Ο πατέρας της Γεωπολιτικής είναι ο Θουκυδίδης (περ. 460-399 π.Χ.) και το βιβλίο του με θέμα την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ολόκληρες γενιές μελετητών διεθνών σχέσεων εδώ και πολλούς αιώνες.
Έως και σήμερα, το έργο του εξακολουθεί να μνημονεύεται όταν γίνεται λόγος για τις τρέχουσες εξελίξεις. Ο όρος «παγίδα του Θουκυδίδη», που αρχικά αφορούσε την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας και τον φόβο που προκάλεσε στη Σπάρτη οδηγώντας στον μεταξύ τους πόλεμο, σήμερα αναφέρεται στην άνοδο της Κίνας και τα αισθήματα που προκαλεί στις ΗΠΑ.
Ο Θουκυδίδης γνώριζε από τότε αυτό που ισχύει ακόμα και τώρα για τη σύγχρονη Ελλάδα: τα βουνά που ορθώνονται στα βόρεια ηπειρωτικά θέτουν εμπόδια στις απειλές που προέρχονται από εκεί, αλλά για να νιώσει η Ελλάδα ασφάλεια και να ευημερήσει χρειάζεται να είναι ναυτική δύναμη στο Αιγαίο. Η σημερινή Αθήνα είναι η πρωτεύουσα μιας χώρας που περιλαμβάνει περισσότερα από 6.000 νησιά.
Αυτοί οι δύο παράγοντες, τα βουνά και η θάλασσα, είναι το κλειδί προκειμένου να γίνει κατανοητό το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της χώρας.
Στο παρελθόν αυτοί οι δύο παράγοντες έπλασαν τη μορφή του σύγχρονου κράτους. Η Ελλάδα βρίσκεται στο νότιο άκρο των Βαλκανίων. Στα βόρεια συνορεύει από ξηράς με την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία, στα ανατολικά έχει ένα χερσαίο σύνορο με την Τουρκία, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας περιβάλλεται από θάλασσα.
Η ηπειρωτική χώρα είναι διάσπαρτη με ψηλά, άγρια βουνά, μάλιστα το 80% της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ορεινό. Οι πρόποδες μερικών από αυτά ξεκινούν από τις ακτές, πράγμα που σημαίνει ότι μεγάλο μέρος των παραλίων αποτελείται από απόκρημνους βράχους και δεν έχει παρά ελάχιστες πεδιάδες. Η εν λόγω μορφολογία είχε ως αποτέλεσμα η ηπειρωτική Ελλάδα να αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό κατά περιφέρειες, εγείροντας εμπόδια στο εσωτερικό χερσαίο εμπόριο και στην κεντρική διοίκηση.
Τα προβλήματα αυτά παραμένουν, όπως επίσης και η έλλειψη καλού οδικού δικτύου και εμπορικών ποτάμιων οδών προς τα Βαλκάνια και προς άλλες χώρες της ΕΕ. Για παράδειγμα, ο ποταμός Αξιός κατεβαίνει από τη Βόρεια Μακεδονία προς την ηπειρωτική Ελλάδα πριν εκβάλει τα νερά του στο Αιγαίο, αλλά το μέγιστο βάθος του είναι μόλις τέσσερα μέτρα. Αυτό δεν είναι ευνοϊκό για τη ναυτιλία, αλλά ακόμα κι αν ήταν, δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο για την Ελλάδα να εξαρτάται για καλές εμπορικές σχέσεις από μια χώρα με την οποία είχε κατά καιρούς «δυσκολίες».
Τα ψηλά βουνά, οι απότομες πλαγιές και οι περιορισμένες κοιλάδες σημαίνουν ότι δεν μένει πολύς χώρος για αγροτικά έργα μεγάλης κλίμακας, παρόλο που οι λίγες, στενές παράκτιες πεδιάδες παράγουν πράγματι προϊόντα υψηλής ποιότητας. Το 2017, μόλις το 4,1% του ΑΕΠ προήλθε από τη γεωργία και δεν θα είναι διόλου εύκολο να αυξηθεί το ποσοστό αυτό, αφού οι οικονομίες κλίμακας που χρησιμοποιούνται από τους αγρότες σε άλλα μέρη είναι δύσκολο να εφαρμοστούν στην Ελλάδα, καθότι η μορφολογία του εδάφους διαμόρφωσε τις μικρές αγροτικές καλλιέργειες που βλέπουμε ακόμα και σήμερα.
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί, ως έναν βαθμό, την εξαίρεση στον κανόνα, με τις μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή να μπορούν να υποστηρίξουν την εντατική καλλιέργεια – δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι ο τόπος που μπορούσε να παραγάγει αρκετή τροφή ώστε να συντηρήσει έναν μεγάλο πληθυσμό είναι ο ίδιος τόπος απ’ όπου προήλθε η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, δεν παύει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας να είναι είτε ορεινό, καλυμμένο από δάση, είτε άγονο. Η Ελλάδα εισάγει σε σημαντικό βαθμό περισσότερα τρόφιμα απ’ όσα εξάγει και θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να αλλάξει αυτό.
Από την άλλη πλευρά, όπως ανακάλυψαν πριν από πολύ καιρό οι Πέρσες, η μορφολογία του εδάφους είναι επίσης αυτό που το καθιστά απόρθητο. Ακόμα και οι Οθωμανοί κατακτητές, και πιο πρόσφατα ο γερμανικός στρατός, δεν μπόρεσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις ορεινές περιοχές. Πρόκειται για μια παραλλαγή της κλασικής έννοιας του «στρατηγικού βάθους».
Κατά κανόνα, αυτό αναφέρεται στην απόσταση μεταξύ ενός προελαύνοντος στρατεύματος και των κύριων κέντρων βάρους μιας χώρας, όπως είναι τα βιομηχανικά κέντρα και οι μεγάλες αστικές περιοχές. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η απόσταση, τόσο καλύτερες οι τύχες της άμυνας. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η Ρωσία. Μια επιτιθέμενη δύναμη δεν πρέπει μόνο να διανύσει μια αξιοσημείωτη απόσταση για να φτάσει στο κέντρο βάρους, αλλά το εσωτερικό της Ρωσίας είναι τόσο αχανές που οι αμυνόμενες δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να οπισθοχωρήσουν σε μεγάλα βάθη. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρώσοι μετεγκατέστησαν μέχρι και κρίσιμες βιομηχανικές δομές στα βάθη της ενδοχώρας.
Η Ελλάδα δεν έχει βέβαια αυτή την πολυτέλεια, αλλά η παραλλαγή της έννοιας του στρατηγικού βάθους προσφέρει τουλάχιστον στις αμυνόμενες δυνάμεις τη δυνατότητα να οπισθοχωρήσουν στις ορεινές περιοχές και να συνεχίσουν να αγωνίζονται από εκεί. Αυτό βέβαια σε περίπτωση που οι επιτιθέμενες δυνάμεις κατορθώσουν πρώτα να φτάσουν στα ελληνικά κέντρα βάρους. Για να εμποδίσει κάτι τέτοιο, η Ελλάδα δεν αρκείται μόνο στις φυσικές οχυρώσεις στα βόρεια της χώρας – βασίζεται και στη θάλασσα.
Η αφιλόξενη μορφολογία του εδάφους της χερσονήσου ήταν αυτή που έκανε τους Έλληνες δεξιοτέχνες θαλασσοπόρους. Κατ’ αρχάς, εάν το χερσαίο εμπόριο στο εσωτερικό της χώρας συναντά δυσκολίες, οι έμποροι θα στραφούν στη θάλασσα για να διαθέσουν την πραμάτεια τους στα παράλια και αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει τη δέκατη μεγαλύτερη ακτογραμμή στον κόσμο. Έπειτα, καθώς το κράτος διαμορφώνεται και επεκτείνεται, αυτές οι εμπορικές οδοί πρέπει να προστατευτούν και κάτι τέτοιο απαιτεί ένα ισχυρό ναυτικό.
Η πλειονότητα των δεκάμισι εκατομμυρίων κατοίκων ζει στην ηπειρωτική Ελλάδα και στις χερσονήσους, αλλά υπάρχουν ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες που κατοικούν στα νησιά που βρίσκονται στις διάφορες θάλασσες στα δυτικά, στα ανατολικά και στα νότια της χώρας.
Για παράδειγμα, η Κρήτη (Μεσόγειος θάλασσα) έχει 500.000 κατοίκους, η Ρόδος (Αιγαίο πέλαγος) έχει περίπου 100.000, όπως και η Κέρκυρα (Ιόνιο πέλαγος). Πολλοί ζουν ακόμη σε μικρότερες κοινότητες που είναι διάσπαρτες κυρίως στα νησιά του Αιγαίου. Αυτές περιλαμβάνουν είκοσι ένα νησιά με πληθυσμό μεταξύ 5.000 και 50.000 ατόμων και τριάντα δύο νησιά με πληθυσμό μεταξύ 750 και 5.000 ατόμων. Υπάρχουν επίσης τριάντα πέντε νησιά με λιγότερους από εκατό κατοίκους. Καθένα από αυτά είναι κυρίαρχο έδαφος και απαιτείται η προάσπιση της ασφάλειάς του.
Απλώς και μόνο η περιφρούρηση 6.000 νησιών είναι αρκετά δαπανηρή από μόνη της και απαιτεί ένα μεγάλο ναυτικό, αλλά όταν συνυπολογιστεί η ιστορία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το κόστος εκτοξεύεται, καθότι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις σε βάθος γενεών θεωρούν την Τουρκία απειλή. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό, προηγμένο ναυτικό κι έναν μεγάλο στρατό, τα οποία υποστηρίζονται από αέρος από μια σύγχρονη, εξελιγμένη πολεμική αεροπορία.
Το κόστος όλων αυτών συνέβαλε στον οικονομικό και κοινωνικό εφιάλτη που περνάει η Ελλάδα από τότε που ξέσπασε η κρίση χρέους το 2010, οδηγώντας στη συνέχεια σε περικοπές στις αμυντικές δαπάνες. Το 1980 ο αμυντικός προϋπολογισμός ήταν στο 4,7% του ΑΕΠ – με διαφορά ο υψηλότερος μεταξύ των Ευρωπαίων συμμάχων του ΝΑΤΟ, και μεγάλο μέρος των δαπανών προερχόταν από εξωτερικό δανεισμό. Το 2000 το ποσοστό υποχώρησε στο 3,6%, αλλά έως το 2018 είχε πέσει στο 2,4%.
Παρ’ όλα τα δεινά της οικονομικής της κατάρρευσης, η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφίας και της ιστορίας της, είναι πιο πιθανό να συνεχίσει να δαπανά περισσότερα για την άμυνα σε σχέση με άλλες χώρες με οικονομίες παρόμοιου μεγέθους. Μπορεί πράγματι να αποτελεί μια δύναμη του ΝΑΤΟ, αλλά η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης άλλαξε τη γεωστρατηγική σημασία της. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί έβλεπαν την Ελλάδα ως κρίσιμο κομμάτι της στρατηγικής της ανάσχεσης, τώρα όμως δεν ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτή.
Αυτό ενδέχεται να αλλάξει κάποια στιγμή, όχι όμως στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, σε περίπτωση που οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Δύσης επιδεινωθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε η Άγκυρα να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ, τότε η Ελλάδα θα καταστεί η νοτιότερη πτέρυγα της συμμαχίας σε μια εποχή που οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας μπορεί να εξακολουθούν να ανθίζουν.
Οι Ρώσοι γνωρίζουν τη στρατηγική αξία της Ελλάδας, εξού και οι προσπάθειες του Πούτιν να προσεταιριστεί τους Έλληνες ηγέτες. Ξέρει ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα – αλλά μια ωραία ρωσική ναυτική βάση στη Μεσόγειο να συμπληρώνει τη μικρότερη βάση που ήδη διαθέτει στη Συρία θα ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη για τις στρατηγικές φιλοδοξίες της Ρωσίας.
Οι αυτοκρατορίες έρχονται και παρέρχονται, οι συμμαχίες αλλάζουν, αλλά οι σταθερές που έκαναν τους Έλληνες αυτό που είναι μένουν αναλλοίωτες – τα βουνά και οι θάλασσες.
ΥΓ: Ανακαλύψτε τα δύο σημαντικά βιβλία γεωπολιτικής του Tim Marshall, «Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας» και «Υψώνοντας τείχη».
dioptra
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου