Αν επιθυμείτε να διαβάσετε ολόκληρη το άρθρο μπορείτε να μπέιτε στον σύνδεσμο που παραθέτουμε στο τέλος της ανάρτησης.
«Μίνως γάρ… ναυτικόν εκτήσατο και της νυν Ελληνικής θαλάσσης επί πλείστον εκράτησε…» Θουκυδίδης, Ιστοριών Α 4)
Περί Αλός
Κείμενο φωτογραφίες: Βασίλης Μεντόγιαννης
Επαγγελματίας Δύτης (Φωτογραφία – κάμερα – Σκηνοθεσία)
Ανάρτηση στο Περί Αλός με την έγκριση του
UFR TEAM Underwater Filming & Research
και του συγγραφέως Βασίλη Μεντόγιαννη.
«Ακριβώς δίπλα από το καλάθι συλλογής αγγείων, πλάι στον αναρροφητήρα έχουμε αποθέσει το αγγείο 52. Θέλω να το ανεβάσεις προσεκτικά, γιατί είναι γεμάτο άμμο και είναι βαρύ. Σας περιμένουμε.» μου λέει η Ελπίδα Χατζηδάκη, διευθύντρια της υποβρύχιας αρχαιολογικής έρευνας στην Κρήτη.
Απαλά, μαζί με την Νίκη Μάρντερ, βυθιζόμαστε για να φτάσουμε στο χώρο της ανασκαφής. Καταλήγοντας στο ναυάγιο ξεκινάμε να ολοκληρώσουμε κάποιες υποβρύχιες λήψεις και στο τέλος θα ανεβάσουμε το αγγείο. Παραδίδω την φωτογραφική μου μηχανή στη Νίκη και με πολύ προσοχή αγκαλιάζω το αγγείο. Πατάω το κουμπί παροχής αέρα φουσκώνοντας τον ρυθμιστή πλευστότητας για να μπορέσω να εξισορροπήσω το επιπλέον βάρος. Το αγγείο είναι πράγματι βαρύ, χρειάστηκε να γεμίσει σχεδόν όλο το τζάκετ για να ξεκινήσω και να έχω ανοδική πλευστότητα. Ανεβαίνοντας αργά σκέφτομαι πως το αγγείο που έχω αυτή την στιγμή στην αγκαλιά μου είναι 3.800 ετών. Στο μυαλό μου άρχισε να στριφογυρίζει η ιδέα του αριθμού, 3.800 χρόνια πριν, κάποιοι άλλοι άνθρωποι, κάποια άλλα χέρια άγγιζαν αυτό το αγγείο. Με μια πρώτη εντύπωση απλά κρατούσα άλλο ένα αρχαίο δοχείο. Αλλά κοιτάζοντας το προσεκτικά αναλογίζομαι τον χρόνο, πόσα πράγματα μπορούμε να έχουμε μπροστά μας που να έχουν τέτοια ηλικία και να παραμένουν αμετάβλητα; Στην επιφάνεια, επάνω στο σκάφος αφού ξεντύθηκα πήγα και πλησίασα ξανά το αγγείο, το κοιτούσα προσεκτικά.
Προσπαθούσα να φανταστώ τους ανθρώπους που τα μετέφεραν, να βρω στοιχεία από τον χρόνο επάνω του. Μια μαγική δύναμη με είχε συνεπάρει…»
Κρήτη, Κόλπος του Μεραμπέλλου, Ιούνιος του 2006.
3.800 χρόνια μετά μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την αρχαιολόγο της Εφορίας Εναλίων Αρχαιοτήτων και διδάκτορα της ναυτικής αρχαιολογίας Ελπίδα Χατζηδάκη, καταδύεται για τέταρτη συνεχή χρονιά στο πρώτο Μινωικό ναυάγιο που έχει βρεθεί ποτέ!
Ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, αναφέρει την θρυλική μορφή του βασιλέα και νομοθέτη Μίνωα, ως τον πρώτο θαλασσοκράτορα που εξασφάλισε τις ακτές από τις πειρατικές επιδρομές και προστάτευσε τις θαλάσσιες οδούς για το εμπόριο.
Τα μινωικά πλοία, με τα οποία ο βασιλιάς Μίνωας και οι Κρήτες κυριάρχησαν σε όλο το Αιγαίο, υπήρξαν για την έρευνα της υποβρύχιας αρχαιολογίας για περισσότερο από μισό αιώνα «πλοία φαντάσματα». Ευσεβής πόθος και ανεκπλήρωτο όνειρο μίας ολόκληρης γενιάς ερευνητών, παρέμεναν πεισματικά κρυμμένα διαφυλάσσοντας επί τέσσερις χιλιετίες τα μυστικά τους.
Τα μέχρι σήμερα τεκμήρια ύπαρξης των πλοίων της εποχής της Pax Minoica, βρίσκονται κυρίως στη εικονογραφία, όπως απεικονίσεις σε σφραγιδόλιθους, σε αγγεία, σε τοιχογραφίες, και σε ομοιώματα πλοίων, όπως παραδείγματος χάριν είναι η πήλινη λέμβος από την περιοχή της Μονής Οδηγήτριας των Αστερουσίων. Παρόλο που δια μέσου των αιώνων εκατοντάδες καράβια ναυάγησαν στις θάλασσες του Αιγαίου, του Κρητικού και του Λιβυκού Πελάγους, η απτή ύπαρξη ενός Μινωϊκού πλοίου, αποτελούσε μακρινό όνειρο για κάθε μελετητή της αρχαίας ναυσιπλοΐας και ναυπηγικής.
Οι πρώτες υποβρύχιες έρευνες ξεκίνησαν το 2003, με γεωφυσικές διασκοπήσεις των υδάτων σε θαλάσσιες περιοχές της ανατολικής Κρήτης. Εξειδικευμένο κλιμάκιο από το Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, χρησιμοποιώντας όργανα υποβρύχιας έρευνας και αποτύπωσης του πυθμένα ξεκίνησαν τις πρώτες ενέργειες για τον εντοπισμό πιθανών στόχων.
Ένα ηχοβολιστικό πλευρικής σάρωσης (Side Scan Sonar), με εύρος σάρωσης της τορπίλης τα 200 μέτρα, καθώς επίσης και ένα πολυδεσμικό ηχοβολιστικό υψηλής ευκρίνειας (Multi Beam), αποτύπωναν το ανάγλυφο του βυθού.
Σκοπός της έρευνας ήταν ο εντοπισμός αρχαίων ναυαγίων. Η περαιτέρω αξιολόγησή τους θα κατέληγε στην μελλοντική υποβρύχια ανασκαφής τους. Η θάλασσα στις προαναφερόμενες περιοχές έχει βάθη άνω των 100 μέτρων και η ιζηματογέννεση σύμφωνα με τους γεωλόγους ανέρχεται μόνο σε μερικά εκατοστά για κάθε 1.000 χρόνια. Επομένως, τα αρχαία ναυάγια σε αυτήν την περιοχή διατηρούνται καλύτερα καθώς δεν επηρεάζονται από την δύναμη των κυμάτων. Το χαμηλό ποσοστό των θαλάσσιων επικαθήσεων, μας δίνει αρκετές πιθανότητες ώστε να μην είναι βαθιά θαμμένα στην άμμο και να αφήνουν ορατά ίχνη, τα οποία διευκολύνουν στον εντοπισμό τους.
Κατά την διάρκεια της πρωταρχικής έρευνας εντοπίστηκαν πάνω από 20 στόχοι σε βάθη έως και 120 μέτρων, από το σχήμα τους - τρεις από αυτούς, αντιστοιχούσαν σε βυθισμένα αεροπλάνα, πιθανόν από την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο βυθός στις περισσότερες περιοχές ήταν αμμώδης ή ιλυώδης, ενώ ήταν ορατοί οι αύλακες των καλάδων από τις ανεμότρατες.
Η οικολογική καταστροφή του πυθμένα από αυτό το είδος της αλιείας, είναι τρομακτική. Διευκρινίζουμε ότι οι ως άνω στόχοι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ερμηνευτούν όλοι ως ναυάγια, παρόλο που υπολογίζεται ότι ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς σίγουρα είναι. Η έρευνα με τα μηχανήματα της υποβρύχιας αποτύπωσης παρέχει μια ακουστική αποτύπωση όπου πάνω σε αυτήν σημειώνονται στόχοι, που ξεχωρίζουν λόγω του μεγέθους αλλά και του σχήματος. Αυτό δεν αποκλείει κάποιοι από αυτούς, να είναι φυσικοί πέτρινοι σχηματισμοί ή άλλες γεωφυσικές παραλλαγές. Η πιστοποίηση ενός στόχου επαληθεύεται από την καταδυτική ομάδα καθώς επίσης και από την οπτική εικόνα που παρέχει το υποβρύχιο τηλεκατευθυνόμενο όχημα (R.O.V.) Ένας από τους στόχους που βρέθηκε ανήκει σε ναυάγιο χρονολογούμενο στους νεώτερους χρόνους, μετά το 1800. Σε φωτογραφία από το R.O.V. ξεχώρισε η αλυσίδα με την σιδερένια άγκυρα.
Ο εντοπισμός προϊστορικών ναυαγίων είναι ένα δύσκολο επίτευγμα. Εάν ληφθεί υπόψη ο παράγοντας των γεωλογικών μεταβολών μετά από χιλιάδες χρόνια και την αναμόχλευση του βυθού από την αλιεία με μηχανότρατες. Έχουμε μόνο μικρά ίχνη και αχνούς σχηματισμούς που μπορούν να μας δηλώσουν μια πιθανή θέση. Ταυτόχρονα, απαιτούνται γνώσεις σχετικά με την αρχαία ναυπηγική, τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και των τρόπων κατασκευής των λιμενικών εγκαταστάσεων κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού.
Η πρώτη ένδειξη ενός αρχαίου ναυαγίου είναι συνήθως σωροί αμφορέων ή άλλων αγγείων μεταφοράς προϊόντων, που αποτελούσαν μέρος του φορτίου του πλοίου. Η κατεύθυνση των αγγείων συνήθως προδιαθέτει τους αρχαιολόγους για την έκβαση της έρευνας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ξύλινο σκαρί του πλοίου θα διατηρείται κάτω από την επιφανειακή στρώση.
Η αρχαιολογική γνώση, οδήγησε την ομάδα ανοιχτά του ορμίσκου της βραχονησίδας Ψείρα, όπου ανασκάφηκε σημαντικός οικισμός των Μινωικών χρόνων από τους αρχαιολόγους Ρ. Σήγκερ το 1909 και τους καθηγητές Κ. Δαβάρα και Φίλ. Μπέτανκουρτ το 1986 και συνεχίζεται έως σήμερα.
Μεγάλο τμήμα του οικισμού που είχε οικοδομηθεί στην αρχαιότητα κατά μήκος της απότομης βραχώδους ακτής, σήμερα έχει καταποντιστεί στον όρμο μέχρι και τα 23 μέτρα βάθος.
Στον ορμίσκο αυτό, ο οποίος αποτελούσε και το αρχαίο λιμάνι του νησιού, είχε καταδυθεί το 1976 η ομάδα του Ζακ Υβ Κουστώ και τον αρχαιολόγο. Λ. Κολώνα, οι οποίοι και ανέλκυσαν αγγεία που ήταν διάσπαρτα στον πυθμένα. Ο Κουστώ είχε διατυπώσει τότε την θεωρία, ότι τα αγγεία προήρχοντο από πλοίο που βυθίστηκε με το τσουνάμι που δημιούργησε η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Η ανωτέρω θεωρία όμως δείχνει να μην ευσταθεί. Στις χερσαίες ανασκαφές του 1991 στην βραχονησίδα Ψείρα, βρέθηκε ένας μικρός σφραγιδόλιθος, του οποίου η μία πλευρά απεικονίζει ένα πλοίο. Ξεχωρίζει το κατάρτι το οποίο ενώνεται με τα δυο άκρα του σκάφους με σχοινιά. Το πλοίο δεν έχει κουπιά, αλλά υψηλή πρύμνη με διχαλωτή προεξοχή και πλώρη σε σχήμα ράμφους, κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί, κατά την γνώμη των αρχαιολόγων, ως πρωτότυπο έμβολο ραμφοειδούς σχήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της Ψείρας, διέθεταν πλοία για τα ταξίδια τους απέναντι στην Κρήτη και δεν αποκλείεται το ναυάγιο που βρέθηκε, να ανήκει σε αυτό το είδος των πλοιαρίων.
Τον Ιούνιο του 2004 η έρευνα συνεπικουρήθηκε χρησιμοποιώντας ένα Υποβρύχιο Τηλεκατευθυνόμενο Όχημα (R.O.V.), που αποδείχτηκε ένα ιδιαίτερα χρήσιμο όργανο, διότι καταδύεται σε μεγάλα βάθη, παραμένει στο βυθό για ώρες και καθοδηγεί τους δύτες στους επιθυμητούς στόχους. Εν τούτοις, είναι αποτελεσματικό μόνο όσον αφορά στην επιφανειακή εξερεύνηση του θαλασσίου πυθμένα και σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά την άμεση επαφή του ανθρώπινου οφθαλμού με το αντικείμενο και ούτε είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει υποθαλάσσια ανασκαφή.
Τέλος, το καταδυτικό κλιμάκιο εντόπισε κάτω από μια βραχώδη κατωφέρεια, διάσπαρτα ανάμεσα σε αμμοθύλακες, θαμμένες συστάδες αγγείων, σε βάθη 42 με 50 μέτρων. Η πλειονότητα των αγγείων είχε την ίδια Βόρειο - Ανατολική κατεύθυνση, ενώ ορισμένα από αυτά βρίσκονταν σε παράταξη.
Τα αγγεία αυτά χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών και φαίνεται να συνανήκουν σε φορτίο ναυαγίου χρονολογούμενο στη Μέσο Μινωική ΙΙ Β περίοδο (1800–1700 π.χ.).
............................
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε πως η επιτυχία κάθε αρχαιολογικής ανασκαφής δεν βασίζεται μόνο στα εντυπωσιακά ευρήματα που θαυμάζουμε στα μουσεία, αλλά και στις πληροφορίες και τη γνώση που αποκτάμε για τους αρχαίους πολιτισμούς. Κατανοώντας τις θαλάσσιες διαδρομές, το εμπόριο, την τεχνογνωσία τους και πολλά ακόμα δεδομένα, οι αρχαιολόγοι βρίσκονται σε θέση να εξηγήσουν αλλά και να συνδέσουν όλα τα στοιχεία που συσσωρεύονται από τις αρχαιολογικές έρευνες.
Η φετινή αποστολή τελείωσε με την ανέλκυση των ανασκαφέντων ευρημάτων, που φέτος ανήκουν ως επί το πλείστον σε αμφορείς, πρόχοι και πιθαμφορείς. Όπως το έχουμε θεσπίσει κάθε χρόνο κάτι σαν έθιμο, συγκεντρώνουμε όλα τα ευρήματα στην πλώρη του σκάφους και φωτογραφιζόμαστε. Βλέποντας μέσα από το σκόπευτρο της φωτογραφικής μου μηχανής τα αγγεία, η ματιά μου θολώνει, σαν χρονομηχανή ταξιδεύω πίσω χιλιάδες χρόνια πριν, διάφορες σκέψεις και ερωτηματικά με κατακλύζουν. Πόσο δρόμο έχει διανύσει η ανθρωπότητα, πότε ήταν καλύτερα τότε ή σήμερα…
Επίλογος
Κλείνοντας θα θέλαμε να θέσουμε τα εξής ερωτήματα: Γιατί είναι τόσο σημαντική η ανεύρεση και ανασκαφή του συγκεκριμένου ναυαγίου και τι νέες πληροφορίες θα μπορούσε να προσθέσει στην μελέτη της ναυτικής αρχαιολογίας;
Κατά πρώτον, εφόσον δεν έχει βρεθεί άλλο Μινωικό πλοίο, εάν εντοπιστεί έστω και μικρό τμήμα του σκελετού του σκάφους, θα μπορέσουμε να πάρουμε στοιχεία για το σχήμα και το μέγεθός του από την μεταβατική περίοδο από τα σκαφτά πλοία στα πλοία με πέτσωμα, γεγονός που φαίνεται να έλαβε χώρα γύρω στο 1900 π.Χ.
Επιπλέον, ελπίζουμε να βρούμε κάποια δεδομένα σχετικά με τα υλικά που χρησιμοποιούσαν, δηλαδή το είδος του ξύλου, τη στεγανοποίηση, τον τρόπο πλοήγησης και τα προϊόντα μεταφορών.
Τέλος πως ήταν τοποθετημένο το φορτίο του πλοίου κατά την μεταφορά του σε ανοιχτές και κυματώδεις θάλασσες.Επισημαίνεται ότι, για πρώτη φορά εντοπίζεται φορτίο Μινωϊκού πλοίου, ενώ η επιστημονική κοινότητα πληροφορείται εκ του σύνεγγυς τα είδη των δοχείων που χρησιμοποιούντο στις θαλάσσιες μεταφορές των εμπορευμάτων κατά την αυγή της άνθισης της θαλασσοκρατίας του εμπορικού ναυτικού της Μινωικής Κρήτης.
Ευρήματα
Μεταξύ των ευρημάτων του Μινωϊκού ναυαγίου συμπεριλαμβάνονται εντυπωσιακοί ακέραιοι αμφορείς με ελλειπτικό χείλος, γνωστοί από την Κνωσό, Φαιστό και Κομμό.
Ραμφόστομες πρόχοι, που χρησιμοποιούνταν στην περιοχή του Κόλπου Μεραμπέλλου κατά την Μέσο Μινωική ΙΙ Β περίοδο.
Πιθαμφορείς, οι οποίοι κατά την μεταφορά και αποθήκευση τους στα πλοία ήταν καλυμμένοι με ύφασμα ή δέρμα γύρω από το στόμιο, το οποίο έδεναν σφιχτά με σχοινί διαπερνώντας το από τις 4 λαβές. Παρόμοιοι πιθαμφορείς έχουν βρεθεί στις χερσαίες ανασκαφές της Ψείρας και στα ανάκτορα των Γουρνιών και της Κάτω Ζάκρου.
Τα αγγεία αυτά είναι κατασκευασμένα από σχετικά τραχύ και καλοψημένο πηλό και χρονολογούνται όλα στη Μέσο Μινωική ΙΙ Β περίοδο (1800–1700 π.Χ.).
Τέλος περισυλλέχθηκε μικρός αριθμός κωνικών και τροπιδωτών κυπέλλων από λεπτό πηλό, γνωστά αγγεία, από τις ανασκαφές του νεκροταφείου της Ψείρας και του Μινωϊκού οικισμού στη Βασιλική Ιεράπετρας.
Όλα τα ευρήματα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό μουσείο της Σητείας, όπου και θα εκτεθούν μαζί με τα αγγεία των χερσαίων ανασκαφών της Ψείρας, στην ήδη υπάρχουσα έκθεση ευρημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου