13 Νοεμβρίου 2024, μνήμη Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Πρόκειται γιά τήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) τό 1948 καί τήν ἀναρρίχηση στούς θρόνους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς Ρώμης δύο ἀνδρῶν μέ προϊστορία καί προσωπική γνωριμία μεταξύ τους, μέ κοινούς στόχους καί κοινή ἐπικοινωνιακή τακτική. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας ἐκλέγεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης τό 1948 καί ὁ Καρδινάλιος Angelo ἐκλέγεται Πάπας τό 1958, γνωστός ὡς Πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄.
Ἄς ἐξετάσουμε, ὅμως, τά γεγονότα ἀπό τήν ἀρχή.
Ἡ ἀνάμειξη τῆς πολιτικῆς. Ὁ ἀμερικανικός παράγοντας.
Τό ἔτος 1948 ἀπετέλεσε ὁρόσημο στήν πορεία τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καθώς τήν χρονιά αὐτή ἐκλέγεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ μέχρι τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας καί, ταυτόχρονα, ἱδρύεται τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν.
Τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἔχουμε τήν ἐμπλοκή τῆς πολιτικῆς, καί ἰδιαίτερα τοῦ ἀμερικανικοῦ παράγοντα, στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Εἶναι ἡ ἐποχή πού ξεκινᾶ ὁ Ψυχρός Πόλεμος καί συμπαρασύρει στήν δίνη του καί τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ἀπό τή μία πλευρά, οἱ Σλαβικές Ἐκκλησίες ἔχουν προσδεθεῖ στό ἅρμα τῆς σοβιετικῆς ἡγεσίας πού ἀσκεῖ ἔτσι τήν ἐπιρροή της στίς ὁμόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στίς ΗΠΑ, ὁ Ἀμερικανός Πρόεδρος Τρούμαν παρουσιάζει τό γνωστό «δόγμα Τρούμαν», ἐγκαταλείπει τήν πολιτική τοῦ κατευνασμοῦ ἔναντι τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί θέτει σέ ἐφαρμογή τήν γνωστή πολιτική τῆς ἀνάσχεσης γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ κομμουνιστικοῦ κινδύνου καί τήν ἐνίσχυση ἀντικομμουνιστικῶν δυνάμεων παγκοσμίως.
Στό πλαίσιο αὐτό, οἱ δυτικές Κυβερνήσεις ὑποστηρίζουν καί ἐνισχύουν τόν «οἰκουμενικό διάλογο», τίς προσπάθειες γιά τήν «σύσφιγξη τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως» καί γενικώτερα τήν σύγκλιση μεταξύ τῶν θρησκειῶν.
Ὁ Ἀμερικανός Πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν ὑποστηρίζει ἐνεργά αὐτή τήν ἑνότητα τῶν θρησκειῶν ὡς ἀντιστάθμισμα στήν κομμουνιστική ἀθεΐα. Σέ ὁμιλία του στό Ἀμερικανικό Ὁμοσπονδιακὸ Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ τό 1946 δήλωνε μεταξύ ἄλλων:
«Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα αὐτὴ τὴ στιγμὴ εὑρίσκεται στὰ πρόθυρα τῆς καταστροφῆς ἢ στὶς ἀπαρχὲς μίας μέγιστης ἐποχῆς στὴν ἱστορία. Θὰ προτιμοῦσα νὰ δῶ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐποχή. Μόνον τὰ ὑψηλὰ ἠθικὰ πρότυπα μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν τὸν ἔλεγχο αὐτῆς τῆς νέας δύναμης τοῦ σύμπαντος καὶ νὰ τὴν ἀναπτύξουν γιὰ τὸ κοινὸ καλό… Ἡ Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἰουδαϊκὴ Συναγωγή, ἀφοῦ ἑνωθοῦν μαζὶ στὴν ἀμερικανικὴ ἑνότητα τῆς ἀδελφοσύνης, πρέπει νὰ παρέχουν τὶς δυνάμεις κρούσεως, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀφύπνιση»[1].
Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί τό Βρετανικό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν περιέγραφε σέ ἀναφορά του τήν πορεία πρός τήν ἕνωση τῶν θρησκειῶν καί σημείωνε, ὅτι τό πρῶτο βῆμα θά ἔπρεπε νά γίνει μέ τήν «ἑνότητα μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν». Ἔγραφε συγκεκριμένα:
«Ἐπῆλθε ἐπιτέλους ἡ στιγμὴ νὰ ἐπιστρατεύσουμε τὶς πνευματικὲς δυνάμεις πρὸς ὑπεράσπιση τῆς κοινῆς ἰδέας τῆς Δυτικῆς Ἑνώσεως μὲ τὴν πλέον εὐρύτερη ἔννοια τῆς λέξεως. Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου εἶναι συνδεδεμένη τόσο στενὰ μὲ τὴν ἐλευθερία τοῦ θρησκεύεσθαι καὶ τὶς κοινὲς πνευματικὲς ἀξίες, ὥστε ὅλες οἱ μεγάλες θρησκεῖες: ὁ χριστιανισμός, τὸ ἰσλάμ, ὁ βουδισμὸς κ.ο.κ. μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν σὲ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν κομμουνισμό. Ἄλλωστε, προτοῦ προσπαθήσουμε νὰ ὀργανώσουμε τὸ ἰσλὰμ καὶ τὸν βουδισμό, ἔχει θεμελιώδη σημασία νὰ πετύχουμε ὁρισμένη ἑνότητα μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν… Σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ὀφείλουμε νὰ καταβάλλουμε περαιτέρω προσπάθειες, ὥστε νὰ συσπειρωθοῦν ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες γύρω ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς προστασίας τῆς θρησκείας, τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης».[2]
Στή βάση αὐτῆς τῆς στρατηγικῆς, ἡ ἴδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) ἀντικατόπτριζε τήν ἐπιθυμία τῶν ΗΠΑ καί τῶν δυτικῶν κυβερνήσεων γιά ἑνότητα καί συνεργασία μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκειῶν, ἀντιμετωπίζοντας τήν ἄνοδο τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί τοῦ κομμουνισμοῦ.
Παράλληλα, ἐνισχύουν ἐνεργά τό Φανάρι, ὡς τό ἀντίπαλον δέος, στήν ἐπιρροή πού ἀσκοῦσαν οἱ Σοβιετικοί μέσῳ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Γιά τήν ἀμερικανική πολιτική, ἄλλωστε, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στάθηκε καί παραμένει πάντοτε «ὁ καλύτερος δικηγόρος θεμάτων στά ὁποῖα οἱ ΗΠΑ ἀποδίδουν τεράστια σημασία», σύμφωνα μέ τόν Ἀμερικανό Γενικό Πρόξενο στήν Πόλη τό 2008 κ. Ντ. Ἀρνέτ[3].
Ὅπως δήλωσε, ἄλλωστε, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος μετά τήν συνάντησή του μέ τόν Ἀμερικανό πρεσβευτή στήν Ἀθήνα κ. Ντάνιελ Σπέκχαρντ (14 Μαΐου 2008), «καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μας καί ἡ Ἀμερική ὑπηρετοῦν τά ἴδια ἰδανικά δικαιοσύνης, ἐλευθερίας, ὅλες τίς μεγάλες ἠθικές καί πνευματικές ἀξίες πού ἰσχύουν διαχρονικῶς παγκοσμίως»[4].
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου καί μέχρι σήμερα οἱ ΗΠΑ παρέχουν -ὡς μέσο ἐξουδετέρωσης τοῦ ρωσικοῦ παράγοντα ἐπιρροῆς- τήν ὑποστήριξή τους στήν πάγια ἐπιδίωξη τοῦ Φαναρίου γιά τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ Πρωτείου του στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τό ὅλο ζήτημα προβάλλεται συστηματικά ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καθώς καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.
Ἡ πατριαρχία Ἀθηναγόρα
Τό 1948 ἀνατρέπεται βίαια ἀπό τόν Οἰκουμενκό Θρόνο ὁ Πατριάρχης Μάξιμος ὁ Ε΄, ὁ ὁποῖος ἐξωθήθηκε σέ παραίτηση, καθώς τοῦ ἀποδόθηκαν φιλορωσικά αἰσθήματα καί κινήσεις. Οἱ ΗΠΑ ἀποφασίζουν νά δράσουν ἀποφασιστικά καί ἐπιθυμοῦν νά ἐγκαταστήσουν στό Φανάρι ἕνα ἰσχυρό πρόσωπο τῆς ἐμπιστοσύνης τους, ἱκανό νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνάγκες πού προαναφέραμε καί νά ἐκπληρώσει τούς συγκεκριμένους στόχους. Ἐν ὄψει τῆς ἐκλογῆς νέου Πατριάρχη, ἡ τουρκική κυβέρνηση διαγράφει ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων, κι αὐτό γιατί, μέ τήν σύμφωνη γνώμη καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς κυβέρνησης, ἐκλεκτός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας[5].
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐκλογῆς του, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ξεκινᾶ τήν ὑλοποίηση τοῦ ἔργου, γιά τό ὁποῖο τοποθετήθηκε στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀρχίζει τίς ἐπίσημες ἀλλά καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντησί του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ καθολικοῦ κόσμου»[6].
Μία προσωπικότητα τοῦ καθολικοῦ κόσμου, μέ πολύ σημαίνουσα συμμετοχή στίς διεργασίες αὐτές, εἶναι καί ὁ Καρδινάλιος Angelo Roncalli (μετέπειτα Πάπας Ἰωάννης ΚΓ’) στόν ὁποῖο προαναφερθήκαμε. Ὁ Roncalli εἶναι γνωστός ἀπό ἐτῶν στούς κύκλους τοῦ Φαναρίου καί γενικά τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολῆς, λόγῳ τῆς πολυετοῦς θητείας του, ὡς ἀποστολικοῦ νούντσιου, στήν Κωνσταντινούπολη καί σέ ὀρθόδοξες πρωτεύουσες. Ἔτσι, γνωρίστηκε ἀπό νωρίς (πρίν ἀκόμη γίνει πάπας) καί μέ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καί ἀνέπτυξαν ἕναν στενό σύνδεσμο, συχνές ἐπαφές καί ἐπικοινωνία πού συνεχίστηκε καί μετά τήν ἀναρρίχησή του στόν παπικό θρόνο τό 1958.
Οἱ στενές αὐτές ἐπαφές εἶχαν ὁδηγήσει σέ προσυμφωνημένες ἐνέργειες μέ σκοπό τήν λεγόμενη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», τήν τόσο προβαλλόμενη καί πολυδιαφημιζόμενη, πού ἀποτελεῖ καί τό πρῶτο βῆμα γιά τήν μετάβαση στήν πανθρησκεία.
Ψυχολογική προετοιμασία
Οἱ προσυμφωνημένες αὐτές ἐνέργειες πραγματοποιοῦνται τμηματικά καί μέ προσεκτικά βήματα, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν πολλές καί μεγάλες ἀντιδράσεις ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί νά ἀφομοιώνονται πιό εὔκολα ἀπό τούς ἀνυποψίαστους πιστούς. Ξεκίνησαν, ἔτσι, καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας, μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενικῆς πολιτικῆς ὀργανώνεται μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων πού πραγματοποιοῦνται. Στά πλαίσια τῆς ἐκστρατείας αὐτῆς ξεκινᾶ ἀπό τούς οἰκουμενιστές ἡ συστηματική ἐπιχείρηση νά ἀμβλύνουν, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσουν, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει.
Ὑπηρετώντας πιστά αὐτή τήν πολιτική, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔφθασε στό σημεῖο νά θεωρεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες ἀπό κοινοῦ ἐνόχους μέ τούς αἱρετικούς γιά τήν ἀποκοπή τῶν τελευταίων ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ»[7] διεκήρυσσε ἀνερυθρίαστα ὁ κ. Βαρθολομαῖος προσφωνώντας τόν παπικό Καρδινάλιο William Keeler στήν θρονική ἑορτή τοῦ Φαναρίου τόν Νοέμβριο τοῦ 1998.
Εἶναι πραγματικά θλιβερό καί τραγικό οἱ θεοφόροι καί θεόπνευστοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νά θεωροῦνται «ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως». Ἀντίθετα, οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί ἐπιθυμοῦμε νά εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» ὅπως διακηρύσσουμε καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν»[8].
Ἡ πολιτική αὐτή τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπενδύει συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς δύναμης τῆς εἰκόνας, τῆς προβολῆς καί τῆς ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως. Ἐπενδύει, δηλαδή, στόν νόμο τῆς συνήθειας.
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά, τό 1962, ὁ γνωστός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ: «Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες πού ἐπέρασαν ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω τήν ψυχολογική προετοιμασία»[9].
Διαθρησκειακός οἰκουμενισμός
Ἀνάλογη «ψυχολογική προετοιμασία» χρειαζόταν, βεβαίως, καί γιά τήν προσέγγιση μέ τίς μή χριστιανικές θρησκεῖες. Καί στόν τομέα αὐτό τήν πρωτοβουλία ἀναλαμβάνει ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, γνωστός γιά τά φιλοτουρκικά καί φιλοεβραϊκά του αἰσθήματα. Ἡ πολιτική του χαρακτηρίστηκε ἀπό μία ἔντονη τάση συνδιαλλαγῆς μέ τήν τουρκική πλευρά. «Ἀναφορές ὅπως, “ἡ φιλτάτη ἡμῶν πατρίς Τουρκία”, “ἡ γείτων καί φίλη χώρα Ἑλλάς”, “τοῦρκοι καί ἕλληνες εἶναι ἕνας λαός”, ἡ “Τουρκία εἶναι ἡ μητέρα πατρίδα μας” καί “εἶμαι τοῦρκος”, δημιούργησαν ἀμηχανία σέ κλῆρο καί λαό»[10].
Οἱ σύγχρονοι ὑμνητές του προβάλλουν μέ περισσή καύχηση τόν πατριαρχικό φιλοτουρκισμό καί σημειώνουν, ὅτι «πρέπει νὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση Πατριάρχη καὶ γενικὰ Ἕλληνα κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν φοβᾶται νὰ πεῖ πὼς οἱ Τοῦρκοι κατὰ τὰ χρόνια τῆς παρουσίας τους στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ἄθελά τους ἴσως, πρόσφεραν στὸν ἕλληνισμό «ζεστασιά», μέσα ἀπὸ τὴν ποικιλία καὶ τὴν σύνθεση τῶν πολιτισμῶν»[11]. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας περιγράφοντας τήν κατάσταση στήν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα δήλωνε: «Ἕνας ὁλόκληρος πολιτισμός, ποικίλος καὶ πολύχρωμος, ἀναζητοῦσε νὰ βρεῖ τὴ σύγχρονη ἔκφρασή του. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν πέσει ἐπάνω μας σὰν τὸ χιόνι. Κάτω ὅμως ἀπὸ αὐτὸ τὸ χιόνι εἴχαμε ζέστη. Ἡ περιοχὴ ὅπου γεννήθηκα εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἕναν αἰῶνα πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὰ Τσαραπλανὰ ὑπῆρχαν Χρiστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι. Ὅλοι ζοῦσαν μονιασμένοι. Ὁ μοναδικὸς Τοῦρκος ἀστυνομικός, θυμοῦμαι ἀκόμη τὸ ὄνομα: Ἀλῆ μπέης, δὲν εἶχε τί νὰ κάμει. Οὔτε διενέξεις, οὔτε τσακώματα, οὔτε δίκες. Χριστιανόπουλα καὶ Μουσουλμανόπουλα ἔπαιζαν μαζί. Προσκαλοῦσαν στὰ βαφτίσια τοὺς Μουσουλμάνους φίλους κι ἐκεῖνοι μᾶς προσκαλοῦσαν στὴν τελετὴ τῆς περιτομῆς κανενὸς παιδιοῦ τους. Ἦταν μία βιβλικὴ συνύπαρξη, ὅπου ὅλοι νιώθαμε παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ»[12]!!!
Ὁ κοινός βηματισμός Βατικανοῦ καί Φαναρίου
Ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἔτσι καί στήν πορεία τοῦ διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀκολουθήθηκε ἡ ἀνάλογη συνεργασία καί παράλληλη πορεία μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ. Ὁ κοινός αὐτός βηματισμός ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τίς διεργασίες καί τίς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1962 – 1965) σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς παπικούς, ἐνῶ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς ὀρθοδόξους μέσα ἀπό μία σειρά Πανορθοδόξων καί Προσυνοδικῶν Διασκέψεων πού ὁδήγησαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Β΄Βατικανή Σύνοδος
Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος (1962–1965), πού πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ πάπα Ἰωάννου ΚΓ΄ καί μετά τόν θάνατο τοῦ πάπα Παύλου ΣΤ΄, ἐπέφερε ριζικές δομικές ἀλλαγές στούς παπικούς καί στήν προσέγγισή τους πρός τόν ἔξω κόσμο. Ἔθεσε τά θεμέλια γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου, πού ἀποτελεῖ μέχρι καί σήμερα σημαντικό στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς τῆς Ρώμης. Μέσω τῆς διακήρυξης Nostra Aetate («Ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ἐποχῇ»), πού ἐγκρίθηκε τό 1965, ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἐπιβεβαίωσε τήν ἀναγκαιότητα ἐνός εἰρηνικοῦ διαλόγου μέ ἄλλες θρησκεῖες, ἰδιαίτερα μέ τούς Ἰουδαίους, τούς Μουσουλμάνους, καθώς καί μέ τίς ἀνατολικές θρησκείες, ὅπως τόν Ἰνδουισμό καί τόν Βουδισμό.
Ἡ Σύνοδος αὐτή διεκήρυξε, ὅτι οἱ τρεῖς μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό, γιά νά διευκολυνθεῖ ἔτσι ὁ διάλογος καί ἡ πορεία πρός τήν ἑνότητα καί στόν διαθρησκειακό χῶρο: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα…, τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς… Μολονότι στό πέρασμα τῶν αἰώνων ὑπῆρξαν πολλές διαφωνίες καί ἐχθρότητες μεταξύ τῶν Χριστιανῶν καί τῶν Μουσουλομάνων, ἡ Ἁγία Σύνοδος [Β’ Βατικανή] προτρέπει ὅλους, ξεχνώντας τό παρελθόν, νά ἐξασκοῦν εἰλικρινά τήν ἀμοιβαία κατανόηση καί νά ὑπερασπίζουν καί νά προάγουν μαζί τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τίς ἠθικές ἀξίες, τήν εἰρήνη καί τήν ἐλευθερία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους… Παροτρύνει, λοιπόν, τά παιδιά της μέ σύνεση καί ἀγάπη νά συνδιαλέγονται καί νά συνεργάζονται μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν…»[13].
Πανορθόδοξες καί Προσυνοδικές Διασκέψεις
Τό ἔτος 1961 (λίγο πρίν τήν Β’ Βατικανή) συγκαλεῖται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στήν Ρόδο ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού συμπεριέλαβε στήν Ἡμερήσια Διάταξη τῆς μέλλουσας νά συνέλθει Μεγάλης Συνόδου τόσο τό θέμα «Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν», ὅσο καὶ τὸ θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ ἄλλαι θρησκεῖαι»[14].
Τό «Ἀνακοινωθέν τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως» ἀνέφερε συγκεκριμένα: «Ἡ Διάσκεψις ἐκφράζουσα τήν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμβάλη εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως, εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῶν ἰδεωδῶν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος, ἀπεφάσισεν ὅπως ἡ Ὀρθοδόξος Ἐκκλησία συνεργασθῆ πρός τοῦτο μετά τῶν ἄλλων ἐκτός τοῦ χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων»[15].
Θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες Πανορθόδοξες (1961, 1963,1964, 1968), καθώς καί Προσυνοδικές Διασκέψεις (1976, 1982, 1986, 2009, 2015), πού τηροῦν τήν ἴδια θεματολογία μέ αὐτή τῆς Β΄ Βατικανῆς. Τόν κοινό αὐτό βηματισμό μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά θέματα τῶν διαλόγων ἐπιβεβαίωνε καί ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὡς Μητροπολίτης Φιλαδελφίας, ἀπό τό 1977 ἀκόμη, μιλώντας γιά τόν χαρακτήρα τῆς σχεδιαζόμενης τότε Μεγάλης Συνόδου, σέ συνέντευξή του στό Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό The National Catholic Reporter, ὅπου δήλωνε ὅτι: «οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου ΚΓ΄, νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος θά σημάνει, ἐπίσης, τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή χριστιανικές θρησκεῖες καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτό σημαίνει μία νέα στάση ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ Βουδισμοῦ, τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ καί ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐπιδιώξεις γιά ἀδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις…· μέ ἄλλα λόγια θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[16].
Θά πρέπει ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι οἱ ὀρθόδοξες προσυνοδικές ἀποφάσεις στίς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε δέν ἦταν ὁριστικές, ἀλλά τελοῦσαν ὑπό τήν αἵρεση τῆς ἐγκρίσεως ἤ ἀπορρίψεώς τους ἀπό τήν μέλλουσα νά συνέλθει Μεγάλη Σύνοδο. Οὐσιαστικά, δηλαδή, δέν ἐπρόκειτο περί ἀποφάσεων, ἀλλά περί εἰσηγήσεων πρός τήν Μεγάλη Σύνοδο καί δέν ἐξέφραζαν τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τούς διαθρησκειακούς διαλόγους.
Παρ’ ὅλα αὐτά, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐγκαινίασε μονομερῶς τούς διμερεῖς διαθρησκειακούς διαλόγους μέ τό Ἰσλάμ καί τόν Ἰουδαϊσμό ἀπό τό 1976 ἀκόμη, πολλές δεκαετίες πρίν τήν σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου.
Ἀνάλογες μονομερεῖς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στά θέματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ παραμερισμός, ἡ ὑποτίμηση, ἡ ὑποβάθμιση καί ὁ παραγκωνισμός ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δημιούργησαν καί καθιέρωσαν de facto μία ὑπεροχική θέση τοῦ Φαναρίου. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Φαναρίου, ἀκολουθώντας παγίως μία μονομερή τακτική καί ἐπιβάλλοντας κάθε φορά τίς δικές τους ἐπιλογές καί ἀποφάσεις ὑπερέβησαν συστηματικά καί ἐξακολουθητικά τόν ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς συντονιστή καί μόνο στούς θεολογικούς διαλόγους καί τίς Διορθόδοξες Διασκέψεις. Προκάλεσαν, ἔτσι, τήν δίκαιη ἀντίδραση ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προέβαλε πάντοτε σθεναρή ἀντίσταση ἔναντι τῶν ἐπιβουλῶν τοῦ Φαναρίου καί ἀρνεῖτο νά ἀποδεχθεῖ καί νά ἀναγνωρίσει τήν μονοκρατορία, πού αὐτό ἐπεδίωκε νά ἐγκαθιδρύσει ἔναντι τῶν ἄλλων Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἀρνεῖτο, δηλαδή, νά ἀναγνωρίσει τήν ἐπιβολή ἑνός Πρώτου, ὄχι μεταξύ ἴσων, ἀλλά ἄνευ ἴσων∙ τήν ἐπιβολή ἑνός Πρωτείου ἐξουσίας καί ὄχι Πρωτείου τιμῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τήν σφοδρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν σπουδή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νά συγκαλέσει ἐσπευσμένα τήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη τό 1963 καί τήν προσπάθειά του γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς πρωτοκαθεδρίας του ἔναντι τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι’ οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίσῃ μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»[17]. Ἀπευθυνόμενη δέ πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τοῦ δηλώνει ὅτι «ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν»[18].
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπορρίπτει κατηγορηματικά τήν ἐπιχειρούμενη ἐπιβολή πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί ἀναγνωρίζει μόνο τά πρεσβεῖα τιμῆς. Τό ζήτημα αὐτό θά σχολιάσουμε διεξοδικά σέ ἑπόμενο κείμενό μας.
Ἡ ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.
Στά πλαίσια τῆς διεθνοῦς στρατηγικῆς γιά τήν ὁμογενοποίηση τῶν θρησκειῶν πού ἀναπτύξαμε ἐντάσσεται καί ἡ ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ἀξίζει, καί στήν περίπτωση αὐτή, νά σημειώσουμε τήν ἀλληλουχία τῶν γεγονότων, τήν σύμπλευση στίς ἀποφάσεις καί τίς ἐπιλογές καί τίς συντονισμένες ἐνέργειες καί πρωτοβουλίες μεταξύ τῶν οἰκουμενιστῶν σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Εἶναι, θεωροῦμε, σημαντικό νά ἐκδιπλώσουμε καί νά παρουσιάσουμε ἕναν-ἕναν τούς κρίκους αὐτῆς τῆς ἁλυσίδας, πού ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα – μεθοδευμένα καί συστηματικά – περισφίγγει ἀπειλητικά τήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τό 1920, λοιπόν, τήν ἴδια χρονιά πού τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐκδίδει τήν περιβόητη ἐγκύκλιο «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καί προτείνει τήν ἵδρυση τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν», ἱδρύεται στόν χῶρο τοῦ προτεσταντισμοῦ ἡ παγκόσμια κίνηση «Ζωή καί Ἐργασία» (Life and Work) καί συνέρχεται τό πρῶτο συνέδριό της στήν Γενεύη ἀπό τίς 9 ἕως τίς 12 Αὐγούστου μέ τήν συμμετοχή 90 ἀντιπροσώπων ἀπό 15 χῶρες. Τήν ἴδια χρονιά (1920) ἱδρύεται, ἐπίσης, στήν Ἀμερική, ἀπό τήν Ἐπισκοπιανή «Ἐκκλησία», ἡ παγκόσμια κίνηση «Πίστις καί Τάξις» (Faith and Order) τό προκαταρκτικό συνέδριο τῆς ὁποίας συνέρχεται στήν Γενεύη ἀπό τίς 16 ἕως τίς 20 Αὐγούστου μέ τήν συμμετοχή 120 ἀντιπροσώπων 70 ὁμολογιῶν ἀπό 40 χῶρες. Μεταξύ τῶν ἀντιπροσώπων ἦταν καί 18 Ὀρθόδοξοι, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μητροπολίτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Σελευκείας Γερμανοῦ. Εἶναι ἡ πρώτη συμμετοχή Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων σέ ἀνάλογα συνέδρια.
Ἀπό τήν συγχώνευση τῶν δύο παραπάνω κινήσεων («Ζωή καί Ἐργασία» καί «Πίστις καί Τάξις») προῆλθε τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (World Council of Churches, WCC), ἡ πρώτη Γενική Συνέλευση τοῦ ὁποίου γίνεται στό Ἄμστερνταμ τό 1948. Ἄν καί ὡς κύριος στόχος του παρουσιάζεται ἡ ἐνδοχριστιανική συνεργασία, τό ΠΣΕ τονίζει τήν σημασία τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου καί ἔχει ἀναλάβει πρωτοβουλίες γιά τήν προώθησή του.
Ὅπως τόνιζε στό Ὑπόμνημά της γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. ἡ ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἀγίου Ὄρους: «Τό Π.Σ.Ε., ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικός μηχανισμός πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος, “ἑνότητα”»[19]. Θά πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι τά κίνητρα καί τά κριτήρια ὅλων αὐτῶν τῶν ἑνοποιητικῶν προσεγγίσεων ὑπῆρξαν ἀποκλειστικά κοινωνικά καί πολιτικά. Κάθε θεολογική ἀναφορά ἀπουσιάζει καί ὁ θεολογικός λόγος παραχωρεῖ τήν θέση του στήν κοινωνική πολιτική καί τήν διπλωματία.
Ὅπως πολύ εὔστοχα, παρατηροῦσε ὁ μακαριστός ἁγιορείτης Καθηγούμενος Γεώργιος Καψάνης:
«Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία μας δέν αὐτοσχεδιάζουμε, οὔτε ἀκολουθοῦμε τόν λογισμό μας, ἀλλά “ἑπόμεθα τοῖς θείοις Πατράσιν” (Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος), ὅπως καί ἐκεῖνοι ἥποντο τοῖς ἁγίοις Ἀποστόλοις καί Προφήταις. Θά πρέπη λοιπόν καί στό θέμα τῶν διαθρησκειακῶν σχέσεων καί ἐκδηλώσεων νά ἀκολουθοῦμε τούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας. Ὅπως διδάσκει καί ὁ ἱερός Ἰωσήφ Βρυέννιος: “Ἀμήχανον ἄλλως τήν ἀλήθειαν γνῶναι, ἤ θεολογίας ἅπτεσθαι, μή τοῖς ἁγίοις ἑπόμενον” [δηλαδή εἶναι ἀδύνατο μέ ἄλλο τρόπο νά γνωρίζει κανείς τήν ἀλήθεια ἤ νά ἀσχολεῖται μέ θεολογικά θέματα, ἄν δέν ἀκολουθεῖ τούς ἁγίους]»[20].
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία συμφυρόμενη μέ τίς ποικίλες αἱρέσεις, τίς ὁμολογίες, τίς πλάνες, πού συναποτελοῦν τό συνονθύλευμα τοῦ Π.Σ.Ε., ἀφίσταται τῶν Ἁγίων Πατέρων καί γίνεται παρακολούθημα τοῦ προτεσταντικοῦ δικαιωματισμοῦ, τῆς πολιτικῆς θεολογίας καί τῶν ἀτομικῶν πιστευμάτων.
Ἡ Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό βαρυσήμαντο Ὑπόμνημά της γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., (Φεβρουάριος 2007) κατέληγε στό συμπέρασμα ὅτι:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν κερδίζουμε τίποτε ἀπό τήν συμμετοχή μας στό Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκομίζουμε ζημία καί φθορά. Ἡ ἀποστολή μας, νά κηρύξουμε τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τούς ἑτεροδόξους, δέν εὐοδώνεται, ἐπειδή οἱ Προτεστάντες στό Π.Σ.Ε. δέν προσανατολίζονται πρός ἀποδοχή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά πρός συνύπαρξι μαζί της στό ἐπιδιωκόμενο μόρφωμα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζομένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισμός τους αὐτός εἶναι σύμφωνος μέ τήν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως μποροῦμε νά συμμετέχουμε σέ ἕνα Ὀργανισμό (τό Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δομή καί ἡ λειτουργία βασίζονται στήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, χωρίς ἡ συμμετοχή μας νά σημαίνῃ παραίτησι ἀπό τήν ἐκκλησιολογία μας;»[21].
Ἡ ἀπάντηση προκύπτει ἀπό τίς πολλαπλές ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές τῶν συμμετεχόντων στό Π.Σ.Ε. πού θά παρουσιάσουμε στό ἑπόμενο δημοσίευμά μας.
[2] Divinely Sanctioned: The Anglo-American Cold War Alliance and the Defence of Western Civilisation and Christianity, 1945-48. / Kirby, Dianne. In: Journal of Contemporary History, Vol. 35, No. 3, 01.07.2000, p. 385-412., σελ. 409
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου