Παναγιώτα Μπάτσιου - Άντσου
Ο ΚΥΡ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
(μέρος 2ο)
Δεν ξεχνούσε, όμως, ποτέ ότι ανήκει σε μια άλλη φυλή, σ' αυτή που τόσα δεινά υπέστη εξαιτίας της τουρκικής βαρβαρότητας. Αισθανόταν, όσο περνούσε ο καιρός στο τούρκικο υποστατικό, η φορεσιά του να του βαραίνει το σώμα και την ψυχή. Τα γεγονότα αυτής της περιόδου δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητο το νεαρό ελληνόπουλο. Το 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ κήρυξε την Αμισό πρωτεύουσα του κράτους του. Στο μεταξύ, στίφη Τουρκαλβανών από το Κοσσυφοπέδιο και τα Βαλκάνια εγκαταστάθηκαν σ' αυτές τις περιοχές του Πόντου, σαν πιο "ικανά" για την καταπίεση κι εξόντωση των Ελλήνων. Ακολούθησαν μοναδικές βιαιότητες σε βάρος του Ποντιακού Ελληνισμού, ομαδικές σφαγές και ομαδικές αποστολές (οκτώ μόνον από τη Σαμψούντα) για τα Αμελέ-Ταπουρού. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Αναστάσης να ξεχάσει ότι πάνω απ' όλα ήταν Έλληνας.
Μια μέρα, καθώς έβοσκε τα ζώα στα λιβάδια, αντίκρυσε να περνούν Έλληνες αντάρτες. Απ' αυτούς πληροφορήθηκε και γι' άλλες φρικιαστικές πράξεις των Νεοτούρκων. Το μίσος θέριεψε μέσα του, ξέχασε το βόλεμά του στην αλλόθρησκη κι αλλόφυλη οικογένεια και πήρε κι αυτός τα βουνά. Οι συγκρούσεις με τους τσέτες5 συχνά γίνονταν αιματηρές. Τη νύχτα, μερικοί που αποτελούσαν και το σύνδεσμο, με επιφύλαξη κατέβαιναν, προκειμένου να πάρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες, να προμηθευτούν τροφές και να μάθουν νέα για τους δικούς τους.Άλλοτε πάλι, έστηναν καρτέρι σε περάσματα, που οδηγούσαν σε χωριά μ' ελληνικό πληθυσμό, για να εμποδίσουν τους Τούρκους στρατιώτες να προβούν σε βιαιότητες.
Κάθε φορά, που κάποιος από την ομάδα των Ελλήνων ανταρτών επέστρεφε από χωριό, με λαχτάρα τον περιτριγύριζαν οι άλλοι, να μάθουν νέα για τους δικούς τους. Έτσι, κάποια μέρα, ο Αναστάσης πληροφορήθηκε από συντρόφους του ότι το χωριό του το κατέλαβε τουρκικός στρατός κι ότι το σπίτι του, στο έμπα του χωριού, πάνω στο δρόμο, το 'καναν παρατηρητήριο. Άλλα εκατό περίπου χωριά της περιοχής Αμισού πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι εξορίστηκαν6. Πληροφορήθηκε λοιπόν ο Αναστάσης πως οι Τούρκοι στρατιώτες αγγάρεψαν τη γιαγιά του, που είχε περάσει τα ογδόντα, ν' αναλάβει το μαγειριό και να περιποιείται τη φρουρά που έκανε κατάληψη του υποστατικού της. Ο Αναστάσης οργίστηκε πολύ, πόνεσε κι ανησύχησε για την τύχη της γιαγιάς. Γνώριζε καλά που μπορεί να φτάσει η τουρκική αναλγησία και θηριωδία. Αργότερα, όταν οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Κεμπισλή, αποφάσισε διασχίζοντας βουνά και λαγκάδια να επιστρέψει για λίγο στο σπίτι του με κάθε προφύλαξη. Είχε πεθυμήσει τόσο πολύ τη γιαγιά και το σπίτι, που απόμεινε αδειανό, καθώς σκόρπισε η οικογένεια με τις αλλεπάλληλες κακοτυχιές!
Κάθε φορά που ο μπάρμπα Αναστάσης έφθανε σ' αυτό το σημείο της αφήγησής του, άλλαζε όψη, το βλέμμα του γινόταν άγριο κι εκδικητικό, καθώς πόνος, πίκρα κι απέχθεια γίνονταν ένα μέσα του για το βάρβαρο μιλέτι και κατέκλυζαν το είναι του. Τόσο γλαφυρός και πειστικός ήταν ο λόγος του, που και τα παιδιά του παρακολουθώντας τον ένοιωθαν πια τα ίδια συναισθήματα για τους εγκληματίες, που ακόμη και στο τέλος του εικοστού αιώνα δεν πλήρωσαν για τις γενοκτονίες τους.
(οι παραπομπές βρίσκονται στο τέλος του 4ου μέρους)Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 7 . ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου