφτασε ένα στα χέρια μου αλλά στάθηκε αδύνατο να το ανοίξω. Είδα ένα μισοάδειο στο πάτωμα και ήπια. Άρχισα να στυλώνομαι. Η Έλενα δεν ξέρω αν ήπιε η Αλίνα δεν ήθελε.
Αρχισε να ξημερώνει. Μάλλον ο Ιταλός είδε ένα καράβι και πήγαινε σφαίρα κατά πάνω του. Έτσι ήτανε. Το είδα και εγώ. Η Έλενα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.
Η μηχανή με το τράκο έσβησε και ποτέ δεν ξαναλειτούργησε. Η βάρκα ακυβέρνητη. Πετάνε σχοινιά. Ο Γιώργης δίνει μάχη να τα δέσει. Το ίδιο και ο άλλος Ιταλός ο Francesco και κάποιοι επιβάτες. Μάχη. Γιατί δεν έχουμε μηχανή και πώς να σταθείς δίπλα στο πλοίο.
Το κύμα μας σήκωσε στο Θεό και μας έσκασε πάνω στο σιδερένιο τοίχο. Τιναχτήκαμε απ’ τις θέσεις μας. Έχασα την Αλίνα. Τα πόδια μου τσακίστηκαν στο διάζωμα των καθισμάτων. Η Έλενα χτύπησε το κεφάλι της σε ένα σίδερο γιατί έπεσε με ορμή κάποιος πάνω της. Και πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι έγινε, πάλι δεκαπέντε μέτρα πάνω, κι άλλο σκάσιμο στον τοίχο.
Σε κάθε χτύπημα το βαρκάκι να σπάει, να ανοίγει και να μπάζει νερά.
Διαβάστε την συγκλονιστική συνέχεια στο ΤΡΙΗΡΗΣ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου