βαρέθηκε να μην τη λένε πια των ανθρώπων τα χείλη
κι όσο απομακρύνεται πάλι στα ίδια γυρνά
λες κι ο δρόμος έχει σταματήσει να προχωρά.
από καιρό αρχινισμένα
μες τα δύο τα χέρια κρύβει το πρόσωπό της
να μην βλέπει τους καθρέφτες των ματιών της.
πρέπει ο κόσμος να τη δει.
Αδιάφορα την προσπερνούν
και για πραγματική δεν τη θωρούν.
μα ξαφνικά το μετανιώνει.
Ένας είναι ο τρόπος
όταν δεν υπάρχει πια άλλος δρόμος.
δυο ρυάκια τ’ αυλακώνουν
που ξεχειλίζουν
και σπεύδουν όλους να συνετίσουν.
ο χρόνος δε γυρίζει πια
και σπεύδουν τα παιδιά να δουν
πού έφταιξαν και να ξεφύγουν δε μπορούν.
πώς και την αγνοούσαν μέχρι αυτή τη στιγμή;
Τώρα τη βλέπουν καθαρά
και για το παρελθόν μετανιώνουν πικρά.
στο τέλος θα τη δουν,
θα τους γνέφει λυπημένη
που την άφησαν να περιμένει.
αυτή που πέφτει θύμα πιο συχνά,
μα η Νέμεσις στο τέλος θα’ ρθεί
να φανερώσει την αλήθεια που’ χει φιμωθεί.
του Άπειρου Θεού το δωρητήριο.
Οι άνθρωποι την αλήθεια να ομολογούν
και στο δρόμο του Χριστού θα ξαναβρεθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου