Μια δεκαετία έχει περάσει από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Στο διάστημα αυτό συνέβησαν πολλές ανακατατάξεις έως ότου επέλθει κάποια ισορροπία. Στην παρούσα φάση, οι οικονομίες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών έχουν περιπέσει σε στασιμότητα, μολονότι το κόστος χρήματος εδώ και αρκετό καιρό είναι σχεδόν μηδενικό.Οι ενέργειες της FED είναι συνεπείς με τον προγραμματισμό που είχε εξαγγείλει τo 2010 ο πρώην πρόεδρός της, Μπεν Μπερνάνκε, ο οποίος είχε δηλώσει ότι επιδίωξή του ήταν η πρόκληση ενός «πληθωρισμού αξιών» (asset reflation). Η δημιουργία ενός τέτοιου πληθωρισμού είχε διπλό στόχο: αφενός στο να μην εγκλωβιστεί η οικονομία σε ένα σπιράλ αποπληθωριστικών προσδοκιών και αφετέρου στο να «πληθωριστούν» τα υφιστάμενα χρέη.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η επεκτατική νομισματική πολιτική της Federal Reserve (FED) ώθησε την οικονομία να αναπτυχθεί. Έτσι η FED προχώρησε την τελευταία διετία σε έναν κύκλο αύξησης των επιτοκίων δολαρίου, ο οποίος όπως φαίνεται έχει ήδη ολοκληρωθεί.
Επί του παρόντος φαίνεται ότι η ρευστότητα που διοχετεύτηκε από τις Κεντρικές Τράπεζες έχει αποτρέψει τον αποπληθωρισμό. Ωστόσο, οι οικονομίες δεν μπορούν να βρουν τον βηματισμό που θα τις οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο ανάπτυξης. Ο λόγος είναι ότι τα δομικά προβλήματα και ο υπερδανεισμός που προκάλεσαν την κρίση του 2008 δεν έχουν εξαλειφθεί.
Πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει
Μια τέτοια περίπτωση συσσωρευμένων διαρθρωτικών προβλημάτων αποτελεί η ιταλική οικονομία. Η Ιταλία διαθέτει την 9η οικονομία παγκοσμίως η οποία εδώ και αρκετά χρόνια βρίσκεται σε στασιμότητα. Συγκεκριμένα, μετά από μια σημαντική πτώση του ΑΕΠ της κατά 5,5% στην κρίση του 2009, στα επόμενα χρόνια δεν παρουσίασε κάποια αξιόλογη ανάκαμψη. Ειδικότερα, παρουσίασε μείωση του ΑΕΠ στο 2012 (-2,4%) και στο 2013 (-1,8%), ενώ στις υπόλοιπες χρονιές η αύξηση του ΑΕΠ περιορίστηκε σε χαμηλές θετικές τιμές.
Η άλλη όψη των παραπάνω εξελίξεων είναι η σχετικά υψηλή ανεργία, η οποία την τελευταία 10ετία υπερβαίνει το 10%. Τα ποσοστά ανεργίας δεν είναι παντού τα ίδια. Είναι χαμηλότερα στον «βιομηχανικό» Βορρά και υψηλότερα στον «αγροτικό» Νότο, γεγονός το οποίο δημιουργεί πολιτική πόλωση.
Για τη χρονιά που διανύουμε, ήδη η αρχική πρόβλεψη για δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξεως του 2% έχει αναθεωρηθεί στο 2,4%, ενώ ο επικεφαλής οικονομολόγος της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας, εκτιμά ότι το έλλειμμα ίσως τελικά φτάσει στο 3,4%. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, προτείνεται η λήψη δημοσιονομικών μέτρων, όπως π.χ. η αύξηση του ΦΠΑ.
Το πρόβλημα της Ιταλίας είναι ότι τα δημοσιονομικά της μεγέθη και κυρίως το υψηλό της χρέος δεν της επιτρέπουν να παραμείνει σε οικονομική στασιμότητα ή πολύ περισσότερο να εισέλθει σε ύφεση. Πράγματι, με το χρέος της να ανέρχεται στο 132% του ΑΕΠ, η Ιταλία είναι αναλογικά η δεύτερη πιο χρεωμένη ευρωπαϊκή χώρα μετά την Ελλάδα. Επίσης, λόγω του οικονομικού της μεγέθους, το χρέος της είναι τεράστιο σε απόλυτες τιμές: φτάνει το 1,6 τρισ. ευρώ! Η Ιταλία συνεπώς «είναι πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει». Παράλληλα όμως δεν είναι εύκολο να τεθεί και υπό την κηδεμονία του ευρωδιευθυντηρίου, το οποίο επιβάλλει ως συνταγή «εξυγίανσης» περιοριστικές πολιτικές λιτότητας.
Το πιθανό ατύχημα
Εκεί ακριβώς αρχίζουν και τα προβλήματα. Η Ιταλία, έχοντας αρνηθεί πρόσφατα να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, βρίσκεται σε μια κατάσταση στην οποία έχει περιορισμένες ανοχές σε μια ενδεχόμενη χειροτέρευση του οικονομικού κλίματος. Από την άλλη μεριά δεν διαθέτει το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής που θα της επέτρεπε να διαχειριστεί με μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας ζητήματα ρευστότητας, ανταγωνιστικότητας και κυρίως δημόσιου χρέους.
Όλα αυτά, όπως έγραψε πρόσφατα ο αναλυτής του Bloomberg M. Ashworth, καθιστούν την Ιταλία «ένα ατύχημα που περιμένει να συμβεί». Το γεγονός αυτό δεν έχει διαφύγει της προσοχής των αγορών, καθώς τους τελευταίους μήνες τα επιτόκια των ιταλικών ομολόγων έχουν αρχίσει να «σκαρφαλώνουν». Σε πολιτικό επίπεδο τηρείται βεβαίως σιγή, εν όψει ευρωεκλογών και Brexit. Ωστόσο, αν οι προβλέψεις για διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος επαληθευτούν, είναι βέβαιο ότι το ζήτημα της Ιταλίας θα έλθει δυναμικά στο προσκήνιο.
Τα παραπάνω μας προϊδεάζουν ότι μεσοπρόθεσμα είναι πιθανό να εκδηλωθεί μια σοβαρή κρίση στο ευρώ. Μια κρίση που φυσικά δεν θα ενοχλήσει τις ΗΠΑ, αφού θα ενισχύσει τη σταθερότητα του δολαρίου. Η κρίση αυτή ούτε λίγο ούτε πολύ θα θέσει την Ιταλία προ του διλήμματος παραμονής ή όχι στο κοινό νόμισμα. Μια ενδεχόμενη αποχώρησή της θα σημάνει πρακτικά το τέλος του ευρώ, και μετά το Brexit, ίσως να απειλήσει και την ύπαρξη της ΕΕ. Τι θα κάνει άραγε τότε η Ελλάδα;
Τι θα κάνει η Ελλάδα;
Διευκρινίζεται ότι τα παραπάνω δεν αναφέρονται ως προβλέψεις ή έστω ως πιθανές εξελίξεις. Αναφέρονται όμως ως ενδεχόμενα που δεν μπορούν να αποκλειστούν. Και ως τέτοια θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν από τον στρατηγικό σχεδιασμό μιας χώρας. Το ερώτημα συνεπώς είναι: το ελληνικό πολιτικό προσωπικό έχει κάποιο σχεδιασμό για ένα ενδεχόμενο σοβαρής κρίσης στην Ευρωζώνη;
Έως σήμερα το εγχώριο πολιτικό σύστημα ισχυρίζεται ότι ενέδωσε σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών, για να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ. Τι γίνεται όμως αν το ίδιο το ευρώ τεθεί σε κίνδυνο; Μήπως βρεθούμε μπροστά στην κωμικοτραγική κατάσταση να αναζητούμε διακαώς να παραμείνουμε στο ευρώ, εν απουσία εναλλακτικού σχεδιασμού;
Σε μια τέτοια περίπτωση θα φανεί σε όλη της την έκταση η ανεπάρκεια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, το οποίο επί δέκα χρόνια ορθώς δεν τόλμησε να βγάλει τη χώρα από το ευρώ, αλλά επί της ουσίας δεν έκανε τίποτε για την παραγωγική της ανασύνταξη και για τον θεσμικό της εκσυγχρονισμό. Το αποκορύφωμα ήλθε βεβαίως με τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία ανακύκλωσε τις πρακτικές που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και με μια διαπραγμάτευση-παρωδία με τους δανειστές, ζημίωσε ακόμη περισσότερο κοινωνία και οικονομία.
Με όλα αυτά, οι εγχώριες πολιτικές «ελίτ» – στη «συστημική» και στην «αντισυστημική» τους εκδοχή – σπατάλησαν δέκα χρόνια, τα οποία «αγόρασαν» πανάκριβα, υποθηκεύοντας τη χώρα και βυθίζοντάς την σε μια άνευ προηγουμένου κοινωνική κρίση. Σήμερα η Ελλάδα έχει σταθεροποιηθεί πρόσκαιρα μέσα από τον σχεδιασμό λιτότητας των δανειστών, αλλά με το χρέος της να έχει αυξηθεί και τις αντοχές της εξαντλημένες. Από αυτή την άποψη είναι πιο ευάλωτη από ποτέ σε μια αναζωπύρωση της διεθνούς κρίσης – που αυτή τη φορά ίσως να μην είναι μόνο οικονομική. Έχει άραγε αναλογισθεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου