Με τον Ντόναλντ Τραμπ να διαμηνύει ότι «χτίζει τον πιο ισχυρό στρατό στον κόσμο» και τον Βλαντιμίρ Πούτιν να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για «μία παγκόσμια πυρηνική καταστροφή», εύλογα κανείς διερωτάται για την έκβαση του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στην αυγή της νέας χιλιετίας. Αναλυτικότερα το ερώτημα που τίθεται προς διερεύνηση είναι, εάν η αδιαμφισβήτητη υπεροχή ισχύος των ΗΠΑ θα οδηγήσει σε μια αμερικανική μονοκρατορία ή οι αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις, Ρωσία-Κίνα-Ινδία, θα συνωθήσουν το εκκρεμές της διεθνούς πολιτικής σ’ ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα.Με μια πρώτη ανάγνωση της κατανομής ισχύος στην μετα-Σοβιετική εποχή, θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με την υπόθεση εργασίας του Henry Kissinger ότι: «[…], η υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε ακόμα και μ’ εκείνη των μεγαλύτερων αυτοκρατοριών του παρελθόντος. Από τα οπλικά συστήματα μέχρι την επιχειρηματικότητα, από την επιστήμη μέχρι την τεχνολογία, από την ανώτατη εκπαίδευση μέχρι τη λαϊκή κουλτούρα, η επιρροή που ασκεί η Αμερική σε όλο τον πλανήτη δεν έχει προηγούμενο».
Ωστόσο, η ανάδυση της Κίνας ως μεγάλης δύναμης, σε συνδυασμό με την επανάκαμψη της Ρωσίας, αμέσως μετά τον Πόλεμο των πέντε ημερών με τη Γεωργία (2008), δημιουργούν νέα δεδομένα στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Για να γίνουμε πιο σαφείς και κατανοητοί θα προχωρήσουμε στη συγκριτική ανάλυση των στρατηγικών δογμάτων των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί εάν ο αναφαινόμενος γεωστρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων θα απολήξει σε τραγωδία ή σε μια νέα ισορροπία ισχύος.
Η έννοια του τραγικού στη διεθνή πολιτική αποτυπώνετε στο αέναο δίλλημα ασφαλείας μεταξύ των κρατών, γεγονός που καταγράφεται στην έκθεση του Λευκού Οίκου για τη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ (National Security Strategy –NSS, Δεκέμβριος 2017), καθώς και στις εκθέσεις για τη στρατηγική εθνικής άμυνας (Summary of the National Defense Strategy–NDS, Ιανουάριος 2018) και του αναμορφωμένου πυρηνικού δόγματος (Nuclear Posture Review –NPR, Φεβρουάριος 2018), που εξέδωσε το αμερικανικό υπουργείο άμυνας, αναγορεύοντας τη Ρωσία και την Κίνα σε μείζονες απειλές.
Δόγμα Τραμπ
Αξιολογώντας την ανακατανομή ισχύος-συμφερόντων σε πλανητικό επίπεδο, οι Αμερικανοί λήπτες αποφάσεων, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η έναρξη ενός νέου ανταγωνισμού ισχύος μεταξύ της πλανητικής υπερδύναμης και των αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων έχει ήδη επέλθει. «Από το 2010 έχουμε υπεισέλθει στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε διαφορετικούς βαθμούς, Ρωσία και Κίνα κατέστησαν σαφές ότι επιδιώκουν την ουσιαστική αναθεώρηση της διεθνούς τάξης και των κανόνων συμπεριφοράς που εγκαθιδρύθηκαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (NPR, 2018, σ. 6-7).
«Ο ανταγωνισμός ισχύος αναδεικνύεται σε ιστορική σταθερά [της διεθνούς πολιτικής]. Η παρούσα χρονική περίοδος δεν είναι διαφορετική. Τρία βασικά σύνολα αμφισβητών –οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις της Κίνας και της Ρωσίας, τα κράτη παρίες του Ιράν και της Βόρειας Κορέας και οι διεθνικοί απειλητικοί οργανισμοί, ιδιαίτερα οι τρομοκρατικές ομάδες των τζιχαντιστών– ανταγωνίζονται ενεργά τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους και τους εταίρους μας. […]. Η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν τον κόσμο σε αντιδιαστολή με τις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα επιδιώκει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, να μεγεθύνει τα αποτελέσματα του κρατικού οικονομικού της μοντέλου και να αναδιατάξει την περιοχή προς όφελός της. Η Ρωσία επιδιώκει να αποκαταστήσει τη θέση της ως μεγάλη δύναμη και να δημιουργήσει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της» (NSS, 2017, σελ. 25).
Αποκωδικοποιώντας το περιεχόμενο του στρατηγικού δόγματος της κυβέρνησης Τράμπ, γίνεται εναργής η πολιτική επιλογή της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την υπόθεση εργασίας του Mearsheimer, ότι o αντικειμενικός σκοπός των Μεγάλων Δυνάμεων δεν περιορίζεται στην υπεροχή συντελεστών ισχύος, αλλά στην ανάδειξή τους σε μοναδικούς, πλανητικούς ηγεμόνες. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Αμερικανός πρόεδρος, Τράμπ, διακηρύσσοντας το νέο στρατηγικό δόγμα: ««Είτε μας αρέσει είτε όχι, βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού […] Αναγνωρίζουμε ότι η αδυναμία είναι η πιο σίγουρη πορεία προς τη σύγκρουση και η απαράμιλλη ισχύς το πιο σίγουρο μέσο άμυνας».
Κινεζική απάντηση
Ποια είναι όμως η απάντηση Ρωσίας-Κίνας στην αξίωση πλανητικής πρωτοκαθεδρίας από τις ΗΠΑ; Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας, δια στόματος της εκπροσώπου του, Hua Chunying, κάλεσε τις Η.Π.Α. να «εγκαταλείψουν τη νοοτροπία ψυχρού πολέμου και την έννοια του παιχνιδιού με μηδενικό άθροισμα», προειδοποιώντας, ότι στην αντίθετη περίπτωση θα υπάρξει βλάβη «όχι μόνο τους ίδιους αλλά και άλλους». Τοιουτοτρόπως ο εκπρόσωπος του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ έχει «σαφώς αυτοκρατορικό χαρακτήρα», επιδεικνύοντας την απροθυμία τους να εγκαταλείψουν την ιδέα ενός «μονοπολικού κόσμου».
Γενικότερα μιλώντας, Κίνα και Ρωσία συμπλέουν προς την εγκαθίδρυση ενός νέου πολυπολικού διεθνούς συστήματος, πλανητικής διακυβέρνησης, μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, οριοθετώντας τις σφαίρες επιρροής τους και διατηρώντας την αρχή της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας απαράβατη μεταξύ αλλήλων.
Ειδικότερα το στρατηγικό δόγμα της Κίνας αποκρυσταλλώνεται στην αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης μέσω της εγκαθίδρυσης μιας εταιρικής πλανητικής (οικονομικής κυρίως) διακυβέρνησης. Όπως περιγράφεται στην ανακοίνωση της Κινεζικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον: «Η Κίνα είναι πάντα αφοσιωμένη και δημιουργική στην επιδίωξη της παγκόσμιας ειρήνης, της παγκόσμιας ανάπτυξης και της διατήρησης της διεθνούς τάξης».
Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η εφαρμογή μιας αμοιβαίας επωφελούς στρατηγικής για την ανάπτυξη των εξωτερικών της σχέσεων με όλα τα κράτη. Ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος του Πεκίνου συνίσταται στη δημιουργία-εγκαθίδρυση μιας πλανητικής εταιρικής σχέσης, μέσα από εκτεταμένες διακρατικές διαβουλεύσεις, κοινή συνεισφορά και κοινά οφέλη.
Το γεωπολιτικό ανάχωμα της Ρωσίας
Συνακόλουθα, η Ρωσική Ομοσπονδία στην έκθεσή της για την στρατηγική εθνικής ασφάλειας (2015) διαδηλώνει ως αξονικό στόχο της υψηλής της στρατηγικής, την ανάπτυξη-διατήρηση μιας ανεξάρτητης εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής, καθιστώντας εναργή τη στρατηγική της αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού αναχώματος στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η εξέλιξη αυτή επιτυγχάνει ένα διττό πολιτικό στόχο –την προάσπιση του συμφέροντος επιβίωσης και την αναβίβαση της θέσης-ρόλου σε εγγυητή ασφαλείας εντός της περιφέρειάς της. Περιγράφοντας ως άμεση απειλή για το εθνική της ασφάλεια, τη συσσώρευση του στρατιωτικού δυναμικού της Ατλαντικής συμμαχίας στις παρυφές των ρωσικών συνόρων και την ανάληψη στρατιωτικών δραστηριοτήτων κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, συνδυαστικά με την επέκταση της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη, Ασία, Ειρηνικό και Εγγύς Ανατολή, υποδεικνύει την αναφυόμενη ρευστότητα στην πλανητική και περιφερειακή σταθερότητα.
Ως εκ τούτου, ο αξονικός στόχος της Μόσχας συνδέεται με την θεμελιώδη αρχή της ισορροπίας δυνάμεων, μέσω της διεθνούς αναγνώρισης της σφαίρας επιρροής της, από τη Δύση. Παράλληλα συμπαρατάσσεται με το Πεκίνο για την ανάδειξη ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος υπό τη βάση της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης – «είμαστε φίλοι με όλους». Ενώ και οι δύο, μεθοδικά και συνεργατικά, διαμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του αμερικανικού δόγματος του νεοφιλελεύθερου ηγεμονισμού. Για τη Μόσχα οι τύποις ανθρωπιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Κόσοβο, Λιβύη, Συρία συνιστούν πολιτικές μεταμφιέσεις (συγκεκαλυμένες εκλογικεύσεις ισχύς) για την εσωτερική υπονόμευση των πολιτικών καθεστώτων τρίτων κρατών.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω κατευθυντήριων αρχών της υψηλής στρατηγικής των Μεγάλων Δυνάμεων και σε συνδυασμό με το αρχέτυπο της θεωρίας της άνισης ανάπτυξης, που πρώτος ο Θουκυδίδης περιέγραψε και κατέγραψε ως μείζονα αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου, αναμένουμε την εντατικοποίηση του γεωπολιτικού-γεωοικονομικού-γεωστρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας, στο άμεσο μέλλον.
Ενόσω η αμερικανική υπερδύναμη θα συνεχίζει να παρεισφρέει στις σφαίρες επιρροής των δυνητικών της ανταγωνιστών, (π.χ. Ανατολική Ευρώπη, Σινική θάλασσα) με σκοπό την υπερπόντια εξισορρόπησή τους. Τουναντίον, η αναγνώριση της ρωσικής και κινεζικής επικυριαρχίας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της περιφέρειάς τους, θα παρωθούσε στο μετριασμό της πολιτικοστρατηγικής έντασης, διαμορφώνοντας τις ικανές-αναγκαίες συνθήκες για ένα διευθυντήριο μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου