Γράφει ο Βενιαμίν Καρακωστάνογλου
Τα ερωτήματα που συνοδεύουν την τρέχουσα φάση της διαπραγμάτευσης με τα Σκόπια και που απασχολούν έντονα τον ελληνικό λαό, όπως αποδείχθηκε από τα δύο παλλαϊκά και ογκώδη συλλαλητήρια, αλλά και την ευρύτατη αρθρογραφία είναι πολλά.Υπάρχει σοβαρός λόγος για λύση τώρα; Άλλαξε κάτι ουσιαστικά στα Σκόπια; Τι προκύπτει από τις δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας των Σκοπίων; Μας πιέζουν οι ξένοι για λύση; Γιατί το κάνουν; Ποια συμφέροντα υπηρετούν; Ποια πρέπει να είναι η δική μας αντίδραση; Μήπως πρέπει να θυμηθούμε ότι και άλλοτε μας πίεσαν, για παράδειγμα για το Κυπριακό, προωθώντας το απαράδεκτο σχέδιο Κόφι Ανάν; Ποιος είναι γενικά ο ρόλος του διεθνούς παράγοντα, έχουν ευθύνη οι συνεταίροι και σύμμαχοί μας για μία θετική εξέλιξη του ζητήματος των Σκοπίων; Ποια είναι η ασφαλής λύση, και με ποιους όρους;
Η καθαρή και ασφαλής λύση απαιτεί τέσσερις προϋποθέσεις:
Πρώτον, Να μην περιληφθεί ο όρος «Μακεδονία» με οποιαδήποτε μορφή στον τίτλο του Κράτους.
Δεύτερον, χρειάζεται συνοδευτικό πακέτο για το όνομα της εθνότητας (όχι Μακεδόνες), για ρητή αποκήρυξη-εγκατάλειψη της θεωρίας περί της ύπαρξης Μακεδονικού Έθνους που δεν είναι τμήμα του υπόλοιπου Ελληνισμού, της Ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού.
Οι αλλαγές πρέπει να περιληφθούν στο Σύνταγμα των Σκοπίων και να ισχύουν για κάθε εσωτερική και διεθνή χρήση, πολυμερώς και διμερώς.
Τρίτον, απαιτείται ρητή αποκήρυξη της θεωρίας της «διαμελισμένης και σκλαβωμένης Μακεδονίας». Αν γινόταν δεκτό αυτό το ιδεολόγημα θα μπορούσαν να εκφράσουν ανάλογες απαιτήσεις σχεδόν τα περισσότερη Έθνη και Κράτη στον κόσμο. Το αποτέλεσμα θα ήταν χάος και αλλαγές συνόρων παντού και βέβαια πολυάριθμες ένοπλες συγκρούσεις.
Τέταρτον, πρέπει να εγκαταλειφθεί ο συναφής ψευδο-αλυτρωτισμός και η προσπάθεια υποκίνησης μειονοτικού προβλήματος στην Ελλάδα, με την ανύπαρκτη βέβαια εθνική «μακεδονική μειονότητα». Και βέβαια πακέτο λύσης και όχι (όπως στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995) σπάσιμο και «σαλαμοποίηση».
Να διδαχθούμε από τα λάθη
Θα πρέπει κατά την εξελισσόμενη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και από την στάση των αντιπάλων μας αλλά και από την συμπεριφορά των συμμάχων μας. Απαιτείται λοιπόν ενιαία στάση και αρραγές μέτωπο στο εσωτερικό και όχι υπολογισμός κομματικού οφέλους, όχι διχογνωμίες και υπονομεύσεις και όχι διγλωσσία προς τα έξω.
Απαιτείται επίγνωση ότι οι σύμμαχοι και εταίροι μας ούτε γνωρίζουν το πρόβλημα σε βάθος και στις πραγματικές διαστάσεις του, ούτε είναι αμερόληπτοι στην παρέμβασή τους, λόγω δικών τους συμφερόντων ή δεσμεύσεων. Συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος του αγώνα και της προσοχής μας θα πρέπει να κατευθυνθεί και στους συμμάχους μας.
Οι Σκοπιανοί περίτρανα και εξακολουθητικά απέδειξαν την αναξιοπιστία, την υποκρισία-διπροσωπία τους, αλλά και την αφερεγγυότητά τους, ενώ τελικά επέμειναν στις παλιές θέσεις τους. Δεν πρέπει να εφησυχάζουμε ούτε να χρησιμοποιήσουμε στο όποιο μελλοντικό κείμενο Συμφωνίας (αν βέβαια αυτή υπάρξει) γενικόλογες εκφράσεις ή ευχές και συστάσεις. Γιατί αυτές συνήθως δεν έχουν δεσμευτικότητα ούτε δημιουργούν ευθύνη αν παραβιαστούν.
Χρειάζονται σαφείς, λεπτομερείς δεσμεύσεις και προβλεπτικότητα για πιθανές κακόπιστες συμπεριφορές στο μέλλον μετά από 22 χρόνια διαλόγου. Δυστυχώς, θα πρέπει να αποκαλύψουμε με απτές αποδείξεις αυτή την στάση των Σκοπιανών στους ξένους φίλους και συμμάχους μας.
Οι Σκοπιανοί δεν είναι θύματα, όπως αυτοπαρουσιάζονται, αλλά αντίθετα είναι θύτες, διεκδικητές και σφετεριστές. Μετατρέπουν την αδυναμία τους (μικρό μέγεθος, ευάλωτη οικονομία και αστάθεια εσωτερική λόγω του αλβανικού παράγοντα) σε όπλο τους. Δυστυχώς, οι ξένοι διαμεσολαβητές ευθύνονται για πολλά από τα κενά των κειμένων που υπογράφηκαν, όπως π.χ. η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Κατά την προσεχή διαπραγμάτευση, λοιπόν, πρέπει να είμαστε επίμονοι και να απαιτούμε ακριβείς και σαφείς ρυθμίσεις και όχι να δεχόμαστε πρόχειρες και συνεπώς επικίνδυνες διατυπώσεις.
Λογικές win win
Aκόμη κι αν τώρα ήταν η ώρα για λύση, αυτή δεν θα προερχόταν από ευχολόγια και ευσεβείς πόθους, ούτε από αμοιβαίους συμβιβασμούς ,γιατί αυτοί συνήθως εξυπηρετούν τον διεκδικούντα (δηλαδή τα Σκόπια στην περίπτωσή μας). Ούτε βέβαια από λογικές ισόρροπου αμοιβαίου κέρδους (win-win) ή κατανομής των κερδών με τη λογική του 50-50%. Η διαπραγμάτευσή μας πρέπει να είναι σκληρή και να συνοδεύεται από προαποφασισμένες «κόκκινες» γραμμές, τις οποίες, τόσο οι Σκοπιανοί όσο και ο διεθνής παράγων, θα γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να τις υπερβούμε.
Σοβαρή αρνητική εμπειρία αποτέλεσε η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 με τις πολλές ατέλειες και ελλείψεις της. Αντίθετα, τα οικονομικά αντίμετρα της Ελλάδος και το κλείσιμο των συνόρων το 1994-95, λειτούργησαν αποτελεσματικά. Τόσο προς τους Σκοπιανούς, όσο και προς τον διεθνή παράγοντα ώστε να συνειδητοποιήσουν την σοβαρότητα της κατάστασης και τις αρνητικές επιπτώσεις της συνεχιζόμενης διαφοράς για την σταθερότητα στην περιοχή.
Μετά όμως, αυτοβούλως, αρχίσαμε να υποπίπτουμε σε λάθη κατά την διαπραγμάτευση και σύνταξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995: Δεν θέσαμε ένα σύντομο και σφιχτό χρονοδιάγραμμα για τις διαπραγματεύσεις για το θέμα του ονόματος και τα σχετικά συναφή ζητήματα και έτσι αφήσαμε να «σέρνονται» οι διαπραγματεύσεις για 22 ολόκληρα χρόνια χωρίς προσέγγιση και χωρίς νόημα.
Δώσαμε έτσι στους Σκοπιανούς την δυνατότητα να παγιώσουν τη χρήση του ονόματος του κράτους και του λαού τους παγκοσμίως, με μέσο τις διμερείς αναγνωρίσεις τους ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από τουλάχιστον 130 κράτη ήδη. Κι αυτό παρότι ήταν αντίθετο με το πνεύμα και τις αρχές που περιέχονταν στην Ενδιάμεση Συμφωνία. Επίσης, δεν προβλέψαμε στην ίδια αυτή συμφωνία να μην επιτρέπεται η χρήση του συνταγματικού ονόματος των Σκοπίων διεθνώς, παρά μόνον ως FYROM, πρόβλεψη η οποία, αν υπήρχε, δεν θα επέτρεπε τις πολλές διμερείς αναγνωρίσεις τους που ακολούθησαν.
Προβλεπτική διατύπωση άρθρου 11
Τέλος, δεν υπήρξε αρκετά προβλεπτική διατύπωση στο άρθρο 11 της Συμφωνίας, το οποίο επιβάλλει στην Ελλάδα την υποχρέωση να δίνει την συγκατάθεσή της και να μην εμποδίζει την ένταξη των Σκοπίων σε Διεθνείς Οργανισμούς, στους οποίους μετέχει η Ελλάδα, εφόσον η ένταξη αυτή γίνεται με το προσωρινό όνομα FYROM.
Έτσι, τα Σκόπια ενεργώντας καταχρηστικά και σε αντίθεση με το πνεύμα της Συμφωνίας, μπήκαν σε μία σειρά από Διεθνείς Οργανισμούς (Συμβούλιο της Ευρώπης, Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη-ΟΑΣΕ, κ.λπ.), με την συναίνεση της Ελλάδος και με το προσωρινό όνομα FYROM. Στη συνέχεια, όμως, χρησιμοποιούσαν εντός αυτών των Διεθνών Οργανισμών το σφετεριστικό συνταγματικό τους όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε κάθε επικοινωνία, αλληλογραφία, διεθνείς διασκέψεις, κ.λπ.
Αυτό που θα έπρεπε να είχε απαιτήσει η Ελλάδα, είναι, εκτός από την ένταξη ως FYROM, τα Σκόπια να υποχρεώνονταν να χρησιμοποιούν το όνομα FYROM μέχρις ότου αυτό αντικατασταθεί με ένα οριστικό όνομα, για το οποίο θα είχε συναινέσει και η Ελλάδα και το οποίο θα είχε νομιμοποιηθεί μετά από απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η απουσία τέτοιας δεσμευτικής ρύθμισης στο άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στοίχισε στην Ελλάδα μία, ήπια μεν αλλά πάντως καταδικαστική, απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης (Χάγης) το 2011. Η απόφαση προέκυψε μετά από την προσφυγή των Σκοπίων το 2008, καθώς η Ελλάδα εμπόδισε τα Σκόπια τον Απρίλιο του 2008 να προχωρήσουν στην ένταξή τους στο ΝΑΤΟ στην Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας, τότε, στο Βουκουρέστι.
Ατέλειωτη διαπραγμάτευση
Η διαπραγμάτευση για το όνομα, που προβλεπόταν στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 (η οποία περιέλαβε κυρίως δευτερεύοντα ζητήματα και βέβαια την άρση των αντιμέτρων της Ελλάδος), ακριβώς επειδή δεν υπήρχε σφιχτό και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, διήρκεσε δραματικά πολύ χρόνο (ουσιαστικά μέχρι σήμερα, δηλαδή 22 χρόνια).
Αυτό δεν προκάλεσε την αντίδραση της Ελλάδος, κάτι που θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο λόγω του ότι η παγίωση του προσωρινού ονόματος εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τα Σκόπια. Επίσης, επειδή σε όλη αυτή την μακρά περίοδο τα Σκόπια συνέχιζαν τον ψευδο-αλυτρωτισμό, την ψευδο-θεωρία του Μακεδονισμού και την προπαγάνδα για τους «σκλαβωμένους» Μακεδόνες, εναντίον της χώρας μας.
Αυτό σημαίνει ότι προφανώς, από το 1995 ως το 2002, που έληξε η επταετής διάρκεια της Συμφωνίας, η τότε Κυβέρνηση της Ελλάδος (ΠΑΣΟΚ – Κώστας Σημίτης) είχε βολευτεί με την διαμορφωθείσα κατάσταση στις ελληνοσκοπιανές σχέσεις και με την ανυπαρξία προόδου στις διαπραγματεύσεις. Δεν σκέφθηκε καν, έστω το 2002, να καταγγείλει την Συμφωνία, λόγω του διαλόγου κωφών για το όνομα και βέβαια λόγω των καταχρήσεων και παραβιάσεών της από τους Σκοπιανούς. Δυστυχώς ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, Χρήστος Πρωτόπαπας, το 2002 (13 Σεπτεμβρίου) ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα παρατείνει την συμφωνία και τις διεξαγόμενες συνομιλίες και συμφωνεί για την σιωπηρή ανανέωσή της.
Επίσης, η αντίκρουση των ισχυρισμών των Σκοπίων στο Διεθνές Δικαστήριο, ήταν μάλλον ελλιπής και όχι επαρκώς τεκμηριωμένη, παρά το πλήθος των καταχρήσεων και παραβιάσεων της Συμφωνίας από τους Σκοπιανούς. Αυτό οδήγησε στην απώλεια της υποθέσεως για την Ελλάδα. Αντί να υπάρξει έγκαιρα αντίθετη προσφυγή, λόγω των παρανομιών των Σκοπιανών, η οποία να συνεκδικαστεί με την δική τους, η Ελλάδα μόνο κατ’ ένσταση ουσιαστικά παρουσίασε κάποιες από τις παραβιάσεις της Συμφωνίας από τα Σκόπια.
Τα κριτήρια το Διεθνούς Δικαστηρίου
Και βέβαια είναι γνωστό ότι το Διεθνές Δικαστήριο πολύ συχνά χρησιμοποιεί, χωρίς βέβαια να το ομολογεί, και πολιτικά κριτήρια στις αποφάσεις του. Επίσης, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για το όνομα και τα συναφή ζητήματα δεν περιγράφηκε επαρκώς το 1995. Έτσι, ο μεσολαβητής Μάθιου Νίμιτς ισχυρίζεται (όχι ορθά βέβαια) ότι δεν έχει αρμοδιότητα να διαπραγματευτεί και τα θέματα της εθνικής ταυτότητας των Σκοπιανών, όπως και κάποια άλλα συναφή ζητήματα.
Εφόσον προχωρήσει η διαπραγμάτευση στη σημερινή φάση, θα πρέπει να υπάρξουν συγκεκριμένες και επακριβείς ρυθμίσεις με προβλεπόμενες συναφείς κυρώσεις. Με μηχανισμούς επαλήθευσης και εποπτείας της συμπεριφοράς των Σκοπίων για τα θέματα της μη συνέχισης του αλυτρωτισμού, της μειονοτικής προπαγάνδας, της θεωρίας περί Μακεδονικού Έθνους και αμφισβήτησης της αληθινής ιστορίας της Μακεδονίας. Και βέβαια για την χρήση των όρων για το κράτος, και για τον λαό, που θα πρέπει να είναι συμβατά με το νέο όνομα και όχι να διαιωνίζουν την χρήση των όρων «μακεδονικός λαός», «μακεδονική γλώσσα», «μακεδονικά προϊόντα», κ.λπ.
Εγγυητές της εποπτείας και εφαρμογής της ενδεχόμενης νέας Συμφωνίας θα πρέπει να είναι ο ΟΗΕ (Συμβούλιο Ασφαλείας), το ΝΑΤΟ και η ΕΕ και βέβαια με τη συμμετοχή και Ελλήνων εκπροσώπων.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου