Του Σταύρου Λυγερού
Όπως είναι γνωστό, για να κλείσουν τη 2η αξιολόγηση υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τους στόχους τους. Και για να κλείσουν την 3η ουσιαστικά έσπευσαν να αποδεχθούν τις απαιτήσεις των δανειστών, χωρίς μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις. Ηοριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους έχει μετατεθεί για το καλοκαίρι του 2018 και μάλιστα θα κριθεί τότε εάν είναι αναγκαία, όπως δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει ο Σόιμπλε. Όσον αφορά τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έχει κι αυτή αυτή μετατεθεί χρονικά, χωρίς να είναι κι αυτή σίγουρη.
Χωρίς πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 (και 2% στη συνέχεια) είναι ανέφικτος. Το 2016 και το 2017 η κυβέρνηση εξασφάλισε πολύ υψηλότερα των στόχων πρωτογενή πλεονάσματα, απορροφώντας, μέσω της υπερφορολόγησης, πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία. Όπως είναι η ελληνική οικονομία, ανάπτυξη μπορεί να προκύψει κυρίως από ισχυρό ρεύμα άμεσων ξένων επενδύσεων. Χωρίς γενναία ελάφρυνση του χρέους η αβεβαιότητα δεν πρόκειται να αρθεί. Αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται να έλθουν μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις.
«Μη δεχόμενη επιδιόρθωση»
Ο Τόμσεν έχει από το 2016 χαρακτηρίσει την ελληνική οικονομία «μη δεχόμενη επιδιόρθωση». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία είχε υπογραμμίσει ότι αν δεν γίνει γενναία ελάφρυνση καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σώσει την κατάσταση. Πρόκειται για δήλωση, η οποία ναι μεν αντανακλούσε τη σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης, αλλά συνιστούσε και ομολογία της δραματικής αποτυχίας των Μνημονίων.
Είναι αληθές ότι η συμφωνία για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης και το αναμενόμενο σε μερικές ημέρες κλείσιμο και της 3ης, έδωσαν μία ανάσα στην αγορά. Αποκατέστησαν ένα κλίμα στοιχειώδους σταθερότητας και στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι όροι τους ουσιαστικά εγκλωβίζουν την ελληνική οικονομία σε συνθήκες στασιμότητας ή αναιμικής ανάπτυξης.
Δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων και νοικοκυριών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις διογκωμένες φορολογικές υποχρεώσεις του, τα υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να προκύψουν με δύο τρόπους ή με συνδυασμό τους:
Πρώτον, με την επιβολή πρόσθετων φορολογικών βαρών στην ήδη υπερφορολογημένη ελληνική οικονομίας, όπως συμβαίνει. Η υπερφορολόγηση, όμως, λειτουργεί υφεσιακά, εμποδίζοντας την οικονομία να εισέλθει σε τροχιά δυναμικής μεγέθυνσης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προβλέψεις όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των δανειστών και για το 2016 και για το 2017 έπαιξαν πολύ έξω.
Δεύτερον, με την ενεργοποίηση του περιβόητου “κόφτη”, δηλαδή με την οριζόντια περικοπή δημοσίων δαπανών. Μία τέτοια εξέλιξη αφενός θα αποδιοργάνωνε τις ήδη υποχρηματοδοτούμενες δημόσιες υπηρεσίες, αφετέρου αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε περικοπές μισθών και συντάξεων.
Εκτός αυτού, όπως υπογραμμίζει και το ΔΝΤ, η ενεργοποίηση του “κόφτη” μπορεί να επιτύχει τον δημοσιονομικό στόχο, αλλά θα έχει ισχυρές παρενέργειες. Θα εκτροχιάσει τους στόχους του 3ου Μνημονίου για την αύξηση του ΑΕΠ, όπως τον εκτροχιάζει και η υπερφορολόγηση.
Και πολιτικές παρενέργειες
Είναι προφανές πως σε τέτοιες συνθήκες στην οικονομία προκύπτουν και ισχυρές πολιτικές παρενέργειες. Όπως κατέγραφαν και οι δημοσκοπήσεις, η πολιτική-εκλογική φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα έχει προσλάβει διαστάσεις. Το μόνο που σώζει τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους.
Η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν έχει καταφέρει να πείσει πως μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα, γεγονός που εξηγεί τη δημοσκοπική κόπωσή της. Αντιθέτως, με την πολιτική εκλογικού προσεταιρισμού των φτωχότερων στρωμάτων (κορυφαίο δείγμα γραφής ο μποναμάς) ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο έχει σταθεροποιήσει το δημοσκοπικό ποσοστό του, αλλά και εμφανίζει κάποια μικρή τάση ανάκαμψης.
Όπως ήταν εξαρχής σαφές, η ολοκλήρωση των αξιολογήσεων μπορεί να ήταν αναγκαία, αλλά δεν ήταν και ικανή συνθήκη για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Χωρίς απόφαση για ελάφρυνση και με το ΔΝΤ να δηλώνει σ’ όλους τους τόνους πως το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, ήταν απαγορευτικό για τον Ντράγκι να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα. Η συμμετοχή μας θα έφερνε στο ελληνικό ταμείο κάποια δισ. ευρώ, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι θα έστελνε στις αγορές το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία έχει οριστικά γυρίσει σελίδα.
Το μόνο που δόθηκε στην κυβέρνηση Τσίπρα είναι η προστατευμένη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές στις αρχές καλοκαιριού και η εξίσου επιτυχής πρόσφατη ανταλλαγή ομολόγων. Αναμφίβολα, πρόκειται για θετικά βήματα, τα οποία, ωστόσο, δεν προεξοφλούν την επάνοδο στην κανονικότητα. Υπενθυμίζουμε πως η επιστροφή στις αγορές είναι προϋπόθεση για έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια το καλοκαίρι του 2018.
Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι πολύ πιθανόν, δεδομένου ότι το ευρωιερατείο δείχνει να επιδιώκει ομαλές εξελίξεις, ώστε να μην αναζωπυρωθεί το ελληνικό πρόβλημα. Μία αποτυχία θα επανέφερε στο προσκήνιο το σενάριο του Grexit και το πισωγύρισμα θα προκαλούσε κλυδωνισμούς σ’ ολόκληρη την Ευρωζώνη. Θεωρητικά, ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Σ’ ό,τι αφορά, πάντως, με την αντοχή της οικονομίας / κοινωνίας, ο Ναστραντίν Χότζα μας έχει προειδοποιήσει για το τι μπορεί να συμβεί όταν υπερφορτώνουμε πολύ τον «γάιδαρο»…
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου