Δείτε το 3ο μέρος (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ) ΕΔΩ
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΑΕΤΟΥΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ
Γράφει ο Μανώλης Καρακώστας
MSc Διοίκησης Επιχειρήσεων
Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής
Η ιστορική περίοδος με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρόν κεφάλαιο, αφορά την εποχή του 8ου
αι., πιο συγκεκριμένα τα χρόνια από το 695 έως το 802. Τα έτη από το
695 μέχρι το 717 ονομάζονται περίοδος «εικοσαετούς αναρχίας», διότι η
κατάσταση ήταν έκρυθμη χωρίς σταθερή διακυβέρνηση, αφού ο θρόνος άλλαζε
συνεχώς χέρια, τις περισσότερες φορές με βίαιο τρόπο. Στην περίοδο αυτήν
βασίλευσαν οι Λεόντιος (695 – 698), Τιβέριος Γ’ Αψίμαρος (698 – 705),
Ιουστινιανός Β’ (685 – 695 και δεύτερη βασιλεία 705 – 711), Φιλιππικός
Βαρδάνης (711 – 713), Αρτέμιος Αναστάσιος Β’ (713 – 715) και Θεοδόσιος
Γ’ (715 – 717). Τέλος σε αυτήν την περίοδο έδωσε η βασιλεία του Λέοντος
Γ΄ Ισαύρου (717 – 741), το 717, ο οποίος δημιούργησε την δική του
δυναστεία, η οποία αποτελούταν επίσης από τους Κωνσταντίνο Ε’ Κοπρώνυμο
(741 – 775), Λέοντα Δ’ (775 – 780), Κωνσταντίνο ΣΤ’ (780 – 797) και
Ειρήνη Αθηναία (797 – 802). Στο σημείο αυτό, δεν θα ασχοληθούμε με την
καταγωγή του Ιουστινιανού Β’, διότι είναι μέλος της Δυναστείας του
Ηρακλείου, η οποία θα διερευνηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Ξεκινάμε με τον πρώτο χρονικά Αυτοκράτορα, τον Λεόντιο, ο οποίος γεννήθηκε στην Ισαυρία,178 και από μικρός μπήκε στον στρατό, ανέβηκε στα αξιώματα και έγινε στρατηγός του Ανατολικού θέματος και αργότερα του Ελλαδικού.178, 179, 180
Ο επόμενος Αυτοκράτορας είναι ο Αψίμαρος, ο οποίος μετονομάστηκε σε
Τιβέριο Γ’, όταν έλαβε την εξουσία. Ο Τιβέριος Γ’ ήταν γερμανικής
καταγωγής, συγκεκριμένα Γότθος,181 ο οποίος άνηκε στους
Γοτθογραικούς που είχαν εγκατασταθεί στο θέμα των Κιβυραιωτών, του
οποίου διετέλεσε δρουγγάριος (στρατιωτικό αξίωμα).182, 183
Αφού μεσολάβησε η βασιλεία του Ιουστινιανού Β’, ανέβηκε στον θρόνο ο Βαρδάνης, ο μετονομασθείς κατά το ελληνικότερο Φιλιππικός,184 που ήταν αρμενικής καταγωγής,184 γιος του Αρμενίου πατρικίου Νικηφόρου, από την αρμενική αποικία της Περγάμου.185, 186, 187 Έχει υπάρξει η άποψη πως ο Φιλιππικός ήταν απόγονος του Βαρδάνη Γ’ Μαμικονιάν,188 μέλος ευγενούς αρμενικής οικογένειας, αν και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί.189
Αξιοσημείωτο είναι πως ο Φιλιππικός έλαβε την εξουσία με την βοήθεια του μονοφυσιτικού κόμματος,190
ο οποίος ήταν υποστηρικτής της αίρεσης αυτής, όπως και γενικότερα οι
Αρμένιοι, γεγονός που δείχνει και την εθνική του συνείδηση, η οποία ήταν
αρμενική όπως παρατηρεί ο Ostrogorsky.191 Μάλιστα ο
Παπαρρηγόπουλος σημειώνει πως είχε σκεφτεί την κατάργηση των εικόνων
πριν τον Λέοντα Γ’, και μάλιστα είχε εξεδώσει νόμο εναντίον τους. Η μη
προσκύνηση των εικόνων είναι συνήθεια μεταξύ άλλων και των Αρμενίων,
κατά των Νικήτα Χωνιάτη,192 αλλά και γενικότερα των ανατολικών λαών.193, 194
Εκείνος που τον διαδέχτηκε στον θρόνο ήταν ο «γραμματεύς εξ απορρήτων» του, δηλαδή ο ιδιαίτερος γραμματέας του, Αρτέμιος,195, 196, 197
ο οποίος έλαβε το όνομα Αναστάσιος Β’ μετά την άνοδό του στον θρόνο,
την Πεντηκοστή του 713, πιθανώς σε ένδειξη του πολιτικού και προτύπου,
Αυτοκράτορος Αναστασίου Α’ (491 – 518).197, 198 Γι’ αυτόν δεν
έχουμε πολλά στοιχεία, ούτε κάτι συγκεκριμένο για την καταγωγή του,
αλλά μάλλον ήταν ελληνικής καταγωγής, όπως φαίνεται και από το όνομά
του, συνυπολογίζοντας πως έλαβε την εξουσία σύμφωνα με την επιθυμία του
ευγενέστερου μέρους των Ελλήνων.198
Ο τελευταίος Αυτοκράτορας
της περιόδου της «εικοσαετούς αναρχίας» είναι ο Θεοδόσιος Γ’, ο οποίος
έλαβε την διακυβέρνηση χωρίς την θέλησή του, αφού οι στρατιώτες του
Οψικίου που βρίσκονταν στην Ρόδο επαναστάτησαν κατά του Αναστασίου και
ανέδειξαν τον Θεοδόσιο Αυτοκράτορα στο Αδραμύττιο τον Μάιο του 715.199
Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η πόλη ήταν και ο τόπος καταγωγής του
Θεοδοσίου, αν και υπάρχει και η άποψη πως καταγόταν από την κυρίως
Ελλάδα, εξ ου και το προσωνύμιο Κατωτικός.200 Υπάρχει η
πεποίθηση από ορισμένους μελετητές ότι ο Θεοδόσιος είναι το ίδιο πρόσωπο
με τον Θεοδόσιο, τον γιο του Αψίμαρου, κι αυτό γιατί ο Αυτοκράτορας
Θεοδόσιος, αφού έφυγε από τον θρόνο έγινε ιερέας, κι ο γιος του Αψίμαρου
ήταν Επίσκοπος. Αυτή η πεποίθηση γεννήθηκε από το πρώτο γράμμα του πάπα
Γρηγόριου Β’ στον Λέοντα Γ’, που ταυτίζει τα δύο πρόσωπα. Όσοι
υποστηρίζουν αυτήν την άποψη, ισχυρίζονται πως δεν επιλέχθηκε ασκόπως ο
Θεοδόσιος Γ’ για Αυτοκράτορας, αλλά επειδή ήταν γιος πρώην βασιλέως, αν
και οι ιστορικοί Θεοφάνης και Νικηφόρος, δεν αναφέρουν κάτι σχετικό με
το θέμα, αλλά διατείνονται ότι επιλογή του έγινε τυχαία.201
Μετά την βασιλεία του Θεοδοσίου, η
διακυβέρνηση περιήλθε στα χέρια του Λέοντος Γ’, ο οποίος ήταν στρατηγός
του Ανατολικού θέματος, και είχε μετοικήσει στην Μεσημβρία της Θράκης με
την οικογένειά του, στα πλαίσια των εποικιστικών μέτρων του
Ιουστινιανού Β’ κατά την πρώτη του διακυβέρνηση.202, 203 Για
την καταγωγή του υπάρχει διχογνωμία, αν και οι σύγχρονοι ιστορικοί
τάσσονται υπέρ της καταγωγής του από την Γερμανίκεια της Β. Συρίας, και
όχι από την Ισαυρία.203, 204, 205 Η αρχαιότερη αναφορά που υπάρχει είναι από την «Χρονογραφία» του Αγίου Θεοφάνους, η οποία λέει «τούτῳ τῷ ἔτει Λέων ἐβασίλευσεν ἐκ τῆς Γερμανικέων καταγόμενος, τῇ ἀληθείᾳ δὲ ἐκ τῆς Ἰσαυρίας»,206 όμως κατά τον Schenk η φράση «τῇ ἀληθείᾳ δὲ ἐκ τῆς Ἰσαυρίας» είναι μεταγενέστερη προσθήκη.207
Επίσης, ο βιβλιοθηκάριος του πάπα Αναστάσιος, ο οποίος μετέφρασε το έργο του Αγίου Θεοφάνους τα τελευταία πενήντα χρόνια του 9ου αι., δεν ανέφερε την Ισαυρία, αλλά τόνιζε ότι ο Λέων προερχόταν από τον λαό της Γερμανικείας και ότι ήταν Σύριος εκ γενετής.208 Επιπροσθέτως, στην «Βιογραφία» του Αγίου Στεφάνου του Νεότερου ο Λέων ονομάζεται «εκ γενετής Σύριος», όπως και μια αραβική πηγή τον χαρακτηρίζει «Χριστιανό πολίτη του Μαράς», δηλαδή της Γερμανίκειας, ο οποίος μπορούσε να μιλάει σωστά ελληνικά και αραβικά.208 Κάτι που πρέπει να σημειωθεί ακόμα είναι ότι ο Άγιος Θεοφάνης σε μαρτυρία του ομιλεί περί του «Λέοντος του τυράννου και παρανομοτάτου Σύρου», καθώς επίσης και για την μετάκληση των συγγενών της μητέρας του από την Γερμανίκεια, από τον Κωνσταντίνος Ε’.209
Πάντως, δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως ο Άγιος Θεοφάνης συγχέει την Γερμανίκεια με την Γερμανικόπολη της Ισαυρίας.210
Βέβαια, υπάρχουν και ιστορικοί που
υποστηρίζουν την καταγωγή του από την Ισαυρία, όπως ο Γεώργιος Μοναχός
που γράφει «Λέων ο Ίσαυρος και ο Κόνων» 211 και ο Kulakovsky, ο οποίος στηρίζεται στο ότι ο Λέων έλαβε με το Βάπτισμα το «χαρακτηριστικό για τους Ισαύρους» όνομα Κόνων.212, 213
Όμως, σύμφωνα με τον Ostrogorsky, έτσι ονομαζόταν και ο πάπας Κόνων
(686 – 687), που οπωσδήποτε δεν ήταν Ίσαυρος, αλλά Έλληνας εκ Σικελίας,213 αν και το ότι ονομαζόταν Κόνων πριν λάβει το όνομα Λέων αμφισβητείτε από ιστορικούς,214
μεταξύ άλλων και από τον Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος αναφέρει πως Ίσαυρο
τον χαρακτήρισαν οι εχθροί του, για να μειώσουν την αξία του, αφού οι
Ίσαυροι φημίζονταν για τον τραχύ και ληστρικό χαρακτήρα τους. Πάντως,
προγενέστεροι Ίσαυροι, μετονομάστηκαν όταν μπήκαν στην υπηρεσία του
κράτους, διότι τα ονόματά τους ήταν βαρβαρικά, κάτι το οποίο δεν
συμβαίνει με το «Κόνων», που ήταν ελληνικό, όπως και με το «Λέων».215
Εν κατακλείδι, ολοκληρώνουμε με μία παρατήρηση του Ostrogorsky, ο οποίος γράφει πως «αφού γνωρίζουμε ότι η Ισαυρία δέχθηκε σε πρώτη
φάση το μεγάλο κύμα των βυζαντινών προσφύγων που εγκατέλειψαν τις
επαρχίες της Συρίας όταν έφθασαν εκεί οι Άραβες, μπορούμε να δεχθούμε
τις πληροφορίες των πηγών για τη διπλή καταγωγή του Λέοντα παρά την
επιφανειακή αντίφασή τους. Δηλαδή ο Λέων γεννήθηκε στη Γερμανίκεια της
Ευφρατησίας, έζησε για κάποιο διάστημα στην Ισαυρία ως πρόσφυγας, ίσως
τα εφηβικά του χρόνια, και αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θράκη».216 Τελευταίο μέλος της δυναστείας είναι η Ειρήνη, η οποία καταγόταν από την Αθήνα 217, 218, 219 και συγκρότησε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο το 787 στην Νίκαια της Βιθυνίας.219, 220
Αφού ερευνήσαμε τα στοιχεία για την
καταγωγή των Αυτοκρατόρων, είναι απαραίτητο να προβούμε σε μερικές
διευκρινιστικές παρατηρήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τον Λέοντα Γ’,
που σύμφωνα με τις αναλύσεις και τις μαρτυρίες των ιστορικών είναι
συριακής καταγωγής, και δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης περί αυτού. Όσον
αφορά τους Σύριους, αποτελούσαν μεν ξεχωριστό έθνος από τους Έλληνες,
είχαν έρθει όμως σε σημαντική επαφή με τον Ελληνισμό,221 έχοντας στα εδάφη τους και πολλές ελληνικές αποικίες στις οποίες κατοικούσαν Έλληνες.222
Ας δούμε μια αναφορά του ιστορικού Paul Veyne, που ειδικεύεται στην
ιστορία της αρχαίας Ρώμης, για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση, ο
οποίος στο έργο του «L’empire gréco-romain» κάνει μνεία σε ορισμένους
πάπες οι οποίοι ήταν Έλληνες, χαρακτηρίζοντας ως Έλληνες και όσους
κατάγονταν από την Συρία, λέγοντας πως «από το 678 έως το 752,
ένδεκα ποντίφικες στους δεκατρείς θα είναι Έλληνες και θα μιλούν
ελληνικά μέσα στο ανάκτορο του Λατερανού».223 Το χωρίο
αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για την εισχώρηση της Συρίας
στον Ελληνισμό και την σχέση που είχαν οι δύο αυτοί λαοί, αφού ο
παραπάνω ιστορικός ταυτίζει τους Σύριους με τους Έλληνες, κάτι που
οπωσδήποτε δεν πράττει ασυνείδητα.
Επίσης, κάποιες σύγχρονες αρχαιολογικές
έρευνες ανακάλυψαν στην πόλη Ζεύγμα (πόλη ανατολικά της Γερμανίκειας,
ιδρυθείσα υπό του Σελεύκου Α’ Νικάτορος) 224 αρχαία ελληνικά ψηφιδωτά, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη και την επιρροή του Ελληνισμού στις περιοχές αυτές,225
αφού σε όλη την γύρω περιοχή υπάρχουν ελληνικές αποικίες. Για να
προσεγγίσουμε όμως το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις, συμπληρώνουμε πως
η ευρύτερη περιοχή της Γερμανίκειας, η Κομμαγηνή, είχε περάσει εκτός
των Ελλήνων στην κατοχή κι άλλων λαών, όπως Αρμενίων και άλλων
πληθυσμών,226 αλλά σίγουρα η επιρροή του Ελληνισμού ήταν
μεγαλύτερη, όπως φάνηκε και από τι ανασκαφές.
Επομένως, συμπεραίνουμε
πως ο Λέων ήταν Σύριος, μετέχοντας στον Ελληνισμό, όσο οι ομογενείς του
την εποχή εκείνη, ίσως και ακόμη περισσότερο, αφού από μικρή ηλικία είχε
μεταβεί στην Θράκη, αν και δεν ξέχασε τις παραδόσεις του τόπου του, απ’
όσο φαίνεται από την άποψή του για το θέμα των εικόνων. Η δεύτερη
παρατήρηση είναι σχετική με τους Ισαύρους, αφού ο Λεόντιος, ένας από
τους Αυτοκράτορες που εξετάσαμε είναι ισαυρικής καταγωγής. Οι Ίσαυροι
είχαν εξελληνιστεί από τους αρχαίους χρόνους,227, 228, 229 όμως θεωρούνταν έθνος βάρβαρο.230
Ίσως ο εξελληνισμός τους να μην ήταν καθολικός, τουλάχιστον μέχρι το
τέλος των ισαυρικών πολέμων (492 – 497), οπότε ο Λεόντιος ίσως να είχε
σχέση με τον Ελληνισμό.
Η ιστορική περίοδος της «εικοσαετούς
αναρχίας» με την οποία ασχοληθήκαμε στο παρόν κεφάλαιο, ήταν μια
περίοδος συγκρούσεων και αστάθειας. Ο λόγος που κυβέρνησαν αρκετοί μη
Έλληνες είναι ότι διάφορες ομάδες ατόμων, ανέβαζαν στον θρόνο άτομα, που
τα είχαν με το μέρος τους, για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους,
όπως συνέβη για παράδειγμα με τους μονοφυσίτες και τον Φιλιππικό.
Τέλος
στην περίοδο αυτή έβαλε ο Λέων Γ’, ο οποίος έδωσε σπουδαίους και
νικηφόρους αγώνες κατά τον Αράβων,231 αλλά δυστυχώς
δημιούργησε μια αισχρή αίρεση, αυτή της εικονομαχίας, η οποία βασάνισε
το εσωτερικό του Κράτους καθώς και την Εκκλησία για περισσότερο από έναν
αιώνα (726-780 και 813-843).231
Στο παρόν κεφάλαιο εξετάσαμε
δέκα Αυτοκράτορες, εκ των οποίων ένας ήταν Αρμένιος, τέσσερις Σύριοι,
ένας Ίσαυρος, δύο Έλληνες, ένας Γοτθογραικός, και ο Θεοδόσιος Γ’, που
είτε ήταν ελληνικής καταγωγής είτε Γοτθογραικός, στην περίπτωση που
όντως ήταν γιος του Τιβέριου Γ’ Αψίμαρου, αν και κάτι τέτοιο δεν
αναφέρεται από τους ιστορικούς της εποχής, που αν ίσχυε δεν θα περνούσε
απαρατήρητο.
Βιβλιογραφία
- S. Moore (1999), “Leontius (695-698 A.D.)”,De Imperatoribus Romanis, http://www.roman-emperors.org/leonti2.htm
- Kazhdan (1991), The Oxford Dictionary of Byzantium, σελ. 1212, Oxford University Press
- Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 175
- Canduci (2010),Triumph & Tragedy: The Rise and Fall of Rome’s Immortal Emperors, σελ. 200, Pier 9
- S. Moore (1999), “Tiberius III (II) (698-705 A.D.)”,De Imperatoribus Romanis, http://www.roman-emperors.org/TiberII.htm
- J. Lilie (2003),Byzanz. Das zweite Rom, σελ. 138,Siedler, Berlin
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, τόμος Α’, σελ. 110, έκδοση Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα
- Charanis (1959) “Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century”, Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23–44,
- Eleonora Kountoura-Galaki (1983), «Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Βαρδάνη Τούρκου», σελ. 203-204, Byzantine Symmeikta, no5
- Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 177
- Settipani (2006),Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs. Les princes caucasiens et l’Empire duvie au ixe siècle, σελ. 231-236, Paris, de Boccard, 634 p.
- Kazhdan (1991), σελ. 1279
- http://www.ime.gr/chronos/09/gr/p/610/main/p4d.html
- Ostrogorsky (1969),History of the Byzantine State, σελ. 122
- Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβλίο δέκατο, σελ. 90-91, εκδόσεις Κάκτος, 1992
- A.A. Vasiliev (1954), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, σελ. 317-318, Α’ έκδοση 1925, μετάφραση Δημοσθένης Σαβράμης, εκδόσεις Μπεργάδη
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 121
- Neil (2000), “Anastasius II (A.D. 713-715)”,De Imperatoribus Romanis, http://www.roman-emperors.org/anastasii.htm
- M. Sumner (1976), Philippicus, Anastasius II and Theodosius III, σελ. 289, University College, University of Toronto
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 112, 182
- The Biographical Dictionary of the
Society for the Diffusion of Useful Knowledge, Vol II, Part II, σελ.
540, Longman, Brown, Green and Longmans, London, 1843
- Neil (2000), “Theodosious III (715-717)”,De Imperatoribus Romanis, http://www.roman-emperors.org/theodiii.htm
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 114
- M. Sumner (1976), σελ. 291-292
- Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 186
- Ostrogorsky (1969),σελ. 123, 426
- A. Vasiliev (1954), σελ. 291
- Treadgold (1997),A History of the Byzantine State and Society, σελ. 345, Stanford: Stanford University Press
- Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 186
- Ostrogorsky (1969),σελ. 426
- A. Vasiliev (1954), σελ. 291
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 116
- A. Vasiliev (1954), σελ. 291
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 116
- Cameron, J. Herrin (1984),
Constantinople in the Early Eighth Century: Parastaseis Syntomoi
Chronikai, σελ. 58, Leiden, E.J. Brill
- Ostrogorsky (1969),σελ. 426
- Brubaker, J.F. Haldon (2011), Byzantium in the Iconoclast era, ca 680-850. A History, σελ. 74, σημ. 23, Cambridge University Press, Cambridge
- Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), σελ. 90-91
- Ostrogorsky (1969),σελ. 426
- Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 232
- Biographisches
Lexicon zur Geschichte Sudosteuropas, «Eirene (Irene)»,
http://www.biolex.ios-regensburg.de/BioLexViewview.php?ID=774
- A.A. Vasiliev (1954), σελ. 292, 328
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 134
- Peter M., M. G. Akkermans, Glenn M. Schwartz (2003), The Archaeology of Syria: From Complex Hunter-Gatherers to Early Urban Society (ca. 16,000-300 BC), σελ. 388, Cambridge World Archaeology, Cambridge University Press
- C. Hause, W.S. Maltby (2004),Western civilization: a history of European society, σελ. 76, Thomson Wadsworth
- Paul Veyne (2005), L’empire gréco-romain, Éditions du Seuil, Paris, http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/Romaikotita.htmν
- http://www.hellinon.net/NeesSelides/NEOTERES/Zevgma.htm
- http://www.sciencealert.com/three-stunning-ancient-greek-mosaics-unearthed-on-the-syrian-border
- Encyclopaedia Iranica, “Commagene”, http://www.iranicaonline.org/articles/commagene-a-portion-of-southwestern-asia-minor-modern-turkey-
- Κ. Παπαρρηγόπουλος (1932), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930, προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου, τόμος 4, μέρος Β’, σελ. 300-302, εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα
- Σ.Ι. Καργάκος (2012), Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, τόμος Β’, σελ. 110, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα
- Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 179-180
- Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), σελ. 90
- A.A. Vasiliev (1954), σελ. 293-294, 312
μέρος 5ο (ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ) ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου