Οι αντιδραστήρες Kori No. 1 και No. 2 της κρατικής επιχείρησης Korea Electric Power Corp στην Ulsan, περίπου 255 μίλια νοτιοανατολικά της Σεούλ, στις 3 Σεπτεμβρίου 2013. LEE JAE-WON / REUTERS |
Καθώς ο κόσμος ασχολείται με την πυρηνική απειλή που προέρχεται από την Βόρεια Κορέα, δεν πρέπει μόνο να μας απασχολούν οι βόμβες. Υπάρχουν επίσης οι δεκάδες πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα που είναι ευάλωτοι σε επίθεση εάν ξεσπάσει πόλεμος στην περιοχή.
Οι εμπορικοί πυρηνικοί αντιδραστήρες δεν σχεδιάστηκαν ποτέ για να επιβιώσουν από βλήματα πυραύλων που θα μπορούσαν να παραβιάσουν τα κτίρια που περιβάλλουν τους αντιδραστήρες, να κόψουν τις γραμμές του ψυκτικού μέσου, να καταστρέψουν τον πυρήνα του αντιδραστήρα και τις δεξαμενές αναλωμένου καυσίμου -όλα αυτά που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πυρηνική κατάρρευση. Επιπλέον, πολλοί αντιδραστήρες στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα χτίστηκαν σε συστοιχίες, πράγμα που σημαίνει ότι η καταστροφή τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίπεδα μόλυνσης μεγαλύτερα από ό, τι στο Τσερνομπίλ και την Φουκουσίμα.
Ιστορικά, τα έθνη στον πόλεμο τείνουν να προσβάλλουν μη λειτουργικούς αντιδραστήρες και όχι τους λειτουργούντες εξαιτίας των προβλημάτων ακτινοβολίας. Όταν το Ισραήλ βομβάρδισε τα εργοστάσια Osirak του Ιράκ και Al Kibar της Συρίας το 1981 και το 2007, αντίστοιχα, το έκανε πριν αρχίσουν να λειτουργούν οι ύποπτοι για πολεμική χρήση πυρηνικοί αντιδραστήρες. Κατά την διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ την δεκαετία του 1980, το Ιράκ έπληξε δύο Ιρανικούς αντιδραστήρες πυρηνικής ενέργειας που βρίσκονταν ακόμη υπό κατασκευή. Αλλά αυτή η προσεκτική προσέγγιση άλλαξε όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες χτύπησαν ένα μικρό, ερευνητικό συγκρότημα αντιδραστήρων που λειτουργούσε έξω από την Βαγδάτη στην αρχή του πολέμου του Περσικού Κόλπου το 1991, παρ' όλο που ο πυρήνας του αντιδραστήρα παρέμεινε ανέγγιχτος. Στην συνέχεια, υπήρξε η επίθεση του Σαντάμ Χουσεΐν το 1991 με Scud, και μικρά χτυπήματα της Χαμάς με ρουκέτες το 2014 στον αντιδραστήρα Dimona του Ισραήλ -αλλά και οι δύο απέτυχαν.
Σε άλλες περιπτώσεις, υπήρξαν απειλές αλλά ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Κατά την διάρκεια των βαλκανικών πολέμων στην δεκαετία του 1990, η Σλοβενία έκλεισε τον πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής στο Krsko φοβούμενη ότι η αεροπορία της Σερβίας θα τον βομβαρδίσει. Το Βελιγράδι επίσης θεώρησε ότι ο μεγάλος ερευνητικός πυρηνικός αντιδραστήρας του ήταν ευάλωτος και ζήτησε διεθνείς διαβεβαιώσεις ότι η Ουάσιγκτον δεν θα έπληττε την εγκατάσταση. Ευτυχώς, δεν σημειώθηκαν επιθέσεις σε καμία από τις δύο χώρες. Στη Νότια Ασία, όπου ο πόλεμος και η απειλή του πολέμου έχουν προβληματίσει την περιοχή εδώ και δεκαετίες, τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν έχουν προβλέψει επιθέσεις εναντίον των αντιδραστήρων του άλλου, αλλά κατέληξαν σε συμφωνία το 1988 για να μην το πράξουν.
Το ότι δεν υπήρξε απελευθέρωση ραδιενεργού υλικού σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού. Σε έναν πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έχουν κανέναν περιορισμό να σταματήσουν την χρήση των πυρηνικών όπλων της Βόρειας Κορέας, ακόμη και αν το Συμφωνημένο Πλαίσιο (Agreed Framework) της Ουάσινγκτον με την Πιονγιάνγκ του 1994 αποκλείει κάθε σκέψη για επίθεση στον πολεμικό πυρηνικό αντιδραστήρα Yongbyon. Αυτό θα άνοιγε την πόρτα για επιθέσεις αντιποίνων σε αντιδραστήρες (αν δεν ήταν ήδη μέρος του γενικού σχεδίου μάχης της Βόρειας Κορέας). Παρ' όλο που η Σεούλ έχει τοποθετήσει τα εργοστάσιά της στο νότιο τμήμα της χώρας, μακριά από τα σύνορα, η ομαδοποίηση έως και έξι αντιδραστήρων ανά τοποθεσία σημαίνει ότι ένα στρατιωτικό χτύπημα [εκεί] θα απαιτούσε σχετικά λίγη προσπάθεια, αλλά θα είχε ισχυρό αντίκτυπο. Στην Ιαπωνία, τα εργοστάσια επίσης συγκεντρώνουν μαζί έως και επτά [αντιδραστήρες] ανά τοποθεσία.
Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επίθεσης θα ήταν σημαντικά, αν όχι καταστροφικά. Τόσο στο Τσερνομπίλ όσο και στην Φουκουσίμα, το οικονομικό κόστος ανήλθε σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Υπήρχε απώλεια εσόδων από την γεωργία, την αλιεία και το εμπόριο στην Ιαπωνία εκτός από την τεράστια δαπάνη για την συγκράτηση των εκλύσεων των αντιδραστήρων, την σφράγιση των αντιδραστήρων, την διάθεση των ραδιενεργών υπολειμμάτων, τον καθαρισμό του περιβάλλοντος, την μετάβαση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και την μετεγκατάσταση των πληθυσμών. Ο ανθρώπινος αντίκτυπος θα ήταν λιγότερο σαφής.
Οι συνέπειες του ατυχήματος στο Τσερνομπίλ για την υγεία εξακολουθούν να αποτελούν θέμα συζήτησης. Υπήρξαν χιλιάδες συχνά θεραπευόμενοι καρκίνοι του θυρεοειδούς, ενώ οι εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι από καρκίνο που είχαν προβλεφθεί από μερικούς ειδικούς δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, παρά την έκθεση μεγάλου μέρος της Ευρώπης σε αυξημένες, αν και πολύ χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας. Στην Φουκουσίμα, η οποία απελευθέρωσε το 10% της ποσότητας [ραδιενέργειας] του Τσερνομπίλ, οι υπεράκτιοι άνεμοι έφεραν μεγάλο μέρος του ραδιενεργού υλικού πάνω στον ωκεανό, σώζοντας τους τοπικούς πληθυσμούς από πιο έντονη έκθεση. Το ψυχολογικό τραύμα ανάμεσα στους εκτοπισμένους και άλλους έχει αναφερθεί ευρέως επί χρόνια μετά από το σοβιετικό και το ιαπωνικό ατύχημα.
*Ο BENNETT RAMBERG υπηρέτησε ως αναλυτής πολιτικής στο Γραφείο Πολιτικο-Στρατιωτικών Υποθέσεων στην κυβέρνηση του George H.W. Μπους. Είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων βιβλίων, του Nuclear Power Plants as Weapons for the Enemy.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου