παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα.
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα.
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα.
κι η δόλια η αδερφή μου
μωρέ παιδιά καημένα
κι η δόλια η αδερφή μου
κι ας είστε λερωμένα.
πως είμαι σκοτωμένος
μωρέ παιδιά καημένα
πως είμαι σκοτωμένος
κι ας είστε λερωμένα.
τη μαύρη γη πως πήρα
μωρέ παιδιά καημένα
τη μαύρη γη πως πήρα
κι ας είστε λερωμένα.
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια.
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι
πόχουν τα ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε
νοπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι
καβάλα βγήκαν κι έκατσαν στης εκκλησιάς την πόρτα
κι εκεί τους ήρθε η γραφή πικρή φαρμακωμένη
κι απόξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
τ’ αδέρφια σας σκοτώθηκαν στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλι
τους πρόδωσ’ ο καλόγερος από το μοναστήρι.
Αστέ παιδιά να φύγουμε στον τόπο μας να πάμε
γιατί μας πλάκωσε η Τουρκιά, οι Αρβανιταράδες.
έχε γεια γλυκιά ζωή
κι εσύ δύστυχη πατρίδα
έχε γεια παντοτινή
έχετε γεια βρυσούλες
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει.
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα μαχαίρια.
το βράδυ καραούλι.
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενούν δικά μας.
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα.
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρωμά’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
«Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
Κλαίνε μαννούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ’ ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».
κι εσείς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ίσκιους.
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
αφήνω γειά στους σταυραετούς και σ’ όλα τα ξεφτέρια.
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
που μου ‘φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι.
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα `χαμε,
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.
Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά’ χης τ’ αρματολίκι.»
– «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,
να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου…
στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν,
μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμi
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα.
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-”Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ από ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν’ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαίς τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;»
κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει![16]
Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.[30]
άδικα λόγια μεν χάννεις κι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ι σβήσεις;
Φώναξε του τζελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!
Θεέ, που νάκραν δεν έχεις ποττέ στην καλωσύνην,
λυπήθου μας και δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου