Η ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Γράφει η Μαίρη Καρά
Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον «Ύμνον», δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Το πρόβλημα της αποσπασματικής μορφής του σολωμικού έργου είναι ένα από τα σημαντικά θέματα της μελέτης της σολωμικής ποίησης. Τα μόνα έργα του Σολωμού που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε ήταν ο «Ύμνος», «Η δέηση της Μαρίας» 1834, το «Ωδή εις Μοναχήν» 1829 και το «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» 1849. Τα υπόλοιπα του έμειναν ανολοκλήρωτα.
Ο Σολωμός επεξεργαζόταν συνεχώς τα έργα του κι αγωνιζόταν για την επίτευξη της απόλυτης τελειότητας στην μορφή, προσπαθώντας να τα απαλλάξει από ο,τιδήποτε περιττό, που κατέστρεφε την καθαρά λυρική ουσία. Τα χειρόγραφά του δεν περιέχουν τα έργα καθαρογραμμένα, αλλά αποκαλύπτουν όλα τα στάδια επεξεργασίας τους, χωρίς η τελευταία επεξεργασία να είναι και η τελική. Ο ποιητής συνελάμβανε πρώτα ένα προσχέδιο σε πεζό, το οποίο κατέγραφε στα ιταλικά και στην συνέχεια άρχιζε την ελληνική επεξεργασία. Για πολλούς στίχους σώζονται διάφορες παραλλαγές, οι στίχοι συχνά δεν είναι στην σωστή σειρά, κάποιοι είναι ανολοκλήρωτοι και υπάρχουν χάσματα.
Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός έγραφε το 1827 στο Cours de la litterature grecque moderne: «τα ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού έχουν τη σπάνια αξία κάποιου δυνατού και συναρπαστικού οίστρου, μιας φαντασίας γεμάτης τόλμη και γονιμότητα». Ο Αλέξανδρος Σούτσος στο ποίημα του Επιστολή προς τον Βασιλέα Όθωνα χαρακτήρισε τον Σολωμό (αλλά και τον Κάλβο) «μεγάλο ὠδοποιό», που όμως παραμέλησε τα κάλλη της γλώσσας και παρουσίασε πλούσιες ιδέες «πτωχά ενδεδυμένες», ενώ ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στο Esquisses de la literature grecque moderne έγραφε: «το πνεύμα του τον κάνει να είναι μια από τις μεγαλύτερες δόξες της Ελλάδας…. Ο Σολωμός έλαμψε σαν το πιο όμορφο πετράδι του ποιητικού στέμματος της Ελλάδας». Ήδη πριν τον θάνατό του το ποιητικό έργο του Σολωμού είχε ταυτιστεί με την έννοια της πατρίδας: το 1849 η εφημερίδα Αιών έγραφε:«αἱ ποιήσεις τοῦ Σολωμοῦ δὲν εἶναι ποιήσεις ἀτόμου, ἀλλὰ ὁλοκλήρου ἔθνους».
Ανάλογες κρίσεις διατυπώθηκαν και μετά τον θάνατο του ποιητή. Το περιοδικό Πανδώρα έγραψε: «ἐκ τῶν ἐξοχωτέρων τῆς Ἑλλάδος, δὸς δ' εἰπεῖν καὶ τῆς Εὐρώπης αὐτῆς, ποιητῶν, ὁ συγγραφεὺς τοῦ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν Διθυράμβου ἐκείνου, ὁ ἐκ Ζακύνθου Διονύσιος Σολομός, ἀπέθανεν εἰς ἀκμάζουσαν ἔτι ἡλικίαν». Ο Λίνος Πολίτης λέει σχετικά: «δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ' ένα σύνολο αφηγηματικό... Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για την μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι...προς μια κατάκτηση ενός «καθαρού» λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του. Κάτι ανάλογο διαπιστώσαμε και στον «Κρητικό», το ίδιο ισχύει και για τα άλλα του «αποσπασματικά» έργα». Αργότερα ο Σολωμός θεωρήθηκε από αρκετούς ποιητές και κριτικούς ως πρόδρομος την «καθαρής ποίησης» και η αποσπασματικότητα του έργου του δεν «ενοχλούσε», αντιθέτως εθεωρείτο μεγάλο πλεονέκτημα.
Οι επικήδειοι των μαθητών του Σολωμού ήταν βεβαίως πιο ουσιαστικοί και αναφέρονταν και στα ανέκδοτα έργα, πολλά από τα οποία είχαν ακούσει τον ποιητή να απαγγέλλει. Ο Ιούλιος Τυπάλδος χαρακτήρισε τον Σολωμό «πρώτο και μέγα θεμελιωτή της νέας μας φιλολογίας» και ο Ιάκωβος Πολυλάς στα «Προλεγόμενα» των ποιημάτων του Σολωμού το 1859 τον ονόμασε «ΕΘΝΙΚΟ ΠΟΙΗΤΗ». Η εικόνα για το έργο του Σολωμού άλλαξε ριζικά μετά την εμφάνιση της πολυαναμενόμενης έκδοσης, το 1859. Το ημιτελές έργο εξέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε αμηχανία και οι εφημερίδες που επαινούσαν τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή μετά το θάνατό του, δεν έγραψαν τίποτα για την έκδοση των έργων.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Τότε ξεκίνησε συζήτηση σχετικά με την μορφή της κατάλληλης έκδοσης: κριτική ή «πανομοιότυπη». Η κριτική έκδοση τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Ο πιστός μαθητής του Σολωμού Ιάκωβος Πολυλάς όταν ανέλαβε μετά τον θάνατο του «δασκάλου» του να εκδώσει το έργο του, είχε να αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες. Πρωτίστως έπρεπε να πάρει την άδεια από τον αδερφό του ποιητή Δημήτριο και στην συνέχεια, να ταξινομήσει το ακατάστατο υλικό (με τον δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα), για να παρουσιάσει ένα έργο ολοκληρωμένο. Ο Πολυλάς συγκέντρωσε και ταξινόμησε το υλικό και προσπάθησε να το ανασυνθέσει, επιλέγοντας τους στίχους, που εκείνος θεωρούσε, ότι ανταποκρίνονταν στις αισθητικές απόψεις του ποιητή. Εξέδωσε το έργο του Σολωμού το 1859 με τον τίτλο «Άπαντα τα Ευρισκόμενα» και με μια εξαιρετική κριτική εισαγωγή, στην οποία διατύπωνε και την άποψη, ότι τα χειρόγραφα με την οριστική μορφή των ποιημάτων έχουν χαθεί.
Ο Λ. Πολίτης εξέδωσε το 1864 τα χειρόγραφα του ποιητή σε φωτογραφική ανατύπωση και τυπογραφική μεταγραφή. Η έκδοση αυτή αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πορεία των σολωμικών ερευνών, όχι μόνο διότι αποκαλύφθηκε ο τρόπος εργασίας του ποιητή, αλλά και γιατί δόθηκε πλέον στους φιλολόγους η δυνατότητα να μελετήσουν όλες τις φάσεις επεξεργασίας των ποιημάτων. Η μορφή όμως της πρώτης έκδοσης δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή και να εκτιμηθεί η αξία ενός έργου με τόσες «ατέλειες». Ο Πολυλάς τόνισε στα προλεγόμενά του ότι τα κυριότερα χειρόγραφα, με την οριστική μορφή των ποιημάτων είτε είχαν χαθεί, είτε είχαν καταστραφεί. Επικρατούσαν τότε οι υποθέσεις ότι μπορεί τα έργα να εκλάπησαν από τον υπηρέτη του Σολωμού ή από τον αδερφό του Δημήτριο, ή ίσως ότι μπορεί να τα κατέστρεψε ο ίδιος ο ποιητής. Μόνο από τις αρχές του 20ου αι. είχε γίνει πλέον κατανοητό ότι δεν υπήρχαν άλλα χειρόγραφα κι ότι ο ποιητής δεν είχε ολοκληρώσει τα έργα του. Η αδυναμία ολοκλήρωσης ερμηνευόταν ως αιτία της απουσίας της κατάλληλης πνευματικής ατμόσφαιρας, που θα του έδινε κίνητρο, να ολοκληρώσει τα έργα του, ή της απουσίας ικανοποιητικής λογοτεχνικής παράδοσης την οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει, εξαιτίας της τελειομανίας του.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου