Επειδή ανέκαθεν πιστεύαμε στο «παν μέτρον άριστον» έχουμε ταχθεί υπέρ της μεικτής οικονομίας, όπου οι κοινωφελείς επιχειρήσεις ευρίσκονται στην ιδιοκτησία του κράτους – προφανώς μαζί με τις στρατηγικές, καθώς επίσης με τις μονοπωλιακές κερδοφόρες, επειδή είναι μάλλον ανόητο να ιδιωτικοποιεί κανείς εταιρίες με απολύτως εξασφαλισμένα κέρδη. Πόσο μάλλον με τις σημερινές εξευτελιστικές τιμές στην Ελλάδα, ως σκόπιμο αποτέλεσμα της πολιτικής των μνημονίων.
Η βασική αιτία τώρα της υποχρεωτικής ιδιοκτησίας των κοινωφελών επιχειρήσεων από το κράτος είναι το ότι, τα προϊόντα τους αποτελούν δημόσια αγαθά – τα οποία δεν πρέπει να υπάγονται στους κανόνες των ελεύθερων και συχνά ασύδοτων αγορών. Φυσικά υπάρχουν εύλογες αντιρρήσεις, οι οποίες συνήθως επικεντρώνονται στην κακή διαχείριση τους από το δημόσιο – καθώς επίσης στη διαφθορά και στη διαπλοκή που τις χαρακτηρίζουν, εκτός του ότι μετατρέπονται συχνά σε οχυρά ενός κακώς εννοούμενου συνδικαλισμού που τελικά τις εκμεταλλεύεται ασύστολα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, ένα ευνομούμενο κράτος δεν μπορεί να καταπολεμήσει αυτού του είδους τα φαινόμενα – ή πως στον ιδιωτικό τομέα δεν υπάρχουν ανάλογα προβλήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαφθορά, καθώς επίσης την εκμετάλλευση των εκάστοτε κοινωνιών.
Άλλωστε έχει τεκμηριωθεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο τόσο στις Η.Π.Α. από την Enron, σε σχέση με την ενέργεια, όσο και στην Μ. Βρετανία ή στη Γερμανία με τις εταιρίες ύδρευσης κοκ. – ενώ υπάρχει στην Ελλάδα το προηγούμενο των ιδιωτικών εταιριών που παρείχαν ηλεκτρισμό, υπεξαιρώντας τεράστια ποσά που τελικά πληρώνουν οι φορολογούμενοι.
Περαιτέρω, η έννοια «δημόσιο αγαθό» είναι γνωστή σε όλους τους οικονομολόγους – ενώ οι διαφορές που υπάρχουν έχουν σχέση με το τι μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσιο αγαθό και τι όχι. Στα πλαίσια αυτά έχει ασφαλώς ενδιαφέρον η ανάλυση, σχετικά με το εάν το χρήμα αποτελεί δημόσιο αγαθό ή όχι – αν και τέτοιου είδους αναφορές δεν συναντάει κανείς εύκολα, επειδή δεν εξυπηρετούν καθόλου τον κυρίαρχο του σύμπαντος: τον τραπεζικό και ευρύτερα το χρηματοπιστωτικό κλάδο – τις «αγορές» εν γένει.
Εν προκειμένω, η έννοια του δημοσίου αγαθού ορίζεται μέσω της ονομαζόμενης «μη αντιπαλότητας» (ανταγωνισμού, άμιλλας), καθώς επίσης της «μη αποκλειστικότητας». Ειδικότερα τα εξής:
(α) Η πρώτη σημαίνει ότι, η χρήση ενός αγαθού από ένα άτομο δεν αποκλείει το ότι, ένα άλλο άτομο μπορεί επίσης να το χρησιμοποιήσει.
(β) Η δεύτερη, η «μη αποκλειστικότητα» δηλαδή, σημαίνει πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αποκλεισθεί από τη χρήση του συγκεκριμένου αγαθού.
Για παράδειγμα, ο καθαρός αέρας είναι ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο μπορεί πάντοτε να καταναλωθεί από όλους. Επειδή τώρα ένα άτομο χρησιμοποιεί αυτό το αγαθό, δεν εμποδίζονται να κάνουν το ίδιο όλα τα υπόλοιπα (μη αντιπαλότητα). Αυτό δεν ισχύει για τα άλλα αγαθά, όπως για το αυτοκίνητο, το οποίο μπορεί να οδηγείται μόνο από ένα άτομο – οπότε εμποδίζονται όλοι οι υπόλοιποι.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατόν να καθορίσει κανείς έναν ιδιοκτήτη για τον καθαρό αέρα – να του μεταβιβάσει δηλαδή τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Από την καθαρότητα δε του αέρα εξαρτώνται πάντοτε όλοι οι άνθρωποι (μη αποκλειστικότητα).
Το χρήμα και οι αγορές
Συνεχίζοντας, οι περισσότεροι τάσσονται υπέρ της άποψης ότι, τα δημόσια αγαθά δεν επιτρέπεται να εγκαταλείπονται στις δυνάμεις της αγοράς – στο αόρατο χέρι του Adam Smith, το οποίο είναι δήθεν αυτορυθμιζόμενο. Κατ’ επακόλουθο, η επέμβαση του κράτους είναι απαραίτητη και δίκαιη, για να βελτιώνονται οι συνθήκες. Για παράδειγμα, εάν ένα μέρος του πληθυσμού έχει αποκλεισθεί από την ύδρευση, λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, τότε μόνο το κράτος έχει τη δυνατότητα και πρέπει να παρέμβει, λύνοντας το πρόβλημα (με επιδοτήσεις κοκ.).
Με βάση τώρα τα παραπάνω, αναρωτιέται κανείς εάν η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά (το προνόμιο έκδοσης μετρητών, καθώς επίσης λογιστικών χρημάτων μέσω του δανεισμού), με όλες τις σοβαρότατες μακροοικονομικές επιπτώσεις της (επενδύσεις, ανεργία κοκ.), είναι ή όχι ένα δημόσιο αγαθό. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
(α) Η μη ανταγωνιστικότητα: Όταν κάποιος παίρνει ένα δάνειο από μία τράπεζα, αυτό δεν σημαίνει πως κατά κανόνα δεν μπορεί να κάνει το ίδιο ένα άλλο άτομο – ότι δηλαδή απαγορεύεται. Ως εκ τούτου, η δημιουργία χρημάτων δεν έχει εκ των προτέρων κανένα όριο, οπότε θα μπορούσε να είναι αξιωματικά στη διάθεση όλων – άρα είναι συμβατή με το πρώτο χαρακτηριστικό ενός δημοσίου αγαθού.
(β) Η μη αποκλειστικότητα: Στο παράδειγμα της δημιουργίας χρημάτων πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, πολλές τράπεζες έδιναν μεγάλα δάνεια, δημιουργώντας από το πουθενά ανάλογες ποσότητες χρημάτων (για κάθε 100 € η τράπεζα υποχρεούται να έχει μόνο 1 € ρεζέρβα στην κεντρική, οπότε τα 99 € είναι αέρας) – ενώ τα δάνεια αυτά χρησιμοποιούταν μεταξύ άλλων είτε κερδοσκοπικά στα χρηματιστήρια, είτε στα ακίνητα, προκαλώντας τεράστιες φούσκες.
Η ερώτηση εδώ, με βάση το δεύτερο χαρακτηριστικό ενός δημόσιου αγαθού, είναι εάν μπορεί ένας συνετός Πολίτης να αποστασιοποιηθεί από το συγκεκριμένο «τζόγο», χωρίς αρνητικά επακόλουθα, έτσι ώστε να συνεχίσει τη ζωή του όπως αυτός έχει συνηθίσει – ή μήπως ισχύει και εδώ η έννοια της μη αποκλειστικότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που έχει διαπιστωθεί είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι, παρά το ότι δεν συμμετείχαν καθόλου στην κερδοσκοπία, υποχρεώθηκαν στη συνέχεια να πληρώσουν τις ζημίες – μέσω της διάσωσης των τραπεζών, της ανεργίας, των υψηλότερων φόρων, του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, της μείωσης του κράτους προνοίας κλπ.
Εκτός αυτού, ολόκληρα κράτη οδηγήθηκαν στο γκρεμό, όπως η Ελλάδα, με ελάχιστες πιθανότητες ανάκτησης της αρχικής τους οικονομικής και γεωπολιτικής θέσης – χωρίς οι περισσότεροι κάτοικοι της να έχουν κερδοσκοπήσει οπουδήποτε.
Επομένως ισχύει επίσης εδώ το ότι, οι μακροοικονομικές συνέπειες της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά αφορούν όλους τους ανθρώπους, σε παγκόσμιο επίπεδο και δεν περιορίζονται μόνο στους υπαίτιους – οπότε πρόκειται ασφαλώς για ένα δημόσιο αγαθό. Πώς όμως διαχειρίζεται αυτό το δημόσιο αγαθό στην πραγματικότητα;
Η διαχείριση του χρήματος ως δημοσίου αγαθού
Συνεχίζοντας, το προνόμιο της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά ανήκει παραδόξως στις ιδιωτικές τράπεζες, σκοπός των οποίων είναι αποκλειστικά και μόνο το κέρδος – αφού οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν μόλις το 10% της ποσότητας χρήματος, ενώ πολλές από αυτές, όπως η Fed, η Τράπεζα της Αγγλίας κοκ. ανήκουν επίσης σε ιδιώτες.
Τα συστήματα παροχής κινήτρων δε αυτών των τραπεζών, τα οποία έχουν συνήθως βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά δεν είναι απαραίτητα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου – αντίθετα, εξυπηρετεί τα επί μέρους συμφέροντα μίας πολύ μικρής μειοψηφίας.
Ως εκ τούτου είναι ακατανόητος ο λόγος, για τον οποίο οι κοινωνίες πληρώνουν πανάκριβες «εισφορές» σε ιδιωτικές εταιρείες, όπως είναι οι τράπεζες, για ένα δημόσιο αγαθό, για το χρήμα – όπως συμβαίνει με τα τρομακτικά υψηλά επιτόκια δανεισμού, τα οποία πληρώνουν τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου, για να δανεισθούν χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες τους.
Ειδικά στο ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπου για αυτόν ακριβώς το λόγο χρεοκόπησε η Ελλάδα – ενώ οι άλλες χώρες υποχρεώθηκαν να υπαχθούν στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωζώνης (γράφημα).
Στα πλαίσια αυτά, η λογική συνέπεια του γεγονότος ότι, το χρήμα αποτελεί ένα δημόσιο αγαθό, είναι η τοποθέτηση όλων των τραπεζών κάτω από την αυστηρή εποπτεία του εκάστοτε κράτους – εάν όχι η πλήρης εθνικοποίηση τους, η οποία δυστυχώς δεν αποτελεί τη σωστή λύση, επειδή τα πολιτικά κόμματα τις χρησιμοποιούν για δικά τους οφέλη (διαφθορά).
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαράδεκτο να μην ανήκουν στα κράτη οι κεντρικές τράπεζες τους, οπότε η πραγματική αποκλειστικότητα της έκδοσης χρημάτων – ειδικά επειδή χωρίς την κεντρική το δημόσιο είναι αδύνατον να ελέγχει τη λειτουργία των εμπορικών, οπότε την σωστή κυκλοφορία του χρήματος, ως δημοσίου αγαθού.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, αυτό που προβληματίζει την Ελλάδα σήμερα, επί πλέον πολλών άλλων φυσικά, είναι η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί – η ρευστότητα. Φυσικά η βασική αιτία της συρρίκνωσης της δεν είναι η αδυναμία των τραπεζών να δανείσουν την πραγματική οικονομία (επιχειρήσεις, νοικοκυριά), αλλά η μη ύπαρξη αξιόχρεων οφειλετών – αφού η πλειοψηφία έχει υπερχρεωθεί, μετά από έξι χρόνια κρίσης.
Ως εκ τούτου, εάν δεν λυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης (άρθρο), δεν υπάρχει μέλλον – ακόμη και αν θα είχε τη δυνατότητα η κυβέρνηση να επιβάλλει το δανεισμό στις τράπεζες, για να αρχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία μας.
Για πολλές από τις υπόλοιπες χώρες όμως, το πρόβλημα είναι πράγματι η απώλεια του προνομίου της έκδοσης χρημάτων από τα κράτη – κάτι που πρέπει να διορθωθεί, αφού το χρήμα είναι δημόσιο αγαθό. Πολύ περισσότερο όταν οι τράπεζες θεωρούνται ως το κυκλοφοριακό σύστημα μίας οικονομίας, το οποίο είναι απαράδεκτο να ανήκει σε ιδιώτες – πόσο μάλλον σε κερδοσκόπους του επιπέδου που ανέδειξε η πρόσφατη κρίση.
Βιβλιογραφία: E. Stiller
analyst.gr
από ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου