Γράφει ο Αντώνης Αντωνάς
ΑΦΙΕΡΩΜΑ.
Η Σκάλα, σύμφωνα με το κ. Μπαμπινιώτη ερμηνεύεται ότι είναι το λιμάνι … « ..το καράβι που πιάνει την σκάλα». Και τον 18ο Αιώνα ερμηνεύεται Scale di Saline ( H Σκάλα των Σαλίνων – Αλυκών.), ή όπως αναφέρει το 1788 ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός τότε, η «Σκάλα του Λαρνάκου…» κλπ.
Πνευματική Λάρνακα – Κίτιον.
Περί σύγχρονης Πνευματικής Λάρνακας, στο εξαιρετικό βιβλίο «Η πνευματική δημιουργία στη Λάρνακα – 100 λογοτέχνες της Λάρνακας», των διαπρεπών συγγραφέων ποιητών, Γλαύκου Γεωργιάδη, Γιώργου Κητρομηλίδη, Κώστα Κατσώνη. (Αποσπασματικές πληροφορίες)
Γλαύκος Αλιβέρσης, Τεύκρος Ανθίας, Ορθρός Αττικός, Παύλος Βαλδασερίδης, Άδωνις Βενάρδης, Γιάννης Λεύκης, Παύλος Λιασίδης (Από Λύση και από 74 πρόσφυγας, μόνιμος κάτοικος Λάρνακας), Δημήτρης Λιπέρτης, Ξάνθος Λυσιώτης, Ανδρέας Μαππούρας, λαογράφος ποιητής (Αραδίπου), Θεόδωρος Μαρσέλλος, Βασίλης Μιχαηλίδης (Γεννήθηκε στο Λευκόνοικο, αλλά διέπρεψε στη Λάρνακα κοντά στον θείο του Γιάννη Οικονομίδη μετέπειτα Μητροπολίτη Κιτίου, Κώστας Μόντης, από Αμμόχωστο και από 1974 πρόσφυγας στη Λάρνακα, ο Χριστάκης Κτωρίδη «Πουρίνος», ο πλέον χαρακτηριστικός χαρισματικός σατυρικός ποιητής της Λάρνακας, Θρασύβουλος Ρόπας, Ζήνων Ρωσσίδης κ.ά.π.
Ενδεικτικά.
Γράφει, ο Μεγάλος Λαρνακέας ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Λιπέρτης:
«Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήξ΄ ένας αέρας/ Στούντον τόπον πον΄ καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν/ Για να φέξει καρτερούμεν το φως τζιείνης της μέρας/ ποννά φέρει στον καθέναν τζιαί χαράν τζιαι ποστασιάν…»
Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Χριστοδουλίδη.
Γράφει, ο Ποιητής Ήρωας Μιχαλάκης Παρίδης της τιμημένης προσφιλούς μου οικογένειας Παρίδη….
Αποσπάσματα.
«Σαν τι έχεις πάθει δύστυχο πουλάκι/ και δεν μου ψέλνεις τον γλυκό σου τον σκοπό;/ Το μεσημέρι τ΄ απαλό βραδάκι/ γιατί στον λόγγο την λαλιά σου δεν γροικώ;…
Για μένα δεν υπάρχει πιά τραγούδι/ αφού μου πήραν τα μικρά μου τα παιδιά./ Η τούφα, το ρυάκι, το λουλούδι/ είναι για μένα εκείνα που΄ χα στη φωλιά…!»
Προτομή του ήρωα, ποιητή και συγγραφέα Μιχαλάκη Παρίδη, στον τόπο της θυσίας του, στην Βάβλα Λάρνακας.
Γράφει, ο αείμνηστος καλός γείτονας Ιωάννης Ποταμίτης, συγγραφέας και ποιητής:
Απόσπασμα.
Όταν μια μέρα νικηθείς.
«Δεν είναι τώρα πια καιρός/ για περασμένα πράματα/ νάρθω να σου μιλήσω./ Μένω στον όρκο τον στερνόν/ που σούδωσα στον χωρισμό/ πως δεν θα σ΄ ενοχλήσω/ Φεύγω από τούτο το νησί….» (Κάποιος κόσμος αισθημάτων)
Σημειώνεται ότι έγραψε ανεπανάληπτα ποιήματα αφιερώματα, σε όλη την αγαπημένη του οικογένεια, π.χ. Απόσπασμα αφιερώματος στην αγαπημενη παιδική φίλη Βιολάντα:
«Κι΄ ήταν το κλάμα σου ψαλμός και Ύμνος η λαλιά σου/ για τις πολλές σου χάρες και για την ομορφιά σου/ κι εδώ όπου σε χαίρονται γονιοί και αδελφάδες/ του δάσους σε ζηλεύουνε και αυτές οι Ανεράδες….»
*Ο Κυρ - Γιάννης ήταν παντρεμένος με την αξιαγάπητη Ελένη, προσφυγοπούλα η οποία διέφυγε με διασωθέντα μέλη της οικογενείας της στη Κύπρο, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή), από τα Άδανα Τουρκίας. Απέκτησαν έξη εξαιρετικά παιδιά την Άλεια – Ρωμέλια, Αλόη Ορόρα, Βιολάντα Λιβέκη, τις δίδυμες Μαρούσα και Γαλάτεια και τέλος τον Παναγιώτη.
Ο μακαριστός πατέρας μου Βάσος Αντωνάς (Μηχανικός), όπως και η μητέρα μου Ανδριάνα, είχαν αδελφικές σχέσεις με την οικογένεια Ποταμίτη. Σημειώνεται ότι και ο Κυρ - Βάσος και ο Κυρ – Γιάννης, ήταν λάτρεις του καλού κρασιού και συμπληρώνω ότι, τότε ήταν από τους πλέον πετυχημένους οινοβιομηχάνους ο Κυρ Γιάννης και του έκανε αρκετή κατανάλωση ο Βασίλης… και οι δυο τους…!
Γράφει, ο φίλτατος ανεκτίμητος φίλος συγγραφέας και ποιητής Κώστας Κατσώνης …
«Εγώ δεν μπορώ να θέλω τίποτ΄ άλλο. Δεν έχω δικαίωμα στην ευτυχία σας. Δεν έχω μερτικό στην πίκρα και την χαρά σας. Εμάς εδώ πάνω μας έχει ταράξει ο ήλιος αδελφέ μου. Μας περιλούζει σαν καυτό μολύβι, λες και είναι ο χάρος και εκδικιέται, γιατί είχαμε τολμήσει, να ζήσουμε, λες κι΄ είν΄ η κόλαση που τιμωρεί τις αμαρτίες μας…»
(Απόσπασμα από το διήγημα «Γράμμα από τον ουρανό.»)
Γράφει, ο συγγραφέας – ποιητής - ζωγράφος παιδικός μου φίλος Κίκης Κύπαρης: (Απόσπασμα)
«Με τι την φτιάξαμε την χαρά μας τέλος πάντων./ Πως την μετατρέψαμε έτσι, πως την καταντήσαμε έτσι,/ τόσο ρευστή, τόσο ευάλωτη;/Τούτο το Καλοκαίρι μείναμε χωρίς τα χελιδόνια…/Μόνο την ανάμνηση τους έχουμε/ να σπαθίζει τους ουρανούς της ψυχής μας, καρδιά μου…/Και ύστερα μας λένε…να ζούμε…/ ΤΙΠΟΤΑ/ Εγώ και εσύ καρδιά μου, χάσαμε την έννοια του ήχου και της ζωής…» Ποιητική συλλογή Αναλυτικόν.
Το πατρικό μας σπίτι βρισκόταν πάνω από καφενείο Δροσιά (Εξ ου και η ονομασία της περιοχής), που ανήκε αρχικά στον παππού Μήτσιο και αργότερα στον Πούλλο. Το σπίτι του Κίκη ακριβώς κάτω, από εμάς και δίπλα στο καφενείο, όπου διατηρείται έως σήμερα.
Γράφει, ο παιδικός φίλος Σταύρος Σιδεράς:
Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ…»
«…Όταν ο χρόνος αργά ή γρήγορα φέρει τον ανονείρευτο ύπνο, που αποκοιμίζει τους νεκρούς, της λησμονιάς η σιγαλιά θα φτερουγίσει απαλά πάνω από το νεκρικό μου στρώμα… είπε χαμογελώντας ο Ορέστης..
Δεν θέλω να γράφεις τέτοιους μακάβριους στίχους είπε η Μπεθ….
Μα δεν τους έχω γράψει εγώ είπε ο Ορέστης, συνεχίζοντας να χαμογελά.
Αλλά ποιος;
Ο Λόρδος Βύρωνας, λίγο προτού πεθάνει στο Μεσολόγγι, πολεμώντας για την ελευθερία. Δεν είναι νεκρός όμως…»
Γράφει, ο παλιός φίλος συμμαθητής Λεύκιος Ζαφειρίου:
Απόσπασμα από την συλλογή «Ο μιγάδας άγγελος.»
«Είσαι μέσα μου,/τρυφερό κλωνάρι,/ ραγισμένο γιαλί,/ που κινδυνεύει να θρυματιστεί,/ λευκό γιασεμί στο σκοτάδι,/ τραγούδι γαλάζιο και πράσινο, σε δίσκο χωρίς στροφές,/ στο γραμμόφωνο του τρόμου…»
Γράφει, ο αείμνηστος καθηγητής μας Κώστας Κακούλας:
Διπλή Ανάσταση.
«…Και όταν πια η αγωνία του κόσμου είχε φτάσει στο κατακόρυφο, προβάλλει από την Αγία Πόρτα η ευλαβική μορφή του Παπά-Αλέξη. Στο αντίκρυσμα της κάθε ψιθύρισμα σταμάτησε γιατί ο παπάς ήτανε το πιο αγαπητό πρόσωπο στο χωριό…
Αδελφοί μου να με συγχωρήσετε, που άθελα, μου, σας έκανα να περιμένετε. Την ώρα που αδημονούσατε για την αργοπορία μου, εγώ λειτουργούσα στην σπηλιά της Αγίας Φωτεινής.
Χρόνια τώρα κάθε Χριστούγεννα και Λαμπρή έρχονται μυστικά οι κρυφοί Χριστιανοί απ΄ το γειτονικό Τουρκοχώρι.. Ακούνε την λειτουργία και παίρνουνε την Θεία Μετάληψη… Κρατήστε μυστικά ότι σας είπα, γιατί αλοίμονο, αν μαθευτεί στο Τουρκοχώρι…
Με συγκίνηση ακούσαμε την ξαφνική αποκάλυψη του Παπά-Αλέξη, που σε λίγο άρχισε ήσυχα, ήσυχα την λειτουργία του…».
Το διήγημα του «Ο θάνατος του άγνωστου παλληκαριού», διασκευάσθηκε σε δράμα και ανέβηκε επί σκηνής.
Γράφει, ο φίλτατος καλός μου φίλος Αντώνης Γαβριήλ Παπάς από το Κίτι, Λάρνακας, στην κυπριακή διάλεκτο, για την αγαπημένη του πατρίδα: (Απόσπασμα)
Άνοιξη στο νησί μας.
«Ήρτεν ξανά η Άνοιξη, η Κύπρος πρασινίζει,/ ‘οπου βρεθείς τζι όπου σταθείς η γη μουσκομυρίζει,/ Εν΄ η πιο όμορφη εποχή πο΄ χουμε στο νησί μας,/ ανθίζουν κάμποι τζιαι βουνά, σιαίρεται η ψυσιή μας./ Ανθίζουν τ΄ αγριολούλουδα, ούλλα παντού ανθίζουν,/τες μυρωδκιές τζιαι την χαρά στον τόπο μας σκορπίζουν,/ Ζούμε στο πιο όμορφο νησί πάνω στον κόσμο,/ μουσκομυρίζει όπου πας βασιλιτζιά τζιαι δκυόσμο…»
Γράφει, η Μαρούλα Τζιούβα Παϊκου, πρώτη ξαδέλφη του αείμνηστου, απ΄ όλους, αγαπητού πρώην κοινοτάρχη (Μουχτάρη) της Λάρνακας Κώστα Τζιούβα, που ήταν παντρεμένος με την αείμνηστη αγαπημένη θεία Δέσποινα, μια ανεκτίμητη «αγία» γυναίκα.
Απόσπασμα από το βιβλίο της «Η Βιολέτα ανθίζει στην Λάρνακα.»
«Η μοσχοβολιά του ροδοστάματος απάνου στο μαχαλεπί ή στα χοντρουλά λουκούμια, τα γεμάτα με καβουρδισμένα αμύγδαλα ή του χαλβα της μαγείρισσας. Και σ΄αυτές όλες τις μυρωδιές ανακατευόταν κι η μυρωδιά του πατσουλιού, γιασεμιού, φουλιού, μουσιέτας και χέννας, μυρουδιές, που κουβαλούσαν οι καλυμμένες με σεντόνια χανούμισσες ή οι ασκέπαστες κόρες τους που βγαίναν να σεργιανίσουν στα γραφικά σοκάκια της Λάρνακας…»
Γράφει, ο εγγονός, του αείμνηστου Δημάρχου Λάρνακας, Γιώργου Χριστοδουλίδη και γιός των αγαπημένων φίλων ιατρών Δώρου (τ. Βουλευτή) και Ανδρούλας Χριστοδουλίδου, Γιώργος Χριστοδουλίδης:
«Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο./ Ο συγγραφέας είναι νεκρός/ ο μεταφραστής είναι νεκρός/ ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε./ Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός./ Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού/ και πίνω μια ξανθιά μπύρα./ Ποιός είπε ότι ο θάνατος είναι ανίκητος…;» ( Πληγείσες περιοχές – Γυμνές Ιστορίες).
Γράφει η Λαπηθιώτισσα Αναστασία Χατζηλόη Κατσώνη, σύζυγος του προσφιλούς μου Dr Κώστα Κατσώνη.
Στον άγνωστο χαμένο στρατιώτη της Κύπρου.
«Συμπατριώτη μου, έσβησες όπως σβήνει το φως του ήλιου/ που πάει για την δύση./ Έφυγες τόσο ξαφνικά από τούτο τον κόσμο/ όπως τον παροδικό αέρα του καλοκαιριού/ χαμένος ποιος ξέρει πότε, που;/ Πότε άφησες την τελευταία σου πνοή/ την τελευταία σου ανάσα/ τη τελευταία σου λέξη που ήταν οπωσδήποτε ΛΕΥΤΕΡΙΑ,/ Που άραγε βρίσκεσαι χαμένος;/ Σε ποια χαράδρα;/ Ποιο χώμα σκεπάζει το τίμιο σώμα σου;/ Συμπατριώτη μου,/ έσβησες τόσο ξαφνικά από τούτο τον πλανήτη,/ μα ανέτειλες όπως ανατέλλει ο ήλιος σ΄ άλλο πλανήτη…» Λάπηθος μου. Ποιήματα της προσφυγιάς.
Και άλλοι δεκάδες διαπρεπείς Λαρνακείς – Κιτιείς, πνευματικοί άνθρωποι, ποιητές, συγγραφείς.
Αποσπασματικές πληροφορίες, από το εξαιρετικό βιβλίο «Η Πνευματική δημιουργία στη Λάρνακας – Εκατό λογοτέχνες της Λάρνακας», των Λαρνακέων εξαίρετων ποιητών και συγγραφέων, Γλαύκου Γεωργιάδη, Γιώργου Κητρομηλίδη, Κώστα Κατσώνη.
Η σπάνια και ανεκτίμητη αρχαία Ιστορική Κυπριακή Λαογραφία και Ποίηση της Κύπρου συνεχίζετε από αρχαιοτάτων χρόνων… μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρω…..
Η ανεξάντλητη λαϊκή κυπριακή ποιητική και λογοτεχνική παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως π.χ. τα Κύπρια Έπη (7ος αιώνας π.Χ,) από τους Κυπρίους επικούς ποιητές Στασίνο ή Ηγησία, είναι αθάνατα επικά έργα εφάμιλλα της Οδύσσειας, της Ομήρου Ιλιάδας κ.ά., που δεν υστερούν από την ελληνική μυθολογία ή την ελληνική Λαογραφική επική ποίηση. Ουσιαστικά είναι η βάση μεγάλων ποιητικών έργων και συγγραμμάτων, που δημιουργούν την πλούσια κυπριακή λογοτεχνία, μέσα από την γραπτή ή προφορική λαϊκή, ποιητική λαογραφία, μυθογραφία και θυμοσοφία.
Κύπρια Έπη (7ος π.Χ.), Συγγραφείς, οι Κύπριοι Στασίνος ή Ηγησίας. Το πιο κάτω απόσπασμα αρχαίου κειμένου φανερώνει, έμμεσα ότι μάλλον είναι έργο του Στασίνου, ο οποίος ήταν και γαμπρός του Ομήρου…. «Θυγάτηρ (Ομήρου) Αρσιφώνη δε ήν έγημεν Στασίνος,… Στασίνος ο τα Κύπρια συγγράμματα ποιήσας…. …» Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Όμηρος παραδίδοντας την κόρη το υ Αρσιφόνη στον γαμπρό του Κύπριο Στασίνο, επειδή ήταν φτωχός του έδωσε σαν προίκα τα Κύπρια Έπη…
Εάν αυτή η εκδοχή ισχύει τότε αποκαλύπτει ότι ο Όμηρος που συνεχώς ασχολείτο με τα κοινά της Κύπρου και είχε πολύ στενές σχέσεις με Κύπριους πνευματικούς ανθρώπους, λόγιους, ποιητές, συγγραφείς κ.ά. και γνώριζε άριστα την ιστορία της Κύπρου ή είχε την Κύπρο γενέτειρα, ή είχε ρίζες εξ αίματος κυπριακές…. Ο Παυσανίας, διάβασε πολύ προσεκτικά τα θαυμαστά Κύπρια έπη και αναφέρεται διθυραμβικά για αυτά –Κεφ. 31, παραγ. 2 – «Ανθών δε στεφανωτικών μέμνηται ο μεν τα Κύπρια Έπη πεποιηκώς Ηγησίας ή Στασίνος.» Athinaei deipnosofistae libri X.
(2) Κύπρια Έπη. Από τα ελάχιστα διασωθέντα. Περί τους 6000 στίχους γράφτηκαν, σε 11 βιβλία ραψωδίες. Διασώθηκε μόνο το 1%, κατά τον διάσημο Ελληνιστή, Ιστορικό, Άγγλο μελετητή Allen - εκδότη Ομήρου. Αποσπασματικές πληροφορίες )
«Ήν ότε μυρία φύλα κατά χθόνα πλαζομένων ανδρών… βαθυστέρνου πλάτος αίης. Ζεύς δε ίδων ελέησεν και εν πυκιναίς προπίδεσσι, σύνθετο κουφίσαι ανθρώπων πομβώτερα γαίαν, ρυπίσσας πολέμου μεγάλην έριν Ιλιακοίο, όφρα κενώσειεν θανάτου βάρος οι δ ενί Τροίη, ήρωες κτείνοντο Διός δ ετελείετο βουλή.»
Σε Νεοελληνική μετάφραση από τον διαπρεπή Χρ. Ξύδα:
«Αμέτρητα, ήταν μια φορά τα πλήθη των ανθρώπων κι η μάνα Γη από το βάρος τους στέναζε και πονούσε. Ο Δίας την λυπήθηκε, σοφή έκανε σκέψη, να τη λυτρώσ απ το κακό, με πόλεμο με μάχη, βάφοντας μ αίμα άλικον της Τροίας την πεδιάδα. Έτσι άναψε το μακελειό, οι ήρωες πεθαίναν και του Διός, η θέληση με μιας γινόταν πράξη….»
Κ.ά.π.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
www.ledrastory.com
cyprushellenica.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου