Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ
Η επέτειος της 25ης Μαρτίου, που θα γιορτάσουμε την ερχόμενη Τετάρτη, έστω και έγκλειστοι, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων προστασίας από την επιδημία, μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε σήμερα νέα, ενδιαφέροντα στοιχεία, για την πνευματική κατάσταση και την κίνηση των ιδεών στην Κύπρο στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης. Έχουν δημοσιευθεί στην πρόδρομη ανακοίνωσή μου με τίτλο «Νεότερα Στοιχεία για τους Κύπριους Σπουδαστές των Σχολών των Κυδωνιών και της Σμύρνης στην Προεπαναστατική Περίοδο (1815-1820)», στην πρόσφατη έκδοση του περιοδικού «Μικροφιλολογικά» (τεύχ. 47, Άνοιξη 2020).
Γνωρίζαμε ότι στην Ακαδημία των Κυδωνιών, την εποχή της ακμής της, στη δεκαετία του 1810, σπούδασαν δύο τουλάχιστον Κύπριοι: ο Δημήτριος Θεμιστοκλής (1792-1848), ο πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού και ο Σαμουήλ (1782-1855), κατόπιν μητροπολίτης Μεσημβρίας, Σχολάρχης της Πατριαρχιακής Ακαδημίας («Μεγάλης του Γένους Σχολής») και σημαντικός εκκλησιαστικός λόγιος. Ήταν γνωστό, επίσης, ότι, λίγα χρόνια προηγουμένως, είχε σπουδάσει εκεί ο Νικόλαος Θησεύς. Ίσως, κατά τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη και ο Αντώνιος Τεϊρμεντζόγλου στο διάστημα 1811-1814.
Μελετώντας, όσο γίνεται συστηματικά, τους καταλόγους συνδρομητών των ελληνικών βιβλίων της δεκαετίας του 1810, εντόπισα άλλους τρεις Κύπριους κληρικούς – μαθητές της Σχολής των Κυδωνιών. Πρόκειται για τον ιεροδιάκονο Ιλαρίωνα, τον επίσης ιεροδιάκονο Ιωαννίκιο και τον συνονόματο του τελευταίου, «Έξαρχο του Αγ. Κύπρου» (Κυπριανού). Ο τελευταίος είναι ο κατοπινός (1840-1849) Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, που φαίνεται ότι πέρασε από τη Σχολή, για σύντομο διάστημα. Ο έτερος Κύπριος Ιωαννίκιος δεν μπορεί να ταυτιστεί ακόμη. Αντίθετα, μια σειρά από φιλολογικά ευρήματα, μας επιτρέπουν την ταύτιση του Ιλαρίωνος (Πασχαλίδη), ο οποίος, αναμφίβολα, είναι ο «Ιλαρίων Ιερ. ο Κύπριος», συντάκτης της επιστολής «Προς τον Λόγιον κύριον Νικόλαον Θησέα», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Λόγιος Ερμής», το 1820, με σπουδαίες πληροφορίες για την Ελληνική Σχολή Λεμεσού.
Πέρα από την επίλυση ενός χρονίζοντος φιλολογικού ζητουμένου για την ταυτότητα του Ιλαρίωνος, μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε τις μυθιστορηματικές του περιπέτειες, ανάλογες με όλων των Κυπρίων φυγάδων των σφαγών του 1821: Μέσω Τεργέστης, κατέληξε στο Άμστερνταμ, όπου ως αρχιμανδρίτης ήταν ο εφημέριος της «γραικορωσικής εκκλησίας» για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, αποστέλλοντας τακτικά την οικονομική του συνδρομή τόσο στους επαναστάτες του 1821, όσο και αργότερα, στο νεαρό ελληνικό κράτος.
Ας σημειωθεί ότι οι Δ. Θεμιστοκλής, Ιωαννίκιος και Ιλαρίων συνέχισαν τις σπουδές τους και στη Σμύρνη, στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον. Εκεί σπούδαζε ακόμη ένας Κύπριος, ο Ανδρέας Χ. Δαβίδ, κατόπιν συμβολαιογράφος με μεγάλο κύκλο εργασιών στην ακμάζουσα Ερμούπολη. Στη Σμύρνη ο Θεμιστοκλής δίδαξε τα Μαθηματικά, πριν επιστρέψει το 1819 στη Λεμεσό. (Μετά τον Ιούλιο του 1821 εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα.)
Ο σημαντικός για τις μέχρι τώρα γνώσεις μας και τα δεδομένα της εποχής αριθμός των Κυπρίων σπουδαστών στην Αιολίδα, κατά το 1815-1820 οφείλεται, πιστεύω, κατά κύριο λόγο στον άνεμο αναδημιουργίας που έφερε η άνοδος του Κυπριανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Μια ζωογόνα εκπαιδευτική άνοιξη που ανακόπηκε βίαια από τις τουρκικές σφαγές του 1821. Από την άλλη, οι συγκεκριμένοι Κύπριοι σπουδαστές είναι βέβαιο ότι είχαν αφουγκραστεί τα επαναστατικά μηνύματα της εποχής και είχαν μυηθεί σε αυτά. Εξάλλου είχαν, οι πέντε από αυτούς, ως δάσκαλο και τον Θεόφιλο Καΐρη, φλογερό επαναστάτη του 1821, ασχέτως εάν στην περίπτωση του Δ. Θεμιστοκλέους οι βιογράφοι του το αποσιώπησαν, προφανώς λόγω της καταδίκης του «αιρετικού» Ανδριώτη διαφωτιστή.
Το 1817, στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, 16 Έλληνες σπουδαστές της Σχολής Κυδωνιών και ο Γάλλος σπουδαίος φιλέλληνας Ambroise Firmin Didotω(«Διδότος», της μεγάλης οικογένειας εκδοτών και επιφανών τυπογράφων) υπέγραψαν μια δήλωση («Ψήφισμα») με την οποία αποκήρυτταν την «χύδην και αγοραίαν» (νεοελληνική) γλώσσα, «ως πάντη ανοίκειον ημίν τοις των Ελλήνων εκείνων απογόνοις» και αποφάσισαν να συνδιαλέγονται «ελληνιστί». Δηλαδή, θα μιλούσαν μόνο αρχαία ελληνικά, ορίζοντας μάλιστα και επιτίμιο για τους «παραβάτες», ενώ υιοθέτησαν και αρχαία ελληνικά ονόματα.
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό κείμενο, βασικό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και κομβικό ως προς τη στροφή προς την αρχαιότητα και τον εθνικό προσδιορισμό κατά την προεπαναστατική περίοδο. Σήμερα, ανάμεσα στους 16 «δηλωσίες» του 1817 μπορούμε να αναγνωρίσουμε τέσσερις Κυπρίους, όπως υπέγραψαν με το χριστιανικό και το «νέο» αρχαιοελληνικό τους όνομα: Ιωαννίκιος – Αριστείδης, Δημήτριος – Θεμιστοκλής (το διατήρησε, ως οικογενειακό επίθετο), Σαμουήλ – Νικίας, Ιλαρίων – Ξενοφών. Ο Γάλλος Didot, υιοθέτησε το Ανάχαρσις.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1821, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί) και η Κύπρος πλήρωσαν με άφθονο αίμα τον εθνικό επαναστατικό ξεσηκωμό. Ήταν το βαρύτατο τίμημα για τον σπόρο που είχε καρποφορήσει…
*Αναπληρωτής καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
www.papapolyviou.com
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου