Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ιστορικοί που μελετούν την βυζαντινή εποχή, μιλούν για Έλληνες και Ελλάδα και χρησιμοποιούν το επίθετο «ελληνικός» για να την χαρακτηρίσουν.
Αυτό αποδεικνύει όχι μόνον την ύπαρξη και την συνέχεια του Ελληνικού Έθνους πολύ πριν την σύσταση του Ελληνικού Κράτους των νεοτέρων χρόνων (1830), που σχηματίστηκε μετά την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την Ελληνικότητα της Αυτοκρατορίας, που ήκμασε για 1.000 περίπου χρόνια - η μακροβιότερη Αυτοκρατορία στην Ιστορία!!! - οπότε μιλούμε σαφώς για ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ.
Όλως ενδεικτικώς παρατίθενται τα εξής, επισημαίνεται δε ότι σκοπίμως επελέγησαν ξένοι και όχι Έλληνες ιστορικοί, για να μην θεωρηθεί ότι Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, είχαν λόγους στην εποχή τους να επικαλεσθούν την συνέχεια του Ελληνικού Έθνους:
Φίνλεϋ (Finlay):
«Μέχρι τα μέσα τού 19ου αιώνα δεν παρουσιάστηκαν σοβαρά έργα σχετικά με την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η μελέτη τού Βυζαντίου προήχθη όμως πάρα πολύ με το έργο τού Άγγλου ιστορικού Τζωρτζ Φίνλεϋ: «Ιστορία της Ελλάδος από την Εποχή της Κυριαρχίας των Ρωμαίων μέχρι την εποχή μας (146 π.Χ. -1864 μ.Χ.)». Όπως ο Γίββων, ο Φίνλεϋ άφησε μια αυτοβιογραφία, η οποία φωτίζει τα γεγονότα τής γεμάτης ενδιαφέρον ζωής του που τόσο επηρέασαν το έργο του. Γεννήθηκε στην Αγγλία το 1799 και πήρε την βασική του εκπαίδευση εκεί. Αργότερα, έχοντας διαλέξει το δικηγορικό επάγγελμα για καριέρα του, πήγε στη γερμανική πόλη Γκέτινγκεν να συμπληρώσει τις μελέτες του στο Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Καθώς ο νεαρός Φίνλεϋ άφηνε τον θείο του, ο τελευταίος τού είπε: «Λοιπόν, ελπίζω να σπουδάσεις καλά Ρωμαϊκό Δίκαιο, αλλά υποθέτω ότι, πριν σέ δω πάλι, θα έχεις επισκεφθεί τους Έλληνες». Τα λόγια αυτά αποδείχθηκαν προφητικά. Η Ελληνική Επανάσταση, που ξέσπασε την εποχή αυτή, είλκυσε την προσοχή της Ευρώπης. Αντί να σπουδάσει με επιμέλεια Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο Φίνλεϋ διάβασε προσεκτικά την ιστορία της Ελλάδος, σπούδασε την ελληνική γλώσσα και, το 1823, αποφάσισε να επισκεφθεί την Ελλάδα για να γνωρίσει τη ζωή της και τον λαό της. Επίσης επιθυμούσε να διαπιστώσει ο ίδιος τί πιθανότητες επιτυχίας είχε η Ελληνική Επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, το 1823 και το 1824, συχνά συναντούσε τον Λόρδο Βύρωνα, που είχε έλθει στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στο έργο της Εθνικής Απελευθερώσεως και που πέθανε εκεί τόσο πρόωρα. Το 1827, ύστερα από μια σύντομη επίσκεψη στην Αγγλία, ο Φίνλεϋ γύρισε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος στο έργο της αποστολής τού στρατηγού Γκόρντον (Gordon), για τη λύση της πολιορκίας των Αθηνών. Κατά τον Φίνλεϋ, η άφιξη τού Καποδίστρια, ως Κυβερνήτη της Ελλάδος, και η προστασία των τριών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, υποσχόταν στους Έλληνες μια περίοδο ειρηνικής προόδου. Φιλέλληνας εκ πεποιθήσεως και πιστεύοντας στο μέλλον τού νέου κράτους, ο Φίνλεϋ κατελήφθη από τέτοιο πάθος για την Ελλάδα, ώστε αποφάσισε να μείνει μονίμως σ' αυτήν. Αγόρασε ένα κτήμα και ξόδεψε όλα του τα χρήματα για την ανάπτυξή του. Την εποχή αυτή ακριβώς αποφάσισε να γράψει μια ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, για την προετοιμασία της οποίας άρχισε να σπουδάζει το παρελθόν της χώρας. Βαθμιαίως άρχισε να εμφανίζει σειρά έργων σχετικών με την Ελληνική Ιστορία. Η Ελλάς υπό τους Ρωμαίους — καλύπτουσα γεγονότα από το 146 π.Χ. μέχρι το 717 μ.Χ. — εκδόθηκε το 1844.
Δέκα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε η Ιστορία της Βυζαντινής και Ελληνικής Αυτοκρατορίας (716-1453). Το βιβλίο αυτό ακολούθησαν άλλα δύο έργα σχετικά με τη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Αργότερα μελέτησε προσεκτικά όλα του τα έργα και αποφάσισε να τα ετοιμάσει για μια καινούργια έκδοση. Αλλά πριν τελειώσει την προσπάθειά του αυτή πέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1875. Το γενικό του έργο, Ιστορία της Ελλάδος από την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους μέχρι την εποχή μας (146 π.Χ. - 1864 μ.Χ), εκδόθηκε το 1877 σε μια επτάτομη έκδοση από τον Χ. Φ. Τόζερ (Η. F. Tozer), που περιέλαβε την αυτοβιογραφία τού Φίνλεϋ στην αρχή τού πρώτου τόμου. Η τελευταία αυτή έκδοση χρησιμοποιείται και σήμερα ακόμη.
Κατά τον Φίνλεϋ η ιστορία της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια είκοσι αιώνων ξένων κατακτήσεων, παρουσιάζει τον υποβιβασμό και τις συμφορές ενός Έθνους που έζησε το ανώτατο όριο πολιτισμού στον αρχαίο κόσμο. Εν τούτοις όμως ούτε ο εθνικός του χαρακτήρας εξαλείφθηκε ούτε οι εθνικές φιλοδοξίες του έσβησαν. Οι ιστορικοί δεν πρέπει ν' αγνοούν την ιστορία ενός λαού που ύστερα από τόσες περιπέτειες είχε ακόμη τη δύναμη να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη χώρα. Όπως παρατηρεί ο Φίνλεϋ, οι συνθήκες της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας δουλείας της, δεν συνετέλεσαν στον εκφυλισμό της κάτω από τους Ρωμαίους και αργότερα κάτω από τους Οθωμανούς, οι Έλληνες σχημάτισαν μονάχα ένα ασήμαντο μέρος μια μεγάλης Αυτοκρατορίας. Ο μη φιλοπόλεμος χαρακτήρας τους έδινε μικρή αξία, από πολιτικής απόψεως, και πολλές από τις μεγάλες μεταβολές και επαναστάσεις, που έλαβαν χώρα στις επικράτειες των αυτοκρατόρων και των σουλτάνων, δεν επηρέασαν, απευθείας, την Ελλάδα. Ούτε η γενική Ιστορία της Ρώμης, ούτε η Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούν τμήμα της Ελληνικής Ιστορίας. Υπό τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί τότε οι Έλληνες γνώριζαν καλά την Αυτοκρατορία τους. Οι διαφορές, ως προς την πολιτική θέση του Έθνους, κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών, απαιτούν, εκ μέρους των ιστορικών, διαφορετική μεταχείριση για την εξήγηση των χαρακτηριστικών τους. Ο Φίνλεϋ διήρεσε την ιστορία των Ελλήνων σε έξι περιόδους:
1) Την εποχή της Ρωμαϊκής Κυριαρχίας, η οποία τέλειωσε στις αρχές του 8ου αιώνα με την άνοδο τού Λέοντος τού Ισαύρου, που έδωσε νέο χαρακτήρα στη διοίκηση της Κωνσταντινουπόλεως
2) Την δεύτερη περίοδο που περιλαμβάνει την ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας — στη νέα της μορφή — υπό τον τίτλο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα παραδείγματα αυτού τού Δεσποτισμού — τροποποιημένου, ανανεωμένου και ενισχυμένου από τους Εικονομάχους Αυτοκράτορες — αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και διδακτικά μαθήματα στην ιστορία των μοναρχικών καθεστώτων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η ιστορία των Ελλήνων είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την Αυτοκρατορία, ώστε να μπορεί η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να αποτελεί τμήμα της ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους. Η Βυζαντινή Ιστορία αρχίζει από την άνοδο τού Λέοντος τού Ισαύρου, το 716, και τελειώνει με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204.
3) Μετά την καταστροφή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική Ιστορία διαιρείται σε διάφορα μέρη. Οι εξόριστοι Ελληνο-Ρωμαίοι της Κωνσταντινουπόλεως πήγαν στην Ασία και δημιούργησαν την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια, απ' όπου επεξέτειναν την αυτοκρατορική διοίκηση σε μερικές επαρχίες, συμφωνά με παλαιά πρότυπα και με παλαιά ονόματα. Μέσα σε λιγότερα από εξήντα χρόνια, επανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη. Αλλά αν και η διοίκηση, την οποία εγκαθίδρυσαν, κράτησε τον περήφανο τίτλο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν μόνο ένα πολύ φτωχό ομοίωμα βυζαντινής πολιτείας. Την τρίτη αυτή περίοδο ο Φίνλεϋ την ονομάζει Ελληνική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Η ασθενική της ύπαρξη έπαψε να υφίσταται το 1453, όταν οι Οθωμανοί πήραν την Κωνσταντινούπολη.
4) Όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μοίρασαν τις κτήσεις τους με τους Ενετούς και ίδρυσαν την Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας με φεουδαλικές ηγεμονίες στην Ελλάδα. Η κυριαρχία των Λατίνων σηματοδότησε την παρακμή της ελληνικής επιρροής στην Ανατολή και προκάλεσε μια γρήγορη ελάττωση τού πλούτου και τού πληθυσμού τού Ελληνικού Έθνους. Η περίοδος αυτή αρχίζει με την κατάκτηση από τους σταυροφόρους της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 και τελειώνει με την κατάληψη της Νάξου από τους Οθωμανούς το 1566.
5) Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 προκάλεσε την ίδρυση ενός νέου Ελληνικού Κράτους, στις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ονομάστηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος και που αποτελεί ένα αξιοπερίεργο επεισόδιο της Ελληνικής Ιστορίας. Η διοίκησή του μοιάζει με τις μοναρχίες της Γεωργίας και της Αρμενίας, πράγμα που δείχνει την επίδραση ασιατικών μάλλον παρά ευρωπαϊκών τρόπων. Δυόμισυ αιώνες άσκησε αξιόλογη επιρροή με βάση κυρίως την εμπορική της θέση και όχι την πολιτική της δύναμη ή τον Ελληνικό Πολιτισμό. Είχε πολύ μικρή επίδραση στο μέλλον της Ελλάδος και η κατάκτησή της το 1461 δεν είχε μεγάλο αντίκτυπο.
6) Η έκτη και τελευταία περίοδος της ιστορίας της Ελλάδος, υπό ξένους κατακτητές, αρχίζει το 1453 και τελειώνει το 1821. Περιλαμβάνει δε την κυριαρχία τών Οθωμανών και την πρόσκαιρη κατοχή της Πελοποννήσου από την Ενετική Δημοκρατία, από το 1685 μέχρι το 1715…» (σ.25 επ.).
Μοντεσκιέ:
Αρχίζει να ονομάζει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «Ελληνική Αυτοκρατορία», από το δεύτερο ήμισυ τού 6ου αιώνα (σελ. 18).
Χοπφ:
Το πιο αξιόλογο έργο του είναι η Ιστορία της Ελλάδος από τις αρχές τον Μεσαίωνα ώς τη σύγχρονη εποχή (Geschichte Griechenlands vom Beginne der Mittelalters bis auf die neuere Zeit, 1867-1868). To έργο αυτό, και ειδικότερα τα μέρη που στηρίζονται στα χειρόγραφα που συνέλεξε ο ίδιος, δείχνει την ευρεία επαφή τού συγγραφέα με τις πρωτότυπες πηγές.
Αφιέρωσε το περισσότερο μέρος τού βιβλίου του στην περίοδο της κυριαρχίας των Φράγκων στην Ανατολή, στηρίζοντας την αφήγησή του σε πλήθος αρχειακού υλικού. Πρώτος αυτός έδωσε λεπτομερή περιγραφή της εξωτερικής ιστορίας αυτής τής κυριαρχίας, όχι μόνο στα σημαντικά κέντρα αλλά, επίσης, και στα μικρά νησιά τού Αιγαίου Πελάγους. Δεν εκδόθηκαν όλα τα χειρόγραφα που συνέλεξε ο Χοπφ. Επομένως ορισμένα μέρη τού βιβλίου του, που στηρίχθηκαν σ' αυτά, μπορούν να θεωρηθούν ως πρωτότυπες πηγές.
Η ιστορία του Χοπφ αναλύει, με λεπτομέρειες, το ζήτημα των Σλάβων στην Ελλάδα. Παραθέτει γεγονότα και επιχειρήματα κατά της γνωστής θεωρίας τού Φαλλμεράυερ, που υποστήριζε ότι το αίμα των σύγχρονων Ελλήνων δεν περιέχει ούτε σταγόνα από το αρχαίο ελληνικό αίμα και ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των Σλάβων και των Αλβανών που εισέβαλαν στην Ελλάδα τον Μεσαίωνα. Δυστυχώς σημαντικές μελέτες του Χοπφ δημοσιεύθηκαν στην παλαιά Γενική Εγκυκλοπαίδεια των Τεχνών και Επιστημών (Ersch - Gruber, Ailgemeine EncyklopSdie der Wissenschaften und Ktfnste, τόμοι LXXXV και LXXXVI), η οποία είχε πολύ περιορισμένη κυκλοφορία.
Αυτή, η μη ικανοποιητική έκδοση, στερείται index και πίνακα περιεχομένων. Επί πλέον το βιβλίο δεν είχε τελείως συμπληρωθεί από τον συγγραφέα, το υλικό είναι διαρθρωμένο χωρίς κανένα σχέδιο και το ύφος είναι στεγνό και βαρύ.
Αλλά η παράθεση ογκώδους νέου και ανέκδοτου υλικού παρουσιάζει τελείως νέες σελίδες της Ελληνικής Μεσαιωνικής Ιστορίας, κατά την διάρκεια της περιόδου της κυριαρχίας των Φράγκων. Τώρα οι χειρόγραφοι θησαυροί τού Χοπφ βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη τού Βερολίνου και αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς (σελ. 31-32).
Γιόργκα (Ν. Iorga):
Το 1934 ο Ρουμάνος ιστορικός Ν. Γιόργκα δημοσίευσε, στα Γαλλικά, την Ιστορία της ζωής τού Βυζαντίου: Αυτοκρατορία και Πολιτισμός (Histoire de la vie Byzantine. Empire et civilisation). Ο συγγραφέας διαιρεί την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε τρεις περιόδους:
(1) Από τον Ιουστινιανό μέχρι τον θάνατο τού Ηρακλείου, «η οικουμενική αυτοκρατορία» (l'empire oecuménique).
(2) Από την εποχή τού Ηρακλείου μέχρι τους Κομνηνούς, «η μέση αυτοκρατορία του Ελληνικού Πολιτισμού» (l'empire moyen de civilisation hellénique). Και
(3) την περίοδο των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, «Η αυτοκρατορία της λατινικής διείσδυσης» (l'empire de penetration latine) (σελ. 41).
Ο Βασίλιεφ, αναφερόμενος στην κατάσταση κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής της αυτοκρατορίας, μιλάει ξεκάθαρα για ΕΛΛΑΔΑ και ΕΛΛΗΝΕΣ:
Αναφέρει επί λέξει:
«…Είναι φανερό ότι η Πελοπόννησος αποτελούσε το πιο αξιόλογο τμήμα των Ελληνικών κτήσεων. Τότε διαπίστωσαν ότι η Πελοπόννησος ήταν μια παλαιά και γνήσια Ελληνική περιοχή και ότι οι κάτοικοι ήσαν πραγματικοί Έλληνες και όχι Ρωμαίοι…
Ενώ η Βόρειος Ελλάς είχε ήδη γίνει βορά των εχθρών και όλη η υπόλοιπη αρχαία Ελλάς ήτο έτοιμη να δεχθή τον ζυγό των Τούρκων, στην Πελοπόννησο εδημιουργήθη ένα κέντρο εθνικού πνεύματος και Ελληνικού πατριωτισμού, ο οποίος ευρίσκετο κάτω από την επιρροή ενός απατηλού, από ιστορικής πλευράς, ονείρου για την αναγέννησι της Αυτοκρατορίας και την αντιμετώπιση του πανίσχυρου Οθωμανικού Κράτους.
Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, η Πελοπόννησος (Μορέας) περιήλθε στην εξουσία των Λατίνων. Στις αρχές της βασιλείας του αποκαταστάτου της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, ο πρίγκηψ της Αχαΐας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Έλληνες και έδωσε ως λύτρα τρία οχυρά: την Μονεμβασία, την Μαιναλία και τον Μυστρά. Δεδομένου ότι η δύναμη των Ελλήνων στην Πελοπόννησο ηύξανε σιγά αλλά σταθερά εις βάρος των κτήσεων των Λατίνων, η Βυζαντινή επαρχία που είχε σχηματισθή εκεί, έγινε κατά τα μέσα του 14ου αιώνος, τόσον αξιόλογη ώστε αναδιωργανώθη σαν ανεξάρτητο Δεσποτάτο, το οποίον εδιοικείτο από τον δεύτερο υιό του Αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως, που ήτο τρόπον τινά, αντιβασιλεύς του Αυτοκράτορος στην Πελοπόννησο» (σελ. 792).
Ήταν Eλληνική Αυτοκρατορία, λοιπόν, η λεγομένη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η λεγομένη από τους Δυτικούς και Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πάλι από το ελληνικό όνομα, του αρχαίου Έλληνα οικιστή αποικίας κοντά στην Κωνσταντινούπολη, του Βύζαντα, από τα Μέγαρα Αττικής, που πρώτος είδε την γεωστρατηγική σπουδαιότητα αυτού του τόπου…
Ελληνικό ήταν, λοιπόν, με τα καλά του, και τα κακά του...
Όσοι διαδίδουν το αντίθετο, συνεισφέρουν - άθελά τους ή ηθελημένα - στις θεωρίες περί ασυνέχειας του ελληνικού έθνους...
Πάντα οι Έλληνες παρόντες λοιπόν….
Η Ελλάς ήταν πάντα το κέντρο του κόσμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλος ο κόσμος λέγει ΔΥΣΗ ό,τι είναι δυτικότερα της Ελλάδος, και ΑΝΑΤΟΛΗ ό,τι είναι ανατολικότερα της Ελλάδος...
ΠΗΓΗ: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ» στο έργο του A. A. VASILIEV «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ», εκδ. «Πελεκάνος», 2006. Γ. , από όπου και η αναφορά στις σελίδες.
Λεκάκης «Κωνσταντινούπολη και Αγία Πετρούπολη».
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.5.2020. Ανθολόγηση: Μ. Βεργου. ΣΧΟΛΙΑ: Γ. Λεκακης
ΣΧΟΛΙΟ
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε την θέση του κορυφαίου Βυζαντινολόγου Σερ Στήβεν Ρανσιμαν περί του πόσο Ελληνες ήταν οι Μεσαιωνικοί πρόγονοί μας που οι δυτικοί ονόμασαν Βυζαντινούς...
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:
— Υπάρχει εδώ και καιρό ένας διάλογος ανοικτός στην Ελλάδα. Υπάρχουν σύγχρονοι Έλληνες διανοούμενοι που υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα, ότι δε δημιούργησε τίποτε, ότι είχε σχολιαστές των γραφών κι όχι διανοούμενους. Με μια φράση «δεν ήταν και τίποτε αξιομνημόνευτο».
ΣΡ: Νομίζω ότι αυτοί οι Έλληνες είναι πολύ άδικοι με τους βυζαντινούς τους προγόνους. Δεν ήταν μια κοινωνία χωρίς διανοούμενους -αρκεί να δεις τη δουλειά και την πρόοδο της βυζαντινής ιατρικής. Μπορεί να μη συμπαθεί κάποιος τη θρησκεία, αλλά μερικοί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως οι Καπαδόκες πατέρες, και πολλοί ακόμη, ως το Γρηγόριο τον Παλαμά, ήταν άνθρωποι μοναδικής πνευματικότητας... Υπήρχε έντονη διανόηση και πνευματική ζωή στο Βυζάντιο. Κυρίως δε, στο τέλος των βυζαντινών χρόνων, π.χ. στην Παλαιολόγεια περίοδο. Είναι αρκετά περίεργο πως, την ώρα που η αυτοκρατορία συρρικνώνονταν η διανόηση ήταν πιο ανθηρή από ποτέ.
— Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το Βυζάντιο δεν ήταν Ελληνικό και δεν αποτέλεσε κανενός είδους συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας. Δεν είχε δημοκρατία, ή έστω δημοκρατικούς θεσμούς.
ΣΡ: Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους Βυζαντινούς. Μέσα στο χρόνο, μες στους αιώνες, οι φυλές δε μένουν καθαρές, υπάρχουν όμως ορισμένα χαρακτηριστικά των πολιτισμών που παραμένουν εθνικά. Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα -που άλλαξε λίγο, αλλά οι γλώσσες αλλάζουν- ενδιαφέρονταν για τη φιλοσοφία και τη φιλοσοφική ζωή πάρα πολύ, ήταν μεν υπήκοοι ενός αυτοκράτορα, αλλά αυτός ο αυτοκράτορας έπρεπε να φέρεται σωστά, γιατί γίνονταν εύκολα λαϊκές εξεγέρσεις. Το χειρότερο που θα μπορούσαν να πουν για το Βυζάντιο είναι πως ήταν, μάλλον, ένα γραφειοκρατικό κράτος. Όμως είχε μια πολύ μορφωμένη γραφειοκρατία, πολύ πιο μορφωμένη από τους γραφειοκράτες του σημερινού κόσμου. Και, τι εννοείτε με τη λέξη «δημοκρατία»; Ήταν όλη η αρχαία Ελλάδα δημοκρατική; Οχι. Θα έλεγα στους Έλληνες που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, να διαβάσουν την ίδια τους την ιστορία, ειδικότερα της κλασσικής Ελλάδας. Εκεί, θα βρουν πολλά να κατακρίνουν... Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει «δημοκρατία». Στα περισσότερα μέρη του κόσμου σήμερα, δημοκρατία σημαίνει να σε κυβερνούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι εφημερίδες, η τηλεόραση. Διότι, είναι θεμιτό να έχουμε αυτό που ονομάζεται «λαϊκή ψήφος» αλλά, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρίνουν μόνοι τους -κι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στο σύγχρονο κόσμο που δε σκέφτονται- τότε μεταφέρουν την εξουσία στα χέρια όσων κατέχουν τα ΜΜΕ, οι οποίοι, με τη δύναμη που έχουν, θα έπρεπε να επιλέξουν το δύσκολο δρόμο και να μορφώσουν όλο τον κόσμο. Πολλοί εξ αυτών, όχι όλοι ευτυχώς, είναι ανεύθυνοι. Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνον εάν έχουμε ένα υψηλής μόρφωσης κοινό. Σε μία πόλη σαν την αρχαία Αθήνα υπήρχε δημοκρατία -χωρίς να σκεφτόμαστε πως περνούσαν οι σκλάβοι ή οι γυναίκες-, διότι οι άνδρες είχαν όλοι πολύ καλή μόρφωση. Συνήθως δεν εξέλεγαν τους κυβερνήτες τους, τραβούσαν κλήρο, σα να το άφηναν στα χέρια του Θεού -καμία σχέση με τη βουλή των κοινοτήτων.
— Και η παιδεία τους, κατά το Μέγα Βασίλειο, όφειλε να στηρίζεται στον Ομηρο, τον «διδάσκαλο των αρετών».
ΣΡ: Ήταν γνώστες της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας. Είναι αξιομνημόνευτο, ωστόσο, ότι δεν έδιναν μεγάλη σημασία στους Αττικούς Τραγωδούς, αλλά στους λοιπούς ποιητές. Υπάρχει η διάσημη ιστορία μιας ελκυστικής κυρίας, φίλης ενός αυτοκράτορα, που μας διηγείται η Άννα Κομνηνή. Την ώρα που η κυρία περνούσε, κάποιος της φώναξε έναν ομηρικό στίχο, που μιλούσε για την Ελένη στην Τροία, κι εκείνη κατάλαβε το υπονοούμενο. Δεν υπήρχε κανείς λόγος να της εξηγήσει κάποιος, ποιανού ήταν οι στίχοι. Όλα ανεξαιρέτως τα αγόρια και τα κορίτσια ήξεραν τον Όμηρο. Η Άννα Κομνηνή δεν εξηγεί ποτέ τα σημεία στα οποία αναφέρεται στον Όμηρο, όλοι οι αναγνώστες της τα γνώριζαν.
— Αμόρφωτοι, δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο;
ΣΡ: Άλλα ήταν τα προβλήματα της βυζαντινής γραμματείας. Ήταν τόσο καλοί γνώστες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ώστε επηρεάστηκαν στη διαμόρφωση της γλώσσας. Πολλοί ιστορικοί ήθελαν να γράψουν σαν τον Θουκυδίδη, δεν ήθελαν να γράψουν στη γλώσσα που τους ήταν πιο φυσική αλλά στην αρχαία. Η μεγάλη τραγωδία των βυζαντινών γραμμάτων ήταν η εξάρτησή της από την κλασσική γραμματεία. Όχι γιατί δεν γνώριζαν αρκετά, αλλά γιατί γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητα, για το δικό τους «δημιουργικό» καλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου