Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα είναι μαγικά! Εξαιρώντας πυρκαγιές, καύσωνες, κρατική νέκρωση, τα καλοκαίρια στην πατρίδα μας είναι ονειρικά. Γιατί τα καλοκαίρια στην Ελλάδα χορεύουν… όλα! Καΐκια, μπρατσέρες, ψαροπούλες, θάλασσες, ουρανοί, γλάροι, γαλάζια χρώματα όλων των αποχρώσεων, ακόμα και ηλιοβασιλέματα θανατηφόρα, γεμάτα από το αίμα του ήλιου που θυσιάζεται για να καθαρίσει τη μέρα από τις ασχήμιες μας! Κόκκινα ηλιοβασιλέματα που βάφουν ροζ τα άσπρα σπίτια, τα άσπρα πουκάμισα, τις άσπρες φούστες, μέχρι και το άσπρο παγωτό κρέμα, στα χεράκια των ευτυχισμένων παιδιών!
Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, είναι οι άγγελοι που φτερουγίζουν πάνω από τα νερά του Αιγαίου, είναι τα βράδια με τα αστέρια και τα υγρά φεγγάρια, αυτά τα επιπόλαια, αυθεντικά και ερωτικά φεγγάρια, είναι τα μαυρισμένα κορμιά τα τυλιγμένα σε ένα μικρό ύφασμα, αλλά και τα βράδια που μυρίζουν αμμουδιά, ουζάκι, χταποδάκι, κάπαρη, σαρδέλα ψητή, σκουμπρί καπνιστό στα κάρβουνα και τελειωμό δεν έχουν αυτοί οι πειρασμοί του Θεού!
Τα καλοκαίρια, μου ξυπνάνε πάντα δυνατές μνήμες από το Θέατρο Σκιών, με τον βραδινό Καραγκιόζη. Τον είχα απολαύσει επανειλημμένα, σαν παιδί, τον Καραγκιόζη, αφού ραδιόφωνο δεν θέλαμε να ακούσουμε και τηλεόραση ευτυχώς… Χάναμε βέβαια κάποια πράγματα ωραία, αλλά γλιτώναμε κι από ένα σωρό άσχημα, κυρίως την επικίνδυνη εικονική πραγματικότητα!
Χίλιες φορές καλύτερα, λέω και τώρα, το μαγικό πανί το φωτισμένο με κίτρινο φως, που στο αριστερό του μέρος είχε την ετοιμόρροπη καλύβα του Καραγκιόζη και στο δεξί το πολυτελές σαράι του Πασά. Ναι, το πανί, με τον καραγκιοζοπαίχτη και τους βοηθούς του από μέσα, το οποίο δεν εξέπεμπε ακτινοβολία, αλλά θαλπωρή και ευτυχία, που απολάμβαναν εκτός από τα παιδιά και οι μεγάλοι. Γλυκιά ήταν η αδημονία, να δούμε να βγαίνει στη σκηνή ο Χατζηαβάτης, ο τελάλης, για να ανακοινώσει τη διαταγή του Πασά! «Ακούσατε, ακούσατε…».
Όταν ήμουνα παιδί, μέναμε στην Πάτρα. Η Πάτρα έχει βγάλει σπουδαίους καραγκιοζοπαίχτες και έχει μεγάλη παράδοση στο θέατρο σκιών. Η εμβληματικότερη φυσιογνωμία είναι ο Μίμαρος (Δημήτριος Σαρδούνης, 1860;-1912). Το σπίτι μας απείχε 250 μέτρα από τη θάλασσα και ακριβώς 10 με 15 μέτρα από την ακτή, παιζόταν τα καλοκαίρια Καραγκιόζης.
Εδώ μια παρένθεση είναι απαραίτητη. Κάποια φορά, όταν έμενα στη Στοκχόλμη, ήμουν καλεσμένος στο δεύτερο κανάλι Ρ2 του σουηδικού ραδιοφώνου (Sveriges Radio) και μεταξύ άλλων με ρωτούσαν για τις παιδικές μου μνήμες στην Ελλάδα. Τους είπα για τον Καραγκιόζη και όταν με ρώτησαν, οι Σουηδοί παρουσιαστές, πώς ήταν το θέατρο που έπαιζαν Καραγκιόζη, (Skuggspelteater, στα σουηδικά), εγώ έβαλα τα γέλια κι αυτοί ένιωσαν κάπως αμήχανα. Γρήγορα όμως όλα τακτοποιήθηκαν!
Το θέατρο, λοιπόν, που παιζόταν ο Καραγκιόζης, ήταν ένα μικρό ορθογώνιο οικόπεδο με κομμένο το χορτάρι του. Από τη μεριά της θάλασσας ήταν φραγμένο με λαμαρίνες από σκισμένα άδεια βαρέλια πίσσας.
Στις πλαϊνές πλευρές είχε πυκνές καλαμιές με αδιάβατους αιχμηρούς θάμνους, αλλά και σύρμα αγκαθωτό -ούτε γάτα δεν περνούσε! Στη μεριά του δρόμου, που ήταν και η είσοδος, είχε χτιστεί πρόχειρα με χωματόπλινθους (μόνο χώμα, άχυρα και νερό) ένας τοιχάκος ύψους δύο μέτρων, με μία πόρτα καλυμμένη με κουρελού, αντί για κουρτίνα ή θυρόφυλλο και με τη θεόχοντρη γυναίκα του καραγκιοζοπαίχτη για φύλακα…
«Στέγη δεν είχε;» με ρώτησαν οι Σουηδοί. Και τους είπα ότι η στέγη ήταν ό,τι καλύτερο έχω δει στη ζωή μου, γιατί ως στέγη είχε τον καλοκαιρινό ουρανό με τα αστέρια του και τα κινούμενα ζωάκια των αστερισμών, Μεγάλη και Μικρή αρκούδα Λαγό, Ψάρια…, καθώς και τον ασημένιο δίσκο του φεγγαριού! Νύχτες, μαγικές, ονειρεμένες..., που λέει κι ο Τσιτσάνης.
Μία δραχμή ήταν το εισιτήριο για τους μικρούς και δύο δραχμές για τους μεγάλους! Ευκολότερα ξεγελούσες στον Άγιο Πέτρο για να μπεις στον Παράδεισο, παρά τη χοντρή σύζυγο του καραγκιοζοπαίχτη, για να μπεις τσάμπα. Άμα κάποιο παιδί έκανε το λάθος να περάσει λαθραία, το κυνηγούσε, το έπιανε από το σβέρκο -παρακαλώ, ακριβώς όπως η τίγρης που πιάνει από το σβέρκο την αντιλόπη εκεί κάτω στη ζούγκλα, και το πέταγε έξω, αποθαρρύνοντας οπωσδήποτε τυχόν άλλους επίδοξους και θρασείς εισβολείς!
Εμείς όμως κάποια νύχτα μαγική, της τη φέραμε της χοντρής! Το πώς, ακούστε, κρίνετε, δικάστε και πιθανά καταδικάστε, όλα είναι δεκτά. Έτσι λοιπόν, μία βραδιά, ήμασταν τρία παιδιά παρέα, κολλητάρια, …αδέρφια να πούμε, και συγκεντρώσαμε από τις τσεπούλες μας μία δραχμή και 30 λεπτά, συνολικά!
Τι να φτάσει για 3 άτομα… Και εκείνο το βράδυ είχε το φοβερό και τρομερό έργο, που για να το δεις έπρεπε να έχεις δίπλα σου φίλους καλούς, το έργο «Ο Καραγκιόζης και το φάντασμα του νεκροταφείου...» (Κόλαση… «Σκότος! Λουτρό τάφου», που γράφει κι ο Νερούδα).
Την παρακαλέσαμε λοιπόν τη χοντρή, μία και ήμασταν τακτικοί πελάτες και της σκάγαμε όλο σχεδόν το χαρτζιλίκι μας, να μας αφήσει να μπούμε τρία μικρά παιδιά με 1:30 -δεν υπάρχει πρακτική αντιστοιχία σε ευρώ. Η …ερεβώδης απάντησή της ήταν αρνητική κι έτσι βάλαμε σε εφαρμογή σχέδιο σατανικό! Γιατί τέτοιο έργο δεν χανόταν με τίποτα!
Πιάσαμε λοιπόν τον Φώτη, έναν αφελή μπουλούκο της ευρύτερης συντροφιάς --ενίοτε και …καρφί-- που ήταν μόνος, εντελώς άφραγκος και που ήθελε να δει κι αυτός οπωσδήποτε το έργο. Του δώσαμε μία δραχμή και του είπαμε έτσι κι έτσι θα κάνεις, το και το θα πεις στη χοντρή. Εντάξει; Εντάξει... (Τότε όμως δεν ξέραμε να του τραγουδήσουμε κιόλας, «Του καημένου του Μποχώρη, του τη σκάσαν στο βαπόρι»).
Με τη δραχμούλα, λοιπόν, στην παλάμη ο Φώτης πάει στην είσοδο και σε μια στιγμή που η χοντρή ήταν απασχολημένη να δίνει ρέστα σε κάποιους πελάτες, μπουκάρει μέσα ο Φώτης τρέχοντας, χωρίς να πληρώσει! Τον κυνηγάει με δρασκελιές η άλλη, αφήνοντας το ποσοστό της, μπουκάρουμε τότε κι εμείς οι τρεις μέσα από την άλλη πλευρά, χωρίς να μας δει η χοντρή, απασχολημένη να πιάσει τον Φώτη, τον πιάνει απ’ το σβέρκο τον πετάει έξω και τότε αυτός της λέει «Α! Ξέχασα, να εδώ έχω μία δραχμή», «Φερ’ τήνε φερ’ τήνε και τότε να μπεις», του λέει αυτή!
Έτσι έγινε, μπήκε ο Φώτης νόμιμα, ήρθε και μας βρήκε, είχαμε βολευτεί μπροστά-μπροστά καθισμένοι σταυροπόδι στα χόρτα και μασουλώντας τα φτηνά ηλιόσπορα που είχαμε αγοράσει με τα 30 λεπτά, δηλαδή τις τρεις δεκάρες που είχαν απομείνει από το κοινό μας ταμείο….
Σε αυτό λοιπόν το υπαίθριο θεατράκι σκιών, είδα όλο το σχετικό ρεπερτόριο: Τον «Μέγα Αλέξανδρο με τα Κυδώνια (τον Μακεδόνα) και τον καταραμένο όφη» τους ήρωες «Κατσαντώνη», «Παπαφλέσσα», «Αθανάσιο Διάκο», «Καπετάν Απέθαντο», με το μαύρο μαντίλι στα μάτια, τον «Καραγκιόζη και το στοιχειωμένο δέντρο», τον «Καραγκιόζη» γαμπρό, δήμαρχο, γιατρό με το στανιό, υπηρέτη, γραμματικό (αριστούργημα!), μάγειρα… τι να πρωτοξεχάσω!
Καραγκιόζης, λοιπόν, το μοναδικό κάποτε λαϊκό υπαίθριο θέαμα για παιδιά. αλλά και αυτό απαιτούσε το εισιτηριάκι του. Γι’ αυτό πολλά παιδιά έπαιζαν τα ίδια Καραγκιόζη αφού, εκτός του οικονομικού, ο Καραγκιόζης με τη μαγεία του τραβούσε όλα τα παιδιά, πλούσια και φτωχά. Κυκλοφορούσαν που λέτε διάφορες έγχρωμες φιγούρες, από τα βασικά πρόσωπα του θεάτρου σκιών, τυπωμένες πάνω σε λεπτό χαρτί.
Οι φιγούρες κολλιόντουσαν πάνω σε ό,τι χαρτόνια έβρισκαν τα παιδιά, παραδείγματος χάρη από κουτιά παπουτσιών, λουκουμιών, συσκευασιών..., καταλαβαίνετε και μετά γινόταν ψαλίδισμα για να μείνει μόνο η φιγούρα. Φυσικά φαινόταν μόνο το περίγραμμα μιας μαύρης σκιάς, αλλά όλοι καταλάβαιναν ποια φιγούρα ήταν, αφού όλα τα πρόσωπα ήταν τόσο διαφορετικά και τόσο χαρακτηριστικά.
Τα πιο φτωχά παιδιά έφτιαχναν την κόλα από αλεύρι και νερό, τα δε αρθρωτά μέρη του σώματος συνδέονταν με κομματάκια από απλό, καμιά φορά και σκουριασμένο, λεπτό συρματάκι! Που να τα ξεχάσει κανείς όλ’ αυτά...
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου