Πρώτη μέρα στη δουλειά, έστω και εποχιακή… καλύτερη απ' την ανεργία. Ένιωθα τυχερή που με προσέλαβαν έκτακτη πωλήτρια για τις γιορτές. Θα πουλούσα παπούτσια και θα περνούσα τις γιορτές χορτάτη. Οι σκληρές προσπάθειές μου για ένα… ΠΤΥΧΙΟ, έχαναν το νόημά τους, αφού η ΚΡΙΣΗ με… τελμάτωσε. Όμως εύρισκαν νόημα οι αγγελίες! Έφτασα πρώτη στο μαγαζί και μέχρι να ανοίξουμε, μου συνέβη το αναπάντεχο. Θα μπορούσα να αδιαφορήσω, στο θέαμα που αντίκρισα… μα το αστυνομικό μου δαιμόνιο ζητούσε δράση… και την είχα!
Κοιτούσα αφηρημένη τον κόσμο που βιαζόταν να κάνει τα λιγοστά ψώνια του, αφού χωρίς το ΔΩΡΟ περιόριζαν τις αγορές τους. Κι εγώ περίμενα ένα θαύμα για να ξεχάσω την πείνα μου. Ευχόμουν να έφερνε και σε μένα ο Αη Βασίλης ένα δώρο…. Όμως ένα δυνατό φρενάρισμα με επανέφερε βλέποντας μια Μερσεντές να σταματάει μπρος μου. Τρομαγμένη κουνήθηκα λίγο απ’ την θέση μου… για να μην… τρακάρω με την Αυτού Εξοχότητα… Ένα αξιολύπητο πλασματάκι, μισόγυμνο και ξυπόλητο… μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μ’ ένα απότομο σαλτάρισμα πήδηξε απ’ το αυτοκίνητο, κοίταξε φοβισμένο γύρω του και προσγειώθηκε στην γωνία. Η εμφάνισή του μόνο λύπη μου προκάλεσε, έτσι όπως το έβλεπα μες στην παγωνιά.
Κάθισε κάτω κι άπλωσε το χέρι του… «Θεέ μου ζητιανεύει!» ψιθύρισα κοιτώντας το με συμπόνια. Κι εκείνο ακούγοντάς με πλησίασε. Ασυναίσθητα πήγα να το χαϊδέψω, μα εκείνο αδιαφόρησε και με κλαψιάρικη φωνή μου είπε:
- Θεία, θα μου γράψεις κάτι σ’ ένα χαρτί;
- Τι να σου γράψω παιδάκι μου; του είπα και το άφησα να μπει μέσα. Πήρα ένα χαρτί κι εκείνο μου υπαγόρεψε: «Είμαστε 8 ορφανά που πεινάμε, γιατί μας εγκατέλειψε ο πατέρας μας κι η μάνα μας είναι ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο, ελεήστε μας…»
Τα λόγια αυτά με ταρακούνησαν, αλλά δεν το έδειξα. Η υπολογισμένη απαίτησή του, η ψυχρότητα της φωνής του, το παγωμένο βλέμμα του, μου κίνησαν την περιέργεια και μ’ έβαλαν σε σκέψεις. «Δεν μπορεί, σκέφτηκα, ένα παιδί να μιλάει με τέτοια απάθεια για την δυστυχία του. Μήπως δεν είναι αλήθεια για τους γονείς του; Μήπως δεν είναι ορφανό; Μήπως το αφήνουν οι γονείς του να ζητιανεύει; Μήπως το στέλνουν επίτηδες οι ίδιοι; Πολλά μπορεί να κρύβονται πίσω απ’ την τόσο χτυπητή ζητιανιά. Εγώ τι είμαι δηλαδή που θα γίνω συνένοχος σε μια τέτοια αθλιότητα; Όχι, πρέπει να μάθω την αλήθεια. Δεν πρέπει να αδιαφορήσω. Πρέπει να μάθω».
- Σε ποιο νοσοκομείο είναι η μαμά σου παιδί μου; Και τα άλλα σου αδέλφια πού είναι;
Ποιος τα προσέχει; το ρώτησα δήθεν συγκινημένη, για να μην καταλάβει ότι κάτι υποψιαζόμουνα.
Το αστυνομικό μου δαιμόνιο επεσκίαζε την ανθρώπινη ευαισθησία μου. Επιθυμούσα να μάθω τι κρύβεται πίσω απ' αυτή την "τρανταχτή" ζητιανιά. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο βέβαια αυτή την εποχή, που σαν κι εμένα, πολλοί Έλληνες βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαθλίωσης. Πίστευα πως εύκολα θα ξεγελούσα ένα παιδάκι… με τις θεατρικές μου επιδόσεις. Μάλλον τον εαυτό μου ξεγελούσα όμως, με την αναμονή μου για τον διορισμό μου… όνειρα αδιόριστης δασκάλας!
Το παιδάκι λοιπόν μου αποκάλυψε πως και τ’ άλλα αδέλφια του ζητιάνευαν, πως η μαμά τους ήταν άρρωστη, πως ο πατέρας τους τα έδερνε, όταν γύριζε μεθυσμένος…. Τραγική ιστορία δηλαδή κι εγώ που δεν πίστεψα λέξη… σκέφτηκα να του δώσω ένα μάθημα, για να μάθει να μην προσπαθεί να ξεγελάσει μια… υποψήφια αστυνομικίνα… Καλύτερα να γελούσα εγώ στο τέλος, που ήμουν και πιο έξυπνη (έτσι νόμιζα). Και του έγραψα το χαρτί που μου ζήτησε. Και η συνέχεια στο… Αστυνομικό Τμήμα.
- Γιατί κοπέλα μου έκανες πλάκα με το παιδάκι; με ρώτησε ο σοβαρός Αξιωματικός Υπηρεσίας, μετά απ’ την ομαδική προσαρμογή μας στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής.
- Εσείς γιατί επιτρέπετε Κύριε, σε μικρά παιδιά να ζητιανεύουν; απαντάω κι εγώ με δική μου ερώτηση κι αρκετά εκνευρισμένη.
- Αυτό είναι άλλο θέμα. Εμείς ρωτάμε, μου λέει θυμωμένος και με άγριες διαθέσεις, για επιβεβαίωση της εξουσίας του. (σιγά που φοβήθηκα… έχουν δει εμένα τα μάτια μου…).
- Εντάξει, έκανα μια πλάκα… η Πολιτεία όμως τι κάνει; Δεν είναι δική της ευθύνη η προστασία των αδυνάτων; Κι αντί να ζητάτε ευθύνη απ' τους άσπλαχνους γονείς, ζητάτε από μένα, που έκανα αυτό που έκρινα σωστό; Τι να έκανα δηλαδή, όταν μου ζήτησε να γίνω συνένοχος σε μια απάτη;
- Έτσι ε; Και πού ξέρεις εσύ ότι ήταν απάτη;
- Ε, κάτι ξέρω κι εγώ Κύριε Αστυνόμε μου που… «άλλος έχει τον τίτλο κι άλλος την χάρη» (αυτά τα είπα μέσα μου).
- Τι ξέρεις δηλαδή; Αυτοδιορίστηκες αστυνομικίνα (που τέτοια τύχη) και πας να κάνεις την δουλειά μας;
- Αφού δεν την κάνετε εσείς… Ποιον πείραξα; Σας ζήτησα να με πληρώσετε; Αρκεί να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο ένοχος…
- Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, κι άντε φύγε από δω, μη σε κλείσω μέσα και μετανιώσεις την ώρα και την στιγμή…
- Αποκλείεται, πριν βρείτε τον προστάτη… είπα επιτακτικά και στρογγυλοκάθισα με ύφος Αστυνομικού Διευθυντή.
Δεν φανταζόταν βέβαια με τι αγύριστο κεφάλι έμπλεξε. Τι να κάνει λοιπόν ο Αξιωματικός. Ανέχτηκε την παρουσία μου εκεί, όση ώρα χρειάστηκε το άλλο όργανο για να γυρίσει πίσω, μαζί με τον προστάτη. Γιατί ο δολοφόνος - συγνώμη - ο «θείος» ήθελα να πω, τριγυρνούσε στον τόπο του εγκλήματος, προσφέροντας την προστασία του στα παιδιά, που είχε «νοικιάσει» απ’ τους γονείς τους για ζητιανιά (ωραίο επάγγελμα). Αυτός ο ίδιος που κατέβασε απ’ την Μερσεντές του το ζητιανάκι. Γνωστός άγνωστος κι αυτός στην Αστυνομία.
- Αυτός είναι! πετάχτηκα μόλις τον είδα. Αυτόν να πάτε μέσα γρήγορα και να μην τον αφήσετε να ξαναβγεί.
- Μα εσύ δεν τρώγεσαι κοπέλα μου φώναξε αγριεμένος ο "συνάδελφος" κι εγώ έκανα τον ψόφιο κοριό, μέχρι που διελευκάνθη το έγκλημα. Τότε με το αστυνομικό του ύφος και με αρκετή επιείκεια για το θράσος μου, μου συνέστησε:
- Άλλη φορά να κοιτάς την δουλειά σου, γιατί είναι επικίνδυνο για ένα κορίτσι να τα βάζει με τύπους του υποκόσμου. Κατάλαβες;
Κι έτσι άδοξα τελείωσε η αστυνομική μου καριέρα… πριν ακόμα αρχίσει. Είχα πάρει όμως ένα καλό μάθημα…
Την πρωινή μου εμπειρία σκεφτόμουνα το βράδυ, όταν σχόλασα και περπατούσα στους δρόμους της Αθήνας, χαζεύοντας τις στολισμένες βιτρίνες… Στο μυαλό μου έρχονταν εικόνες από περασμένες καλές εποχές, τότε που όλες οι οικογένειες γιόρταζαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στα σπίτια, με τις παραδοσιακές συνήθειες. Θυμάμαι, μαζευόμασταν οι συγγενείς στο στολισμένο χριστουγεννιάτικο σπίτι, όπου οι καλές νοικοκυρές σέρβιραν το τραπέζι με φαγητά και γλυκά απ' τα χεράκια τους… σβήνοντας τα φώτα, μετρούσαμε τα τελευταία λεπτά του χρόνου. Όταν το ρολόι χτυπούσε ΔΩΔΕΚΑ… ανάβαμε τα φώτα και υποδεχόμασταν τον ερχομό του ΝΕΟΥ ΧΡΟΝΟΥ με το γνωστό τραγούδι: Πάει ο παλιός ο χρόνος… μετά τσουγγρίζαμε τα ποτήρια κι αρχίζαμε το γλέντι...
Τότε δεν υπήρχαν άστεγοι και ζητιάνοι στους δρόμους… ούτε προστάτες νοικιασμένων παιδιών… Τότε όλοι εργάζονταν έντιμα και ήταν νοικοκυραίοι και υπεύθυνοι στις υποχρεώσεις τους προς την ευνομούμενη Πολιτεία. Σήμερα η απάτη και η πείνα είναι το σήμα κατατεθέν της καθημερινότητάς μας. Οι άθλιοι εθνοπροδότες πολιτικοί αποφάσισαν χωρίς εμάς, πως μας αξίζει να ζούμε μέσα στην δυστυχία κι αν δεν μας αρέσει… υπάρχει και η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ. Γιατί να ζούμε; Για να μας πληρώνουν τις έστω και κομμένες συντάξεις; Για να κατοικούμε στην πιο όμορφη χώρα, αφού τόσο την ζηλεύουν τα τοκογλυφικά φιλαράκια τους που ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ: Να πεθάνουμε εμείς, για να διατηρηθούν αυτοί στην ΕΞΟΥΣΙΑ.
Την σημερινή Πρωτοχρονιά θα την θυμάμαι, όσο μας επιτρέψουν να ζούμε οι επικυρίαρχοι. Θα την θυμάμαι, γιατί έγινα μια… αμαρτωλή πολίτης τρίτης κατηγορίας Ελλήνων. Ναι, έκανα μια απάτη εις βάρος ενός δύστυχου παιδιού και το ευχαριστήθηκα κιόλας! Αντί να ντρέπομαι, το θυμάμαι και γελάω ευχαριστημένη… γελάω καλύτερα, γιατί είμαι η τελευταία γελαστή υπήκοος της κατοχικής Ελλάδας. Γελάω γιατί θα υποδεχτώ το ΝΕΟ ΧΡΟΝΟ με την ικανοποίηση, πως με την πονηριά μου εξαρθρώθηκε μια συμμορία εκμετάλλευσης μικρών παιδιών. Και το πέτυχα γράφοντας στο χαρτί του παιδιού όχι αυτό που μου ζήτησε αλλά αυτό που σκέφτηκα, δηλαδή: Απ’ τον προστάτη μου σώστε με, στην αστυνομία παραδώστε με, για να γλιτώσω απ’ τη ζητιανιά, κι απ’ των γονιών μου την απονιά» Σ. Ο. Σ.
Δηλαδή… ΑΜΑΡΤΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟ… ΨΩΜΙ ΤΟΥ…» ΣΥΓΓΝΩΜΗ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου