Γράφει ο Γεωργίου Μιχαήλ
Ο Μακάριος έβλεπε τον τεράστιο κίνδυνο από πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ, δηλαδή των ΗΠΑ, να καθυστερήσουν τον ΟΗΕ για να προβάλλουν αγγλοαμερικανικό σχέδιο (Σάντυς -Μπωλ) έτσι ώστε τελικά το νησί να γίνει βάση του ΝΑΤΟ. Οι ουδέτερες τάσεις του Μακαρίου θα εξουδετερώνονταν και μία συγκυριαρχία Ελλάδας, Τουρκίας και ΝΑΤΟ θα διαιώνιζε τη συμμαχική στρατιωτική επιρροή.
Ο Δημήτριος Μπίτσιος, Έλληνας διπλωμάτης αναφέρει:
«Οι συνθήκες που επικρατούσαν ευνοούσαν ολοφάνερα την Τουρκία. Οι Βρετανοί και μαζί τους οι Αμερικανοί, ήθελαν πάνω απ’όλα να εμποδίσουν την διεθνοποίηση του προβλήματος. Ενοχλούνταν επίσης από την υποστήριξη που έδιναν στον Αρχιεπίσκοπο οι Σοβιετικοί. Εξάλλου ήθελαν να εξαγοράσουν την επιθυμία των Τούρκων για χρήση ένοπλης βίας κατά της Κύπρου με την υπόσχεση, ότι δεν θα δινόταν καμία λύση που να μην ικανοποιεί τις απόψεις τους».Ο Κιουτσούκ στην Le Monde στις 10/1/64 αναφέρει:
«Θέλουμε χωριστό κράτος. Η Κύπρος πρέπει να διχοτομηθεί. Ο 35ος παράλληλος είναι η καλύτερη γραμμή για τα σύνορα».Ο στρατηγός Λάυμαν Λέμνιστερ (διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη) προσπάθησε να επιβάλλει το σχέδιο (Σάντυς- Μπώλ), αλλά ο Μακάριος αποδείχτηκε ακλόνητος. Ο Μακάριος μάλιστα δήλωσε ότι θα δεχόταν μία διεθνή δύναμη υπό την αιγίδα του Σ.Α. Το σχέδιο που είχε υπ’ όψιν της η Αμερική ήταν η διπλή ένωση με διχοτόμηση-δηλαδή να γίνει ολόκληρο το νησί μία βάση του ΝΑΤΟ και να βγει από την μέση η Βρετανία.
Ο Λέμνιστερ προσπάθησε να επιβάλλει ντε φάκτο την διχοτόμηση. Έστειλε τηλεγραφήματα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας παροτρύνοντας τις να αποβιβάσουν στρατεύματα στο νησί, πράγμα που θα οδηγούσε στην απόβαση μίας μεικτής δύναμης του ΝΑΤΟ για να παρεμβληθεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες και να φέρει τον Μακάριο προ τετελεσμένου γεγονότος.
Στο τέλος επικράτησε η αποφασιστικότητα του Μακαρίου.
Ο ΟΗΕ μπορούσε να εξασφαλίσει εγγυήσεις εναντίον μίας πιθανής τουρκικής εισβολής και μπορούσε να υποστηρίξει τον Μακάριο για αποφάσεις του σχετικά με τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας και για να ετοιμάσει τον δρόμο για ενιαίο κράτος με πλειοψηφική κυβέρνηση.
Ο Μακάριος, αν και υποστήριζε επιφανειακά την Ένωση, ήθελε να μείνει η Κύπρος ουδέτερο κράτος.
Ο Μακάριος οδηγούσε το νησί προς το χώρο των αδεσμεύτων και προσπαθούσε να ενισχύσει τους δεσμούς του με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, γεγονός που κατακρίνεται μέχρι και σήμερα.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης Ντιν Ρασκ τον Νοέμβρη του ’64 δήλωσε:
«Οι ελληνικές ελπίδες για ένωση φαίνεται να αδυνατίζουν, καθώς ο Μακάριος χρησιμοποιεί τη Σοβ. Ένωση εναντίον της Δύσης, δημιουργεί σχέσεις με την Αίγυπτο και εργάζεται να χτίσει την προσωπικότητα του ανάμεσα στους Αδεσμεύτους».Οι προτάσεις του ΝΑΤΟ δεν ήταν τίποτα άλλο από αγγλοτουρκικές κομπίνες υπό την επιρροή των Αμερικανών.
Μετά τα παραπάνω αναφερθέντα γεγονότα, οι Τ/κύπριοι αποχώρησαν από τα όργανα του κυπριακού κράτους στα οποία μετείχαν κατ’ αναλογίαν. Τα όργανα αυτά έπαψαν να λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους του Συντάγματος και το κράτος πέρασε ουσιαστικά στα χέρια των Ε/κυπρίων.
Γι’ αυτό ο πρέσβης της Κύπρου ήταν Ε/κύπριος.
Από την 5η Μαρτίου 1964 ένοπλες τουρκικές ομάδες έριξαν τους πρώτους πυροβολισμούς στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα και στις 6 Μαρτίου μία βόμβα εξερράγη στο κτίριο της Τ/κυπριακής κοινοτικής βουλής. Ο στόχος, όπως και το 1958 ήταν να κατηγορηθούν οι Έλληνες και να έχουν μία δικαιολογία για σύγκρουση.
Στις 13 Μαρτίου η Τουρκία απείλησε για μία ακόμη φορά με εισβολή και απαίτησε να βάλει τέρμα ο Μακάριος στις εχθροπραξίες, να ελευθερώσει τους τούρκους ομήρους και να αποκαταστήσει την ελευθερία κινήσεων. Την ίδια μέρα το Σ. Α. ψηφίζει την απόφαση 187, καλώντας όλα τα μέλη να συμμορφωθούν με την απόφαση 186 και να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση.
Στις 4/4/1964 ο Μακάριος κατήγγειλε τη Συνθήκη Συμμαχίας με την Ελλάδα και την Τουρκία λόγω των βιαίων συγκρούσεων και βομβιστικών επιθέσεων, μεταξύ Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων. Όμως πίσω από βομβιστικές επιθέσεις εις βάρος των Τούρκων υπεύθυνη ήταν η ΤΜΤ! Ο στόχος, όπως και το 1958, ήταν να κατηγορηθούν οι Έλληνες και να έχουν (οι Τούρκοι) μία δικαιολογία για σύγκρουση.
Στις 11/4 και 26/4 έγιναν βίαιες μάχες με επίκεντρο το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα. Την άλλη μέρα ο Ου Θαντ εξήγησε ότι παρά την παρουσία δυνάμεων του ΟΗΕ, είχαν γίνει 126 επεισόδια ανταλλαγής πυροβολισμών τον προηγούμενο μήνα. Στις 29/4 ανέφερε ότι η αποστολή του ΟΗΕ δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας.
Ο Μακάριος εν τούτοις διετύπωσε προτάσεις σε ένα υπόμνημα προς τον μεσολαβητή της Κύπρου, τον Φινλανδό Σακάρι Τουμιόγια, για ένα ενιαίο Κυπριακό κράτος, που περιείχαν ευρείες εγγυήσεις για την τουρκική μειονότητα. Τα τουρκικά σχέδια από την άλλη πλευρά είχαν προτείνει τη διχοτόμηση σε δύο καντόνια με ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπεύθυνη για τις εξωτερικές υποθέσεις, την οικονομία και την άμυνα.
Τον Αύγουστο του ’64 η αποστολή όπλων διά θαλάσσης από την Τουρκία στην τουρκική ισχυρή θέση Μανσούρα –Κοκκίνα είχε φθάσει σε μεγάλες διαστάσεις και πιστευόταν ότι οι Τούρκοι θα έκανα προσπάθεια σύνδεσης με την Λεύκα ή την Πόλη, αποκόβοντας έτσι το δυτικό δρόμο από τον Ξηρό προς την Πάφο. Ένα ισχυρό σώμα εθνοφρουράς με επικεφαλής τον Γρίβα στάλθηκε για να αποκόψει την ένοπλη επίθεση. Καθώς οι Έλληνες προχωρούσαν, 4 αεριωθούμενα της τουρκικής αεροπορίας έκαναν την εμφάνιση τους και έριξαν προειδοποιητικές βολές στη θάλασσα έξω από την Πόλη. Τις πρώτες ώρες της 8ης Αυγούστου οι Τούρκοι είχαν φύγει από την Μανσούρα και είχαν υποχωρήσει στην Κοκκίνα. Αλλά το απόγευμα της 8η Αυγούστου οι Τούρκοι με 30 αεριωθούμενα και την επόμενη μέρα με άλλα 64 βομβάρδισαν την Κύπρο κυρίως με βόμβες ναπάλμ. Νοσοκομεία χτυπήθηκαν, δεκάδες γιατροί, γυναικόπαιδα και νοσοκόμες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Εκθέσεις των απεσταλμένων του ΟΗΕ ανέφεραν ότι «αυτές οι επιδρομές κατά ανυπεράσπιστων ανθρώπων σκότωσαν και τραυμάτισαν πολλούς αθώους πολίτες και ανθρώπινες περιουσίες».
Η ειρωνεία ήταν ότι τα αεροπλάνα και οι βόμβες ναπάλμ είχαν δοθεί από τους Αμερικανούς για τους αμυντικούς σκοπούς του ΝΑΤΟ, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για επίθεση ενάντια σ’ένα μικρότερο κράτος, μέλος του ΟΗΕ και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Επίσης ο 6ος Αμερικανικός Στόλος που βρισκόταν κοντά αρκετό καιρό, δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει το κακό.
Στο Σ. Α. οι Τούρκοι εκπρόσωποι εξήγησαν στις 8 Αυγούστου ότι η Κύπρος είχε βομβαρδιστεί «περιορισμένα». Δήλωσαν πως όλοι μπορούν να κοιμούνται ήσυχα, γιατί δεν θα γίνονταν άλλες επιθέσεις. Αλλά λίγο αργότερα χρησιμοποιήθηκαν βόμβες ναπάλμ. Οι Σοβιετικοί προειδοποίησαν ότι δεν θα ανεχθούν τουρκική εισβολή (προς το παρόν), ενώ η απόφαση 193 στις 9/8 ζητούσε κατάπαυση του πυρός.
Επιπλέον στις 18/12/65 η Κυπριακή κυβέρνηση κατάφερε να εξασφαλίσει την ψήφιση της απόφασης 2077 (ΧΧ) από τη Γεν Συνέλευση, που υποστήριζε το αίτημα της για απρόσκοπτη ανεξαρτησία της Κύπρου και απέρριπτε τους τουρκικούς ισχυρισμούς για δικαίωμα επέμβασης βάσει των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Η απόφαση ψηφίστηκε με ψήφους 47 υπέρ και 5 κατά με 54 αποχές και 11 απουσίες και ζητούσε από όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ενότητα, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του νησιού.
Μέχρι το 1967 στην Κύπρο οι δύο κοινότητες ακολουθούσαν αντίθετες κατευθύνσεις. Η τ/κυπριακή ηγεσία δεν αρκέστηκε στο να κρατάει τις δύο κοινότητες χωρισμένες με την πειθώ, τη βία, τις απειλές και τους φόνους, αλλά θέσπισε κανονισμούς για να τις κρατήσει σε απόσταση. Σχηματίστηκε μία τοπική διοίκηση στο κλειστό τμήμα του δρόμου Λευκωσίας-Κυρήνειας με αντιπροσώπους σε άλλες περιοχές, χωριστές δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομική δύναμη (όπου η ημισέληνος και το άστρο πήραν τη θέση του εμβλήματος της δημοκρατίας) και ραδιοσταθμό.
Στη συνέχεια οι Τ/κύπριοι εγκατέλειψαν πολλά απ’ τα χωριά τους και συγκεντρώθηκαν για «αυτοπροστασία» και διευκόλυνση της διχοτόμησης στις πυκνότερα κατοικημένες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ γύρω στις 25. 000 δήθεν «πρόσφυγες» αναγκάστηκαν να μεταφερθούν. Οι Ε/κύπριοι δεν μπορούσαν να μπουν σ’ αυτές τις περιοχές, ούτε οι Τούρκοι μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν χωρίς την άδεια των ηγετών τους. Περιορισμένοι σε τέτοια μέρη, χωρίς επαρκείς πηγές, οι Τούρκοι επέζησαν σαν «χωριστή» οντότητα μόνο χάρη στην άμεση οικονομική βοήθεια της Τουρκίας (με ποσά των 10-12 εκατ. λιρών το χρόνο). Αλλά παρά τις πιέσεις των ηγετών τους και των ενόπλων ομάδων, που είχαν φτάσει από την Τουρκία μετά το 1963, πολύ μεγαλύτερος αριθμός Τ/κυπρίων έμεινε σε περιοχές ελεγχόμενες από την κυπριακή κυβέρνηση. Το τουρκικό αίτημα για διχοτόμηση ή έστω για γεωγραφικό διαχωρισμό δεν σταμάτησε ποτέ.
Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Χριστοφίδης πληροφόρησε τη Γ. Σ. του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 1976 ότι οι Τ/κύπριοι είχαν σχέδια για διχοτόμηση το νησιού από το 1963 αναφέροντας αποσπάσματα από ένα απόρρητο έγγραφο με χρονολογία Σεπτεμβρίου 1963 με τις απογραφές του Κουτσούκ και του Ντενκτάς που αποκάλυπτε ένα σχέδιο για αυτοδιαχωρισμό σαν πρώτο βήμα για τη διχοτόμηση. Τον επόμενο χρόνο ο Κεμάλ Σατίρ, πρώην αναπληρωτής Πρωθυπουργός της Τουρκίας, δήλωσε δημόσια ότι
«η Κύπρος θα διαιρεθεί σε δύο τμήματα, από τα οποία το ένα θα ενωθεί με την Τουρκία».Ένα απόρρητο έγγραφο που εκδόθηκε στις 18/4/1964 από τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ανέφερε καθαρά το τουρκικό σχέδιο διχοτόμησης, που το ονόμαζε σχέδιο «Αττίλας». Αυτό το σχέδιο προτάθηκε το 1965 από τον Κουτσούκ στο μεσολαβητή του ΟΗΕ και εμφανίζεται στην έκθεση του Πλάθα προς τον γ. γ. του ΟΗΕ με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1965. Το σχέδιο κάλυπτε βασικά την περιοχή που κατέλαβε η Τουρκία μετά από την εισβολή της στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 –μια περιοχή που είχε πάρα πολλά χρόνια στο μάτι η Τουρκία.
Ο Ινονού εξήγησε επίσης πολύ εμφατικά στις 17/5/1964 ότι
«μία μέρα η Ελλάδα θα συμφωνήσει για την ειρηνική διχοτόμηση της Κύπρου με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ. Όσο οι Έλληνες αρνούνται, η μάχη θα συνεχίζεται, η Τουρκία δεν θα υποχωρήσει, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμα της για επέμβαση στο νησί».Στις 8/9/1964 ο Ινονού πληροφόρησε την Εθνοσυνέλευση, ότι «επίσημα προωθούσαμε μάλλον την ιδέα της ομοσπονδίας, παρά τη διχοτόμηση». Στην πραγματικότητα όμως η γεωγραφική ομοσπονδία είναι απλώς μία συγκεκαλυμμένη μορφή διχοτόμησης.
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ε. Ερκίν δήλωσε στην Αθήνα ότι «η ριζική λύση θα ήταν να παραχωρηθεί ένα τμήμα της Κύπρου στην Ελλάδα και το άλλο, που βρίσκεται πιο κοντά στην ασιατική ακτή της Τουρκίας, στην Τουρκία.»
Οι προθέσεις της Τουρκίας φάνηκαν άλλη μία φορά την 1/2/1974 όταν, μετά από μακρόχρονη κοινοβουλευτική κρίση μετά από τις εκλογές του προηγουμένου φθινοπώρου, η κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον Μπουλέντ Ετσεβίτ υπέγραψε ένα πρωτόκολλο, στο οποίο δήλωνε ότι θα δεχόταν μόνο «ομοσπονδία» στην Κύπρο. Ο Τούρκος πρωθυπουργός ζήτησε για μία ακόμα φορά «ομοσπονδιακή λύση» στις 27 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Επίσης τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο μόνιμος απεσταλμένος της Τουρκίας στον ΟΗΕ Οσμάν Ολκάι ζήτησε «ομοσπονδιακή διευθέτηση» μιλώντας στο Συμβ. Ασφαλείας.
Αυτές οι επίσημες δηλώσεις κατέστρεφαν κάθε προσπάθεια δικανονισμού σύμφωνα με τις αρχές που είχαν γίνει δεκτές προηγουμένως, ότι η λύση του συνταγματικού προβλήματος της Κύπρου θα βασιζόταν σε ανεξάρτητο κυρίαρχο και ενιαίο κράτος. Η Τουρκία ζητώντας ένα πρόσχημα για να επιβάλλει τα σχέδιά της, έθεσε σε κίνηση έναν μηχανισμό εισβολής. Η ευκαιρία δόθηκε με το πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου την 15/7/1974.
Ο τούρκος εκπρόσωπος αναφέρεται, εντέχνως, στο δικαίωμα εισβολής της Τουρκίας αν «διασαλευθεί η συνταγματική τάξη». Αυτό -δήθεν -προκύπτει από το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960:
Τι αναφέρει το Άρθρο 4:
«Σε περίπτωση παραβιάσεως των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνεννοηθούν επί των διαβημάτων ή των απαραιτήτων μέτρων προς εξασφάλιση του σεβασμού των εν λόγω διατάξεων. Αν δεν είναι δυνατή η κοινή ή συνδυασμένη δράση, καθεμία από τις τρείς εγγυήτριες δυνάμεις επιφυλάσσεται να προβεί σε ενέργειες με μοναδικό στόχο την αποκατάσταση της κατάστασης που δημιουργείται από την παρούσα Συνθήκη».Εμείς -προς το παρόν- θα αναφερθούμε σε δύο απλώς επιχειρήματα για να καταδείξουμε το άτοπο της τουρκικής εισβολής.
Πρώτον, το άρθρο 3 της ιδίας Συνθήκης που η Τουρκία δυστυχώς ξεχνάει:
Άρθρο 3
«Η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία.. . αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Κύπρου ως και την κατάσταση πραγμάτων την καθιερωθείσα υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της. Αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση όπως απαγορεύσουν καθόσον εξαρτάται εξ’αυτών, κάθε δραστηριότητα που έχει ως σκοπό να ευνοήσει άμεσα ή έμμεσα τόσο την Ένωση της Δημοκρατίας της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος όσο και την διχοτόμηση της Κύπρου».Από το άρθρο αυτό καταλαβαίνει κανείς την «νομιμότητα» της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο με στόχο την διχοτόμηση.
Το δεύτερο επιχείρημα προκύπτει από το Άρθρο 4.
Η Τουρκία δεν μπορούσε να επέμβει μονόπλευρα, εκτός αν αποδεικνυόταν, ότι ήταν αδύνατη η κοινή ή συνεννοημένη δράση μετά από συζητήσεις μεταξύ των τριών χωρών. Όμως στην Διάσκεψη της Γενεύης στις 13 Αυγούστου του 1974, όπως τόνισε ο υπ. Εξωτερικών της Βρετανίας Τζέιμς Κάλλαχαν, οι απαιτούμενες συνεννοήσεις μεταξύ των τριών εγγυητριών δυνάμεων θα ολοκληρώνονταν στις 23 Ιουλίου, δηλαδή τρεις ημέρες μετά την εισβολή. Ακόμα η επέμβαση έπρεπε να περιοριστεί στο «σκοπό της αποκατάστασης της κατάστασης πραγμάτων που δημιουργήθηκε από την Συνθήκη», που είναι η συνταγματική τάξη του 1960 και τίποτα περισσότερο. Όχι μόνο η Τουρκία, κατά την επιδίωξη των στόχων της, δεν συμβουλεύτηκε άλλες χώρες, αλλά έκανε κάθε προσπάθεια για να εξαρθρώσει την Κύπρο και να καταστρέψει ό, τι είχε εγγυηθεί η ίδια.
1) «Ιστορία της Κύπρου», συγγραφέας: Στ. Παντελής
2) Πηγή: «Επίτομη Ιστορία της Κύπρου », συγγραφέας: Στ. Καρκαλέτσης
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου