– Γέροντα, τί θὰ μὲ βοηθήση νὰ μὴν κατακρίνω; – Ὅλα εἶναι πάντοτε ἔτσι ὅπως τὰ σκέφτεσαι ἐσύ;
– Ὄχι, Γέροντα.
– Ἔ, τότε νὰ λές: «Δὲν σκέφτομαι πάντοτε σωστά· πολλὲς φορὲς κάνω λάθος. Νά, στὴν τάδε περίπτωση σκέφθηκα ἔτσι καὶ βγῆκε ὅτι εἶχα ἄδικο. Στὴν τάδε περίπτωση ἔκρινα καὶ ἔπεσα ἔξω, ὁπότε τὸν ἀδίκησα τὸν ἄλλον. Ἑπομένως δὲν πρέπει νὰ ἀκούω τὸν λογισμό μου». Ὁ καθένας μας λίγο–πολὺ ἔχει περιπτώσεις ποὺ ἔπεσε ἔξω στὴν κρίση του. Ἂν φέρη στὸν νοῦ του τὶς περιπτώσεις ποὺ ἔκρινε καὶ ἔπεσε ἔξω, τότε θὰ ἀποφεύγη τὴν κατάκριση. Ἀλλὰ καὶ μιὰ φορὰ νὰ μὴν ἔπεσε ἔξω καὶ νὰ εἶχε δίκαιο, ποῦ ξέρει τὰ ἐλατήρια τοῦ ἄλλου; Ξέρει πῶς ἔγινε κάτι; Νὰ μὴ βγάζουμε εὔκολα συμπεράσματα.
Κι ἐγώ, ὅταν ἤμουν νέος, εἶχα τὴν κατάκριση ψωμοτύρι. Ἐπειδὴ ζοῦσα λίγο προσεκτικὰ καὶ εἶχα μιὰ ψευτοευλάβεια, ὅ,τι μοῦ φαινόταν στραβό, τὸ ἔκρινα. Γιατί, ὅταν στὸν κόσμο ζῆ κανεὶς λίγο πνευματικά, μπορεῖ νὰ βλέπη πολλὰ κουσούρια στοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴ βλέπη ἀρετές. Ἐκείνους ποὺ καλλιεργοῦν τὴν ἀρετὴ μπορεῖ νὰ μὴ τοὺς βλέπει, γιατὶ ζοῦν στὴν ἀφάνεια, ἀλλὰ νὰ βλέπη τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἀταξίες καὶ νὰ τοὺς κατακρίνη. «Αὐτός, λέει, κάνει ἔτσι, ἐκεῖνος περπατάει ἔτσι, ὁ ἄλλος κοιτάζει ἔτσι...».
Ξέρετε τί εἶχα πάθει μιὰ φορά; Εἴχαμε πάει μὲ ἕναν γνωστό μου νὰ λειτουργηθοῦμε σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Μονοδένδρι, ἐννιὰ ὧρες περίπου μακριὰ ἀπὸ τὴν Κόνιτσα. Ὅταν μπήκαμε στὸν ναό, ὁ γνωστός μου στάθηκε στὸ ἀναλόγιο, γιὰ νὰ ψάλη, καὶ ἐγὼ πῆγα στὸ στασίδι πίσω ἀπὸ τὸν ψάλτη· παρακολουθοῦσα κι ἔψελνα σιγανά.
Κάποια στιγμὴ ἦρθε μιὰ γυναίκα μὲ μαῦρα, σχετικὰ νέα, στάθηκε δίπλα μου καὶ συνέχεια μὲ κοιτοῦσε. Μὲ κοιτοῦσε, ἔκανε τὸν σταυρό της· μὲ κοιτοῦσε, ἔκανε τὸν σταυρό της... Εἶχα ἀγανακτήσει. «Βρέ, παιδάκι μου, ἔλεγα μέσα μου, τί σόι ἄνθρωπος εἶναι αὐτή; Μέσα στὸν κόσμο, μέσα στὴν ἐκκλησία, τί κοιτάζει ἔτσι;».
Ἐγὼ τὶς ἀδελφές μου, ὅταν περνοῦσαν στὸν δρόμο δίπλα μου, δὲν τὶς ἔβλεπα. Πήγαιναν μετὰ στὸ σπίτι καὶ ἔκαναν παράπονα στὴν μάνα μας: «Μὲ εἶδε ὁ Ἀρσένιος[1], ἔλεγαν, καὶ δὲν μοῦ μίλησε!». «Καλά, μοῦ ἔλεγε μετὰ ἡ μητέρα μου, βλέπεις τὶς ἀδελφές σου στὸν δρόμο καὶ δὲν τὶς μιλᾶς;». «Ἐγὼ θὰ κοιτάζω ἂν αὐτὴ ποὺ περνάει δίπλα μου εἶναι ἡ ἀδελφή μου; τῆς ἔλεγα. Ἕνα σωρὸ σόι ἔχουμε[2]. Αὐτὸ θὰ κάνω;». Θέλω νὰ πῶ, εἶχα κάτι τέτοιες ἀκρότητες. Νὰ περνᾶ τώρα δίπλα σου ἡ ἀδελφή σου καὶ νὰ μὴν τῆς μιλᾶς! Τέλος πάντων... Μόλις λοιπὸν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, πῆγε αὐτὴ ἡ μαυροφόρα καὶ παρακάλεσε τὸν ἱερέα νὰ μοῦ πῆ νὰ πάω στὸ σπίτι της, γιατὶ ἔμοιαζα πολὺ μὲ τὸ παιδί της ποὺ εἶχε σκοτωθῆ στὸν πόλεμο! Ὅταν πῆγα στὸ σπίτι της, εἶδα τὴν φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ της· πραγματικά, μοιάζαμε σὰν ἀδέλφια! Αὐτὴ ἡ καημένη μὲ κοιτοῦσε μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἔκανε τὸν σταυρό της σὰν νὰ ἔβλεπε τὸ παιδί της. Κι ἐγὼ ἔλεγα: «Τὴν ἀθεόφοβη, μέσα στὴν ἐκκλησία πῶς κοιτάζει!». Ὤ, μετὰ ξέρετε πῶς μὲ εἶχε λειώσει αὐτὸ τὸ περιστατικό; «Γιὰ δές, εἶπα, ἐσὺ νὰ ἔχης τέτοιους λογισμούς, ὅτι ποιός ξέρει τί γυναίκα εἶναι καὶ μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία νὰ μὴ ντρέπεται καθόλου..., καὶ αὐτὴ ἡ φουκαριάρα νὰ ἔχη χάσει τὸ παιδί της καὶ νὰ ἔχη τὸν καημό της!».
Μιὰ ἄλλη φορὰ κατέκρινα τὸν ἀδελφό μου ποὺ ἦταν φαντάρος. Μοῦ ἔστειλε μήνυμα ὁ σιτιστής: «Ἔδωσα στὸν ἀδελφό σου δύο μπετόνια μὲ λάδι· τί ἔγιναν τὰ μπετόνια;». «Μά, αὐτὸς ἐκεῖ πέρα, εἶπα, ἔφερνε στὸ σπίτι τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς φιλοξενούσαμε, τώρα πῶς τὄκανε αὐτό, νὰ πάρη λάδι ἀπὸ τὸν στρατό;». Ὁπότε πιάνω καὶ γράφω στὸν ἀδελφό μου ἀγανακτισμένος ἕνα γράμμα... Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντάει: «Τὰ μπετόνια νὰ τὰ ζητήσης ἀπὸ τὴν νεωκόρο τῆς κάτω ἐκκλησίας»!
Αὐτὸς τὸ λάδι τὸ εἶχε στείλει στὴν ἐκκλησία τῆς κάτω Κόνιτσας, γιατὶ ἦταν φτωχή. «Χρόνια πολλά, εἶπα τότε στὸν ἑαυτό μου. Τὴν ἄλλη φορὰ κατέκρινες ἐκείνη τὴν φουκαριάρα· τώρα τὸν ἀδελφό σου. Ἄλλη φορὰ τίποτε-τίποτε!». Θέλω νὰ πῶ, ὅταν εἶδα ὅτι ἔπεφτα ἔξω στὶς κρίσεις μου, ἐξέταζα τὸν ἑαυτό μου: «Στὴν τάδε περίπτωση εἶχα πεῖ γιὰ τὸν ἄλλον ὅτι ἐνήργησε ἔτσι, ἀλλὰ τὰ πράγματα ἦταν διαφορετικά. Ἄλλη φορὰ ἄλλο συμπέρασμα εἶχα βγάλει κι ἀλλιῶς ἦταν». Ἔτσι ἔβαλα τὸν ἑαυτό μου στὴν θέση του. «Ἄλλη φορά, εἶπα, δὲν θὰ κρίνης καθόλου. Τελεία-παύλα! Εἶσαι στραβὸς καὶ ὅλα στραβὰ καὶ ἀνάποδα τὰ βλέπεις. Κοίταξε νὰ γίνης σωστὸς ἄνθρωπος». Καὶ μετά, ὅταν μοῦ φαινόταν κάτι στραβό, ἔλεγα: «Κάτι καλὸ θὰ εἶναι, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὸ καταλαβαίνω· ὅσες φορὲς ἔβαλα ἀριστερὸ λογισμό, ἔπεσα ἔξω». Ὅταν πλέον σιχάθηκα τὸν ἑαυτό μου, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ὅλους τοὺς δικαιολογοῦσα· γιὰ τοὺς ἄλλους ἔβρισκα πάντα ἐλαφρυντικὰ καὶ μόνον τὸν ἑαυτό μου κατέκρινα. Ἀλλά, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του, ὅλα τὰ περνάει ἀπαρατήρητα καὶ μετὰ στὴν Κρίση θὰ εἶναι ἀναπολόγητος.
Θέλει παλληκαριά, γιὰ νὰ κοπῆ ἡ κατάκριση[3].
Λοιπόν:
Καλὴ Ἀρχή. STOP.
STOP τῶν κριτικῶν λογισμῶν. Ἀμήν.
Καλὴ ἐξάγνιση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε' «Πάθη καὶ άρετές»
Σημειώσεις
[1] Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα τοῦ Γέροντα.
[2] Ὁ Γέροντας εἶχε ἑπτὰ ἀδέλφια. Αὐτὴν τὴν ἐποχὴ οἱ τρεῖς μεγαλύτερες ἀδελφές του εἶχαν ἤδη δημιουργήσει οἰκογένεια.
[3] Ὁ Γέροντας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα ὑπὸ τύπον τηλεγραφήματος πρὸς δόκιμη ἀδελφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου