Ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων,
Τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι.
Ἀμφὶ δωδεκάτην Σπυρίδων βίοτον λίπε τόνδε.
Βιογραφία
Ο
Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο τώρα κατεχόμενο χωριό Άσσια
(Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα - σημερινή Τρεμετουσιά -
όπως γράφουν πολλοί) από οικογένεια βοσκών, που ήταν κάπως εύπορη. Αν
και μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα. Συνέχισε και αυτός να είναι
βοσκός.
Σαν χαρακτήρας, ο Άγιος, ήταν απλός, αγαθός, γεμάτος
αγάπη για τον πλησίον του. Τις Κυριακές και τις γιορτές, συχνά έπαιρνε
τους βοσκούς και τους οδηγούσε στους ιερούς ναούς, και κατόπιν τους
εξηγούσε την ευαγγελική ή την αποστολική περικοπή. Ο Θεός τον ευλόγησε
να γίνεται συχνά προστάτης χήρων και ορφανών.
Νυμφεύθηκε ευσεβή
σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη. Γρήγορα, όμως, η σύζυγός του
πέθανε. Για να επουλώσει το τραύμα του ο Σπυρίδων αφοσιώθηκε ακόμα
περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.
Μετά από πολλές πιέσεις,
χειροτονήθηκε ιερέας. Και πράγματι, υπήρξε αληθινός ιερέας του
Ευαγγελίου, έτσι όπως τον θέλει ο θείος Παύλος: «Ἀνεπίληπτον, νηφάλιον,
σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ
πάσης σεμνότητας» (Α' προς Τιμόθεον γ' 2-7). Δηλαδή ακατηγόρητο,
προσεκτικό, εγκρατή, σεμνό, φιλόξενο, διδακτικό, και να έχει παιδιά που
να υποτάσσονται με κάθε σεμνότητα. Έτσι και ο Σπυρίδων, τόσο σωστός
υπήρξε σαν ιερέας, ώστε όταν χήρεψε η επισκοπή Τριμυθούντος στην Κύπρο,
δια βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.
Από τη θέση αυτή ο Σπυρίδων προχώρησε τόσο πού στην αρετή, ώστε τον αξίωσε ο Θεός να κάνει πολλά θαύματα.
Να
σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής
ζωής του στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας
(Μικρά Ασία) και στην οποία συμμετείχε, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και
αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης.
Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε
το σημείο του Σταυρού και με το αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα
κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος είπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός»
και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ' το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας
είχε ψηθεί αυτό. Όταν δε είπε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», έρρευσε κάτω νερό, δια
του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.
Τα
648 μ.χ. η Κύπρος αντιμετώπιζε μεγάλες επιδρομές από τους Σαρακηνούς
και το λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα
Ιουστινιανό. Τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μαζί με το
λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας (βλέπε 11 Φεβρουαρίου).
Παρέμεινε στην βασιλίδα των πόλεων μέχρις ότου ο ιερέας Γρηγόριος
Πολύευκτος λίγες μέρες πριν την πτώση πήρε τα δύο λείψανα και τα
μετέφερε μέσω Σερβίας, Θράκης και Μακεδονίας στη Παραμυθιά της Ηπείρου.
Τρία χρόνια περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην
Κέρκυρα. Όλο αυτό το διάστημα είχε τοποθετήσει τα λείψανα σε σακιά με
άχυρα και όποιος τον ρωτούσε τους έλεγε πως είναι τροφή για το υποζύγιό
του. Το 1456 μ.Χ. έφτασε στην Κέρκυρα γιατί πίστευε πως τα λείψανα θα
ήταν ασφαλισμένα. Τα Επτάνησα εκείνη την εποχή βρίσκονταν κάτω από την
εξουσία των Ενετών. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα συμπολίτη
του πρόσφυγα τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη και του κληροδότησε το
λείψανο του Αγίου.
Μετά τον θάνατο του ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης
άφησε κληρονομιά στους γιούς του στο Λουκά και Φίλιππο το λείψανο του
Άγιου Σπυρίδωνα Οι δύο αδελφοί θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο στην
Βενετία. Η υπόθεση μάλιστα εκδικάστηκε από την Ενετική Γερουσία. Το
ανώτατο δικαστικό όργανο του κράτους αποφάσισε ότι το λείψανο αποτελεί
ιδιοκτησία των αδελφών, άρα διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα να το
μεταφέρουν όπου εκείνοι επιθυμούν. Τελικά όμως η μεταφορά δεν
πραγματοποιήθηκε διότι υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τον Κερκυραϊκό
λαό και το ανώτατο δικαστικό όργανο δεν επέμεινε και επικράτησε η σκέψη
ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες στους λαούς οι οποίοι
βρίσκονται κάτω από τη Βενετική σημαία. Το 1512 μ.Χ. συντάχθηκε στην
Άρτα δωρητήριο συμβόλαιο στο όνομα της Ασημίνας Καλοχαιρέτη, κόρη του
Φιλίππου, η οποία παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και η οποία με τη
σειρά της άφησε διαθήκη που χρονολογείται από τις 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ.
και ορίζει πως το Ιερό Λείψανο του Αγίου παραμένει ως κληρονομιά στους
γιούς της και στους απογόνους τους.
Ο ναός ο οποίος στεγάζει
σήμερα το σκήνωμα του σγίου, κτίστηκε στα 1589 μ.Χ. και ανήκει στο ρυθμό
της μονόκλιτης βασιλικής. Το ψηλό και πυργωτό καμπαναριό, ως συμπλήρωμα
του ναού, κτίστηκε το 1620 μ.Χ. Το σημερινό τέμπλο του ναού,
κατασκευασνμένο από μάρμαρο της Πάρου, κατασκευάστηκε το 1864 μ.Χ. και
είναι έργο του αυστριακού αρχιτέκτονα Μάουερς. Η ουρανία είναι
ζωγραφισμένη από τον Κερκυραίο ζωγράφο Νικόλαο Ασπιώτη το 1852 μ.Χ., ενώ
οι εικόνες του τέμπλου είναι φτιαγμένες από τον επίσης Κερκυραίο
ζωγράφο, Σπύρο Προσαλένδη. Η σημερινή λάρνακα φτιάχτηκε στη Βιέννη το
1867 μ.Χ. Είναι από σκληρό, πολυτελές ξύλο με εξωτερική ασημένια
επένδυση. Βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στην κρύπτη, η οποία δημιουργήθηκε
ειδικά για να δεχθεί το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, το οποίο
επισκέπτονται χιλιάδες ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες. Είναι ένα από τα
τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου
και του Αγίου Διονυσίου.
Στην Κέρκυρα το σκήνωμα του Αγίου
Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο. Την Κυριακή των Βαΐων
για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο
Σάββατο γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της
σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για την διάσωση του νησιού από
σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός
Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς
Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε,
Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς
χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες
συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ
στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ
πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ
Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον
θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ
ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς,
ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας
τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον,
θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα
μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς
ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν
ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν
τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον
πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων
προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ
Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις
των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός·
Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν
τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις
Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός,
Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε
μεγαλύνομεν.
Δύο θαυματουργές επεμβάσεις του Αγίου κατά Τούρκων και Παπικών αιρετικών.
Το 1715 μ.Χ. ο
καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του
σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα
βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά
βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης
Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό
της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα.
Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι
υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να
σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί
με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα
γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη
μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να
συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία
την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα
γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί
τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές
υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό
ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν
θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην
περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση
του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι
Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι
υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των
ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη
επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της
Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών
εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή
ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό
ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο
λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος
φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε
η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα
αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα.
Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να!
Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία
αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε.
Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν
αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της
11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική
περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από
που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα
νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ'
αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι
χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη.
Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να
συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη
τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος
Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους
Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι
ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα
πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα
λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την
Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει».
Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν.
ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η
Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου,
δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι
Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο
Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του
ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από
την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών,
να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως
εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη
κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το
άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα
της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής
του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.
Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας,
Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να
εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να
στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται
επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα.
Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία
Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία
Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και
από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο
τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του
αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον
ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το
δόγμα.
Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής
Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον
σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση
τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν
μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να
γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του
αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην
εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους.
Οι ιερείς στην επιμονή
του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη
βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε
η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της
παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια
απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του
με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την
απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο
διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την
απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι
υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα
όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν
να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα
λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος
μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη
συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να
προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά
όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο
και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί
στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον
αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας,
όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους
απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε
φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την
απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του
να ερχόντουσαν να αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών
έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην
ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα.
Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος
χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ»,
βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην
είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να
προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο.
Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»;
Μια φωνή του απήντησε.
«Είμαι ο Σπυρίδων».
Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το
καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε
στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει
τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το
φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε
τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης
βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος
σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο
οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως.
Το ασημένιο
πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου,
κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε
πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί
ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη
Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη,
τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του.
Μόνο την εικόνα του.
Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από
το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον
παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι,
αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο
Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από
μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να
εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό
του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:
«Ως
των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε
Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε,
φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής
βαρβάρων απρόσβλητον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου