ΤΟ ΦΑΣΓΑΝΟ Η ΣΦΑΓΑΝΟ
Το φάσγανο ή σφάγανο θεωρείται σαν το πρώτο πολεμικό ξίφος των Ελληνικών ιστορικών χρόνων αναφερόμενο στο έπος της Ιλιάδας από τον Όμηρο καθώς και στην γραμμική γραφή Β. Το φάσγανο ήταν ένα μακρύ δίκοπο αιχμηρό ξίφος από ορείχαλκο – μπρούντζο – ή χαλκό με μήκος από 0.80 εκ. έως και πέραν του 1.00 μ. και κατάλληλο για νυκτικά κυρίως κτυπήματα.
Υπήρχαν διαφόρων τύπων φάσγανα όπως τα στρογγυλεμένης ράχης του ΙΣΤ’ π.X. αιώνα που την θέση τους πήραν τον επόμενο αιώνα δύο νέοι τύποι ξιφών στερεότερων από τα προηγούμενα, τα αγκιστροειδούς ράχης και τέλος τα σταυρωτής ράχης με ενιαίο έλασμα και λαβή που κατέληγε κατά κανόνα σε μεγάλο σφαίρωμα σχήματος μήλου. Οι διαφορές αυτές εστιάζονταν κυρίως στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των σημείων μεταξύ των λαβών τους και του ελάσματος και όχι στο καθαυτό σχήμα τους.
Κύριο χαρακτηριστικό των φασγάνων ήταν η κατά μήκος και στο μέσον του ορειχάλκινου ή χάλκινου ελάσματός τους νεύρωση μειούμενης διατομής που τους έδινε την απαιτουμένη σταθερότητα και αλυγισία απαραίτητη άλλωστε λόγω του μεγάλου μήκους τους και του είδους του μετάλλου κατασκευής τους. (Σχ. 1,2,3)
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΑΘΟΜΑΧΑΙΡΑ
Επίσης με την ίδια ονομασία φάσγανο αναφέρονται και στην Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη εις το λήμμα ξίφος σχετικά κοντές χάλκινες ή ορειχάλκινες – νεότερες – σπαθομάχαιρες του ΙΒ’ π.Χ. αιώνα μήκους από 50 έως 60 εκ. Οι σπαθομάχαιρες αυτές που ευρέθησαν από τον Γερμανό αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν στις ανασκαφές των τάφων των Ατρειδών βασιλέων των Μυκηνών καθώς και στις ανασκαφές της Τροίας ήταν μονής ή διπλής κόψης και χρησίμευαν για την σφαγή των ζώων που προορίζονταν για τις θυσίες στους Ολύμπιους Θεούς. Η λαβή τους ήταν προέκταση του ελάσματός τους ήταν καλυμμένη με ξύλινα ή κοκάλινα καπάκια και τελείωνε σε κρίκο αναρτήσεως του ξίφους – σπαθομάχαιρας.
ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΞΙΦΟΣ
Στην πρώιμη εποχή του ορειχάλκου και σαν ακραία εξέλιξη του φασγάνου παρουσιάζεται ένα ξίφος που είχε την μονοκόμματη κατασκευή των φασγάνων δηλαδή το ενιαίο ελάσματος και λαβής καθώς και το μέγιστο του πλάτους του ελάσματος αλλά με σαφέστατα μικρότερο μήκος.
Έτσι το εν λόγω ξίφος παρουσίαζε τριγωνική ισοσκελή μορφή και κατασκευαζόταν τόσο από χαλκό όσο και από ορείχαλκο με μέσο μήκος ελάσματος περί τα 0.60 εκ. Το ξίφος αυτό ονομάστηκε Ομηρικό ξίφος, δεν αναφέρεται στην γραμμική γραφή Β είχε αγκιστρωτή ράχη και εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται έως το 1200 π.Χ. Ο Ερρίκος Σλήμαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών του στα ανάκτορα των Ατρειδών βασιλέων στις Μυκηνών βρήκε ξίφος της ιδίας περιόδου εξ’ ολοκλήρου από χαλκό και με αμφίστομο έλασμα μήκους 0.60 εκ.
Όπως και το φάσγανο είχε την χαρακτηριστική νεύρωση στην μέση και κατά μήκος του ελάσματος και η οστέινη ή ξύλινη λαβή του στερεωνόταν με αριθμό καρφιών που δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Παρόμοιος τύπος ξίφους βρέθηκε στην Ολυμπία με μήκος λεπίδας όμως περί το 1.00μ.
ΤΟ ΑΟΡ
Το ξίφος αυτό του 1000 – 1200 π.Χ. ονομάστηκε άορ από το ρήμα αίρω – σηκώνω – δεδομένου ότι για να λειτουργήσει θλαστικά το ξίφος έπρεπε πριν το κτύπημα καταφοράς να σηκωθεί ψηλά. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται και η λέξη αορτήρας που προσδιόριζε τον ειδικό δερμάτινο ιμάντα – τελαμώνα. από τον οποίο κρεμόταν το άορ από τον δεξιό ώμο του πολεμιστή χιαστί στο αριστερό πλευρό του.
Ερώτημα υπάρχει ως προς τον τόπο της αρχικής προέλευσής του δεδομένου ότι η ξένη σχετική βιβλιογραφία αναφέρει σαν χώρα εισαγωγής του σχεδίου του ξίφους την Κεντρική Ευρώπη μέσo Ιταλίας και ιδιαίτερα μέσo μισθοφόρων της εποχής. Εύστοχα ο μελετητής κ. Δημήτρης Καμπούρης σε σχετική του δημοσίευση στο τεύχος 4 του Οκτωβρίου του 1996 της Στρατιωτικής Ιστορίας παρατηρεί ότι κανένας πολιτισμός της Κ. Ευρώπης δεν άνθιζε στην μεταλλουργεία το 1200 έως το 1000 π.Χ. για να γίνει τέτοιου είδους κατασκευή ούτε αναφέρονται πουθενά Ευρωπαίοι μισθοφόροι στο στρατό των Μυκηνών για να δικαιολογηθεί η εκ μέρους τους εισαγωγή του.
Κατά τον ίδιο μελετητή το γεγονός ότι οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των ξιφών εισάγονταν από τα μεταλλεία εκείνων των περιοχών μέσο των ελληνικών αποικιών της Α’ αποίκησης δικαιολογεί ως ένα βαθμό τουλάχιστον την σύγχυση σχετικά με τον τόπο καταγωγής του ξίφους. Το άορ ήταν αρκετά βαρύ σαν ξίφος διότι έφερε φαρδιά νεύρωση εκατέρωθεν του ελάσματός του προς ενίσχυσή του και κατασκευαζόταν τόσο από σίδερο όσο και από ορείχαλκο, είχε δε την λαβή του σαν προέκταση του ελάσματός του και διέθετε υποτυπώδη ημικυκλικό φυλακτήρα που στερεωνόταν στην λαβή με καρφιά – περτσίνια σιδερένια ή μπρούντζινα αναλόγως.
Η λεπίδα του άορος ήταν μειούμενης διατομής προς την λαβή πράγμα που έκανε το ξίφος να έχει καλύτερο ζύγισμα και ως εκ τούτου να είναι αποτελεσματικότερο στις ατομικές μονομαχίες παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά βαρύτερο του φασγάνου. Λόγω δε ακριβώς του βάρους του αυτού ήταν καταλληλότερο για θλαστικά πλήγματα καταφοράς απ’ ότι για νυκτικά κτυπήματα. Η λαβή του είχε ελαφρώς ατρακτοειδές σχήμα και κατέληγε σε σφαίρωμα σχήματος μανιταριού. Το μήκος του άορος δεν ήταν σταθερό και έχουν βρεθεί σε ανασκαφές ξίφη από 0.70 έως και πέραν του 1.00 μ. μήκος.
ΤΟ ΟΠΛΙΤΙΚΟ ΞΙΦΟΣ
Το οπλιτικό ξίφος προερχόταν σχεδιαστικά από το άορ. Ήταν γνωστό από τον Ε’ π.Χ αιώνα και ιδιαίτερα από τους Μηδικούς πολέμους και ο πολεμιστής που το χειριζόταν ονομαζόταν οπλίτης από την ασπίδα που κρατούσε και που λεγόταν «όπλον». Το ξίφος αυτό ήταν από σίδερο με κοντύτερο έλασμα αλλά περισσότερο φαρδύ από του άορος με συνολικό μήκος από 0.60 έως 0.65 εκ. Το έλασμά του ήταν φυλλόσχημο μειούμενης διατομής προς την λαβή του που αποτελούσε συνέχειά της και χωριζόταν απ’ αυτήν με οριζόντιο φυλακτήρα από σίδερο ή μπρούντζο.
Στο μέσον και κατά μήκος του ελάσματός του έφερε κατά κανόνα αύλακα ή νεύρωση. Η λαβή του είχε ατρακτοειδές σχήμα που καλυπτόταν με τεμάχια ξύλου, μετάλλου ή οστού που στερεώνονταν με διαμπερή καρφιά – περτσίνια και κατέληγε σε κοντό κυλινδρικό σφαίρωμα επίσης από σίδερο ή μπρούντζο. Η θήκη του κατασκευαζόταν από ξύλο επενδυμένο με δέρμα και πλούσιο κομψό μπρούντζινο διάκοσμο ή από φύλλο μετάλλου και το σχήμα της ήταν παραλληλόγραμμο ή ελαφρώς μειούμενης διατομής προς την βάση της.
Στο Καμποβάλανο της Ιταλίας και ιδιαίτερα στο Μουσείο Κιέτι υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά δείγματα ελληνικών οπλιτικών ξιφών.
ΤΟ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ – ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΞΙΦΟΣ
Το λακεδαιμονικό ξίφος ή «ξυήλη» προερχόταν απ’ ευθείας από το γνωστό Ελληνικό οπλιτικό ξίφος και αποτελούσε το κυρίως επιθετικό όπλο των Σπαρτιατών από τον ΣΤ’ έως και τον Δ’ αιώνα π.Χ. Είχε πολύ μικρότερο μήκος από το οπλιτικό ξίφος και ως εκ τούτου το φυλλοειδές σχήμα του ελάσματός του ήταν περισσότερο έντονο απ’ ότι στο οπλιτικό ξίφος. Ήταν εξ’ ολοκλήρου από σίδερο και η λαβή του αποτελούσε συνέχεια του ελάσματός του που είχε μήκος από 30 έως 35 εκ. και με συνολικό μήκος ξίφους περί τα 45 εκ.
Είχε σταυροειδή σιδερένιο ή μπρούντζινο χειροφυλακτήρα και η ξύλινη ή κοκάλινη λαβή του στερεωνόταν επάνω σ’ αυτήν με δύο μπρούντζινα ή σιδερένια καρφιά -περστίνια και τελείωνε σε κοντόχονδρο κυλινδρικό σφαίρωμα. Ηθελημένα οι οπλίτες Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν τόσο κοντό ξίφος διότι σαν παγκρατιστές – γνώστες δηλαδή των πολεμικών τεχνών της εποχής τους σε μάχη σώμα με σώμα – επεδίωκαν την εκ του συστάδην συμπλοκή με τον αντίπαλο όπου σαφώς υπερτερούσαν κατά κανόνα. Αυτό δικαιολογείται αν λάβουμε υπ’ όψιν μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων ιστορικών που αναφέρουν ότι κάθε οπλίτης Σπαρτιάτης αντιστοιχούσε σε δυναμικότητα μάχης όσο τουλάχιστον πέντε από οποιουσδήποτε άλλους οπλίτες της εποχής.
Η θήκη του ήταν φαρδιά ξύλινη επενδυμένη με δέρμα και ο χειροφυλακτήρας της λαβής του ξίφους ήταν κρυμμένος μέσα στο στόμιο του κολεού ο οποίος είχε υψωμένες περιφερειακά προεξοχές που λειτουργούσαν σαν άγκιστρα εμποδίζοντας την μη ηθελημένη έξοδο του ξίφους από την θήκη. Το ξίφος κρεμόταν από δύο κρίκους στην θήκη με την βοήθεια λουριού – τελαμώνα – από τον δεξιό ώμο χιαστί στο αριστερό πλευρό του οπλίτη.
Δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί πραγματικά δείγματα του είδους αυτού παρά μόνο ένα χάλκινο αναθηματικό ομοίωμα πραγματικών όμως διαστάσεων από την Κρήτη πιθανόν από τάφο Σπαρτιάτη που πολέμησε και έπεσε εκεί. Οι λοιπές κατασκευαστικές λεπτομέρειες καθώς και ο διάκοσμος της θήκης του τεκμαίρονται από παραστάσεις αγγείων και αναθηματικών πλακών.
Το Σπαρτιατικό ξίφος αποτελούσε φοβερό νηκτικό όπλο εύκολο στην χρήση του αφού απαιτούσε μικρό χώρο για τον χειρισμό του, στα επιδέξια όμως χέρια των Σπαρτιατών πολεμιστών γινόταν και επικίνδυνο θλαστικό όπλο καταφοράς. Η περιορισμένη όμως χρήση του ξίφους μόνο σχεδόν από τους Λακεδαιμονίους και ειδικά από πολύ εξειδικευμένους οπλομάχους του είδους οδήγησε στην μη ευρεία χρήση του Σπαρτιατικού – Λακεδαιμονικού ξίφους και ως εκ τούτου στην σταδιακή κατάργησή του.
Η ΘΛΑΣΤΙΚΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΣΠΑΘΟΜΑΧΑΙΡΑ
Η μοναδική απεικόνιση στην οποία παρουσιάζεται σαφώς η ναυτική Ελληνική θλαστική σπαθομάχαιρα προέρχεται από μια τοιχογραφία λυκιακού ταφικού μνημείου από το Ελμελί της Μικράς Ασίας. Πρόκειται για μια βαριά και πλατιά περίπου 5-6 εκ. παραλληλόγραμμη σιδερένια σπαθομάχαιρα μονής κόψης και μήκους περί τα 0.60 εκ. γνωστής από το 500 π.Χ. και με ανάγλυφη νεύρωση σαν Τ (ταυ) στην μία στενή όψη της λάμας. (σόκορο λάμας). Το σχετικά μικρό μήκος της ήταν ιδανικό για τις μάχες σε στενούς μικρούς και συνωστισμένους χώρους όπως ήταν τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων της εποχής.
Η αιχμή της ήταν οξεία και τριγωνική και το όπλο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. τόσο από τους Αθηναίους πεζοναύτες της εποχής όσο και από τους συμμάχους τους Σικυώνιους πεζοναύτες τους λεγόμενους και «επιβάτες». Η λαβή της και η φύλαξη της λαβής της είχαν την κλασική μορφή των λαβών των ξιφών της εποχής τους με πιθανή διαφοροποίηση στο τελείωμα της λαβής όπου το σφαίρωμα ενδέχεται να μην ήταν κυλινδρικό αλλά σφαιρικό.
Η ΚΟΠΙΔΑ
Η κοπίδα ή κοπίς ήταν σπαθί καταφοράς που έκανε την εμφάνισή του στον ελληνικό χώρο τον Ε’ αιώνα π.Χ και καθιερώνεται αργότερα τον Δ’ αιώνα π.Χ. κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών παράλληλα με το οπλιτικό ξίφος το οποίο μέχρι την κατάργησή του συνυπήρχε με αυτήν. Το ξίφος αυτό ήταν γνωστό στην Ιταλία από τον Η’ αιώνα π.Χ. απ’ όπου έγινε γνωστό και στην Ιβηρική χερσόνησο – με το όνομα “falcata” - όπου και βρέθηκαν πολλά δείγματα του είδους αυτού όπως και στην Γαλατία και ιδιαίτερα στην κοιλάδα του ποταμού Μάρνη από τους αγώνες των Γαλατών κατά των Ρωμαίων κατακτητών.
Αξιοσημείωτη αλλά όχι και αποδεδειγμένη είναι η μορφολογική σχέση που έχει με την κοπίδα – ως προς το σχήμα του αλάσματός της – η ανατολίτικης προέλευσης σπαθομάχαιρα “giatagan” καθώς και η ασιατική παραδοσιακή Νεπαλέζικη σπαθομάχαιρα “kukri” της φυλής των πολεμιστών Γκούρκας. Δεδομένης όμως της επιρροής που άσκησε η παρουσία των στρατευμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στους διάφορους λαούς της Ασίας και ως εκ τούτου και στα οπλικά τους συστήματα ο συσχετισμός αυτός δεν είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένος πλην όμως δεν έχει αποδειχτεί και ιστορικά.
H κοπίδα ήταν σιδερένια μονόκοπη σπαθομάχαιρα με βαρύ μπροστόβαρο έλασμα και καμπύλη κλειστή, είχε ραμφόσχημη λαβή ξύλινη, κοκάλινη ή μεταλλική και η χρήση της ήταν περισσότερο για θλαστικά κτυπήματα καταφοράς παρά για νυκτικά. Το πρόσθετο βάρος της κοπίδας και το κακό σχετικά ζύγισμά της δεν αποτέλεσε μειονέκτημα για το νέο όπλο που γρήγορα υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις κατηγορίες των οπλιτών της εποχής λόγο των ισχυρών και αποτελεσματικών πληγμάτων της.
ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΞΙΦΟΣ
Τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις μάχες τους εναντίον των Περσών πολεμούσαν με διαφόρους τύπους σιδερένιων ξιφών ήδη γνωστών και με δοκιμασμένη αποτελεσματικότητα όπως το οπλιτικό ξίφος και η κοπίδα. Το καθ’ αυτό και αμιγές μακεδονικό ξίφος παρουσιάστηκε κατά την μετά τον Μέγα Αλέξανδρο εποχή. Ουσιαστικά επρόκειτο για μιά περισσότερο εξελιγμένη μορφή του άορος και του οπλιτικού ξίφους με σαφή επιρροή και από το κοντό λακεδαιμονικό – σπαρτιατικό ξίφος την «ξυήλη».
Ήταν σχετικά κοντύτερο, ελαφρότερο και με μικρότερο πλάτος ελάσματος από το οπλιτικό ξίφος. Ήταν σαφώς νυκτικό όπλο αιχμηρό και με αυξημένη διατρητικότητα πλην όμως ποτέ δεν θεωρήθηκε σαν όπλο πρωτεύον από τους Μακεδόνες εφ’ όσον μετά την σάρισα σαν πρωτεύον όπλο θεωρούσαν το δόρυ και τα πάσης φύσεως ακόντια.
Είχε μικρή σταυροειδή φύλαξη και η λαβή του που ήταν συνέχεια του ελάσματός του καλυπτόταν με ξύλο, μέταλλο ή οστό και κατέληγε σε καρδιόσχημο, ραμφόσχημο ή κυλινδρικό σφαίρωμα. Η θήκη του ήταν ξύλινη επενδυμένη με δέρμα και έφερε μεταλλικά διακοσμητικά τελειώματα τόσο στο επάνω μέρος όσο και στο αιχμηρό κάτω μέρος της και κρεμόταν στο αριστερό πλευρό του πολεμιστή χιαστί από τον δεξιό ώμο με την βοήθεια ιμάντα – τελαμώνα.
Η ΡΟΜΦΑΙΑ
Το όπλο αυτό ήταν η μετεξέλιξη του μονόκοπου θρακιώτικου ξίφους που αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου. Επρόκειτο για μιά μεγάλου μεγέθους κυρτή σπάθη μονής κόψης όχι ιδιαίτερα φαρδιάς που είχε συνολικό μήκος περί το 1.20 – 1.30 εκ του οποίου μήκους το 1/3 αποτελούσε την ξύλινη περιελιγμένη με δερμάτινο ιμάντα διπλή λαβή του. Στο σημείο της ένωσης του ελάσματος με την λαβή το ξύλο φάρδαινε από την μία πλευρά τόσο όσο να γίνει μια κυκλική οπή απ’ όπου πιθανότατα μέσο δερμάτινου ιμάντα θα κρεμόταν η σπάθη από την ζώνη του πολεμιστή.
Η ρομφαία δεν ανήκει στα όπλα τα αποκλειστικώς χρησιμοποιηθέντα από Έλληνες δεδομένου ότι πλην των Θρακών πελταστών - ανεξάρτητες ομάδες ακροβολιστών – το όπλο αυτό το χρησιμοποιούσε ευρέως και ένας άλλος γνωστός λαός των Βαλκανίων οι αρχαίοι Δάκες πρόγονοι των σημερινών Ρουμάνων. Η μορφή της ρομφαίας άλλαξε κατά καιρούς από το 400 έως το 100 π.Χ. και στην αποφασιστική μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν από τον Περσέα τον τελευταίο Μακεδόνα βασιλιά Θράκες και Μακεδόνες ρομφαιοφόροι εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών.
Το σχήμα της την εποχή εκείνη είχε διαφοροποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε κυρίως θλαστικά και κοπτικά και λιγότερο νυκτικά δεδομένου ότι το έλασμά της έγινε ευθύ κοντύτερο, πλατύτερο και ως εκ τούτου περισσότερο βαρύ ενώ το τελείωμά της έγινε δρεπανοειδές διατηρούμενης της διπλής ξύλινης λαβής της.
Σημείωση: Λόγω της χρονολογικής παλαιότητας των ελληνικών ξιφών και γενικότερα του μη ιδιαίτερα ανθεκτικού των μετάλλων κατασκευής των όπλων της Αρχαίας προκλασικής, κλασικής και ελληνιστικής εποχής υπάρχουν λίγα δείγματα των ειδών τους σκορπισμένα σε όλη την Μεσογειακή λεκάνη και όχι μόνο ενώ πολλές μορφές τους έχουν τεκμηριωθεί και αναπαραχθεί μέσα από παραστάσεις αγγείων και αναθηματικών πλακών ταφικών μνημείων. Η ακριβής χρονολόγηση της αρχής ή του τέλους χρησιμοποίησης κάποιου από αυτά τα όπλα είναι χρονικά ασαφής και παρακινδυνευμένη .
Επίσης αρκετά ασαφής και αδιευκρίνιστος είναι και ο ακριβής χρόνος μετάβασης από το ένα μέταλλο κατασκευής τους στο άλλο καθ’ όσον η τέχνη της μεταλλουργίας αναπτυσσόταν ραγδαία μεταξύ των λαών της Κεντρικής Ευρώπης και της Μεσογειακής λεκάνης και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατά την αρχαιότητα τα μέταλλα και τα κράματά τους χρονολογικά επικάλυπταν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν κατά τις μεταβατικές τους χρονικές περιόδους χάλκινα με ορειχάλκινα, ορειχάλκινα με σιδερένια και πολύ αργότερα σιδερένια με χαλύβδινα – ατσάλινα – όπλα.
Έτσι η χρονολόγησή τους είναι σχετική και κατά προσέγγιση κάποιων δεκάδων ετών ή και περισσότερο ακόμη και αν είναι αντικείμενα που έχουν χρονολογηθεί εκ των υστέρων με την σύγχρονη μέθοδο του Άνθρακα 14.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, Νikolas Victor Secunda και Agnus Mac Bride: Οι Αρχαίοι Έλληνες, Peter Connolly: H πολεμική τέχνη των Αρχαίων Ελλήνων, Χρήστου Γιαννόπουλου: Πολεμιστές της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, Πολεμιστές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Εκδόσεις «Περισκόπιο»
Στρατ. Ιστορία. Τεύχη 1, 2 ,3, 4, 5,7, Στρατ. Ιστορία. Τεύχη 13, 18, 22, Στρατ. Ιστορία. Τεύχος 20, Στρατ. Ιστορία. Τεύχος 46, Περσικοί πόλεμοι, Μεγάλες μάχες, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», Η Ιστορία του πολέμου: John Keegan, Warriors end Warlords: Martin Windrow – Agnus Mac Bride,
Διάφορα αρχαιολογικά Μουσεία ανά τον κόσμο.
[Δημήτρης Νικολακόπουλος, Αρχιτέκτων]
από το ΕΛΛΑΣ
1 σχόλιο:
Λατρεμένο της, πωρώθηκα!
ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ...
ΑΛΛΑ ΔΕ ΜΕ ΘΕΛΕΙ Η ΣΕΛΙΔΑ ΣΟΥ...
ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΟ ΓΚΟΤΖΙΛΛΑ ΚΑΝΩ ΔΟΥΛΕΙΑ...
ΜΟΥ ΣΠΑΕΙ ΤΑ ΝΕΥΡΑ Η ΠΛΟΗΓΗΣΗ.
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!!!!
Δημοσίευση σχολίου