Η παρούσα Ελληνική οικονομική τραγωδία τελικά επικεντρώνοντας τις προσπάθειες στην περιστολή και περικοπή δαπανών και τις εισπρακτικές πρακτικές στερεί την απαραίτητη προοπτική ανάπτυξης δημιουργώντας την αίσθηση ότι η Ελλάδα περπατά προς το άγνωστο μέλλον όχι με τα δυο πόδια αλλά με το ένα…κουτσαίνοντας!
Στις τελευταίες δεκαετίες στελέχη επιχειρήσεων, καθηγητές και ερευνητές του μάνατζμεντ μέσα από θεωρητικές και εμπειρικές μελέτες αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής συγκέντρωσης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε έναν κοινωνικό-οικονομικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από τη διεθνοποίηση των αγορών και τον έντονο ανταγωνισμό (Piore και Sabel, Herbig και Golden). Η επιτυχία των business clusters δηλαδή των «επιχειρηματικών συστάδων» όπως, π.χ. η περιοχή της Silicon Valley στην Καλιφόρνια και του Prato στην Ιταλία έχουν προκαλέσει την προσοχή ακαδημαϊκών και διοικητικών στελεχών αλλά και των υπευθύνων για την χάραξη οικονομικών και επιχειρηματικών πολιτικών σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
«Παραδόξως τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία βρίσκονται όλο και περισσότερο σε τοπικό (γεωγραφικό) επίπεδο –θεμελιωμένα σε γνώσεις, δεξιότητες, θεσμούς και κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις που οι ‘αντίπαλοι’ δεν μπορούν να αντιγράψουν.» (Porter, 1998)
Είναι σπάνιο φαινόμενο πλέον η επιχείρηση να αναπτύσσει και να παράγει μόνη της ένα προϊόν ή έστω και το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος που εμπορεύεται. Η διεθνοποίηση των αγορών, η ραγδαία μείωση του κόστους των μεταφορών, η δια-σύνδεση των επιχειρήσεων και των αγορών μέσου του ιντερνετ, η ανάγκη για την επίτευξη και διατήρηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων σε διεθνές επίπεδο οδηγεί τις επιχειρήσεις σε ένα νέο μοντέλο οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας. Ο 21ος αιώνας οδηγεί σε επανασχεδιασμό των επιχειρήσεων οι οποίες συνάπτουν στρατηγικές συμμαχίες, δίκτυα και συνεργασίες με εταιρίες, ερευνητικά ινστιτούτα, κρατικούς φορείς και πανεπιστημιακά ιδρύματα σε τοπικά η περιφερικά επίπεδα με στόχο μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη και παραγωγή καινοτόμων, εντελώς νέων ή και βελτιωμένων μορφών υπαρχόντων προϊόντων και υπηρεσιών, την διάχυση γνώσεων και πληροφοριών, την είσοδο σε νέες αγορές, και την μείωση του κόστους παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων/ υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τον Porter (1998) τα business cluster ορίζονται ως,
«Κρίσιμες μάζες -σ’ ένα μέρος- με αξιοσημείωτη ανταγωνιστική επιτυχία σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους…τα «clusters» είναι γεωγραφικές συγκεντρώσεις οργανωμένων και δικτυωμένων επιχειρήσεων, οργανισμών και φορέων σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο»
Κατά την προσωπική μου άποψη τα «clusters» είναι δίκτυα ανταγωνιστικών, συνεργαζόμενων, συμπληρωματικών, αμοιβαία εξαρτώμενων επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανόμενων των προμηθευτών και των εταιριών παροχής υπηρεσιών), συναφών ινστιτούτων και φορέων, συνδεδεμένων επίσημα και ανεπίσημα, κάθετα ή/ και οριζόντια οι οποίοι εργάζονται στον ίδιο, σε παρεμφερή ή/ και σε παράλληλα συνδεδεμένο οικονομικό/ επιχειρηματικό κλάδο, σε ένα συγκεκριμένο και περιορισμένο γεωγραφικό χώρο.
Σε διεθνές επίπεδο τα «clusters» αναγνωρίζονται ως η απαραίτητη επιχειρηματική στρατηγική για την εξέλιξη των χωρών με μεσαία-εισοδήματα σε ανεπτυγμένες οικονομίες. Όπως φαίνεται στο σχήμα 1, στην Πορτογαλία (σύμφωνα με σχετικές έρευνες της Eurostat), μια χώρα με οικονομική αλλά και γεωφυσική κατάσταση παρόμοια της Ελλάδος, εντοπίζουμε πάνω από 30 «clusters», τα περισσότερα εκ των οποίων βασίζονται στις φυσικές πρώτες ύλες που διαθέτει η χώρα, ή σε βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΓΕΤ, της Eurostat, αλλά και προσωπικής μου εμπειρικής έρευνας που στηρίχτηκε σε μελέτες περιπτώσεων (και έχω δημοσιεύσει σε διεθνή περιοδικά) η Ελληνική οικονομία δεν διαθέτει σήμερα κανένα οργανωμένο cluster, ενώ το μοναδικό που υπήρχε είχε καταγραφεί σε Ευρωπαϊκές έρευνες την δεκαετία του 1990 στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου-Θεσσαλίας (το οποίο έπαψε να υφίσταται εδώ και μερικά χρόνια).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου