Παναγιώτα Μπάτσιου - Άντσου
Ο ΚΥΡ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Έφτασε κάποτε στο χωριό του το παλληκάρι, που είχε ωριμάσει στη φωτιά του ελληνικού αντάρτικου μέσα στις στερήσεις και τις ασύμμετρες για την ηλικία του δυσκολίες. Αδυνατούσε όμως να πιστέψει στην εικόνα που αντίκρυσε. Τίποτε δεν του θύμιζε τον τόπο που τον ανάστησε, καθώς τίποτε δεν άφησαν όρθιο. Παντού σωριασμένα ερείπια κι αποκαΐδια. Δεν υπήρχε πια ψυχή που να μαρτυράει τη ζωή σ' αυτό το χωριό. Μόνο λίγα μαυροπούλια ολόγυρα, που έσκουζαν πένθιμα. Ερημιά παντού. Τούρκοι διαβήκαν... Στο σπίτι του, που το θύμιζαν τα λιγοστά μαυρισμένα από τις πύρινες φλόγες ντουβάρια και τα μπάζα κατάχαμα, το χορτάρι ήταν ίσα μ' ένα μπόι ψηλό. Ώρα αρκετή έψαχνε ο Ανάστασης μ' αγωνία στα χαλάσματα του σπιτιού του, μήπως βρει τη γιαγιά, έστω και νεκρή. Ήταν ο θηλυκός υπερήλικας ακρίτας που 'μελλε με το μαρτύριό της ν' αγωνιστεί για τα ιερά και όσια της φυλής της, της φυλής μας, για ό,τι δημιούργησε με ιδρώτα κι αίμα, για ό,τι αγάπησε πολύ. Κάποτε, ο εγγονός της απόκαμε από το ψάξιμο κι έκανε να φύγει απογοητευμένος. Εκείνη όμως τη στιγμή αντίκρυσε στητό το μπαστούνι της γιαγιάς μπροστά στο μαγειριό, δίπλα στο φούρνο. Παραμέρισε βιαστικά κι ανυπόμονα τα χορτάρια, που τον εμπόδιζαν να δει καταγής. Το θέαμα ήταν απάνθρωπο, φρικιαστικό. Η γιαγιά κοίτονταν κατάχαμα νεκρή και το μπαστούνι της μπηγμένο βαθιά στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς. Η οδύνη του νεαρού εγγονού δεν περιγράφεται. Ξέσπασε σ' ένα μακρόσυρτο μοιρολόι στη λαλιά των προγόνων του, σαν εκείνο που θύμιζε τους κομμούς στις τραγωδίες και που δε διαφέρει καθόλου απ' το μανιάτικο ή το ηπειρώτικο, αφού εκφράζουν την ίδια ψυχή, την ελληνική. Ξέμπηξε το ραβδί από το τραυματισμένο στήθος της γιαγιάς, έσκαψε πρόχειρα κι έρριξε λίγες φτιαριές στο κουφάρι της, έστησε δύο μισοκαμμένα ξύλα σε σχήμα σταυρού πάνω στον τύμβο της «καλομάνας», σταυροκοπήθηκε κι έφυγε. «Θόλωσε το μυαλό μου», έλεγε και ξανάλεγε ενθυμούμενος αυτή τη σκηνή, κι ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφευγε από τα χείλη του. Είχε στεγνώσει πια από αισθήματα, μόνον ο γδικιωμός για τον εχθρό, που τόσο άναντρα και βάρβαρα συμπεριφέρθηκε, αισθανόταν να διαποτίζει τα μέλη του. Επέστρεψε στους συντρόφους του, στους συναγωνιστές του. Μα κι εκεί, ανάλογες ιστορίες απανθρωπιάς και φρίκης άκουσε και για τους Έλληνες των άλλων χωριών. Τον Οκτώβριο του 1920 ο Κεμάλ Ατατούρκ διέταξε την απέλαση των Ελλήνων υπηκόων της περιοχής με ατμόπλοιο. Εκτός από ομαδικές σφαγές7, που ακολούθησαν, οι αποστολές στα Αμελέ Ταπουρού, που οργανώθηκαν για τους Έλληνες μόνον της Αμισού (Σαμψούντας), ήταν οκτώ.
Ο Αναστάσης φορώντας τη στολή σκοτωμένου Τούρκου κατάφερε να φτάσει στη Σαμψούντα. Χρησιμοποιώντας πλαστή ταυτότητα, που τον παρουσίαζε νεώτερο απ' ό,τι ήταν, αναμείχθηκε με τα παιδιά του Αμερικάνικου Ορφανοτροφείου και με καράβι αποβιβάστηκε στον Πειραιά. Από εκεί τον έστειλαν στο Μεσολόγγι. Εκεί, οι κάτοικοι τον αγκάλιασαν, τον συνέτρεξαν προσπαθώντας ν' απαλύνουν την πίκρα και τον πόνο της προσφυγιάς. Φτωχικά βέβαια, αλλά πάντως βολεύτηκε. Από το νου του όμως δεν ξεκόλλαγε ποτέ η σκέψη του πατέρα και των δύο αδελφών του, ίσως και να ζούσαν. Πού να βρίσκονταν όμως;
Ήταν φιλόξενη για τον πρόσφυγα η γη του Μεσολογγίου, αισθανόταν όμως μόνος. Μια μέρα, πήγε σε ένα γειτονικό καφενέ, για να παρακολουθήσει το δελτίο αναζητήσεων μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Εκείνη η μέρα στάθηκε σημαντική για τον Αναστάση, γιατί ξαφνικά άκουσε ότι τον αναζητούσε ο πατέρας του. Ο κυρ Γιάννης Σπυριδόπουλος είχε φτάσει νωρίτερα στην Ελλάδα κι είχε εγκατασταθεί στη Σίψα (Ταξιάρχες) της Δράμας. Ανάμεικτα συναισθήματα κυρίεψαν την ψυχή του, κυρίως όμως η λαχτάρα να σμίξει με το πατέρα του, που ήταν χαμένος εδώ και τόσα χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκε οικείο το περιβάλλον, όταν, φτάνοντας στη Σίψα, δε συνάντησε μόνον τον πατέρα του, μα και αρκετούς φίλους και συγγενείς από την Πατρίδα. Από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να λύσει το μυστήριο για την τύχη των χαμένων αδελφών, καθώς η θεία του, που είχε αναλάβει τη φροντίδα τους, έφτασε κι εκείνη με τον ξεριζωμό των Ποντίων κι εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Δράμας.
Η κυρα-Ελένη πάλι, όταν έσμιξαν, του διηγήθηκε τη δική της Οδύσσεια στις ώρες της συμφοράς του ποντιακού Ελληνισμού. Στην είδηση πως τουρκικό στράτευμα καταφθάνει στην περιοχή, πολλοί Έλληνες από χωριά της Αμισού τρομοκρατημένοι ξεκίνησαν μάλλον για το άγνωστο. Κι έβλεπε κανείς ένα ανθρώπινο ποτάμι να ξεχύνεται στ' απρόσιτα μονοπάτια της Σαμψούντας, να σμίγει παρακάτω με Πόντιους και από τις άλλες περιοχές. Καθώς η πείνα, η δίψα και η κούραση, αλλά και οι επιδημίες θα τους θέριζαν στο δρόμο, λίγοι θα 'φταναν ζωντανοί στη μητέρα Ελλάδα. Ποιος να φανταζόταν ποτέ πως των Εβραίων τα παθήματα στη γη των Φαραώ θα 'ταν μηδαμινά μπροστά στα μαρτύρια των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας!
Στην ουρά της φάλαγγας λοιπόν και η κυρα-Ελένη με το δικό της νεογέννητο στην αγκαλιά -τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι νωρίτερα- ένα μποχτσά με τ' αναγκαία στην πλάτη της και τα δύο ανήψια μπροστά ξάνοιγε το βήμα της, για να προλάβει το καραβάνι των κυνηγημένων. Τ' αδέλφια όμως του Αναστάση κουράστηκαν, προτού αποχαιρετήσουν τα τελευταία σπίτια του χωριού, κι άρχισαν τη γκρίνια και το κλάμα. Τότε ήταν που η θεία τους μπροστά στον κίνδυνο του εχθρού άνοιξε την καγκελόπορτα ενός τούρκικου αρχοντικού κι έκλεισε μέσα στην αυλή τα δύο ανήλικα. Ήταν το αρχοντικό ενός Τούρκου φημισμένου γιατρού. Η Ελένη περπάτησε λιγοστά χιλιόμετρα με το νεογέννητο στην αγκαλιά και λεχώνα καθώς ήταν, ένοιωσε σύντομα την εξάντληση από την πείνα και το δρόμο. Δεν είχε γάλα να βυζάξει το νεογέννητο. εκείνο με τη σειρά του έκλαιγε ασταμάτητα τόσο, που κινδύνευσε να τους προδώσει σε εχθρούς που παραφύλαγαν στα περάσματα, όπως ήταν η χαράδρα του διαβόλου. Τότε, οι συγχωριανοί της, χωρίς ηθικό δισταγμό, άρπαξαν βίαια απ' τα χέρια της μάνας το παιδί και το 'θαψαν ζωντανό λίγα μέτρα παράμερα, αφήνοντάς την απαρηγόρητη σ' όλη της τη ζωή.
συνεχίζεται......(οι παραπομπές βρίσκονται στο τέλος του 4ου μέρους)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 7 . ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου