20 Απριλίου 2016
Ο Ψυχισμός και το Πνεύμα του Μαχητή των Βαλκανικών Πολέμων (μέρος 2ο)
συνέχεια από το 1ο μέρος
Γράφει ο Ανχης (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος
Το πρώτο «θύμα» της αποφάσεως αυτής υπήρξαν οι εκ Κύπρου Έλληνες εθελοντές, σε μεγάλο αριθμό των οποίων απαγορεύθηκε η κατάταξη με απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως προκειμένου να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία η οποία ουσιαστικά είχε απαγορεύσει κάτι τέτοιο.
Ανεξάρτητα όμως από τις προαναφερθείσες πολιτικές εξελίξεις που άλλωστε προοιωνίζονταν εξαιρετικά αίσιες, οι Βαλκανικοί έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες της Κύπρου να αποδείξουν τα αισθήματα αλληλεγγύης του εκεί Ελληνισμού προς τη Μητρόπολη. Η απαγόρευση κατάταξης εθελοντών «επέβαλλε» την εθελοντική μετάβαση στην Αθήνα πολλών επωνύμων Κυπρίων (πολιτευτών, βουλευτών, Δημάρχων, δικηγόρων, γιατρών κ.ο.κ) ώστε να εξισορροπηθεί η απειλούμενη απουσία πολυάριθμων συντοπιτών τους με την δική τους, «ηχηρή» οπωσδήποτε, παρουσία. Οι Κύπριοι εθελοντές ήταν 1500-1800 τουλάχιστον (μαζί με το σύνολο σχεδόν των φοιτητών στην Αθήνα) ενώ το ευπρόσωπο ποσό των 16.000 λιρών που απεστάλλη στην Αθήνα ως προϊόν «εθνικών εράνων», ήταν εξαιρετικά υψηλό δεδομένων των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των νησιωτών. Οι μαρτυρίες λοιπόν των εθελοντών αυτών, ταπεινών δευτεραγωνιστών στις επιχειρήσεις, έχουν ξεχωριστή σημασία καθώς περιγράφουν τα γεγονότα υπό την οπτική των Ελλήνων της Κύπρου, μιας περιοχής που αν και δεν είχε απασχολήσει ακόμη την κοινή γνώμη όσο η Κρήτη ή η Μακεδονία, θα αποτελούσε στα επόμενα χρόνια την μεγαλύτερη εθνική διεκδίκηση.
Ήταν φυσιολογικό, η απελευθέρωση άλλων να προκαλέσει συνειρμικά συναισθήματα αυτών των υποδούλων στους Άγγλους, Ελλήνων, για την επανάληψη παρομοίων σκηνών στην Κύπρο. Ο πιο ενθουσιώδης Ι. Πηγασίου ομολογεί με ιερή αγανάκτηση και παράπονο, βλέποντας τους συναδέλφους του να πανηγυρίζουν για την απολύτρωση των ιδιαίτερών τους πατρίδων: «Έπαθα ως παθαίνει ένα παιδί το οποίον βλέπει τας θωπείας τας μητρικάς, τας τόσας περιποιήσεις, αυτό δε ιστάμενον μακράν παρακολουθεί με πικρόν παράπονον, διότι δεν εκτείνεται ένα χέρι να το θωπεύσει[..]» «Με το αίμα της Κύπρου θα χαραχθούν ευρύτερα μέχρι του δικού μας αιγιαλού τα όρια της μεγάλης Ελλάδας», γράφει στη νεκρολογία του για τον πεσόντα Κ. Κοιλανιώτη τον Ιούλιο του 1913, ο Ν. Κλ. Λανίτης, βουλευτής Λεμεσού και επίσης εθελοντής Βαλκανικών.[22]
Ενώ ο σαραντάχρονος Χριστόδουλος Σώζος Δημάρχος και Βουλευτής Λεμεσού, εμβληματική μορφή του κυπριακού ελληνισμού, αρνήθηκε μαζί με τον σαρανταδυάχρονο Ε. Χατζηιωάννου επίσης βουλευτή, οποιαδήποτε προνομιακή μεταχείριση από τον Βενιζέλο, στον οποίον παρουσιάσθηκαν σε μία έντονα φορτισμένη συναισθηματικά, συνάντηση. Ο πρώτος έπεσε ηρωικά στο Μπιζάνι, και σε δικαιολογητική επιστολή προς την γυναίκα του για την-στην κυριολεξία-απόδρασή του από την Κύπρο αναφέρει: «Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον (εννοεί το πατρικό και τις οικογενειακές μέριμνες) πρέπει να τα εμποδίζει από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν δια του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των».[23]
Το παρών έδωσαν όμως και οι ελληνικές παροικίες της Αφρικής. Σταχυολογώντας ανακαλύπτουμε από το ημερολόγιο του Δημητρίου Α. Καμπάνη ομογενή από το Σουδάν : «Στις 4/17 Οκτωβρίου, μαζί με είκοσι άλλους και μία Εγγλέζα νοσοκόμο, ξεκινήσαμε. Όλη η παροικία είχε μαζευτεί στο Σταθμό για να μας κατευοδώσει. Συγκίνηση, ευχές, ενθουσιασμός. Από σταθμό σε σταθμό, μεγάλωνε ο αριθμός μας από άλλους που βιάζονταν επίσης να φτάσουν εγκαίρως στην Πατρίδα. Μέσα στο τρένο μάθαμε πως είχε κηρυχθεί ο πόλεμος. Στην Αλεξάνδρεια, όταν φτάσαμε, βρήκαμε τους Έλληνες στο πόδι. Ενθουσιασμός μεγάλος. Όλοι ήθελαν να πάνε εθελοντές. Μπαρκάραμε σε ρωσικό πλοίο, το «Τσικατσώφ», που γέμισε με επιστράτους, εθελοντές και τον Ερυθρό Σταυρό. Η ανυπομονησία μας να φτάσουμε ήταν μεγάλη. Στον Πειραιά μαθαίνουμε πως ο Στρατός μας μπήκε στην Ελασσόνα. Κόσμος άπειρος στην προκυμαία. Ενθουσιασμός, συγκίνηση[…]Στις 2/15 Νοεμβρίου μας επιθεωρούν στο Γουδί. Ήμαστε περίπου 1.000 άνδρες από όλα τα μέρη της γης. Στις 3/16, με βραδινή πορεία, κατεβήκαμε στον Πειραιά για να μπαρκάρουμε. Πώς φτάσαμε, ο Θεός το ξέρει∙ ποτέ δεν είχαμε κάνει πορεία με όλα μας τα πράγματα, και οι περισσότεροι από μας ήταν άνθρωποι του γραφείου ή του μαγαζιού. Γεωργοί ή εργατικοί δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου».[24] Επίσης πενήντα Έλληνες από την Ν. Αφρική εγκαταλείποντας τα πάντα και υπακούοντας στην συνείδησή τους, έρχονται υπό τον Ιωάννη (Τζων) Κώστα εκ Θεσπρωτίας καταγόμενο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.[25]
Με τον ίδιο ζήλο οι ελληνοαμερικανοί παρουσιάστηκαν είτε κατά μόνας (ανέρχονταν τουλάχιστον σε εκατοντάδες), είτε με τον Λόχο που συγκρότησαν (4ος Λόχος, 1ουΤάγματος, Ανεξαρτ. Συντ. Κρητών) τον επονομαζόμενο «εθελοντικό Λόχο Νέας Υόρκης»,[26] πλήρως οργανωμένο και εξοπλισμένο που έφθασε στον Πειραιά. Αυτός ο Λόχος σχεδόν αποδεκατίσθηκε κατά τις επιχειρήσεις στο Μπιζάνι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Βασίλειος Χαρ. Σουρραπάς (1889-1975) ο και μετέπειτα ιδρυτής της γαλακτοβιομηχανίας ΕΒΓΑ. Έχοντας μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την ηλικία των 8 ετών, δεν διδάχθηκε την ελληνική γραφή γι’ αυτό και το ημερολόγιό του είναι γραμμένο ηχητικά. Ξεκινά ως εξής:
«Μετά την κήρυξιν της επιστρατεύσεως και την κήρυξιν του Βουλγαροτουρκικού πολέμου, μη δυνάμενος εκ της γενικής συγκινήσεως να μένω απαθής μακράν της πολυπαθούς Πατρίδος και των πεδίων των μαχών, όπου η ηλικία μου υπηρετούσε εκ του έτους 1910 και η οποία πρώτη περιπλέχθει εις τον πόλεμον, απεφάσισα όπως έλθω και συνδράμω και ηθικώς τον αγώνα υπέρ των όλων». [27]
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων επικράτησε μεγάλη αναταραχή λόγω της επιστράτευσης τόσων πολλών ανθρώπων και της επίταξης όλων των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς. Ωστόσο ο ενθουσιασμός περίσσευε και το πνεύμα εθελοθυσίας κυριαρχούσε.
Όπως αναφέρει ο Δημαράς:
«Εις το διδακτήριον κατά τας ώρας της διδασκαλίας, άλλοτε μεν επί τη ευκαιρία του απερχομένου εις τον πόλεμο συναδέλφου, άλλοτε δε επί τη αναγγελία ευφροσύνου γεγονότος πολεμικού ή μεταφοράς αιχμαλώτων, οι τοίχοι του σχολείου αντηχούσι με ζητωκραυγάς των μελλόντων στρατιωτών μας υπέρ των μαχομένων, με κίνδυνον να παρεξηγηθεί ο διδάσκαλος από τους τυχόν διαβαίνοντας κατά την ώρα εκείνην έξωθεν του σχολείου, επειδή δήθεν παραμελεί το κύριον έργον του».[28] Αλλά η προηγούμενη αναφορά για «μέλλοντες» στρατιώτες, είχε ορισμένες απροσδόκητες όσο και απίστευτες εξαιρέσεις….
Έτσι στην Πεδιάδα του Αξιού, κοντά στον Αθύρα Πέλλας, στις 22 Οκτωβρίου 1912 έχουμε την παρακάτω μαρτυρία: «[…]Σήκω επάνω! προσθέτει κατόπιν απευθυνόμενος προς το πράγμα που εκινήθη. Μη φοβήσαι. Είνε δικοί μας. Και βλέπομεν τότε παρουσιαζόμενον ένα παιδίον, ένα ενδεκαετή μάγγαν με μεγάλα μάτια διαβολικώς έξυπνα και εν τούτοις δειλά ως κόρης. Μας τον παρουσιάζουν και μας διηγούνται την ιστορίαν του, η οποία είνε απλουστάτη. Ήτον λούστρος εις τον Πειραιά. Εφλέγετο από τον πόθον να μεταβή εις τον πόλεμον, να κάμη κάτι διά την Πατρίδα. Παρουσιάσθη εις μερικούς αξιωματικούς, λέγων εις αυτούς ότι ήθελε να καταταχθή. Αυτοί εγέλασαν μαζί του. Κατόπιν ο στρατός ανεχώρησε διά τα σύνορα. Εν ατμόπλοιον έφερε το χειρουργείον τούτο από τον Πειραιά εις τον Βόλον.
Πριν φθάσουν εις τον Βόλον, ο μάγγας αυτός εξήλθεν από το κύτος του πλοίου όπου ήτο κρυμμένος οπίσω από μερικά κιβώτια. Εγέλασαν και πάλιν, αλλά τον εκράτησαν την φοράν αυτήν. Και έκτοτε ζη εις το χειρουργείον του ιατρού Μωραΐτου. Ηκολούθησεν όλας τας πορείας πεζός όπως και οι στρατιώται. Οι μικροί του πόδες του δυστυχούς είνε αιματωμένοι, αλλ’ εν τούτοις θ’ απετέλει βαρείαν προσβολήν δι’ αυτόν το να προτείνη τις να χρησιμοποιή ενίοτε εις τας πορείας κανέν από τα υποζύγια του χειρουργείου… Τρώγει … όταν και οι άλλοι τρώγουν. Κοιμάται μαζί τους. Και υπηρετεί την Πατρίδα του βοηθών με όλας του τας μικράς δυνάμεις τους δεχθέντας αυτόν, παρέχων εις αυτούς μυρίας μικροϋπηρεσίας. Τον καλούν «ο μικρός εθελοντής[…]»[29]
Επιπλέον στην εφημερίδα «Εστία» της 23-8-1913 μνημονεύονται τα εξής: «Ο Νεώτερος Έλλην Υπαξιωματικός: Σας παρουσιάζομεν σήμερον τον μικρότερον υπαξιωματικόν του Ελληνικού Στρατού. Είναι ηλικίας 12-13 ετών και κατάγεται από το Φισκάρδον της Κεφαλληνίας. Το όνομα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ. Ο πατέρας του αρτοποιός εις την Ύδραν, η μητέρα του μένει εις τον Πειραιάν και αυτός ήτο υπηρέτης εις Πύλον όπου τον εύρεν η επιστράτευσις. Το πολεμικόν μένος που είχε καταλάβει όλον τον κόσμο, ηλέκτρισε και τον μικρόν υπηρέτην, ο οποίος εζήτησεν αμέσως όσα χρήματα είχε να λαμβάνει από τον πάτρωνά του και την επομένη απεβιβάζετο εις Αθήνας, παρουσιασθείς εις το Στρατολογικόν γραφείον όπως καταταχθή εθελοντικώς. Η ηλικία του δεν εβοήθησε την αποδοχήν της αιτήσεως του και ο μικρός έφυγε από το γραφείον λυπημένος αλλ’ όχι και απηλπισμένος.
Μίαν πρωίαν διαφυγών την προσοχήν των φρουρών, εσκαρφάλωσεν εις τον μεταξύ των δύο βαγονίων χώρον και μαζή με τον στρατόν έφθασεν εις την Λάρισσαν, όπου επί τέλους μετά την τόσην του επιμονήν εγένετο δεκτός εις το 18ον σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας ως ‘παιδί το συντάγματος’. Εις την μάχην της Ελασσώνος έγεινε κάτοχος Τουρκικού λαφύρου, όπλου Μαρτίνι, με το οποίον έλαβε το βάπτισμα του Πυρός. Η ανδρεία του εξετιμήθη από όλους και εις την μάχην του Σαρανταπόρου, του εδόθη εις ένδειξιν αναγνωρίσεως της ικανότητός του, Μάλινχερ. Εις την πεισματώδη μάχην του Κιλκίς ευρέθη μεταξύ πέντε Βουλγάρων αιχμάλωτος, αλλά καθ’ ην στιγμήν οι Βούλγαροι ησχολούντο να εύρουν κανένα σχοινί δια να τον δέσουν, αυτός αρπάζει το Μάλινχερ και ρίπτει νεκρούς τους τρεις, ενώ οι δύο άλλοι εσώζοντο δια της φυγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο μικρός στρατιώτης έσωσε και έναν τραυματίαν εύζωνον, όστις θα περιήρχετο εις χείρας των δημίων. Το γεγονός τούτο της ανδραγαθίας του λιλυπουτείου υποδεκανέως επιστοποιήθη και επισήμως, μεθ’ ο και ο διοικητής του, τον προήγαγε εις δεκανέα».[30]
Το απόφθεγμα λοιπόν που δονούσε κάθε ελληνική ψυχή «για τον αδελφό τον σκλαβωμένο και της πατρίδος την τιμή» ληφθέν από το εμβατήριο «Τα Κανόνια» αποδίδει πιστά την αυταπάρνηση που έδειξε ο Έλληνας στρατευμένος, στα πεδία των μαχών και ενσαρκώνει το «κοινό περί Δικαίου αίσθημα» από το οποίο διακατεχόταν η ελληνική κοινωνία την εποχή εκείνη.
Φυσικά από το προσκλητήριο αυτό δεν μπορούσαν ν’ απουσιάζουν οι Κρητικοί που επιτέλους είδαν τα όνειρά τους για ένωση να πραγματοποιούνται. Έτσι στο ημερολόγιο του Ιωάννου Καραβίτη Οπλαρχηγού, επικεφαλής προσκοπικού σώματος Κρητών αναγράφονται τα παρακάτω: «[…] Οι πλείστοι των ανδρών είναι, περίπου είκοσι ετών διότι εστρατολογήσαμε και εγώ και ο Μακρής εκ των αστρατεύτων και οι αστράτευτοι ή θα ήσαν κάτω του 21 έτους ή πάνω των 40, εκτός αν ήτο κανείς Κρητικός, μέχρι των είκοσι πέντε ετών. […] Άμα μπήκαμε στο τραίνο, σε δύο βαγόνια τρίτης θέσεως, ευτυχώς που δεν ήσαν από ’κείνα που έγραφαν: «Ίπποι 8, άνδρες 40», και εδόθη το τελευταίο συνθηματικό σφύριγμα προς εκκίνησιν, αρχίσαμε το τραγούδι που λέγουν στην Κρήτη όταν κινούν για να πάνε να πάρουν τη νύμφη». [31]
Ο Τύπος και η λογοτεχνία είναι τα κύρια μέσα με τα οποία μπορεί ο ερευνητής να «αφουγκραστεί» το κλίμα της εποχής. Έτσι και στους Βαλκανικούς πολέμους οι πολεμικές ανταποκρίσεις για τις νικηφόρες προελάσεις, το πατριωτικό παραλήρημα των απελευθερωμένων πληθυσμών και οι ατέλειωτοι κατάλογοι των νεκρών συνέθεταν το Δελτίο Πολέμου. Επρόκειτο για τη σημαντικότερη στήλη με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Μάλιστα πολλές φορές η ίδια εφημερίδα εξέδιδε ακόμη και τέσσερα φύλλα την ίδια ημέρα όταν τα νέα από το μέτωπο ήταν καταιγιστικά.
Στην περίοδο που αναφερόμαστε μπορούμε να πούμε ότι η λογοτεχνία προηγήθηκε των πυροβολισμών. Περίοπτη θέση κατέχει εδώ ο γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωστής Παλαμάς, ο οποίος με τα επικολυρικά του έργα διέτρεξε την ελληνική ιστορία με στόχο την εμψύχωση και την ανάταση του Ελληνισμού: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά, το έργο Στην Χώρα που αρματώθηκε, μια ενότητα αφιερωμένη στους Βαλκανικούς Πολέμους από την συλλογή του «Πολιτεία και Μοναξιά». Κορωνίδα όλων αυτών των «στρατευμένων» δημιουργιών ήταν το εμβατήριο «Εμπρός» τον Σεπτέμβριο του 1912, που στη συνέχεια μελοποιήθηκε από τον Καλομοίρη.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Πηνελόπη Δέλτα εξέδωσε τα βιβλία της «Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Για την Πατρίδα», «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου».[32]
Ο Έλληνας μαχητής δεν αρνούνταν τις μικρές απολαύσεις της ατομικής ευτυχίας, την οικογενειακή θαλπωρή, δεν ήταν φιλοπόλεμος. Το κάλεσμα της Πατρίδας όμως νίκησε την ανάγκη του για ζωή και την αντικατέστησε με δίψα για αθανασία και δόξα˙ και η δόξα ποτέ δεν κοιμήθηκε σε μαλακό κρεβάτι. Πάντοτε οι αθώοι είναι έτοιμοι για όλα. Οι ένοχοι φοβούνται. Οι ευρισκόμενοι εν δικαίω ποτέ. Οι αθώοι είναι σε κάθε στιγμή, έτοιμοι για τη ζωή και τον θάνατο. Και αυτό είναι μεγαλειώδες.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο της αδελφής του θρυλικού Παύλου Μελά και Εθελόντριας-άμισθης πολλές φορές-Νοσοκόμας του ΕΕΣ, Άννας: «[….] Λοιπόν αν είμαι χαρούμενη απόψε, είναι απλώς διότι η λέξις «σε αναμένομεν» δεν υπήρχε στο τηλεγράφημα της οικογενείας. Εννοούν και αυτοί πως όσο τους ανήκω, ανήκω και εις αυτά τα δύστυχα όντα (εννοεί τους στρατιώτες), που το καθένα ήθελε να είχε μάννας, αδελφούλας την περιποίησιν, ας έχουν την δική μου τουλάχιστον[...] Την Πέμπτη αναχωρώ δια την Γευγελή (μετά από άδεια). Πάλιν στην Μακεδονία θα ευρεθώ. Με όλη την λύπη που έχω ν’ αφήσω τα παιδιά μου, αισθάνομαι κρυφή χαρά να ξαναζήσω με τα ευζωνάκια μου τα κακόμοιρα[….] Εγώ λυπούμαι όλους και όλες που δεν ευτύχησαν να είναι στην γραμμή του πυρός[…] Από πάνω βεβαίως (εκ Θεού εννοεί) μας μετεδόθη η ιδανική δύναμις της εκδικήσεως. Ας λέω δεν εξηγείται η αντοχή μου. Δέκα μήνες τώρα εγκατέλειψα σαν τον τελευταίο στρατιώτη την οικογένειά μου, άλλο δεν ωνειρευώμην. Εκδίκηση, νίκη, τίποτε δεν με ανησύχησε, καμία κακουχία δεν φοβήθηκα. Όλα ζωηρά, χαρούμενα τα έβλεπα εμπρός μου[…] επιτέλους διελύθη η ομίχλη, όσο κατεβαίναμε το Τζαμί Τεπέ την αφήναμε πίσω, με όλες μας τις αναμνήσεις των αλησμονήτων ημερών που πέρασα εκεί πάνω ψηλά, πολύ ψηλά. Θα κρατήσω στην μνήμη μου μίαν ευτυχεστάτην περίοδον του βίου μου, που μ’ έκαμε και έζησα όχι περήφανα μόνον, αλλά ιδανικά. Είδα πραγματοποιημένο το όνειρόν μου[…]»[33]
Ο νεαρός Κύπριος εθελοντής Προκόπης Χατζιμιλτής εξάλλου γράφει: «Και πάλι θα αναβώ στο σώμα μου, διότι εκεί είναι η ζωή η ευχάριστη. Να πολεμάς μέραις ολόκληρες κατά των απίστων χωρίς να κλεις μάτι, χωρίς να τρως, χωρίς να πίνης και όμως να θέλης αυτή την ζωή. Να κοιμάσαι μηνάδες τώρα στο ύπαιθρο μέσα σε χιόνια, να ακούης να περνούν από πάνω σαν βροχή οι σφαίρες και όμως να μην μπορείς να κάνεις δίχως της! Ε! ψυχή μου! Αυτή είναι ζωή! […]».
Στο ίδιο ύφος ο Σώζος αναφέρει: «Ότι με πειράζει περισσότερον είναι το ζήτημα της καθαριότητος[…]Αχ τι είναι ο πόλεμος; Μηδέν. Είναι μια στιγμή ευφροσύνης. Το παν είναι οι κακουχίαι, η βρώμα, η πείνα, […]Όλα αυτά όμως είν’ ωραία, όταν σκέπτομαι ότι μερικά πράγματα που ούτε στον ύπνο μου τα εβλέπαμεν, εγένοντο πραγματικότητες: Η Θεσσαλονίκη δική μας, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ελληνική!![…]»[34] . «Είχαμε πολλά και ημείς να πούμε για την δόξα των προγόνων. Ήτο καιρός με τας ιδικάς μας θυσίας να αρχίσωμεν να πελεκώμεν τας πέτρας του βάθρου και της ιδικής μας δόξης» γράφει με αρχαιοελληνική συναίσθηση της υστεροφημίας ο βουλευτής Λάρνακας-Αμμοχώστου και μπιζανομάχος τραυματίας Ε. Χατζηιωάννου, ενώ ο επίσης Κύπριος εθελοντής και το 1897, Ε. Σχίζας ξεσπά: ‘Μου εδόθη ευκαιρία να αποπλύνω το αίσχος του ατυχούς ’97, το οποίον θα μου πίεζε αιωνίως το στήθος’».[35]
Χαρακτηριστικό επίσης του πνεύματος που επικρατούσε μεταξύ των στρατιωτών είναι και το εξής ιλαροτραγικό περιστατικό που διασώζει ο Λεμεσιανός Μιχαήλ Γεωργιάδης κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, περιγράφοντας την στάση φίλου και συντοπίτη του: «[…]Δεν μπορούσα ν’ αποφύγω τον θαυμασμόν μου προς τον φίλον Δημήτριον Θωμάν˙ κατά την επίθεσιν έτρεχε με τους πρώτους φωνάζων ως παράφρων. Δύο οβίδες έπεσαν δίπλα του˙ ενόμιζα ότι εφονεύθη και έτρεξα. Αλλ’ ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε. Εσηκώθη, έτριψε λίγο τα μάτια του και πάλιν εμπρός[…]»[36].
Αυτό το «Εμπρός», πάντα «Εμπρός» το αφουγκράζεται παντού ο εκάστοτε μελετητής των απομνημονευμάτων, δηλώνοντας την πεποίθηση της νίκης, την καρτερία, την αυταπάρνηση:
«Χάνι Φτελιάς, περιοχή Μπιζανίου Ιωαννίνων, 22 Δεκεμβρίου 1912, 10 π.μ.: Το πρωί ξεκίνησα για εδώ. Κατέβηκα από την Κούλια στον δημόσιο δρόμο, όπου έχει καταυλισθεί το πυροβολικό. Είδα τα τέσσερα τοπομαχικά της Άρτας, που έφτασαν επιτέλους! Λίγο πριν από το χάνι, σε μια καμπή του δρόμου, αναγνώρισα από μακριά τον πατέρα μου. Στάθηκα προσοχή (ήταν αξιωματικός) και του φώναξα: «Πατέρα!», γιατί στο χάλι που είμαι – μοιάζω με τσιγγάνο ή ληστή – δεν με αναγνώρισε. Φιληθήκαμε συγκινημένοι και οι δύο[….] Ο πατέρας μού λέγει ότι, περνώντας από το Αρχηγείο στη Φιλιππιάδα, παρακάλεσε να με αποσπάσουν εκεί. Διαμαρτύρομαι, λέγοντας ότι αφού έχω τόσον καιρό στο Μέτωπο και επίκειται η κατάληψη των Ιωαννίνων, θέλω να μπω ως μαχητής. «Όπως θέλεις κάμε» μου απαντά[….]».[37]
Εδώ πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στις Σουλιώτισες εκείνου του καιρού, τις Τσεριτσανιώτισσες των οποίων η συνεισφορά στην κατάληψη των Ιωαννίνων υπήρξε μεγάλη αλλά δυστυχώς άγνωστη. Το χωριό Τσερίτσανα βρισκόταν σε νευραλγική θέση σε υψόμετρο 1000 μέτρων, καθώς όντας το μοναδικό μονοπάτι προς Παραμυθιά, ασφαλιζόμενο ισχυρώς από τον Ελληνικό Στρατό εξασφάλιζε τα νώτα του από ενδεχόμενη τουρκική ενέργεια. Ταυτόχρονα με τοποθέτηση ορειβατικού πυροβολικού στην θέση Δύο Βουνά της Ολύτσικας περιέσφιγγε σημαντικά το πολιορκούμενο Μπιζάνι. Ήταν ζωτικό λοιπόν να μεταφερθούν πυροβόλα στην θέση αυτή.
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο λόγω του δύσβατου δρομολογίου, όχι μόνο για την μεταφορά των πυροβόλων αλλά και για την διατήρηση της βολής τους, με την αδιάκοπη μεταφορά πυρομαχικών. Τα τελευταία τα ανέλαβαν αυτές οι γυναίκες, επί τετράμηνο(!) αγόγγυστα μαχόμενες με όλα τα στοιχεία της φύσεως (από Νοε.1912-Φεβ.2013), ταυτόχρονα με την παροχή φιλοξενίας και εφοδίων από τα πενιχρότατα μέσα που διέθεταν για τα κατά καιρούς διαμένοντα ή διανυκτερεύοντα στο χωριό τους ελληνικά τμήματα. Και μάλιστα εν απουσία του ανδρικού πληθυσμού που είχε όλος καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό με την απελευθέρωση του χωριού, αποφεύγοντας κρυπτόμενος επί ποινή θανάτου να καταταγεί προηγουμένως στον αντίστοιχο τουρκικό. Οι αξιομνημόνευτες αυτές γυναίκες γράφει εφημερίδα της εποχής «…σωσταί ηρωίδαι τρέχουν[....] μεταφέρουσι φυσίγγια, άρτον και άλλα χρειώδη στους μαχομένους , εκτελούν χρέη νοσοκόμων ή μαγείρων[…]». Αθηναϊκό περιοδικό συμπληρώνει με ομολογία ανωνύμου μαχητή: «[…] Εκείνες οι γυναίκες είναι ανώτερες και απ’ τα καλύτερα παλικάρια. Τι μας έκαμαν όταν επεράσαμεν από εκεί, δεν ημπορούσαμεν να περιγράψωμεν. Ολίγον έλειψεν να μας πάρουν εις τον ώμον των[…] εκουβαλούσαν φυσίγγια και πυρομαχικά. Είδαμε γυναίκες «Σουλιώτισσες» να μεταφέρουν κανόνια!!»[38]
«Σαραντάπορο, 9 Οκτωβρίου 1912: Εκείνη τη στιγμή καθώς εσημάδευα ακούω σφύριγμα και νιώθω σύχρονα χτύπημα στ’ αριστερό αντιβράχιο κοντά στον αγκώνα, ακουμπημένο ακριβώς μπροστά στην καρδιά μου. Την περίμενα, είπα χαμογελώντας και σύρθηκα και γω δεξιά πίσω από τους άλλους˙ [....] Κοίταξα να ιδώ τη λαβωματιά και είδα μια τρύπα κοντά στον αγκώνα. Επήρα το δεύτερο επίδεσμό μου και δέθηκα μονάχος όπως μπόρεσα. Ξανάβαλα τ’ αμπέχονο γιατί έβρεχε πυκνότερα τώρα. ‘Έλυσα το μανδύα από το γυλιό, σκεπάστηκα και έμεινα ξαπλωμένος εκεί κρατώντας αγκαλιασμένο το όπλο μου. […….] Σιδηροδρομικός σταθμός Βέροιας, 21 Οκτωβρίου 1912: Η Βέροια είναι κρυμμένη πίσω από ένα λόφο. Πέρα από τον κάμπο φαίνονται κάτι βουνά γαλάζια ∙ θα είναι ο Χορτιάτης. Σα σε όνειρο νομίζω πως βρίσκομαι. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως βλέπω αυτά τα μέρη ελευθερωμένα, που τα λαχταρούσα να τα ιδώ μόνο, ας ήταν και σκλαβωμένα. Πόσα δάκρυα έχυσα και πόσους πόνους ένιωσα ακούγοντας διηγήσεις για τους τόπους αυτούς και για τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Είχα βαθιά επιθυμήσει να τα γνωρίσω, να ’ρθω να ζήσω σ’ αυτά τα μέρη, μ’ αυτούς τους ανθρώπους που κάθε ώρα της ζωής τους ήταν μαρτύριο και ηρωισμός, εγώ που ήμουν ελεύτερος και είχα εύκολη τη ζωή. Είχα ερωτευτεί το θάνατο για να δώσω και γω μια σπρωξιά στο έργο του ελευθερωμού τους. Και τώρα, να, […….] Έρχομαι σ’ αυτούς τους τόπους βοηθώντας και γω για το ξεσκλάβωμά τους. Οι άνθρωποι εκείνοι ανασαίνουν τώρα χωρίς βάρος να τους πλακώνει τα στήθια. Όμορφη ελληνική ζωή ανοίγεται γι’ αυτούς και για μας. [....]
Φιλιππιάδα Πρέβεζας, 24 Ιανουαρίου 1913: Είμαι βέβαιος πως αν πάω στην πρώτη γραμμή να πολεμήσω, θα σκοτωθώ˙ κι όμως θέλω να πάω αν και λατρεύω τη ζωή. Θέλω να νιώσω πάλι τον κίνδυνο του θανάτου κοντά, θέλω να ζήσω με την άπειρη ένταση που έζησα στο Σαραντάπορο, όπου όλα τα αισθανόμουν τόσο έντονα, αν και μεθυσμένος απ’ την ορμή. Την παραμικρή λεπτομέρεια την παρατηρούσα με μυαλό καθαρότατο και έβλεπα το θάνατο κάθε δευτερόλεπτο κοντά μου και ανάλυα όλα τα αισθήματά μου ψυχρά˙ δεν ήθελα να σκοτωθώ, όλη η ύπαρξή μου αντιδρούσε κι όμως δεν εδείλιασα ούτε στιγμή. Και τώρα πόθησα να ξαναζήσω τέτοιες στιγμές, αν και τώρα νομίζω πως δε θα συλλογιζόμουν πια τόσο έντονα το θάνατο, θα ζούσα τις στιγμές πιο ξένοιαστα και απλά. Η συνήθεια όλα τα πράγματα τα αμβλύνει. Θα ήθελα να ιδώ πώς θα αισθάνουμαι, όταν θα’ χω συνηθίσει τον κίνδυνο[....]».[39]
«Υψώματα Σουλτογιανναίικων, μέτωπο Μακεδονίας, 21-22 Ιουνίου 1913: Εκείνος που λέει πως δεν φοβάται, λέει ψέμματα. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι φοβούνται. Υπάρχουν μόνον στιγμές ενθουσιασμού που ο στρατός καταλαμβάνεται ιδία κατά τας στιγμάς της εφόδου που επιτίθενται μετά μανίας. Τότε δεν σκέπτεται, ούτε λαμβάνει υπ’ όψιν του κανένα κίνδυνο, ρίχνεται μέσ’ τα όλα, όπως λέμε, και ό,τι γίνει. Ιδίως όταν φθάσουν στον αγώνα εκείνον σώμα προς σώμα, οπότε αρπάχνονται σαν να έχουν προσωπικές διαφορές. [....]».[40]
«[....]Προ ολίγου εισήλθεν εις τον σταθμόν ένας συρμός τραυματιών. Εις τα θυρίδας δεν βλέπει τις άλλο παρά άνδρας με την κεφαλήν φέρουσαν επίδεσμον από αιματωμένην οθόνην ή των οποίων το χέρι φέρεται εις λωρίδα εξηρτημένην από του τραχήλου. Και εν τούτοις η θλιβερά εντύπωσις την οποίαν το θέαμα αυτό έπρεπε να παρέχη εξαφανίζεται μόλις γεννωμένη…, διότι όλοι αυτοί οι τραυματίαι είνε τρελλοί από ενθουσιασμόν και εύθυμοι. Διηγούνται την φοβεράν έφοδον με την λόγχην, την μανιώδη σώμα προς σώμα πάλην, εις τας οποίας οφείλονται κατά μέγα μέρος αι πληγαί των εις τας χείρας ή την κεφαλήν. Αυτοί εκεί εχρειάσθη να πολεμούν επί τέσσαρας συνεχείς ώρας μέσα εις το ατελεύτητον στενόν του Σαρανταπόρου, το οποίον μόνον κατόπιν επανειλημμένων εφόδων ημπόρεσαν να κυριεύσουν… Και αν δε δεν επολέμησαν ακριβώς εις το Σαραντάπορον, τι σημαίνει; Επολέμησαν καλά. Αυτό είνε το ουσιώδες. ‘Πονείς, παιδί μου; ερωτώμεν ένα πληγωμένον του οποίου το πρόσωπον είνε κάτωχρον’. ‘Τι σημαίνει; Μας απαντά. Για την Πατρίδα!.. Το κάτω κάτω δεν είνε τίποτε. Θα περάση γρήγορα. Και τότε θα πάω να ξαναπολεμήσω. Έχουν πέσει πολλοί δικοί μας έως τόρα. Αλλ’ αυτό δεν είνε τίποτε. Ζήτω ο Πόλεμος!’ Και, επαναλαμβανομένη από όλους τους τραυματίας η κραυγή αυτή, αρχίζει να διατρέχη καθ’ όλον το μήκος του συρμού[....]»[41]
Ο Ελληνικός Στρατός ήλθε αντιμέτωπος με την δυσεντερία, την πνευμονία, τα κρυοπαγήματα, τις επιδημίες του τύφου, της χολέρας, της ευλογιάς, της βασανιστικής ψείρας αλλά και της πείνας ακόμη αφού λόγω της ταχείας προελάσεώς του και της έλλειψης μέσων, η αναχορηγία σε τρόφιμα κατέστη ιδιαίτερα προβληματική. Ωστόσο ο Έλληνας μαχητής ήταν απτόητος, διατηρώντας εν γένει την αξιοπρέπειά του.
Στο ημερολόγιο του Δημητρίου Καμπάνη, αναφέρεται: «Πέρασα φοβερή νύχτα[…..]Ο ιπποκόμος (του Λοχαγού) επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να τηγανίσει έντερα και άλλα γλυκάδια. Με κάλεσε να πάρω μεζέ. Ανοήτως έφαγα-είχα δυο μήνες να μυρίσω τηγανητό. Τη νύχτα εμετός κτλ. Επιπλέον, επειδή κοιμήθηκα σε κλειστή τέντα, όπου μέσα σε λακκούβα σιγόκαιγε μια πουρναρόριζα, έδωσα την ευκαιρία στις ψείρες να με κομματιάσουν. Το πρωί, το σώμα μου ήταν μια πληγή[….]».[42]
Ενώ από το Ημερολόγιο Κωνσταντίνου Τιμ. Βάσσου, παρατίθενται τα παρακάτω: «[…]Πρεντέλ Χαν, 17-18 Ιουλίου 1913: Κατά την μάχην ταύτην οι άνδρες του λόχου μου επεδείξαντο μεγάλην αυτοθυσίαν, μεγάλην γενναιότητα, μεγάλην αυταπάρνησιν, θάρρος δε απαράμιλλον. Και ταύτα πάντα νήστεις, άϋπνοι εν πορείαις και μάχαις αδιακόπως από της 15ης Ιουλίου υπερβάντες ούτω τα όρια της φυσικής αντοχής. Εδείχθησαν με μίαν λέξιν υπεράνθρωποι, παλαίσαντες καθ’ όλων των στοιχείων της φύσεως, εξευτελίσαντες τας απολύτους ανθρωπίνας ανάγκας, αναδειχθέντες ούτω αληθείς ήρωες[…]Και μετά την ανακωχήν η βροχή εξηκολούθει πίπτουσα χονδρή (νερόχιονο), κρύο φοβερό, πείνα φοβερά, σωματική κατάπτωσις των ανδρών φοβερά –κατόπιν τεσσάρων ημερονυκτίων αϋπνίας, πορειών, μαχών. Οι άνδρες τη όψει εφαίνοντο ως εκταφέντες νεκροί. Η υπερέντασις των φυσικών αυτών δυνάμεων επέφερε την εξάντλησιν[…]».[43]
Στο ίδιο ύφος και ο Συνταγματάρχης τότε Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αναφέρει: «Ήπειρος, Δεκέμβριος 1912 - Ιανουάριος 1913: Ένεκεν του εκτάκτως δριμέως χειμώνος – το ψύχος ενίοτε έφθανε 17ο, – ο Στρατός ήρχισε να αισθάνεται την τραχείαν αυτήν εκστρατείαν, διότι διαρκώς διέμενεν εις αντίσκηνα και ταχύσκαπτα, εκ τούτου δε, υπέφερε πολύ εκ του ψύχους, διότι δεν ήτο προητοιμασμένος διά χειμερινήν εκστρατείαν, εστερείτο καταλλήλου ιματισμού, και συνεπώς καθ’ εκάστην είχομεν πολλά κρούσματα κρυοπαγημάτων».[44]
Επιπλέον έχουμε και μια χαρακτηριστική μαρτυρία του πολεμικού ανταποκριτή του γαλλικού περιοδικού «Illustrassion», δημοσιογράφο JeanLeune, που παρατίθεται ως εξής: «Δαούτση (Ελεούσα Θεσσαλονίκης), 24 Οκτωβρίου 1912: Επάνω εις τας δυσκολοσυντηρουμένας πυράς ψήνονται καλά κακά, μάλλον όμως κακά, ολίγα αρνία περιμαζευθέντα από εδώ και από εκεί, μερικά μάλιστα από πολύ μακράν. Οι άνδρες θα πάρουν από ένα μικροσκοπικόν τεμάχιον κρέατος. Ψωμί δεν υπάρχει. Μόνον ολίγη γαλέτα. Κάποιος μας έδωσε μίαν διά τους δύο μας. Περνά ένας στρατιώτης. Ενστικτωδώς σταματά και διακρίνομεν μίαν αστραπήν εις τα λιμασμένα μάτια του. Το βλέμμα του προσηλώνεται με έκφρασιν απελπισίας εις την γαλέταν. Δεν λέγει όμως ούτε λέξιν. Εξακολουθεί τον δρόμον του. Τον φωνάζομεν τότε… Μας λέγει ότι δεν έχει τίποτε φάγει από δύο ημερών, εκτός ολίγων χόρτων τα οποία έκοπτεν από τα παρά την οδόν χωράφια. Του προσφέρομεν την γαλέταν μας, αλλ’ αρνείται να πάρη περισσότερον από το ήμισυ».[45]
Στο πεδίο της μάχης όλοι αποτελούσαν κρίκους μιας ζωτικής αλυσίδας για την επίτευξη της νίκης, ιδιαίτερα όταν ο αγώνας ήταν αμφίρροπος και το καθήκον το επίτασσε. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αποστολή του καθενός μεταβαλλόταν ταχύτατα. Έτσι στο ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Λινάρδου σε μάχη βαθειά στο βουλγαρικό έδαφος σταχυολογούμε: «[…] Ο εχθρός ολονέν προχώρει. Επεχείρησε κύκλωση. Τότε Ανθυπίατρος αρχηγός μοίρας Νοσοκομείου παρέταξε υπηρέτας, νοσοκόμους , μεταγωγικούς με γκράδες και όλους τους μετόπισθεν και εσταμάτησε την προέλασιν. Κρίσιμος η θέσις μας από της 12ης έως της 3ης μμ. Και η υποχώρησις αδύνατος».[46]
συνεχίζεται
πηγή
Γράφει ο Ανχης (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος
Το πρώτο «θύμα» της αποφάσεως αυτής υπήρξαν οι εκ Κύπρου Έλληνες εθελοντές, σε μεγάλο αριθμό των οποίων απαγορεύθηκε η κατάταξη με απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως προκειμένου να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία η οποία ουσιαστικά είχε απαγορεύσει κάτι τέτοιο.
Ανεξάρτητα όμως από τις προαναφερθείσες πολιτικές εξελίξεις που άλλωστε προοιωνίζονταν εξαιρετικά αίσιες, οι Βαλκανικοί έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες της Κύπρου να αποδείξουν τα αισθήματα αλληλεγγύης του εκεί Ελληνισμού προς τη Μητρόπολη. Η απαγόρευση κατάταξης εθελοντών «επέβαλλε» την εθελοντική μετάβαση στην Αθήνα πολλών επωνύμων Κυπρίων (πολιτευτών, βουλευτών, Δημάρχων, δικηγόρων, γιατρών κ.ο.κ) ώστε να εξισορροπηθεί η απειλούμενη απουσία πολυάριθμων συντοπιτών τους με την δική τους, «ηχηρή» οπωσδήποτε, παρουσία. Οι Κύπριοι εθελοντές ήταν 1500-1800 τουλάχιστον (μαζί με το σύνολο σχεδόν των φοιτητών στην Αθήνα) ενώ το ευπρόσωπο ποσό των 16.000 λιρών που απεστάλλη στην Αθήνα ως προϊόν «εθνικών εράνων», ήταν εξαιρετικά υψηλό δεδομένων των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των νησιωτών. Οι μαρτυρίες λοιπόν των εθελοντών αυτών, ταπεινών δευτεραγωνιστών στις επιχειρήσεις, έχουν ξεχωριστή σημασία καθώς περιγράφουν τα γεγονότα υπό την οπτική των Ελλήνων της Κύπρου, μιας περιοχής που αν και δεν είχε απασχολήσει ακόμη την κοινή γνώμη όσο η Κρήτη ή η Μακεδονία, θα αποτελούσε στα επόμενα χρόνια την μεγαλύτερη εθνική διεκδίκηση.
Ήταν φυσιολογικό, η απελευθέρωση άλλων να προκαλέσει συνειρμικά συναισθήματα αυτών των υποδούλων στους Άγγλους, Ελλήνων, για την επανάληψη παρομοίων σκηνών στην Κύπρο. Ο πιο ενθουσιώδης Ι. Πηγασίου ομολογεί με ιερή αγανάκτηση και παράπονο, βλέποντας τους συναδέλφους του να πανηγυρίζουν για την απολύτρωση των ιδιαίτερών τους πατρίδων: «Έπαθα ως παθαίνει ένα παιδί το οποίον βλέπει τας θωπείας τας μητρικάς, τας τόσας περιποιήσεις, αυτό δε ιστάμενον μακράν παρακολουθεί με πικρόν παράπονον, διότι δεν εκτείνεται ένα χέρι να το θωπεύσει[..]» «Με το αίμα της Κύπρου θα χαραχθούν ευρύτερα μέχρι του δικού μας αιγιαλού τα όρια της μεγάλης Ελλάδας», γράφει στη νεκρολογία του για τον πεσόντα Κ. Κοιλανιώτη τον Ιούλιο του 1913, ο Ν. Κλ. Λανίτης, βουλευτής Λεμεσού και επίσης εθελοντής Βαλκανικών.[22]
Ενώ ο σαραντάχρονος Χριστόδουλος Σώζος Δημάρχος και Βουλευτής Λεμεσού, εμβληματική μορφή του κυπριακού ελληνισμού, αρνήθηκε μαζί με τον σαρανταδυάχρονο Ε. Χατζηιωάννου επίσης βουλευτή, οποιαδήποτε προνομιακή μεταχείριση από τον Βενιζέλο, στον οποίον παρουσιάσθηκαν σε μία έντονα φορτισμένη συναισθηματικά, συνάντηση. Ο πρώτος έπεσε ηρωικά στο Μπιζάνι, και σε δικαιολογητική επιστολή προς την γυναίκα του για την-στην κυριολεξία-απόδρασή του από την Κύπρο αναφέρει: «Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον (εννοεί το πατρικό και τις οικογενειακές μέριμνες) πρέπει να τα εμποδίζει από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν δια του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των».[23]
Το παρών έδωσαν όμως και οι ελληνικές παροικίες της Αφρικής. Σταχυολογώντας ανακαλύπτουμε από το ημερολόγιο του Δημητρίου Α. Καμπάνη ομογενή από το Σουδάν : «Στις 4/17 Οκτωβρίου, μαζί με είκοσι άλλους και μία Εγγλέζα νοσοκόμο, ξεκινήσαμε. Όλη η παροικία είχε μαζευτεί στο Σταθμό για να μας κατευοδώσει. Συγκίνηση, ευχές, ενθουσιασμός. Από σταθμό σε σταθμό, μεγάλωνε ο αριθμός μας από άλλους που βιάζονταν επίσης να φτάσουν εγκαίρως στην Πατρίδα. Μέσα στο τρένο μάθαμε πως είχε κηρυχθεί ο πόλεμος. Στην Αλεξάνδρεια, όταν φτάσαμε, βρήκαμε τους Έλληνες στο πόδι. Ενθουσιασμός μεγάλος. Όλοι ήθελαν να πάνε εθελοντές. Μπαρκάραμε σε ρωσικό πλοίο, το «Τσικατσώφ», που γέμισε με επιστράτους, εθελοντές και τον Ερυθρό Σταυρό. Η ανυπομονησία μας να φτάσουμε ήταν μεγάλη. Στον Πειραιά μαθαίνουμε πως ο Στρατός μας μπήκε στην Ελασσόνα. Κόσμος άπειρος στην προκυμαία. Ενθουσιασμός, συγκίνηση[…]Στις 2/15 Νοεμβρίου μας επιθεωρούν στο Γουδί. Ήμαστε περίπου 1.000 άνδρες από όλα τα μέρη της γης. Στις 3/16, με βραδινή πορεία, κατεβήκαμε στον Πειραιά για να μπαρκάρουμε. Πώς φτάσαμε, ο Θεός το ξέρει∙ ποτέ δεν είχαμε κάνει πορεία με όλα μας τα πράγματα, και οι περισσότεροι από μας ήταν άνθρωποι του γραφείου ή του μαγαζιού. Γεωργοί ή εργατικοί δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου».[24] Επίσης πενήντα Έλληνες από την Ν. Αφρική εγκαταλείποντας τα πάντα και υπακούοντας στην συνείδησή τους, έρχονται υπό τον Ιωάννη (Τζων) Κώστα εκ Θεσπρωτίας καταγόμενο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.[25]
Με τον ίδιο ζήλο οι ελληνοαμερικανοί παρουσιάστηκαν είτε κατά μόνας (ανέρχονταν τουλάχιστον σε εκατοντάδες), είτε με τον Λόχο που συγκρότησαν (4ος Λόχος, 1ουΤάγματος, Ανεξαρτ. Συντ. Κρητών) τον επονομαζόμενο «εθελοντικό Λόχο Νέας Υόρκης»,[26] πλήρως οργανωμένο και εξοπλισμένο που έφθασε στον Πειραιά. Αυτός ο Λόχος σχεδόν αποδεκατίσθηκε κατά τις επιχειρήσεις στο Μπιζάνι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Βασίλειος Χαρ. Σουρραπάς (1889-1975) ο και μετέπειτα ιδρυτής της γαλακτοβιομηχανίας ΕΒΓΑ. Έχοντας μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την ηλικία των 8 ετών, δεν διδάχθηκε την ελληνική γραφή γι’ αυτό και το ημερολόγιό του είναι γραμμένο ηχητικά. Ξεκινά ως εξής:
«Μετά την κήρυξιν της επιστρατεύσεως και την κήρυξιν του Βουλγαροτουρκικού πολέμου, μη δυνάμενος εκ της γενικής συγκινήσεως να μένω απαθής μακράν της πολυπαθούς Πατρίδος και των πεδίων των μαχών, όπου η ηλικία μου υπηρετούσε εκ του έτους 1910 και η οποία πρώτη περιπλέχθει εις τον πόλεμον, απεφάσισα όπως έλθω και συνδράμω και ηθικώς τον αγώνα υπέρ των όλων». [27]
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων επικράτησε μεγάλη αναταραχή λόγω της επιστράτευσης τόσων πολλών ανθρώπων και της επίταξης όλων των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς. Ωστόσο ο ενθουσιασμός περίσσευε και το πνεύμα εθελοθυσίας κυριαρχούσε.
Όπως αναφέρει ο Δημαράς:
«Εις το διδακτήριον κατά τας ώρας της διδασκαλίας, άλλοτε μεν επί τη ευκαιρία του απερχομένου εις τον πόλεμο συναδέλφου, άλλοτε δε επί τη αναγγελία ευφροσύνου γεγονότος πολεμικού ή μεταφοράς αιχμαλώτων, οι τοίχοι του σχολείου αντηχούσι με ζητωκραυγάς των μελλόντων στρατιωτών μας υπέρ των μαχομένων, με κίνδυνον να παρεξηγηθεί ο διδάσκαλος από τους τυχόν διαβαίνοντας κατά την ώρα εκείνην έξωθεν του σχολείου, επειδή δήθεν παραμελεί το κύριον έργον του».[28] Αλλά η προηγούμενη αναφορά για «μέλλοντες» στρατιώτες, είχε ορισμένες απροσδόκητες όσο και απίστευτες εξαιρέσεις….
Έτσι στην Πεδιάδα του Αξιού, κοντά στον Αθύρα Πέλλας, στις 22 Οκτωβρίου 1912 έχουμε την παρακάτω μαρτυρία: «[…]Σήκω επάνω! προσθέτει κατόπιν απευθυνόμενος προς το πράγμα που εκινήθη. Μη φοβήσαι. Είνε δικοί μας. Και βλέπομεν τότε παρουσιαζόμενον ένα παιδίον, ένα ενδεκαετή μάγγαν με μεγάλα μάτια διαβολικώς έξυπνα και εν τούτοις δειλά ως κόρης. Μας τον παρουσιάζουν και μας διηγούνται την ιστορίαν του, η οποία είνε απλουστάτη. Ήτον λούστρος εις τον Πειραιά. Εφλέγετο από τον πόθον να μεταβή εις τον πόλεμον, να κάμη κάτι διά την Πατρίδα. Παρουσιάσθη εις μερικούς αξιωματικούς, λέγων εις αυτούς ότι ήθελε να καταταχθή. Αυτοί εγέλασαν μαζί του. Κατόπιν ο στρατός ανεχώρησε διά τα σύνορα. Εν ατμόπλοιον έφερε το χειρουργείον τούτο από τον Πειραιά εις τον Βόλον.
Πριν φθάσουν εις τον Βόλον, ο μάγγας αυτός εξήλθεν από το κύτος του πλοίου όπου ήτο κρυμμένος οπίσω από μερικά κιβώτια. Εγέλασαν και πάλιν, αλλά τον εκράτησαν την φοράν αυτήν. Και έκτοτε ζη εις το χειρουργείον του ιατρού Μωραΐτου. Ηκολούθησεν όλας τας πορείας πεζός όπως και οι στρατιώται. Οι μικροί του πόδες του δυστυχούς είνε αιματωμένοι, αλλ’ εν τούτοις θ’ απετέλει βαρείαν προσβολήν δι’ αυτόν το να προτείνη τις να χρησιμοποιή ενίοτε εις τας πορείας κανέν από τα υποζύγια του χειρουργείου… Τρώγει … όταν και οι άλλοι τρώγουν. Κοιμάται μαζί τους. Και υπηρετεί την Πατρίδα του βοηθών με όλας του τας μικράς δυνάμεις τους δεχθέντας αυτόν, παρέχων εις αυτούς μυρίας μικροϋπηρεσίας. Τον καλούν «ο μικρός εθελοντής[…]»[29]
Επιπλέον στην εφημερίδα «Εστία» της 23-8-1913 μνημονεύονται τα εξής: «Ο Νεώτερος Έλλην Υπαξιωματικός: Σας παρουσιάζομεν σήμερον τον μικρότερον υπαξιωματικόν του Ελληνικού Στρατού. Είναι ηλικίας 12-13 ετών και κατάγεται από το Φισκάρδον της Κεφαλληνίας. Το όνομα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ. Ο πατέρας του αρτοποιός εις την Ύδραν, η μητέρα του μένει εις τον Πειραιάν και αυτός ήτο υπηρέτης εις Πύλον όπου τον εύρεν η επιστράτευσις. Το πολεμικόν μένος που είχε καταλάβει όλον τον κόσμο, ηλέκτρισε και τον μικρόν υπηρέτην, ο οποίος εζήτησεν αμέσως όσα χρήματα είχε να λαμβάνει από τον πάτρωνά του και την επομένη απεβιβάζετο εις Αθήνας, παρουσιασθείς εις το Στρατολογικόν γραφείον όπως καταταχθή εθελοντικώς. Η ηλικία του δεν εβοήθησε την αποδοχήν της αιτήσεως του και ο μικρός έφυγε από το γραφείον λυπημένος αλλ’ όχι και απηλπισμένος.
Μίαν πρωίαν διαφυγών την προσοχήν των φρουρών, εσκαρφάλωσεν εις τον μεταξύ των δύο βαγονίων χώρον και μαζή με τον στρατόν έφθασεν εις την Λάρισσαν, όπου επί τέλους μετά την τόσην του επιμονήν εγένετο δεκτός εις το 18ον σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας ως ‘παιδί το συντάγματος’. Εις την μάχην της Ελασσώνος έγεινε κάτοχος Τουρκικού λαφύρου, όπλου Μαρτίνι, με το οποίον έλαβε το βάπτισμα του Πυρός. Η ανδρεία του εξετιμήθη από όλους και εις την μάχην του Σαρανταπόρου, του εδόθη εις ένδειξιν αναγνωρίσεως της ικανότητός του, Μάλινχερ. Εις την πεισματώδη μάχην του Κιλκίς ευρέθη μεταξύ πέντε Βουλγάρων αιχμάλωτος, αλλά καθ’ ην στιγμήν οι Βούλγαροι ησχολούντο να εύρουν κανένα σχοινί δια να τον δέσουν, αυτός αρπάζει το Μάλινχερ και ρίπτει νεκρούς τους τρεις, ενώ οι δύο άλλοι εσώζοντο δια της φυγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο μικρός στρατιώτης έσωσε και έναν τραυματίαν εύζωνον, όστις θα περιήρχετο εις χείρας των δημίων. Το γεγονός τούτο της ανδραγαθίας του λιλυπουτείου υποδεκανέως επιστοποιήθη και επισήμως, μεθ’ ο και ο διοικητής του, τον προήγαγε εις δεκανέα».[30]
Το απόφθεγμα λοιπόν που δονούσε κάθε ελληνική ψυχή «για τον αδελφό τον σκλαβωμένο και της πατρίδος την τιμή» ληφθέν από το εμβατήριο «Τα Κανόνια» αποδίδει πιστά την αυταπάρνηση που έδειξε ο Έλληνας στρατευμένος, στα πεδία των μαχών και ενσαρκώνει το «κοινό περί Δικαίου αίσθημα» από το οποίο διακατεχόταν η ελληνική κοινωνία την εποχή εκείνη.
Φυσικά από το προσκλητήριο αυτό δεν μπορούσαν ν’ απουσιάζουν οι Κρητικοί που επιτέλους είδαν τα όνειρά τους για ένωση να πραγματοποιούνται. Έτσι στο ημερολόγιο του Ιωάννου Καραβίτη Οπλαρχηγού, επικεφαλής προσκοπικού σώματος Κρητών αναγράφονται τα παρακάτω: «[…] Οι πλείστοι των ανδρών είναι, περίπου είκοσι ετών διότι εστρατολογήσαμε και εγώ και ο Μακρής εκ των αστρατεύτων και οι αστράτευτοι ή θα ήσαν κάτω του 21 έτους ή πάνω των 40, εκτός αν ήτο κανείς Κρητικός, μέχρι των είκοσι πέντε ετών. […] Άμα μπήκαμε στο τραίνο, σε δύο βαγόνια τρίτης θέσεως, ευτυχώς που δεν ήσαν από ’κείνα που έγραφαν: «Ίπποι 8, άνδρες 40», και εδόθη το τελευταίο συνθηματικό σφύριγμα προς εκκίνησιν, αρχίσαμε το τραγούδι που λέγουν στην Κρήτη όταν κινούν για να πάνε να πάρουν τη νύμφη». [31]
Ο Τύπος και η λογοτεχνία είναι τα κύρια μέσα με τα οποία μπορεί ο ερευνητής να «αφουγκραστεί» το κλίμα της εποχής. Έτσι και στους Βαλκανικούς πολέμους οι πολεμικές ανταποκρίσεις για τις νικηφόρες προελάσεις, το πατριωτικό παραλήρημα των απελευθερωμένων πληθυσμών και οι ατέλειωτοι κατάλογοι των νεκρών συνέθεταν το Δελτίο Πολέμου. Επρόκειτο για τη σημαντικότερη στήλη με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Μάλιστα πολλές φορές η ίδια εφημερίδα εξέδιδε ακόμη και τέσσερα φύλλα την ίδια ημέρα όταν τα νέα από το μέτωπο ήταν καταιγιστικά.
Στην περίοδο που αναφερόμαστε μπορούμε να πούμε ότι η λογοτεχνία προηγήθηκε των πυροβολισμών. Περίοπτη θέση κατέχει εδώ ο γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωστής Παλαμάς, ο οποίος με τα επικολυρικά του έργα διέτρεξε την ελληνική ιστορία με στόχο την εμψύχωση και την ανάταση του Ελληνισμού: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά, το έργο Στην Χώρα που αρματώθηκε, μια ενότητα αφιερωμένη στους Βαλκανικούς Πολέμους από την συλλογή του «Πολιτεία και Μοναξιά». Κορωνίδα όλων αυτών των «στρατευμένων» δημιουργιών ήταν το εμβατήριο «Εμπρός» τον Σεπτέμβριο του 1912, που στη συνέχεια μελοποιήθηκε από τον Καλομοίρη.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Πηνελόπη Δέλτα εξέδωσε τα βιβλία της «Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Για την Πατρίδα», «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου».[32]
Ο Έλληνας μαχητής δεν αρνούνταν τις μικρές απολαύσεις της ατομικής ευτυχίας, την οικογενειακή θαλπωρή, δεν ήταν φιλοπόλεμος. Το κάλεσμα της Πατρίδας όμως νίκησε την ανάγκη του για ζωή και την αντικατέστησε με δίψα για αθανασία και δόξα˙ και η δόξα ποτέ δεν κοιμήθηκε σε μαλακό κρεβάτι. Πάντοτε οι αθώοι είναι έτοιμοι για όλα. Οι ένοχοι φοβούνται. Οι ευρισκόμενοι εν δικαίω ποτέ. Οι αθώοι είναι σε κάθε στιγμή, έτοιμοι για τη ζωή και τον θάνατο. Και αυτό είναι μεγαλειώδες.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο της αδελφής του θρυλικού Παύλου Μελά και Εθελόντριας-άμισθης πολλές φορές-Νοσοκόμας του ΕΕΣ, Άννας: «[….] Λοιπόν αν είμαι χαρούμενη απόψε, είναι απλώς διότι η λέξις «σε αναμένομεν» δεν υπήρχε στο τηλεγράφημα της οικογενείας. Εννοούν και αυτοί πως όσο τους ανήκω, ανήκω και εις αυτά τα δύστυχα όντα (εννοεί τους στρατιώτες), που το καθένα ήθελε να είχε μάννας, αδελφούλας την περιποίησιν, ας έχουν την δική μου τουλάχιστον[...] Την Πέμπτη αναχωρώ δια την Γευγελή (μετά από άδεια). Πάλιν στην Μακεδονία θα ευρεθώ. Με όλη την λύπη που έχω ν’ αφήσω τα παιδιά μου, αισθάνομαι κρυφή χαρά να ξαναζήσω με τα ευζωνάκια μου τα κακόμοιρα[….] Εγώ λυπούμαι όλους και όλες που δεν ευτύχησαν να είναι στην γραμμή του πυρός[…] Από πάνω βεβαίως (εκ Θεού εννοεί) μας μετεδόθη η ιδανική δύναμις της εκδικήσεως. Ας λέω δεν εξηγείται η αντοχή μου. Δέκα μήνες τώρα εγκατέλειψα σαν τον τελευταίο στρατιώτη την οικογένειά μου, άλλο δεν ωνειρευώμην. Εκδίκηση, νίκη, τίποτε δεν με ανησύχησε, καμία κακουχία δεν φοβήθηκα. Όλα ζωηρά, χαρούμενα τα έβλεπα εμπρός μου[…] επιτέλους διελύθη η ομίχλη, όσο κατεβαίναμε το Τζαμί Τεπέ την αφήναμε πίσω, με όλες μας τις αναμνήσεις των αλησμονήτων ημερών που πέρασα εκεί πάνω ψηλά, πολύ ψηλά. Θα κρατήσω στην μνήμη μου μίαν ευτυχεστάτην περίοδον του βίου μου, που μ’ έκαμε και έζησα όχι περήφανα μόνον, αλλά ιδανικά. Είδα πραγματοποιημένο το όνειρόν μου[…]»[33]
Ο νεαρός Κύπριος εθελοντής Προκόπης Χατζιμιλτής εξάλλου γράφει: «Και πάλι θα αναβώ στο σώμα μου, διότι εκεί είναι η ζωή η ευχάριστη. Να πολεμάς μέραις ολόκληρες κατά των απίστων χωρίς να κλεις μάτι, χωρίς να τρως, χωρίς να πίνης και όμως να θέλης αυτή την ζωή. Να κοιμάσαι μηνάδες τώρα στο ύπαιθρο μέσα σε χιόνια, να ακούης να περνούν από πάνω σαν βροχή οι σφαίρες και όμως να μην μπορείς να κάνεις δίχως της! Ε! ψυχή μου! Αυτή είναι ζωή! […]».
Στο ίδιο ύφος ο Σώζος αναφέρει: «Ότι με πειράζει περισσότερον είναι το ζήτημα της καθαριότητος[…]Αχ τι είναι ο πόλεμος; Μηδέν. Είναι μια στιγμή ευφροσύνης. Το παν είναι οι κακουχίαι, η βρώμα, η πείνα, […]Όλα αυτά όμως είν’ ωραία, όταν σκέπτομαι ότι μερικά πράγματα που ούτε στον ύπνο μου τα εβλέπαμεν, εγένοντο πραγματικότητες: Η Θεσσαλονίκη δική μας, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ελληνική!![…]»[34] . «Είχαμε πολλά και ημείς να πούμε για την δόξα των προγόνων. Ήτο καιρός με τας ιδικάς μας θυσίας να αρχίσωμεν να πελεκώμεν τας πέτρας του βάθρου και της ιδικής μας δόξης» γράφει με αρχαιοελληνική συναίσθηση της υστεροφημίας ο βουλευτής Λάρνακας-Αμμοχώστου και μπιζανομάχος τραυματίας Ε. Χατζηιωάννου, ενώ ο επίσης Κύπριος εθελοντής και το 1897, Ε. Σχίζας ξεσπά: ‘Μου εδόθη ευκαιρία να αποπλύνω το αίσχος του ατυχούς ’97, το οποίον θα μου πίεζε αιωνίως το στήθος’».[35]
Χαρακτηριστικό επίσης του πνεύματος που επικρατούσε μεταξύ των στρατιωτών είναι και το εξής ιλαροτραγικό περιστατικό που διασώζει ο Λεμεσιανός Μιχαήλ Γεωργιάδης κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, περιγράφοντας την στάση φίλου και συντοπίτη του: «[…]Δεν μπορούσα ν’ αποφύγω τον θαυμασμόν μου προς τον φίλον Δημήτριον Θωμάν˙ κατά την επίθεσιν έτρεχε με τους πρώτους φωνάζων ως παράφρων. Δύο οβίδες έπεσαν δίπλα του˙ ενόμιζα ότι εφονεύθη και έτρεξα. Αλλ’ ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε. Εσηκώθη, έτριψε λίγο τα μάτια του και πάλιν εμπρός[…]»[36].
Αυτό το «Εμπρός», πάντα «Εμπρός» το αφουγκράζεται παντού ο εκάστοτε μελετητής των απομνημονευμάτων, δηλώνοντας την πεποίθηση της νίκης, την καρτερία, την αυταπάρνηση:
«Χάνι Φτελιάς, περιοχή Μπιζανίου Ιωαννίνων, 22 Δεκεμβρίου 1912, 10 π.μ.: Το πρωί ξεκίνησα για εδώ. Κατέβηκα από την Κούλια στον δημόσιο δρόμο, όπου έχει καταυλισθεί το πυροβολικό. Είδα τα τέσσερα τοπομαχικά της Άρτας, που έφτασαν επιτέλους! Λίγο πριν από το χάνι, σε μια καμπή του δρόμου, αναγνώρισα από μακριά τον πατέρα μου. Στάθηκα προσοχή (ήταν αξιωματικός) και του φώναξα: «Πατέρα!», γιατί στο χάλι που είμαι – μοιάζω με τσιγγάνο ή ληστή – δεν με αναγνώρισε. Φιληθήκαμε συγκινημένοι και οι δύο[….] Ο πατέρας μού λέγει ότι, περνώντας από το Αρχηγείο στη Φιλιππιάδα, παρακάλεσε να με αποσπάσουν εκεί. Διαμαρτύρομαι, λέγοντας ότι αφού έχω τόσον καιρό στο Μέτωπο και επίκειται η κατάληψη των Ιωαννίνων, θέλω να μπω ως μαχητής. «Όπως θέλεις κάμε» μου απαντά[….]».[37]
Εδώ πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στις Σουλιώτισες εκείνου του καιρού, τις Τσεριτσανιώτισσες των οποίων η συνεισφορά στην κατάληψη των Ιωαννίνων υπήρξε μεγάλη αλλά δυστυχώς άγνωστη. Το χωριό Τσερίτσανα βρισκόταν σε νευραλγική θέση σε υψόμετρο 1000 μέτρων, καθώς όντας το μοναδικό μονοπάτι προς Παραμυθιά, ασφαλιζόμενο ισχυρώς από τον Ελληνικό Στρατό εξασφάλιζε τα νώτα του από ενδεχόμενη τουρκική ενέργεια. Ταυτόχρονα με τοποθέτηση ορειβατικού πυροβολικού στην θέση Δύο Βουνά της Ολύτσικας περιέσφιγγε σημαντικά το πολιορκούμενο Μπιζάνι. Ήταν ζωτικό λοιπόν να μεταφερθούν πυροβόλα στην θέση αυτή.
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο λόγω του δύσβατου δρομολογίου, όχι μόνο για την μεταφορά των πυροβόλων αλλά και για την διατήρηση της βολής τους, με την αδιάκοπη μεταφορά πυρομαχικών. Τα τελευταία τα ανέλαβαν αυτές οι γυναίκες, επί τετράμηνο(!) αγόγγυστα μαχόμενες με όλα τα στοιχεία της φύσεως (από Νοε.1912-Φεβ.2013), ταυτόχρονα με την παροχή φιλοξενίας και εφοδίων από τα πενιχρότατα μέσα που διέθεταν για τα κατά καιρούς διαμένοντα ή διανυκτερεύοντα στο χωριό τους ελληνικά τμήματα. Και μάλιστα εν απουσία του ανδρικού πληθυσμού που είχε όλος καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό με την απελευθέρωση του χωριού, αποφεύγοντας κρυπτόμενος επί ποινή θανάτου να καταταγεί προηγουμένως στον αντίστοιχο τουρκικό. Οι αξιομνημόνευτες αυτές γυναίκες γράφει εφημερίδα της εποχής «…σωσταί ηρωίδαι τρέχουν[....] μεταφέρουσι φυσίγγια, άρτον και άλλα χρειώδη στους μαχομένους , εκτελούν χρέη νοσοκόμων ή μαγείρων[…]». Αθηναϊκό περιοδικό συμπληρώνει με ομολογία ανωνύμου μαχητή: «[…] Εκείνες οι γυναίκες είναι ανώτερες και απ’ τα καλύτερα παλικάρια. Τι μας έκαμαν όταν επεράσαμεν από εκεί, δεν ημπορούσαμεν να περιγράψωμεν. Ολίγον έλειψεν να μας πάρουν εις τον ώμον των[…] εκουβαλούσαν φυσίγγια και πυρομαχικά. Είδαμε γυναίκες «Σουλιώτισσες» να μεταφέρουν κανόνια!!»[38]
«Σαραντάπορο, 9 Οκτωβρίου 1912: Εκείνη τη στιγμή καθώς εσημάδευα ακούω σφύριγμα και νιώθω σύχρονα χτύπημα στ’ αριστερό αντιβράχιο κοντά στον αγκώνα, ακουμπημένο ακριβώς μπροστά στην καρδιά μου. Την περίμενα, είπα χαμογελώντας και σύρθηκα και γω δεξιά πίσω από τους άλλους˙ [....] Κοίταξα να ιδώ τη λαβωματιά και είδα μια τρύπα κοντά στον αγκώνα. Επήρα το δεύτερο επίδεσμό μου και δέθηκα μονάχος όπως μπόρεσα. Ξανάβαλα τ’ αμπέχονο γιατί έβρεχε πυκνότερα τώρα. ‘Έλυσα το μανδύα από το γυλιό, σκεπάστηκα και έμεινα ξαπλωμένος εκεί κρατώντας αγκαλιασμένο το όπλο μου. […….] Σιδηροδρομικός σταθμός Βέροιας, 21 Οκτωβρίου 1912: Η Βέροια είναι κρυμμένη πίσω από ένα λόφο. Πέρα από τον κάμπο φαίνονται κάτι βουνά γαλάζια ∙ θα είναι ο Χορτιάτης. Σα σε όνειρο νομίζω πως βρίσκομαι. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως βλέπω αυτά τα μέρη ελευθερωμένα, που τα λαχταρούσα να τα ιδώ μόνο, ας ήταν και σκλαβωμένα. Πόσα δάκρυα έχυσα και πόσους πόνους ένιωσα ακούγοντας διηγήσεις για τους τόπους αυτούς και για τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Είχα βαθιά επιθυμήσει να τα γνωρίσω, να ’ρθω να ζήσω σ’ αυτά τα μέρη, μ’ αυτούς τους ανθρώπους που κάθε ώρα της ζωής τους ήταν μαρτύριο και ηρωισμός, εγώ που ήμουν ελεύτερος και είχα εύκολη τη ζωή. Είχα ερωτευτεί το θάνατο για να δώσω και γω μια σπρωξιά στο έργο του ελευθερωμού τους. Και τώρα, να, […….] Έρχομαι σ’ αυτούς τους τόπους βοηθώντας και γω για το ξεσκλάβωμά τους. Οι άνθρωποι εκείνοι ανασαίνουν τώρα χωρίς βάρος να τους πλακώνει τα στήθια. Όμορφη ελληνική ζωή ανοίγεται γι’ αυτούς και για μας. [....]
Φιλιππιάδα Πρέβεζας, 24 Ιανουαρίου 1913: Είμαι βέβαιος πως αν πάω στην πρώτη γραμμή να πολεμήσω, θα σκοτωθώ˙ κι όμως θέλω να πάω αν και λατρεύω τη ζωή. Θέλω να νιώσω πάλι τον κίνδυνο του θανάτου κοντά, θέλω να ζήσω με την άπειρη ένταση που έζησα στο Σαραντάπορο, όπου όλα τα αισθανόμουν τόσο έντονα, αν και μεθυσμένος απ’ την ορμή. Την παραμικρή λεπτομέρεια την παρατηρούσα με μυαλό καθαρότατο και έβλεπα το θάνατο κάθε δευτερόλεπτο κοντά μου και ανάλυα όλα τα αισθήματά μου ψυχρά˙ δεν ήθελα να σκοτωθώ, όλη η ύπαρξή μου αντιδρούσε κι όμως δεν εδείλιασα ούτε στιγμή. Και τώρα πόθησα να ξαναζήσω τέτοιες στιγμές, αν και τώρα νομίζω πως δε θα συλλογιζόμουν πια τόσο έντονα το θάνατο, θα ζούσα τις στιγμές πιο ξένοιαστα και απλά. Η συνήθεια όλα τα πράγματα τα αμβλύνει. Θα ήθελα να ιδώ πώς θα αισθάνουμαι, όταν θα’ χω συνηθίσει τον κίνδυνο[....]».[39]
«Υψώματα Σουλτογιανναίικων, μέτωπο Μακεδονίας, 21-22 Ιουνίου 1913: Εκείνος που λέει πως δεν φοβάται, λέει ψέμματα. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι φοβούνται. Υπάρχουν μόνον στιγμές ενθουσιασμού που ο στρατός καταλαμβάνεται ιδία κατά τας στιγμάς της εφόδου που επιτίθενται μετά μανίας. Τότε δεν σκέπτεται, ούτε λαμβάνει υπ’ όψιν του κανένα κίνδυνο, ρίχνεται μέσ’ τα όλα, όπως λέμε, και ό,τι γίνει. Ιδίως όταν φθάσουν στον αγώνα εκείνον σώμα προς σώμα, οπότε αρπάχνονται σαν να έχουν προσωπικές διαφορές. [....]».[40]
«[....]Προ ολίγου εισήλθεν εις τον σταθμόν ένας συρμός τραυματιών. Εις τα θυρίδας δεν βλέπει τις άλλο παρά άνδρας με την κεφαλήν φέρουσαν επίδεσμον από αιματωμένην οθόνην ή των οποίων το χέρι φέρεται εις λωρίδα εξηρτημένην από του τραχήλου. Και εν τούτοις η θλιβερά εντύπωσις την οποίαν το θέαμα αυτό έπρεπε να παρέχη εξαφανίζεται μόλις γεννωμένη…, διότι όλοι αυτοί οι τραυματίαι είνε τρελλοί από ενθουσιασμόν και εύθυμοι. Διηγούνται την φοβεράν έφοδον με την λόγχην, την μανιώδη σώμα προς σώμα πάλην, εις τας οποίας οφείλονται κατά μέγα μέρος αι πληγαί των εις τας χείρας ή την κεφαλήν. Αυτοί εκεί εχρειάσθη να πολεμούν επί τέσσαρας συνεχείς ώρας μέσα εις το ατελεύτητον στενόν του Σαρανταπόρου, το οποίον μόνον κατόπιν επανειλημμένων εφόδων ημπόρεσαν να κυριεύσουν… Και αν δε δεν επολέμησαν ακριβώς εις το Σαραντάπορον, τι σημαίνει; Επολέμησαν καλά. Αυτό είνε το ουσιώδες. ‘Πονείς, παιδί μου; ερωτώμεν ένα πληγωμένον του οποίου το πρόσωπον είνε κάτωχρον’. ‘Τι σημαίνει; Μας απαντά. Για την Πατρίδα!.. Το κάτω κάτω δεν είνε τίποτε. Θα περάση γρήγορα. Και τότε θα πάω να ξαναπολεμήσω. Έχουν πέσει πολλοί δικοί μας έως τόρα. Αλλ’ αυτό δεν είνε τίποτε. Ζήτω ο Πόλεμος!’ Και, επαναλαμβανομένη από όλους τους τραυματίας η κραυγή αυτή, αρχίζει να διατρέχη καθ’ όλον το μήκος του συρμού[....]»[41]
Ο Ελληνικός Στρατός ήλθε αντιμέτωπος με την δυσεντερία, την πνευμονία, τα κρυοπαγήματα, τις επιδημίες του τύφου, της χολέρας, της ευλογιάς, της βασανιστικής ψείρας αλλά και της πείνας ακόμη αφού λόγω της ταχείας προελάσεώς του και της έλλειψης μέσων, η αναχορηγία σε τρόφιμα κατέστη ιδιαίτερα προβληματική. Ωστόσο ο Έλληνας μαχητής ήταν απτόητος, διατηρώντας εν γένει την αξιοπρέπειά του.
Στο ημερολόγιο του Δημητρίου Καμπάνη, αναφέρεται: «Πέρασα φοβερή νύχτα[…..]Ο ιπποκόμος (του Λοχαγού) επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να τηγανίσει έντερα και άλλα γλυκάδια. Με κάλεσε να πάρω μεζέ. Ανοήτως έφαγα-είχα δυο μήνες να μυρίσω τηγανητό. Τη νύχτα εμετός κτλ. Επιπλέον, επειδή κοιμήθηκα σε κλειστή τέντα, όπου μέσα σε λακκούβα σιγόκαιγε μια πουρναρόριζα, έδωσα την ευκαιρία στις ψείρες να με κομματιάσουν. Το πρωί, το σώμα μου ήταν μια πληγή[….]».[42]
Ενώ από το Ημερολόγιο Κωνσταντίνου Τιμ. Βάσσου, παρατίθενται τα παρακάτω: «[…]Πρεντέλ Χαν, 17-18 Ιουλίου 1913: Κατά την μάχην ταύτην οι άνδρες του λόχου μου επεδείξαντο μεγάλην αυτοθυσίαν, μεγάλην γενναιότητα, μεγάλην αυταπάρνησιν, θάρρος δε απαράμιλλον. Και ταύτα πάντα νήστεις, άϋπνοι εν πορείαις και μάχαις αδιακόπως από της 15ης Ιουλίου υπερβάντες ούτω τα όρια της φυσικής αντοχής. Εδείχθησαν με μίαν λέξιν υπεράνθρωποι, παλαίσαντες καθ’ όλων των στοιχείων της φύσεως, εξευτελίσαντες τας απολύτους ανθρωπίνας ανάγκας, αναδειχθέντες ούτω αληθείς ήρωες[…]Και μετά την ανακωχήν η βροχή εξηκολούθει πίπτουσα χονδρή (νερόχιονο), κρύο φοβερό, πείνα φοβερά, σωματική κατάπτωσις των ανδρών φοβερά –κατόπιν τεσσάρων ημερονυκτίων αϋπνίας, πορειών, μαχών. Οι άνδρες τη όψει εφαίνοντο ως εκταφέντες νεκροί. Η υπερέντασις των φυσικών αυτών δυνάμεων επέφερε την εξάντλησιν[…]».[43]
Στο ίδιο ύφος και ο Συνταγματάρχης τότε Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αναφέρει: «Ήπειρος, Δεκέμβριος 1912 - Ιανουάριος 1913: Ένεκεν του εκτάκτως δριμέως χειμώνος – το ψύχος ενίοτε έφθανε 17ο, – ο Στρατός ήρχισε να αισθάνεται την τραχείαν αυτήν εκστρατείαν, διότι διαρκώς διέμενεν εις αντίσκηνα και ταχύσκαπτα, εκ τούτου δε, υπέφερε πολύ εκ του ψύχους, διότι δεν ήτο προητοιμασμένος διά χειμερινήν εκστρατείαν, εστερείτο καταλλήλου ιματισμού, και συνεπώς καθ’ εκάστην είχομεν πολλά κρούσματα κρυοπαγημάτων».[44]
Επιπλέον έχουμε και μια χαρακτηριστική μαρτυρία του πολεμικού ανταποκριτή του γαλλικού περιοδικού «Illustrassion», δημοσιογράφο JeanLeune, που παρατίθεται ως εξής: «Δαούτση (Ελεούσα Θεσσαλονίκης), 24 Οκτωβρίου 1912: Επάνω εις τας δυσκολοσυντηρουμένας πυράς ψήνονται καλά κακά, μάλλον όμως κακά, ολίγα αρνία περιμαζευθέντα από εδώ και από εκεί, μερικά μάλιστα από πολύ μακράν. Οι άνδρες θα πάρουν από ένα μικροσκοπικόν τεμάχιον κρέατος. Ψωμί δεν υπάρχει. Μόνον ολίγη γαλέτα. Κάποιος μας έδωσε μίαν διά τους δύο μας. Περνά ένας στρατιώτης. Ενστικτωδώς σταματά και διακρίνομεν μίαν αστραπήν εις τα λιμασμένα μάτια του. Το βλέμμα του προσηλώνεται με έκφρασιν απελπισίας εις την γαλέταν. Δεν λέγει όμως ούτε λέξιν. Εξακολουθεί τον δρόμον του. Τον φωνάζομεν τότε… Μας λέγει ότι δεν έχει τίποτε φάγει από δύο ημερών, εκτός ολίγων χόρτων τα οποία έκοπτεν από τα παρά την οδόν χωράφια. Του προσφέρομεν την γαλέταν μας, αλλ’ αρνείται να πάρη περισσότερον από το ήμισυ».[45]
Στο πεδίο της μάχης όλοι αποτελούσαν κρίκους μιας ζωτικής αλυσίδας για την επίτευξη της νίκης, ιδιαίτερα όταν ο αγώνας ήταν αμφίρροπος και το καθήκον το επίτασσε. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αποστολή του καθενός μεταβαλλόταν ταχύτατα. Έτσι στο ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Λινάρδου σε μάχη βαθειά στο βουλγαρικό έδαφος σταχυολογούμε: «[…] Ο εχθρός ολονέν προχώρει. Επεχείρησε κύκλωση. Τότε Ανθυπίατρος αρχηγός μοίρας Νοσοκομείου παρέταξε υπηρέτας, νοσοκόμους , μεταγωγικούς με γκράδες και όλους τους μετόπισθεν και εσταμάτησε την προέλασιν. Κρίσιμος η θέσις μας από της 12ης έως της 3ης μμ. Και η υποχώρησις αδύνατος».[46]
συνεχίζεται
πηγή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Λίγες οδηγίες πριν επισκεφθείτε το ιστολόγιό μας (Για νέους επισκέπτες)
1. Στην στήλη αριστερά βλέπετε τις αναρτήσεις του ιστολογίου μας τις οποίες μπορείτε ελεύθερα να σχολιάσετε επωνύμως, ανωνύμως ή με ψευδώνυμο, πατώντας απλά την λέξη κάτω από την ανάρτηση που γραφει "σχόλια" ή "δημοσίευση σχολίου" (σας προτείνω να διαβάσετε με προσοχή τις οδηγίες που θα βρείτε πάνω από την φόρμα που θα ανοίξει ώστε να γραψετε το σχόλιό σας). Επίσης μπορείτε να στείλετε σε φίλους σας την συγκεκριμένη ανάρτηση που θέλετε απλά πατώντας τον φάκελλο που βλέπετε στο κάτω μέρος της ανάρτησης. Θα ανοίξει μια φόρμα στην οποία μπορείτε να γράψετε το email του φίλου σας, ενώ αν έχετε προφίλ στο Facebook ή στο Twitter μπορείτε με τα εικονίδια που θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης να την μοιραστείτε με τους φίλους σας.
2. Στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας μπορείτε να βρείτε το πλαίσιο στο οποίο βάζοντας το email σας και πατώντας την λέξη Submit θα ενημερώνεστε αυτόματα για τις τελευταίες αναρτήσεις του ιστολογίου μας.
3. Αν έχετε λογαριασμό στο Twitter σας δινεται η δυνατότητα να μας κάνετε follow και να παρακολουθείτε το ιστολόγιό μας από εκεί. Θα βρείτε το σχετικό εικονίδιο του Twitter κάτω από τα πλαίσια του Google Friend Connect, στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας.
4. Μπορείτε να ενημερωθείτε από την δεξιά στήλη του ιστολογίου μας με τα διάφορα gadgets για τον καιρό, να δείτε ανακοινώσεις, στατιστικά, ειδήσεις και λόγια ή κείμενα που δείχνουν τις αρχές και τα πιστεύω του ιστολογίου μας. Επίσης μπορείτε να κάνετε αναζήτηση βάζοντας μια λέξη στο πλαίσιο της Αναζήτησης (κάτω από τους αναγνώστες μας). Πατώντας την λέξη Αναζήτηση θα εμφανιστούν σχετικές αναρτήσεις μας πάνω από τον χώρο των αναρτήσεων. Παράλληλα μπορείτε να δείτε τις αναρτήσεις του τρέχοντος μήνα αλλά και να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία αναρτήσεων από την σχετική στήλη δεξιά.
5. Μπορείτε ακόμα να αφήσετε το μήνυμά σας στο μικρό τσατάκι του blog μας στην δεξιά στήλη γράφοντας απλά το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο στην θέση "όνομα" (name) και το μήνυμά σας στην θέση "Μήνυμα" (Message).
6. Επίσης μπορείτε να μας στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στην διεύθυνσή μας koukthanos@gmail.com με όποιο περιεχόμενο επιθυμείτε. Αν είναι σε προσωπικό επίπεδο θα λάβετε πολύ σύντομα απάντησή μας.
7. Τέλος μπορείτε να βρείτε στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας τα φιλικά μας ιστολόγια, τα ιστολόγια που παρακολουθούμε αλλά και πολλούς ενδιαφέροντες συνδέσμους.
Να σας υπενθυμίσουμε ότι παρακάτω μπορείτε να βρείτε χρήσιμες οδηγίες για την κατασκευή των αναρτήσεών μας αλλά και στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας ότι έχει σχέση με δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα.
ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
2. Στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας μπορείτε να βρείτε το πλαίσιο στο οποίο βάζοντας το email σας και πατώντας την λέξη Submit θα ενημερώνεστε αυτόματα για τις τελευταίες αναρτήσεις του ιστολογίου μας.
3. Αν έχετε λογαριασμό στο Twitter σας δινεται η δυνατότητα να μας κάνετε follow και να παρακολουθείτε το ιστολόγιό μας από εκεί. Θα βρείτε το σχετικό εικονίδιο του Twitter κάτω από τα πλαίσια του Google Friend Connect, στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας.
4. Μπορείτε να ενημερωθείτε από την δεξιά στήλη του ιστολογίου μας με τα διάφορα gadgets για τον καιρό, να δείτε ανακοινώσεις, στατιστικά, ειδήσεις και λόγια ή κείμενα που δείχνουν τις αρχές και τα πιστεύω του ιστολογίου μας. Επίσης μπορείτε να κάνετε αναζήτηση βάζοντας μια λέξη στο πλαίσιο της Αναζήτησης (κάτω από τους αναγνώστες μας). Πατώντας την λέξη Αναζήτηση θα εμφανιστούν σχετικές αναρτήσεις μας πάνω από τον χώρο των αναρτήσεων. Παράλληλα μπορείτε να δείτε τις αναρτήσεις του τρέχοντος μήνα αλλά και να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία αναρτήσεων από την σχετική στήλη δεξιά.
5. Μπορείτε ακόμα να αφήσετε το μήνυμά σας στο μικρό τσατάκι του blog μας στην δεξιά στήλη γράφοντας απλά το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο στην θέση "όνομα" (name) και το μήνυμά σας στην θέση "Μήνυμα" (Message).
6. Επίσης μπορείτε να μας στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στην διεύθυνσή μας koukthanos@gmail.com με όποιο περιεχόμενο επιθυμείτε. Αν είναι σε προσωπικό επίπεδο θα λάβετε πολύ σύντομα απάντησή μας.
7. Τέλος μπορείτε να βρείτε στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας τα φιλικά μας ιστολόγια, τα ιστολόγια που παρακολουθούμε αλλά και πολλούς ενδιαφέροντες συνδέσμους.
Να σας υπενθυμίσουμε ότι παρακάτω μπορείτε να βρείτε χρήσιμες οδηγίες για την κατασκευή των αναρτήσεών μας αλλά και στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας ότι έχει σχέση με δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα.
ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
Χρήσιμες οδηγίες για τις αναρτήσεις μας.
1. Στις αναρτήσεις μας μπαίνει ΠΑΝΤΑ η πηγή σε οποιαδήποτε ανάρτηση ή μερος αναρτησης που προέρχεται απο άλλο ιστολόγιο. Αν δεν προέρχεται από κάποιο άλλο ιστολόγιο και προέρχεται από φίλο αναγνώστη ή επώνυμο ή άνωνυμο συγγραφέα, υπάρχει ΠΑΝΤΑ σε εμφανες σημείο το ονομά του ή αναφέρεται ότι προέρχεται από ανώνυμο αναγνώστη μας.
2. Για όλες τις υπόλοιπες αναρτήσεις που δεν έχουν υπογραφή ΙΣΧΥΕΙ η αυτόματη υπογραφή της ανάρτησης. Ετσι όταν δεν βλέπετε καμιά πηγή ή αναφορά σε ανωνυμο ή επώνυμο συντάκτη να θεωρείτε ΩΣ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ότι ισχύει η αυτόματη υπογραφή του αναρτήσαντα.
3. Οταν βλέπετε ανάρτηση με πηγή ή και επώνυμο ή ανώνυμο συντάκτη αλλά στη συνέχεια υπάρχει και ΣΧΟΛΙΟ, τότε αυτό είναι ΚΑΙ ΠΑΛΙ του αναρτήσαντα δηλαδή είναι σχόλιο που προέρχεται από το ιστολόγιό μας.
Σημείωση: Να σημειώσουμε ότι εκτός των αναρτήσεων που υπογράφει ο διαχειριστής μας, όλες οι άλλες απόψεις που αναφέρονται σε αυτές ανήκουν αποκλειστικά στους συντάκτες των άρθρων. Τέλος άλλες πληροφορίες για δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα μπορείτε να βρείτε στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας.
2. Για όλες τις υπόλοιπες αναρτήσεις που δεν έχουν υπογραφή ΙΣΧΥΕΙ η αυτόματη υπογραφή της ανάρτησης. Ετσι όταν δεν βλέπετε καμιά πηγή ή αναφορά σε ανωνυμο ή επώνυμο συντάκτη να θεωρείτε ΩΣ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ότι ισχύει η αυτόματη υπογραφή του αναρτήσαντα.
3. Οταν βλέπετε ανάρτηση με πηγή ή και επώνυμο ή ανώνυμο συντάκτη αλλά στη συνέχεια υπάρχει και ΣΧΟΛΙΟ, τότε αυτό είναι ΚΑΙ ΠΑΛΙ του αναρτήσαντα δηλαδή είναι σχόλιο που προέρχεται από το ιστολόγιό μας.
Σημείωση: Να σημειώσουμε ότι εκτός των αναρτήσεων που υπογράφει ο διαχειριστής μας, όλες οι άλλες απόψεις που αναφέρονται σε αυτές ανήκουν αποκλειστικά στους συντάκτες των άρθρων. Τέλος άλλες πληροφορίες για δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα μπορείτε να βρείτε στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου