Το 1821 η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ έδιωξε τους Τούρκους απ’ τα εδάφη μας, μα μας άφησαν παρακαταθήκη τον ραγιαδισμο. Στην διάρκεια των 4 αιώνων της τουρκοκρατίας έγιναν πολλές μεμονωμένες προσπάθειες εξέγερσης από αδούλωτα ελληνικά πνεύματα, μα καταπνίγηκαν αμέσως. Ο σκλαβωμένος Έλληνας ραγιάς ήταν αδρανής κι ανεχόταν να βιάζεται απ’ τον τούρκο εξουσιαστή. Το μυστικό του τούρκου κατακτητή ήταν η συνεργασία του με ντόπιους πρόθυμους προεστούς, τους οποίους χρησιμοποιούσε, για να κρατά το σκλαβωμένο γένος σε αδράνεια. Αυτοί ήταν οι Έλληνες μπέηδες και κοτζαμπάσηδες, οι διαμεσολαβητές μεταξύ του τούρκου επικυρίαρχου και του Έλληνα ραγιά. Ήταν φοροεισπράκτορες-χωροφύλακες για την επιβολή της τάξης και ρουσφετολόγοι για την επίλυση θεμάτων των ραγιάδων.
Ο αδρανής ραγιάς ξεσηκώθηκε, μόνο όταν οι Έλληνες επαναστάτες εξουδετέρωσαν τους κοτζαμπάσηδες και τους έφεραν με το μέρος της Επανάστασης. Τότε μόνο πέτυχε η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, αλλά μετά την ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ οι μορφωμένοι κοτζαμπάσηδες κι έμπειροι περί την εξουσία, εισήλθαν στην πολιτική καταλαμβάνοντας την θέση της ολιγαρχίας. Επειδή όμως δεν είχαν παραγωγική νοοτροπία και το μόνο που ήξεραν να κάνουν, ήταν διαμεσολάβηση και ρουσφέτια, δημιούργησαν έναν τεράστιο κρατικό μηχανισμό, για να υποδουλώσουν ξανά τον ραγιά, να μείνουν οι ίδιοι αυτόνομοι και να συνεχίσουν να τον εκμεταλλεύονται, παίζοντας τους διαμεσολαβητές, μεταξύ του απρόσωπου κράτους και του ραγιά, μέσω της εκλογικής πελατείας.
Ο Έλληνας ραγιάς βρέθηκε πάλι σε περιβάλλον σκλαβιάς, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί (όπως και σήμερα), ποιος είναι ο αόρατος εχθρός του, που τον κρατάει δέσμιο και τον εκμεταλλεύεται. Το ίδιο λοιπόν φαινόμενο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Άλλωστε το μοναδικό στον κόσμο φαινόμενο της οικογενειοκρατίας στην πολιτική το αποδεικνύει. Για να εντοπίσουμε τις ομοιότητες και τα ίδια λάθη που έγιναν και δυστυχώς επαναλαμβάνονται… κάναμε αυτή την αναφορά στα δίσεκτα χρόνια της τουρκικής υποδούλωσης, ελπίζοντας να μας γίνουν μάθημα. Για τον ίδιο λόγο έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε ποιοι ήταν αυτοί οι απλοϊκοί «αγράμματοι» επαναστάτες, που έβαλαν μπροστά τα στήθη τους κι έγιναν ΗΡΩΕΣ και στους οποίους χρωστάμε την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΣ!
Ο ΕΝΙΑΙΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
ΜΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΟΣΑ ΞΕΧΑΣΑΜΕ!
Ο κορυφαίος αγωνιστής του ‘21 ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΟΥ γεννήθηκε στα 1797 στο Αβορίτι της Δωρίδας από φτωχούς γονείς και κατά την διάρκεια του ΑΓΩΝΑ τον αποκαλούσαν «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ» για το ψηλό του ανάστημα και μ’ αυτό παρέμεινε στην ιστορία. Εκτός απ’ τις ηρωικές του πράξεις αυτός ο μεγάλος Έλληνας, κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου, τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του. Άρχισε να γράφει στο Άργος τον Φεβρουάριο του 1829 με σκοπό να διδάξει και να φρονηματίσει τους μεταγενέστερους και συνέχισε μέχρι το 1851, ώσπου οι δραματικές περιπέτειες της ζωής του τον ανάγκασαν να σταματήσει. Φρόντιζε όμως να διαφυλάττει το χειρόγραφό του, γιατί πίστευε ότι και μ’ αυτό τον τρόπο κάνει το καθήκον του απέναντι στον τόπο και την ιστορία του.
«Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες ΄Ελληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα για τα νέα παθήματα. Και επήγα εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνι καλόν αγιορείτικον. Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάνουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες κι άθρησκοι, ό,τ ι πολύτιμον τζιβαϊρικόν έχομεν. Τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα μας θέλουν Φραγκεμένους. Μην αφήσετε Αγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, να κασκαρέψουν και να αφανίσουν τους ΄Ελληνες, κάνοντας περισσότερο κακό από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εθχρός μας».
"Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμε εις τον σβέρκο μας, να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να ποτάξουν την Εκκησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Εμείς, στη σκιά του Τίμιου Σταυρού επολεμήσαμε, αλούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Κι αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας! Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους κι απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι και κάθε πόνον και δυστυχίαν.»
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΕΙ:
«ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ ΕΛΛΗΝΕΣ!»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ 1792 – 1828
«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ»
Στρατιωτικός, λόγιος κι αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, που γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1792 στην Κωνσταντινούπολη, πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Ανατράφηκε σε περιβάλλον που διαπνεόταν από έντονο πατριωτισμό κι έλαβε εκλεκτή μόρφωση. Στην Πετρούπολη, όπου ακολούθησε τον πατέρα του, φοίτησε στην Σχολή του Σώματος των Βασιλικών Ακολούθων και στην συνέχεια υπηρέτησε στα σώματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, ενώ στην μάχη της Δρέσδης, στις 27 Αυγούστου 1813, έχασε το δεξί του χέρι. Τον Μάρτιο του 1820 ο Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Την αποδέχθηκε στις 12 Απριλίου, αφού πρώτα έγιναν δεκτοί οι όροι του κι αμέσως άρχισε την οργάνωση του σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης.
Με επιστολή του στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο υπέβαλε την παραίτησή του από τον ρωσικό στρατό και αναγγέλλοντας την Ελληνική Επανάσταση ζήτησε την αρωγή του. Αμέσως μετά επιδόθηκε στην δημιουργία στρατού και συγκρότησε τον Ιερό Λόχο. Όμως με την ενθάρρυνση του Ιωάννη Καποδίστρια πείσθηκε ότι έπρεπε να επισπεύσει την προπαρασκευή της και τον Ιούνιο του 1820 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό. Πέρασε τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και δύο μέρες αργότερα ύψωσε την Σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου απαγορευόταν η παραμονή του τουρκικού στρατού. Εκεί ο Υψηλάντης εκφώνησε το ιστορικό του διάγγελμα και το τύπωσε στις 24 Φεβρουαρίου 1821. Το περιεχόμενο αυτού του διαγγέλματος είναι συγκινητικό εάν λάβει κανείς υπ' όψη του ότι τέτοια λόγια δεν είχαν ακούσει ποτέ οι Έλληνες και μάλιστα σε έντυπο εγκύκλιο. Το κείμενο αυτό ήταν το πρώτο πού εμφανιζόταν δημόσια.
Αυτό το έντυπο ήταν αρκετό για την αυστριακή αντικατασκοπεία να τον συλλάβει (σ' αυτήν τον παρέδωσαν οι Οθωμανοί μετά την μάχη) και να τον κλείσει στο Τερεζίν μια φυλακή-οχυρό της Βοημίας. Η συνέπεια τέτοιων διαγγελμάτων ήταν η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και τρομοκρατία. Η Ελλάδα ήταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή. Στις 7 Ιουνίου 1821 ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Πέθανε στη Βιέννη δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, στις 31 Ιανουαρίου του 1828.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Όταν ο Καποδίστριας αποφάσισε οριστικά να αφήσει την Ρωσία και να κατέβει για πάντα στην Ελλάδα, πρώτη του δουλειά ήταν να πουλήσει τα έπιπλά του. Ήταν καλοκαμωμένα κι ακριβά και αν τα έφερνε μαζί του στην Ελλάδα θα ήταν πρόκληση για τους φτωχούς Έλληνες. Υπάρχουν σήμερα καταστάσεις των πολιτικών που μπορούν να θεωρηθούν πρόκληση; Τα πούλησε όλα και κατάφερε να εισπράξει απ' αυτά 50.000 ρούβλια. Όλα αυτά τα ρούβλια τα έστειλε σε Έλληνες σιτέμπορους στην Οδησσό και τους παρακινούσε να προσθέσουν κι αυτοί ό,τι ήθελαν. Με όλο το ποσόν θα αγόραζαν σιτάρι και θα το έστελναν στους Έλληνες, που πεινασμένοι αγωνίζονταν για την λευτεριά τους.
Οι Έλληνες σιτέμποροι της Οδησσού σεβάστηκαν την επιθυμία του Καποδίστρια και διπλασίασαν τις 50.000 ρούβλια που τους έστειλε. (έδωσε το καλό παράδειγμα) Φόρτωσαν πέντε καράβια σιτάρι κι έστειλαν από ένα στα Ψαρά, στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Τα άλλα δύο τα έστειλαν στ' Ανάπλι για να εφοδιάσουν τον στρατό. Κι όταν έγινε Κυβερνήτης της Ελλάδας δήλωσε: «εφ'όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν. Ελπίζω ότι όσοι εξ' υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ' εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της».
Ιωάννης Καποδίστριας Εν Πόρω τη 8 Ιουνίου 1828...
ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ ΜΕΤΑ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Το Νοέμβριο του 1828 ο θρυλικός γέρος του Μωριά στρατάρχης ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, έκανε γνωστή από την Πνύκα, την πνευματική του διαθήκη στη νεολαία. Ήταν οι μαθητές του γυμνασίου με τους δασκάλους και τον γυμνασιάρχη Γεννάδιο και τους είπε: Παιδιά μου! Εις τον τόπο τούτο, οπού πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ… Επιθυμούσα να σας ιδώ παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας για να σας ειπώ, όσα ο ίδιος επαρατήρησα και να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν γιατί ήταν σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των. Δια ταύτα σας λέγουν οι διδάσκαλοί σας, εγώ δεν είμαι αρκετός. Εις τούτον τον τόπον εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, όλοι οι λαοί επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα.
Οι πρόγονοί μας έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας και αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι γραμματισμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν από την Ελλάδα και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα. Μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε.
Oταν αποφασίσαμε να επαναστατήσουμε δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι εσυμφωνήσαμε και εκάμαμε την Επανάσταση. Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε ομόνοια και εάν αυτή εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα κι έφευγαν μίλια μακρά. Μα δεν βάσταξε!. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μα τι να κάμομε; Είχαμε κι αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε έναν αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε κι εκάθετο άλλους τόσους.
Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλά εξαιτίας της διχόνοιας μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. Μετά έρχεται ο βασιλεύς ησυχάζουμε κι αρχίζουν να προοδεύουν το εμπόριο, η γεωργία και οι τέχνες και ή παιδεία. Για να μας αυξήσει και να μας ευτυχήσει αυτή η μάθησις, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η οποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία.
Και οι Εβραίοι, οι οποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους. Εγώ παιδιά μου εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα περασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Όταν ο ΗΡΩΑΣ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία
Στις 20 Μαρτίου του 1834 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας παραπέμπονται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη τους για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα ξεκίνησε στις 16 Απριλίου. Ο «Γέρος του Μοριά» αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του το 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η βαυαρική αντιβασιλεία δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.
Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη μαζί με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά. Ήθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων. Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο. Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Όθων έδωσε χάρη.
Στο μεταξύ ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση, που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για 7 μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Το σκοτεινό μπουντρούμι που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή μας ως φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι, φαίνεται πως δεν ήταν ο χώρος, που έμεινε έγκλειστος ο θρυλικός Γέρος του Μοριά μετά την καταδίκη του σε θάνατο στις 26 Μαΐου 1834 από το καθεστώς της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Η φυλακή του ήταν στο Παλαμήδι, αλλά στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, σ' ένα ισόγειο κτίσμα με παράθυρο και μικρή αυλή στον προμαχώνα του Μιλτιάδη.
Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται συνοπτικά στη φυλάκισή του στο Παλαμήδι, χωρίς περιγραφή της φυλακής. «Μ' έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν (άλλον) έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ' έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ' το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που 'χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ
O ήρωας Νικήτας Σταματελόπουλος αποκληθείς και Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας, της επαρχίας Μεγαλόπολης του Νομού Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας και μητέρα του η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήταν ψηλός, δυνατός στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο και βγήκε εντεκάχρονος στο αρματολίκι, ακολουθώντας τον πατέρα του. Αργότερα εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, κοντά στον οποίο έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης, ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Η αλληλοεκτίμηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά Αγγελίνα.
Στον μεγάλο διωγμό των κλεφταρματολών το 1805, ο πατέρας του σκοτώθηκε απ’ τους Τούρκους κι ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Γέρο του Μωριά στην Ζάκυνθο και ποτέ δεν τον εγκατέλειψε.
Για την αφοσίωσή του στον θείο του ο λαός έλεγε: «Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή κι άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: «Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά ». O Νικηταράς σπουδαίος ήρωας της Επανάστασης του 1821, πέθανε στην «ψάθα» ως γνωστόν, επαιτών στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια Αρχή του είχε χορηγήσει μια θέση στο σημείο, που είναι σήμερα η Εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή, λόγω του μεγάλου αριθμού των επαιτών. Ήταν δε τόση η ένδειά του, σχεδόν τυφλού, πλέον στρατηγού (η πατρίδα δεν του είχε χορηγήσει σύνταξη), ώστε δεν είχε χρήματα, ούτε για να αγοράσει ψωμί, για την άρρωστη γυναίκα του. Η περιπέτεια του ήρωα έφτασε στα αφτιά ενός πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του.
Κάποια μέρα ένας απεσταλμένος της πρεσβείας, βρέθηκε στο «πόστο» όπου επαιτούσε ο οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντιλήφθηκε τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι. «Τι κάνετε στρατηγέ;», ρώτησε ο απεσταλμένος. «Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα», απάντησε περήφανα ο ήρωας. «Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο;» επέμεινε ο ξένος. «Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος», αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς. Τρανταχτό παράδειγμα σεμνότητας κι ανωτερότητας, «αγράμματου ήρωα», για τον οποίο σίγουρα το μορφωμένο «παχύδερμο» δεν έχει πάρει τίποτα το αυτί του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου