Η Εκκλησία μας διαβάζει την παραβολή του ασώτου γιου τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Η σημερινή παραβολή θέλει να μας διδάξει την άπειρη αγάπη, που έχει ο Θεός για κάθε άνθρωπο και μάλιστα για τον αμαρτωλό. Όταν ο άνθρωπος δεχτεί μέσα του την αγάπη του Θεού, τότε ο δρόμος της αληθινής μετάνοιας είναι εύκολος. Ο Ουράνιος Πατέρας μας περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά να γυρίσουμε στην αγάπη του πατρικού μας σπιτιού, δηλαδή στον Παράδεισο, όπου ο άνθρωπος ζει αιώνια μαζί με το Θεό.
1. Ποια ήταν η αμαρτία του μικρότερου γιου της παραβολής;
2. Γιατί ο μεγαλύτερος γιος έδειξε αυτή τη διαγωγή;
Τέλος αυτό που με βασανίζει πολύ αδέλφια μου είναι ότι ο ΣΩΣΤΟΣ σε όλα μέχρι τώρα αδελφός ενδεχομένως να χάνεται ... παρόλο που ο βίος του ομολογουμένως είναι Χριστιανικός. Είναι όμως σκληρόκαρδος όπως εμείς .. όπως εγώ .. δε σύγχωρώ εύκολα. Ο άλλος αδελφός είναι πόρνος, ζεί άσωτα, θά λέγαμε πώς δέν υπάρχει αμαρτία που να μήν έκανε .. κι όμως σώνεται γιατί ζητά το έλεος του Πατέρα!
Ας κάνουμε μια ερώτηση στον εαυτό μας. Άν ας πούμε ερχότανε μία πόρνη .. αύριο να εκκλησιαστεί με κλάματα και καθόταν στο διπλανό στασίδι από εμάς, τι θα κάναμε..;
Διάκος
Ακολουθεί η παραβολή (αρχαίο κείμενο και μετάφραση από ΕΔΩ):
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του· πατέρα, δώσ’ μου, το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα· και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω· Πατέρα' ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου· κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε ο γιος· Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του· βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια· και φέρτε και σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε· γιατί τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.
Βγήκε λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα· τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου· αλλά όταν ήρθε τούτος ο γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε· παιδί μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου· αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου