συνέχεια από το 1ο μέρος
Στο κρίσιμο αυτό σημείο για την μετέπειτα ιστορική πορεία της Ελλάδος, όπου η πολιτική στάση που θα τηρούσαν οι Έλληνες ήταν αποφασιστικής σημασίας και για το ελληνικό κράτος και το ελληνισμό της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δέσποζαν στην Ελλάδα οι δύο μεγάλες γνωστές ηγετικές μορφές, που είχαν πρωτοστατήσει και στα προηγούμενα μεγάλα γεγονότα των τελευταίων χρόνων, στους Βαλκανικούς πολέμους, ο αρχιστράτηγος και μετέπειτα βασιλιάς, Κωνσταντίνος ο Α΄, και ο πολιτικός και πολλές φορές πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Και ενώ στους Βαλκανικούς Πολέμους είχαν δώσει στον ελληνικό λαό την εντύπωση της άριστης συνεργασίας μεταξύ του, που μέγας και θαυμαστός καρπός της ήταν ο διπλασιασμός της Ελλάδας, με το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και το δίλημμα του τέθηκε για την Ελλάδα για συμμετοχή στο πλευρό της Αντάντ ή για ουδετερότητα, άρχισε μεταξύ τους να εμφανίζεται άκρα ασυμφωνία, κάτω από την επιρροή των διαφορετικών αντίπαλων ξένων παρατάξεων με τις οποίες τασσόταν ο καθένας.
Αυτή σταδιακά κλιμακώθηκε σε μεγάλη διαμάχη με τη ευθαρσή προώθηση των ξένων δυνάμεων κατά τα δικαιώματα που τους έδιναν οι διαφωνούντες Έλληνες ηγέτες, οι οποίοι δε δίσταζαν να προσπαθούν να λύσουν τη διαφωνία τους και με το να παραβαίνουν αλλεπάλληλες φορές το σύνταγμα και τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, που είχε ήδη κουραστεί από τους προηγηθέντες πολέμους, φτάνοντας έτσι στα πρόθυρα μιας εμφύλιας αιματηρής σύγκρουσης, που ευτυχώς αποφεύχθηκε τελευταία στιγμή με την υποχώρηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου.
Αυτή η μεγάλη εσωτερική διαμάχη, όπου η μια ελληνική παράταξη θεωρούσε την άλλη εχθρό της, πουλημένη και προδότρια, και αποτέλεσε μια κατάσταση που κατέληγε στη συλλογική παράνοια και στο θανάσιμο μίσος, περιγράφεται με την ονομασία ‘Εθνικός Διχασμός’, που πληρώθηκε, και ακόμα ως τώρα πληρώνεται, με ακριβό τίμημα από τον Ελληνικό λαό. Τελικά η Ελλάδα, καθοδηγούμενη πλέον από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μετά την εξόριση του αντιπάλου του, πήρε μέρος στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο συμμαχώντας με την Αντάντ κατά την επιλογή του, πράγμα που οδήγησε την Ελλάδα να βρίσκεται στο πλευρό των νικητών μετά το τέλος του πολέμου το 1918. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση της δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία ως τμήμα της Ελλάδας πλέον με τη συνθήκη του Νεϊγύ, και την παράδοση στην ελληνική διοίκηση της ανατολικής Θράκης, εκτός από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, και της ζώνης της Σμύρνης στη δυτική Μικρά Ασία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη συνθήκη των Σεβρών.
Ωστόσο ο Σουλτάνος, ο οποίος είχε υπογράψει την συνθήκη των Σεβρών, παρέμενε ο επικυρίαρχος των περιοχών αυτών, αν και μετά από μια πενταετία παρεχόταν η δυνατότητα, μέσω δημοψηφίσματος στις περιοχές αυτές που είχαν παραδοθεί στους Έλληνες, να περιέλθουν οριστικά αυτές στην επικράτεια της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, και η Ιταλία, με ξεχωριστή συμφωνία δεχόταν την απόδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός, ήδη πριν να υπογραφεί η συνθήκη των Σεβρών το καλοκαίρι του 1920, είχε καταλάβει αυτές τις περιοχές από την άνοιξη του 1919, μετά από εντολή της κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, με την υποστήριξη των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας ήδη αποφασιστεί από αυτούς η συνθήκη των Σεβρών και επρόκειτο να εφαρμοστεί επί της ηττημένης Τουρκίας.
Ωστόσο, αν και υπογράφτηκε τελικά ακόμα και από τον Σουλτάνο η συνθήκη των Σεβρών, ωστόσο δεν επικυρώθηκε επίσημα ποτέ, σχεδόν από καμιά από τις πλευρές που την υπέγραψαν, μη έχοντας αναγνωριστεί από το κίνημα των Νεότουρκων που είχε αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ και διεκδικούσαν να πάρουν την εξουσία από τον Σουλτάνο, αρχίζοντας και την ετοιμασία για πόλεμο εναντίον των συμμάχων της Αντάντ και των Ελλήνων.
Η ελληνική κυβέρνηση πήρε την μεγάλη απόφαση να αντιμετωπίσει την απειλή των Νεότουρκων, με σκοπό να πετύχει την εφαρμογή αυτών που όριζε η συνθήκη των Σεβρών, που έκαναν πραγματικότητα το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, και να υπερασπιστεί τους ελληνικούς πληθυσμούς στα εδάφη της έως τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άδικη και φοβερή τουρκική εκδίωξή τους, με την κλιμάκωση του πολέμου και την γενίκευση του στην Μικρασιατική ενδοχώρα, μέχρι την γραμμή που σύμφωνα με τη συνθήκη των Σεβρών μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα, αλλά και πέρα από αυτή.
Έτσι, οι Έλληνες στρατιώτες ξαναβρέθηκαν στο μέτωπο ενός μεγάλου πολέμου, συνεχώς βρισκόμενοι στα όπλα από το 1912, κάνοντας ένα αγώνα σοβαρά αμφισβητήσιμης, από πολλούς αναγνωρισμένους μεγάλους στρατιωτικούς, προοπτικής για επιτυχία. Και όλα αυτά από μια ελληνική κυβέρνηση, που μόλις τρία χρόνια πριν αποτελούσε τη μια από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις που προκάλεσαν τον Εθνικό Διχασμό, προκαλώντας την μεγάλη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού, που δεν είχε καταφέρει ακόμα να ζήσει την περίοδο ειρήνης που χρειαζόταν με αποτέλεσμα να την ποθεί ακόμα περισσότερο, και η οποία κυβέρνηση είχε επανέλθει στην εξουσία χωρίς να επαναλάβει τις εκλογές.
Η κυβέρνηση όμως, που ξεκίνησε αυτήν την μεγάλη εκστρατεία στην Μικρά Ασία, προκειμένου να πετύχει αυτό που επεδίωκε εξ αρχής, και γι αυτό το λόγο πήρε μέρος και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και μετά τη νίκη σε αυτόν είχε πιστέψει προς στιγμή πως το κατάφερε καθώς όλα αυτό έδειχναν, ενώ επανερχόμενη στην εξουσία μετά τα γεγονότα που οδήγησαν στον Εθνικό Διχασμό δεν έκανε εκλογές, αυτές τις εκλογές που δεν είχε κάνει αποφάσισε, πιεσμένη από την δυσαρέσκεια του κόσμου που έφτασε ως την απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού της, να τις κάνει λίγο μετά … την έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας. Εκλογές στη διάρκεια μεγάλης στρατιωτικής εκστρατείας, ένα μεγάλο εγκληματικό πολιτικό λάθος, που μετά την ήττα αυτής της κυβέρνησης, μπήκε αρχή για την παταγώδη αποτυχία της εκστρατείας. Θα μπορούσε να είχε βγει από την ασφυκτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, με την άνοδο στο βασιλικό θρόνο στη θέση του Αλεξάνδρου, που τον αποδέχονταν οι συμμαχικές δυνάμεις, αλλά πέθανε απρόσμενα, το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Γεώργιο, με τη μεσολάβηση της συγγενικής του βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας, πείθοντας τις συμμαχικές δυνάμεις, λύση που είχε σκεφτεί ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν θέλησε να την εφαρμόσει.
Παράλληλο δεύτερο μεγάλο εγκληματικό λάθος της κυβέρνησης αυτής ήταν η ανάθεση της διοίκησης της Σμύρνης μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού εκεί σε αρμοστή, που λίγα ήξεραν και ξέρουν περί αυτού ως τώρα οι Έλληνες, που απόδειξε με λόγο και με έργο από την πρώτη στιγμή ότι δεν κρύβει μέσα του ούτε στίγμα αγάπης προς την πατρίδα Ελλάδα και τους συμπατριώτες Έλληνες, και αυτό το πλήρωσαν ακριβά, και η Ελλάδα και οι Έλληνες.
Ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, που αποδείχτηκε ισάξιος του Εφιάλτη της αρχαίας Ελλάδας. Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση της αντιπολίτευσης που ανέλαβε αποδείχτηκε στο Μικρασιατικό ζήτημα πού χειρότερη από την προηγούμενή της, συνεχίζοντας την πολεμικές επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, της στιγμή που είχε υποσχεθεί προεκλογικά στον δυσαρεστημένο ελληνικό λαό ότι θα επέστρεφε από τον πόλεμο τους ταλαιπωρημένους στρατιώτες που πολεμούν από το πρώτο Βαλκανικό πόλεμο. Ένα μεγάλο λάθος της νέας κυβέρνησης ήταν η αντικατάσταση των αποδεδειγμένα, από τους επιτυχείς πολέμους ως εκείνη την στιγμή, ικανών στρατηγών του στρατού από άλλους δικούς της που δεν ήταν δοκιμασμένοι και έμπειροι στους πολέμους, αν και τον έλεγχο του στρατού στη Σμύρνη τον ανάθεσε στο Βασιλιά Κωνσταντίνο, που τον επανέφερε στο θρόνο.
Αυτή η αλλαγή είχε μεγάλη σημασία, γιατί ο ελληνικός στρατός τότε βασιζόταν κυρίως σε αξιωματικούς της προηγούμενης κυβέρνησης του Βενιζέλου και, μέσα στο κλίμα του εθνικού διχασμού, η αντικατάσταση των στρατηγών από βασιλικούς στρατηγούς δεν ήταν προς όφελος του, αλλά αποτελούσε συντελεστή αποδυνάμωσής του. Τότε μάλιστα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ακριβώς τη στιγμή που τον χρειαζόταν η Ελλάδα να την βοηθήσει με τις διπλωματικές ικανότητές του όπως μπορεί, έστω και εκτός βουλής, στο ζήτημα της μικρασιατικής εκστρατείας που εκείνος την ξεκίνησε, εφόσον δεν ήταν κυβερνήτης για να αποφασίζει ο ίδιος πια, την εγκατέλειψε φεύγοντας για το Παρίσι.
Η αντίστροφη μέτρηση στην πραγματικότητα είχε ήδη αρχίσει, με την Ελλάδα να χάνει σταδιακά την στήριξη των συμμάχων της Αντάντ, που είχε ως εκείνη τη στιγμή, οι οποίοι βρήκαν πρόφαση την αλλαγή της ελληνικής κυβέρνησης και την επάνοδο του Βασιλιά, για να αρχίσουν όχι μόνο να μας εγκαταλείπουν, αλλά και να τάσσονται μυστικώς στο πλευρό των ….ηττημένων αντιπάλων του πολέμου, των Τούρκων. Τα οφέλη τους, υποστηρίζοντας το συνεχώς όλο και περισσότερο καλά εδραιώμενο κίνημα των Νεότουρκων, με αρχηγό τον Κεμάλ και έδρα του την Άγκυρα, ήταν προφανή, αφού άρχισε να διαφαίνεται ότι σύντομα θα υπερίσχυε του Σουλτάνου, ιδρύοντας τουρκικό κράτος.
Πρώτοι αναχώρησαν από την Μικρά Ασία οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, σταματώντας οποιαδήποτε στήριξη στην Ελλάδα, ενώ αντιθέτως ενίσχυαν τον τουρκικό στρατό, ο οποίος, μετά και την λήξη του πολέμου με τη Ρωσία για τα εδάφη της Αρμενίας που απελευθέρωνε τις δυνάμεις του από εκεί, άρχισε να ενδυναμώνει πολύ. Τελευταίοι να στηρίζουν την Ελλάδα, εγκαταλείποντάς την αργότερα κι αυτοί, έμειναν οι Άγγλοι, που δεν την στήριζαν στρατιωτικά ή οικονομικά γιατί έτσι θα έρχονταν σε ρήξη με τους άλλους συμμάχους τους που είχαν αλλάξει πολιτική, αλλά, και αυτό βέβαια εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους, και όχι επειδή ενδιαφέρονταν για το συμφέρον της, απλά… συμφωνούσαν μαζί της και φρόντιζαν να ‘συμβουλεύουν’ την ελληνική κυβέρνηση, που τους άκουγε κατά γράμμα, μέχρι λίγο πριν …την καταστροφή. Και δεν έφταναν όλα αυτά, αλλά και στη Ρωσία οι ηγέτες του διεθνή κομμουνισμού που πήραν την εξουσία θεώρησαν ότι η ελληνική επιχείρηση στην Τουρκία, όπως και αυτή εναντίον τους στην Ουκρανία, είχε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και έγιναν βοηθοί του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος προκειμένου να αποτρέψει την επιτυχία της, στέλνοντας τόσο στρατιωτική, όσο και χρηματική βοήθεια.
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης |
Τελικά όμως, μετά την αποβίβαση του Βασιλιά Κωνσταντίνου στη Σμύρνη στη συμβολική ημερομηνία της 29 Μαΐου, της ημέρας της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ο ελληνικός στρατός μπόρεσε να προχωρήσει και στα τέλη Ιουλίου να βρίσκεται προ της Αλμυρής Ερήμου, η οποία οδηγεί προ των πυλών της Άγκυρας. Μετά από ευρεία στρατιωτική σύσκεψη που έγινε και την απόφαση που λήφθηκε για κατάληψη της Άγκυρας, με τη πεποίθηση ότι έτσι θα αναγκαστεί ο Κεμάλ να συνθηκολογήσει, η μεγάλη ελληνική στρατιά, αποτελούμενη από εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες, προέλασε μέσα από την Αλμυρή Έρημο κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου του καλοκαιριού, κινούμενη αντίθετα από τη κατεύθυνση των μικρασιατικών παράλιων, στα όποια βρίσκονταν ελληνικές δυνάμεις, με τις οποίες έπρεπε να βρίσκεται σε επαφή και να ανεφοδιάζεται από αυτές.
Τούρκοι τσέτες |
Επέλαση ελληνικού ιππικού |
Η μόνη προσπάθεια από την ελληνική πλευρά ήταν να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να μπορέσει έτσι να εκβιάσει τους Τούρκους και να αποτρέψει τον κίνδυνο που υπήρχε σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση. Όμως ακόμα και σε αυτή τη προσπάθειά της βρήκε εμπόδιο…τους συμμάχους της Αντάντ, και μάλιστα την Αγγλία που της το απαγόρευσε ρητά με τη μορφή απειλής. Βέβαια προτάθηκε στην ελληνική κυβέρνηση και η δημιουργία από τους ομογενείς του Πόντου δικού τους στρατού, επιστρατεύοντας τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, όπου το μόνο που χρειαζόταν από την Ελλάδα ήταν να τους προμηθεύσει με τους απαραίτητους αξιωματικούς, οι οποίοι υπήρχαν και ήταν πρόθυμοι να προσφερθούν, και έτσι σε περίπτωση αποτυχίας του Μικρασιατικής Εκστρατείας , να μπορέσουν μετά να αντισταθούν και να σταματήσουν τη μανία των Τούρκων χωρίς να τους παραδοθούν ανυπεράσπιστοι, και να επιδιώξουν την αυτονομία τους. Όμως η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε σε μια τέτοια προσπάθεια, δίνοντας την εντύπωση ότι μια τέτοια ιδέα αυτονόμησης των Ποντίων χωρίς να εμπλέκεται η Ελλάδα, δεν την έβρισκε σύμφωνη. Μάλιστα κάποιοι, όπως ο αρμοστής της Σμύρνης, έκαναν και τα πάντα να αποτρέψουν την πραγματοποίηση αυτής της πρότασης, που ίσως και να είχε τελικά αποβεί σωτήρια για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
συνεχίζεται
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου