8 Σεπτεμβρίου 2018
Ορθοδοξία και φανατισμός (μέρος 2ο)
συνέχεια από το 1ο μέρος
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
4. Τί γίνεται, όμως, με την «καθ’ ημάς Ανατολήν» και την Ορθοδοξία; Δεν είναι η πρώτη φορά, που η πολιτική προσπαθεί, μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να κινητοποιήσει και την (ιδρυματική) Ορθοδοξία σε μια «σταυροφορία» —χρησιμοποιήθηκε ήδη ο όρος— για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στη «ρέμπελη» μορφή της φυσικά, σε συνεργασία με τα θρησκεύματα του κόσμου, και κυρίως με τη δυτική χριστιανοσύνη. Βέβαια, αυτή η σχεδιαζόμενη διαθρησκειακή συνεργασία εντάσσεται στα όρια της «εν εξελίξει» νεοεποχικής κίνησης προς την «πανθρησκεία» και θέτει το πρόβλημα της δυνατότητας σύμπτωσης, για να μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική συνεργασία.
Φοβούμαι, ότι η Ορθοδοξία βρίσκεται και πάλι μεταξύ δύο κατέναντι, του δυτικού και του ανατολικού, τα όποια συμπίπτουν τελικά, στην ιδεολογικοποίηση, δηλαδή πολιτικοποίηση της θρησκευτικής πίστεως. Η ισλαμική «τζιχάντ», όποιες ερμηνευτικές αποχρώσεις και αν λάβει, δεν παύει, όταν αναθερμανθεί ο θρησκευτικός φανατισμός, να προσλαμβάνει την έννοια του «ιερού πολέμου» κατά των απίστων (αυτή ήταν η ιδεολογία των Ταλιμπάν), συμπίπτοντας έτσι με την «ιερά εκδίκηση», όχι ως απόδοση δικαιοσύνης, αλλ’ ως «ιερό πόλεμο», της άλλης πλευράς, που καθαγιάζει τα τυφλά – γενικευμένα αντίποινα με θύματα αμάχους. Το κοινό, η νομιμοποίηση της βίας για την επιβολή της πολιτικοποιημένης θρησκείας ή της θρησκειοποιημένης πολιτικής, όπως ελέχθη. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο.
Η Ορθοδοξία, όταν και όπου βιώνεται και λειτουργεί ως αποστολικότητα και πατερικότητα (και αυτό είναι, έστω και ελλιπώς, το φρόνημα της πλατειάς βάσης του ορθοδόξου πληρώματος), είναι υπέρβαση της ιδεολογίας, της θρησκείας και της ηθικής. Της ιδεολογίας, διότι βιώνεται ως εμπειρία· της θρησκείας, διότι είναι τρόπος υπάρξεως και «οδός» (Πράξ. 9, 2) προς τη θέωση και της ηθικής, διότι είναι ήθος αγιοπνευματικό και όχι εξωτερική ηθική μίμηση. Οι ησυχαστικές —αυθεντικά δηλαδή ορθόδοξες— πρακτικές της «νήψεως» (καθάρσεως της καρδιάς), έστω και ανεπίγνωστα, κυριαρχούν στην ορθόδοξη λαϊκή πνευματικότητα (νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές κ.τ.λ.) και δημιουργούν φρόνημα αγαπητικό, καταλλακτικό, ουσιαστικό και όχι εκδικητικό και φανατικό. Η δυτική χριστιανοσύνη, κυρίως στην καλβινίζουσα εκδοχή της, που είναι η βάση του αμερικανικού χριστιανισμού, μένει εγκλωβισμένη στον εκδικητικό και ανταποδοτικό Θεό της Π. Διαθήκης («οφθαλμόν αντί οφθαλμού»), που επεκτείνεται στο δόγμα «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» (Κριτ. 16, 30), που είναι το κίνητρο των τρομοκρατών – «καμικάζι» της άλλης πλευράς.
H δύναμη που κινεί τη συνείδηση του Ορθοδόξου, είναι η δικαιοσύνη, αλλά εν αγάπη. Αγάπη δε όχι «προς το ομοεθνές μόνον, αλλά προς παν το ομογενές (σε κάθε άνθρωπο)», που ταυτίζεται με την (ανιδιοτελή) αγάπη του Θεού (Κύριλλος Αλεξ. ΡG. 72,686). Ακόμη και ο αφορισμός (η φρικτή πράγματι αυτή εκκλησιαστική πράξη) δεν συνιστά εκδίκηση ή ποινή, επιβαλλόμενη από την Εκκλησία στην πλάνη και τον πλανώμενο, αλλά επιβεβαιώνει «τον αυτοαποκλεισμό του ανθρώπου από την σωτηρία και υπαρκτική γνησιότητα» και στοχεύει στην μετάνοια και την επιστροφή του (πρβλ. Α’ Κορ. 5, 1 ε.). Αυτό το φρόνημα είναι διάχυτο και κυριαρχικό και γι’ αυτό δεν ευδοκίμησαν στην Ορθοδοξία θεσμοί, όπως η Ιερά Εξέταση ή οι σταυροφορίες. Δεν απουσιάζουν, βέβαια, περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς και επιθετικότητας, κρατικής και εκκλησιαστικής, η διαφορά, όμως, με την δυτική «χριστιανική νοοτροπία» είναι, ότι παρόμοιες συμπεριφορές στην Ορθοδοξία καταδικάζονται ως αντιχριστιανικές, ενώ στη δυτική κοινωνία έχουν έμμεσα θεσμοθετηθεί, αν όχι οι ίδιες οι συμπεριφορές, τουλάχιστον τα γενεσιουργά τους αίτια (ολοκληρωτικό πνεύμα). Είναι ανάγκη, όμως, εδώ να επανέλθουμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.
O δυτικός χριστιανισμός έχει βαθειές θεολογικές προϋποθέσεις στον καθαγιασμό της βίας, ήδη από τον 11ο αιώνα. Η «θεολογία» του Ανσέλμου Κανταβρυγίας (|1100) «περί ικανοποιήσεως (satisfactio) της θείας δικαιοσύνης» διαποτίζει το εκεί χριστιανικό φρόνημα και διαμορφώνει νοοτροπίες φανατισμού, που προσδιορίζουν και τις συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές. Η ουσία της διδασκαλίας αυτής είναι, ότι ο Θεός στέλνει τον Υιό Του —Ιησού Χριστό στον κόσμο όχι από αγάπη προς τον άνθρωπο και τον κόσμο («ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» (θυσίασε)— μαρτυρεί ο Ιωάννης, 3. 17 και ο Παύλος: «συνίστησι (αποδεικνύει) την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε», Ρωμ. 5, 8, που είναι η κρηπίδα της χριστιανικής σωτηριολογίας), αλλά για να «ικανοποιηθεί» για την προσβολή(!) που δέχθηκε από την ανθρώπινη αμαρτία. Το δυτικό φεουδαρχικό-ιπποτικό δίκαιο προβλήθηκε στο Θεό, μεταβάλλοντας τον χριστιανισμό σε είδος ειδωλολατρίας, αφού κατασκευάσθηκε Θεός, που δεν υπάρχει.
Ο Θεός, έτσι, νοείται όχι ως Πατέρας, «πλήρης οικτιρμών και φιλανθρωπίας», αλλά ως φεουδάρχης – τύραννος και τιμωρός, που ζητεί συνεχώς εκδίκηση. Αυτή η περί Θεού αντίληψη διαποτίζει όλη τη δυτική —κυρίως την καλβινική— νοοτροπία. Τα έργα του Ίγκμαρ Μπέργκμαν βεβαιώνουν μία διάχυτη τάση «θεοδικίας», αποστροφής προς τον Θεό – τύραννο και εκδικητή, που κινεί και τον πιστό του σε εκδίκηση, και συνεπώς φανατική ανταπόδοση και όχι δικαιοσύνη. Είναι μάλλον μια άλλη κατανόηση της δικαιοσύνης.
Η Ορθοδοξία, και στις ατελέστερες βιώσεις της, δεν μπορεί να φθάσει σε μια τέτοια λογική. Γι’ αυτό και απωθεί μόνιμα την έννοια του «ιερού πολέμου». Κανείς πόλεμος δεν μπορεί να ιεροποιηθεί στην Ορθόδοξη συνείδηση, διότι ο πόλεμος είναι σατανική κατάσταση. Δεν μπορεί να γίνει, ορθόδοξα, διάκριση δικαίου και αδίκου πολέμου, ιερού και ανίερου. Ούτε να γίνει δεκτό το δόγμα «πόλεμος κατά του πολέμου», με την συντριβή των άλλων (πρβλ. το αρχαίο «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται»). Ο πόλεμος, ορθόδοξα, συνιστά αλλοτρίωση από τον Θεό και την εν Χριστώ αγάπη και προς τους εχθρούς ακόμη (Ματθ. 5, 44).
Αυτό είναι ένα από τα «παράδοξα» της πίστεώς μας. Ο Χριστός διευκρίνησε: «πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. 26,52). Αυτό είναι το αυθεντικό κήρυγμα «μη βίας». Η στράτευση των Χριστιανών στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης υπήρξε «έκπληξη» για τους Αγίους, τους αυθεντικούς ενσαρκωτές και εκφραστές της Ορθοδοξίας, που γρήγορα (4ο αι.) έδωσε την απάντησή της. Ο Μέγας Αθανάσιος (Επ. προς Αμμούν, ΡG. 26,1173 β) και ο Μέγας Βασίλειος (κανόνας 13 λέγουν, ότι τιμώνται οι μετέχοντες και φονεύοντες σε αμυντικό (ή απελευθερωτικό) πόλεμο (όταν είναι άμυνα «υπέρ σωφροσύνης και ευσεβείας» κατά τον Μ. Βασίλειο, που το τονίζει: «αμυνομένοις»!). Είναι η μόνη κατ’ οικονομίαν» εξαίρεση στον κανόνα, ως πραγμάτωση του Κυριακού λόγου: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη (να θυσιάσει) την ψυχήν (ζωήν) αυτού υπέρ των φίλων αυτού» (των συνανθρώπων του) (Ιωάνν. 15.13). Είναι δηλαδή αυτοθυσία και όχι εκδικητικότητα.
Όταν, όμως, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (963-969), λόγω των πολλών αμυντικών πολέμων της αυτοκρατορίας, ζήτησε από την Εκκλησία οι φονευόμενοι στον πόλεμο να ανακηρύσσονται μάρτυρες, ο Πατριάρχης Πολύευκτος και η Σύνοδος απέρριψαν την πρόταση ως μη χριστιανική. (Για το θέμα βλ. πρόχειρα: π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Αγιότης μαρτυρουμένη, στο: Λόγος ως αντίλογος, Αθήναι 19982, σ. 49 ε.ε. κάθε αγιοποίηση είναι παπισμός…). Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, πόσο απομακρυνόμεθα από το πνεύμα αυτό στα νεώτερα χρόνια… Έχω διακηρύξει πολλές φορές ότι το προτεινόμενο «τόξο» των Ορθοδόξων δεν μπορεί να λάβει πολιτικό – κοσμικό χαρακτήρα, αλλά συγκροτείται γύρω από την αγία Τράπεζα και λειτουργεί με ένα διαφορετικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τρόπο.
Και η Ορθοδοξία γνωρίζει την βία, αλλά διαφορετικά. Και όχι μόνο την γνωρίζει, αλλά και την εφαρμόζει στη σκληρότερη μορφή της. Η βία της, όμως, δεν στρέφεται προς τα έξω, προς τον συνάνθρωπο, αλλά προς τα μέσα, το εσωτερικό μας. «Η βασιλεία (=η άκτιστη Χάρη) του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο περίεργος για πολλούς λόγος του Χριστού: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω, ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12, 49).
Ο Χριστός γίνεται αφορμή να χωρίζονται οι άνθρωποι όχι, όμως, επιθετικά), ανάλογα με τη στάση τους απέναντί του (12, 51 ε.). Η «βία» του Χριστού ασκείται στην επαναστατημένη και διεστραμμένη φύση μας, στην τυραννική δεσποτεία των παραμορφωμένων ενστίκτων μας. Αυτό αποδεικνύει όλη η ασκητικονηπτική πράξη της Ορθοδοξίας. Με τον αυτοβιασμό του ο χριστιανός ελευθερώνεται και ανοίγεται στη Θεία Χάρη. Διότι, όταν γίνει «ναός —κατοικητήριο—του Θεού», τότε γίνεται και συν-άνθρωπoς, «πλησίον» (Λουκ. 10,36 ε.). Αυτή είναι η υπέρβαση της θρησκείας και η μόνη δυνατότητα κατανίκησης του φανατισμού και της τρομοκρατίας.
Γι’ αυτό η αυθεντική χριστιανικότητα (αγιοπατερική Ορθοδοξία) δεν παράγει τρομοκράτες, κάθε είδους, άλλα Μάρτυρες και Ομολογητές. Ο τρομοκράτης, κάθε είδους, βιάζει τους άλλους και τους εξολοθρεύει, είτε με μέσα καλυπτόμενα ακόμη και από την κρατική και διεθνή νομιμότητα, ή αυτοκτονώντας μαζί τους («καμικάζι»). Ο Μάρτυρας νικά την ανομία των αρχόντων του κόσμου με την αυτοθυσία του, που προσφέρεται υπέρ των άλλων! Έχω ονομάσει τους (Νεο)μάρτυρές μας στην Οθωμανική αυτοκρατορία, «τους δυναμικότερους και αποτελεσματικότερους αντιστασιακούς, όχι με τα όπλα, αλλά με τον σταυρό». Ο Μάρτυρας και Ομολογητής της Ορθοδοξίας αποδεικνύει με τη θυσία του, ότι οι τύραννοι του κόσμου δεν είναι ακαταγώνιστοι, εμψυχώνοντας συνάμα τους άλλους στην παρόμοια αντιμετώπισή τους.
Η Ορθοδοξία δεν μπορεί από την φύση της να συγκαλύψει οποιαδήποτε αδικία και απανθρωπιά, από όπου και αν προέρχεται. Δεν συντάσσεται με τους ισχυρούς, αλλά με τους αδικουμένους. Είναι ξένη προς κάθε μορφή τρομοκρατίας, που την θεωρεί έγκλημα φρικτό και απάνθρωπο. Όταν δεν γίνεται αυτό, ας μη μιλούμε για Ορθοδοξία, αλλά για μια ακόμη παραχάραξή της. Διακηρύσσει, όμως, και την εμπειρία της η Ορθοδοξία, ότι η τρομοκρατία, ο φανατισμός και η βία, δεν πολεμούνται με μανιφέστα, διακηρύξεις, ή με αντι-βία, και μάλιστα «τυφλή», αλλά μέσα μας. Όχι με εξωτερικές συμφωνίες —έστω και διαθρησκειακές—αλλά με την ένταξη στον τρόπο ζωής και το ήθος των Αγίων μας, που νικά όλες τις εκτροπές της πτώσης και πτωτικότητάς μας. Διαφορετικά, αλλοτριώνεται και η Ορθοδοξία σε μια κοσμική δύναμη και εξουσία. Και υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία, όχι των αγίων, αλλά τη δική μας.
Στο εκκλησιαστικό μας σώμα, όταν λειτουργεί παραδοσιακά – πατερικά, ενεργοποιείται μια ιδιότυπη εξουσία, διαμορφούμενη στα όρια της ευχαριστιακής συνάξεως και ασκούμενη μέσω του μυστηρίου της ιερωσύνης. Η «ιεραρχημένη πολλαπλότητα» της εν Χριστώ κοινωνίας αποτρέπει την απολυτοποίησή της, αφού όλων των δομών του εκκλησιαστικού σώματος υπέρκειται η σύνοδος, ο δημοκρατικότερος θεσμός (Η. Gregoire), που συνδέει την αποκέντρωση με τη συλλογική έκφραση. Όταν, λοιπόν, σώζεται η πατερικότητα, η εκκλησιαστική εξουσία παραμένει πνευματική, με ρόλο όχι τιμωρητικό, αλλά φιλάνθρωπο και διακονικό. Βέβαια, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος τάσεων για την απόκτηση υπερ-εξουσιών και αντιγραφή της κοσμικής εξουσίας. Η εμφανής, μάλιστα, σήμερα κίνηση για αναγνώριση και επιβολή του «αλαθήτου» κάθε συνόδου (όχι μόνο των Οικουμενικών) προδίδει αντιγραφή του παπικού προτύπου και, όπως λέγω συχνά, κατά κανόνα στην εποχή μας οι κληρικοί «παπίζουμε», ενώ οι λαϊκοί «προτεσταντίζουν»!
Έτσι και η Ορθοδοξία στα πρόσωπα κάποιων φορέων της ιδεολογικοποιείται και εκκοσμικεύεται, με όλες τις αυτονόητες συνέπειες, και κυρίως την απώλεια του σκοπού της υπάρξεως της (πνευματικής) εξουσίας της. Και πάλι όμως, στις περιπτώσεις αυτές ενεργούν ανασχετικά οι χώροι εκείνοι, που διασώζουν κατά κανόνα την ορθόδοξη αυθεντικότητα, π.χ. οι μονές. Ο μοναχισμός από τον 4ο αι. παραμένει στην Ανατολή η δυναμικότερη – έμπρακτη διαμαρτυρία στην εκκοσμίκευση και συνεχής αγώνας για την συνέχεια της διακονικής και θυσιαστικής μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο. Οι ιεροί κανόνες, επίσης, που δεν έχουν διαβρωθεί όπως στη Δύση, αναδιαγράφουν συνεχώς την ποιότητα του χριστιανικού ήθους και της μαρτυρίας, ώστε κάθε παρέκκλιση να κρίνεται αυτόματα ως αντιεκκλησιαστική και απορριπτέα.
Αυτές οι τάσεις, που δεν απουσιάζουν και από την εμπερίστατη και πολύ κοσμικά συμπεριφερόμενη συχνά «Ορθοδοξία» μας, εντάσσεται στο κλίμα του ορθοδοξισμού, όπως προσφυώς ονομάσθηκε κάθε κίνηση για θρησκειοποίηση, ιδεολογικοποίηση και εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας. Μια μορφή αυτής της παρέκκλισης είναι ο υπερβολικός τονισμός της ιστορικής διάστασης του Έθνους (ιδίως από τον Κλήρο), η υπέρβαση του υγιούς πατριωτισμού και η έξαψη του εθνικιστικού φυλετικού πνεύματος, πού μπορεί να οδηγήσει σε εκφράσεις φανατισμού και βιαιοτήτων. Η διάσωση, όμως, της συνέχειας της πατερικότητας, όπως ελέχθη, αυτόματα ελέγχει αυτές τις συμπεριφορές και την απορρίπτει ως παραποίηση της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, έτσι κωδικοποιεί όλη την ορθόδοξη πατερική παράδοση στο θέμα της φιλοπατρίας, έξω από κάθε τάση για απολυτοποίηση της πατρίδας: «Η πατρίδα μου —γράφει— η ψεύτικη, η γήινη και ματαία (=ως ιστορική και παροδική), είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Αποκούρου… Ημείς Χριστιανοί μου δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλεν τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας». Δεν καταργείται μεν ο εθνισμός και η πατρίδα, αλλά ιεραρχείται στο «πραγματικό», που είναι το αιώνιο. Στην ίδια αυτή λογική καταδικάσθηκε ο «εθνοφυλετισμός» (ρατσιστικός εθνικισμός) συνοδικά το 1872 στην Κωνσταντινούπολη, με αφορμή το ελλαδικό πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο του 1833 και την βουλγαρική Εξαρχία (1870).
Όσοι μένουν άγευστοι της ελληνορθόδοξης παράδοσης και του πατερικού φρονήματος εύκολα θεωρούν το πρόβλημα «της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες» ως χαρακτηριστική έκφραση φανατισμού και μισαλλοδοξίας, που εξυπηρετεί τους «πολιτικούς» μηχανισμούς του εκκλησιαστικού χώρου. Για τον ορθόδοξο, όμως, πιστό το θέμα εντάσσεται στην περιοχή της ομολογίας και της ορθόδοξης μαρτυρίας. Ο κακός χειρισμός της Πολιτείας, με τα υπεύθυνα όργανά της, δημιούργησε το πρόβλημα εντελώς απολιτικά (διότι δεν προβλέφθηκαν οι αντιδράσεις αυτής της έκτασης), ενώ κάποιες υπερβολές στους χειρισμούς από την άλλη πλευρά όξυναν το ζήτημα, που για τον μέσο πιστό είναι υπαρκτό και σημαντικότατο. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, γιατί προκλήθηκε το ζήτημα με τις δηλώσεις του τ. υπουργού Δικαιοσύνης (8.5.2000), ενώ οι (ενεργοί) ορθόδοξοι μιλούσαν, ως τότε, για «χριστιανούς της ταυτότητας» περιπαικτικά! Από εκείνη, όμως, τη στιγμή το θέμα έγινε πρόκληση για την ελληνορθόδοξη συνείδηση, και η εναντίωση στην «απάλειψη», ομολογία πίστεως.
Η εκκλησιαστική Ηγεσία όφειλε να μείνει πιστή στην ευθύνη της για την διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του λαού της (η επιλογή των μέσων δεν βαρύνει εδώ), όταν μάλιστα ευτελιζόνταν, με το θόρυβο της διαγραφής, τα δύο βασικά συστατικά της πολιτισμικής ταυτότητας του παραδοσιακού Έλληνα, η εθνικότητα και το θρήσκευμά του. Το αίτημα, εξ άλλου, για δημοψήφισμα, δείχνει την πιστότητα στο δημοκρατικότερο μέσο, που διασώζει το πνεύμα της αυθεντικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Φανατικοί, συνεπώς, μπορούν να χαρακτηρισθούν όσοι πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες εμμένουν στην αδιαλλαξία τους και όχι τα τρία εκατομμύρια των Ελλήνων, που με την υπογραφή τους πρότειναν τη δημοκρατική λύση του δημοψηφίσματος. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η μη αναγραφή, αλλά ο τρόπος της μεθοδεύσεώς της, που πρόδιδε άλλους βαθύτερους στόχους, στο πλαίσιο της εσωτερικής και εξωτερικής κινήσεως για την εθνική μας αλλοίωση. Γιατί δεν είναι (και) αυτό φανατισμός; Αλλ’ αυτά δεν μπορούν να αναπτυχθούν στο ήδη μακρό αυτό κείμενο.
Πέρα από κάθε δυνατή πολιτικοκομματική εκμετάλλευση του θέματος (γιατί δεν το σκέφθηκαν αυτό οι «αρξάμενοι χειρών αδίκων»;) οι πιστοί στην Ορθοδοξία, πού επιμένουν «στην προαιρετική αναγραφή» δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φανατικοί, διότι δεν απειλούν τους άλλους, αλλά δηλώνουν την διάθεσή τους να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Πόσο μάλλον, όταν σ’ αυτή την Πίστη το Έθνος μας οφείλει την ιστορική επιβίωση του και έχει ταυτισθεί ιστορικά μαζί της.
(Πηγή: ‘Ορθόδοξος Τύπος’)
Πηγή: Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
το είδαμε ΕΔΩ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
4. Τί γίνεται, όμως, με την «καθ’ ημάς Ανατολήν» και την Ορθοδοξία; Δεν είναι η πρώτη φορά, που η πολιτική προσπαθεί, μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να κινητοποιήσει και την (ιδρυματική) Ορθοδοξία σε μια «σταυροφορία» —χρησιμοποιήθηκε ήδη ο όρος— για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στη «ρέμπελη» μορφή της φυσικά, σε συνεργασία με τα θρησκεύματα του κόσμου, και κυρίως με τη δυτική χριστιανοσύνη. Βέβαια, αυτή η σχεδιαζόμενη διαθρησκειακή συνεργασία εντάσσεται στα όρια της «εν εξελίξει» νεοεποχικής κίνησης προς την «πανθρησκεία» και θέτει το πρόβλημα της δυνατότητας σύμπτωσης, για να μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική συνεργασία.
Φοβούμαι, ότι η Ορθοδοξία βρίσκεται και πάλι μεταξύ δύο κατέναντι, του δυτικού και του ανατολικού, τα όποια συμπίπτουν τελικά, στην ιδεολογικοποίηση, δηλαδή πολιτικοποίηση της θρησκευτικής πίστεως. Η ισλαμική «τζιχάντ», όποιες ερμηνευτικές αποχρώσεις και αν λάβει, δεν παύει, όταν αναθερμανθεί ο θρησκευτικός φανατισμός, να προσλαμβάνει την έννοια του «ιερού πολέμου» κατά των απίστων (αυτή ήταν η ιδεολογία των Ταλιμπάν), συμπίπτοντας έτσι με την «ιερά εκδίκηση», όχι ως απόδοση δικαιοσύνης, αλλ’ ως «ιερό πόλεμο», της άλλης πλευράς, που καθαγιάζει τα τυφλά – γενικευμένα αντίποινα με θύματα αμάχους. Το κοινό, η νομιμοποίηση της βίας για την επιβολή της πολιτικοποιημένης θρησκείας ή της θρησκειοποιημένης πολιτικής, όπως ελέχθη. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο.
Η Ορθοδοξία, όταν και όπου βιώνεται και λειτουργεί ως αποστολικότητα και πατερικότητα (και αυτό είναι, έστω και ελλιπώς, το φρόνημα της πλατειάς βάσης του ορθοδόξου πληρώματος), είναι υπέρβαση της ιδεολογίας, της θρησκείας και της ηθικής. Της ιδεολογίας, διότι βιώνεται ως εμπειρία· της θρησκείας, διότι είναι τρόπος υπάρξεως και «οδός» (Πράξ. 9, 2) προς τη θέωση και της ηθικής, διότι είναι ήθος αγιοπνευματικό και όχι εξωτερική ηθική μίμηση. Οι ησυχαστικές —αυθεντικά δηλαδή ορθόδοξες— πρακτικές της «νήψεως» (καθάρσεως της καρδιάς), έστω και ανεπίγνωστα, κυριαρχούν στην ορθόδοξη λαϊκή πνευματικότητα (νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές κ.τ.λ.) και δημιουργούν φρόνημα αγαπητικό, καταλλακτικό, ουσιαστικό και όχι εκδικητικό και φανατικό. Η δυτική χριστιανοσύνη, κυρίως στην καλβινίζουσα εκδοχή της, που είναι η βάση του αμερικανικού χριστιανισμού, μένει εγκλωβισμένη στον εκδικητικό και ανταποδοτικό Θεό της Π. Διαθήκης («οφθαλμόν αντί οφθαλμού»), που επεκτείνεται στο δόγμα «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» (Κριτ. 16, 30), που είναι το κίνητρο των τρομοκρατών – «καμικάζι» της άλλης πλευράς.
H δύναμη που κινεί τη συνείδηση του Ορθοδόξου, είναι η δικαιοσύνη, αλλά εν αγάπη. Αγάπη δε όχι «προς το ομοεθνές μόνον, αλλά προς παν το ομογενές (σε κάθε άνθρωπο)», που ταυτίζεται με την (ανιδιοτελή) αγάπη του Θεού (Κύριλλος Αλεξ. ΡG. 72,686). Ακόμη και ο αφορισμός (η φρικτή πράγματι αυτή εκκλησιαστική πράξη) δεν συνιστά εκδίκηση ή ποινή, επιβαλλόμενη από την Εκκλησία στην πλάνη και τον πλανώμενο, αλλά επιβεβαιώνει «τον αυτοαποκλεισμό του ανθρώπου από την σωτηρία και υπαρκτική γνησιότητα» και στοχεύει στην μετάνοια και την επιστροφή του (πρβλ. Α’ Κορ. 5, 1 ε.). Αυτό το φρόνημα είναι διάχυτο και κυριαρχικό και γι’ αυτό δεν ευδοκίμησαν στην Ορθοδοξία θεσμοί, όπως η Ιερά Εξέταση ή οι σταυροφορίες. Δεν απουσιάζουν, βέβαια, περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς και επιθετικότητας, κρατικής και εκκλησιαστικής, η διαφορά, όμως, με την δυτική «χριστιανική νοοτροπία» είναι, ότι παρόμοιες συμπεριφορές στην Ορθοδοξία καταδικάζονται ως αντιχριστιανικές, ενώ στη δυτική κοινωνία έχουν έμμεσα θεσμοθετηθεί, αν όχι οι ίδιες οι συμπεριφορές, τουλάχιστον τα γενεσιουργά τους αίτια (ολοκληρωτικό πνεύμα). Είναι ανάγκη, όμως, εδώ να επανέλθουμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.
O δυτικός χριστιανισμός έχει βαθειές θεολογικές προϋποθέσεις στον καθαγιασμό της βίας, ήδη από τον 11ο αιώνα. Η «θεολογία» του Ανσέλμου Κανταβρυγίας (|1100) «περί ικανοποιήσεως (satisfactio) της θείας δικαιοσύνης» διαποτίζει το εκεί χριστιανικό φρόνημα και διαμορφώνει νοοτροπίες φανατισμού, που προσδιορίζουν και τις συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές. Η ουσία της διδασκαλίας αυτής είναι, ότι ο Θεός στέλνει τον Υιό Του —Ιησού Χριστό στον κόσμο όχι από αγάπη προς τον άνθρωπο και τον κόσμο («ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» (θυσίασε)— μαρτυρεί ο Ιωάννης, 3. 17 και ο Παύλος: «συνίστησι (αποδεικνύει) την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε», Ρωμ. 5, 8, που είναι η κρηπίδα της χριστιανικής σωτηριολογίας), αλλά για να «ικανοποιηθεί» για την προσβολή(!) που δέχθηκε από την ανθρώπινη αμαρτία. Το δυτικό φεουδαρχικό-ιπποτικό δίκαιο προβλήθηκε στο Θεό, μεταβάλλοντας τον χριστιανισμό σε είδος ειδωλολατρίας, αφού κατασκευάσθηκε Θεός, που δεν υπάρχει.
Ο Θεός, έτσι, νοείται όχι ως Πατέρας, «πλήρης οικτιρμών και φιλανθρωπίας», αλλά ως φεουδάρχης – τύραννος και τιμωρός, που ζητεί συνεχώς εκδίκηση. Αυτή η περί Θεού αντίληψη διαποτίζει όλη τη δυτική —κυρίως την καλβινική— νοοτροπία. Τα έργα του Ίγκμαρ Μπέργκμαν βεβαιώνουν μία διάχυτη τάση «θεοδικίας», αποστροφής προς τον Θεό – τύραννο και εκδικητή, που κινεί και τον πιστό του σε εκδίκηση, και συνεπώς φανατική ανταπόδοση και όχι δικαιοσύνη. Είναι μάλλον μια άλλη κατανόηση της δικαιοσύνης.
Η Ορθοδοξία, και στις ατελέστερες βιώσεις της, δεν μπορεί να φθάσει σε μια τέτοια λογική. Γι’ αυτό και απωθεί μόνιμα την έννοια του «ιερού πολέμου». Κανείς πόλεμος δεν μπορεί να ιεροποιηθεί στην Ορθόδοξη συνείδηση, διότι ο πόλεμος είναι σατανική κατάσταση. Δεν μπορεί να γίνει, ορθόδοξα, διάκριση δικαίου και αδίκου πολέμου, ιερού και ανίερου. Ούτε να γίνει δεκτό το δόγμα «πόλεμος κατά του πολέμου», με την συντριβή των άλλων (πρβλ. το αρχαίο «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται»). Ο πόλεμος, ορθόδοξα, συνιστά αλλοτρίωση από τον Θεό και την εν Χριστώ αγάπη και προς τους εχθρούς ακόμη (Ματθ. 5, 44).
Αυτό είναι ένα από τα «παράδοξα» της πίστεώς μας. Ο Χριστός διευκρίνησε: «πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. 26,52). Αυτό είναι το αυθεντικό κήρυγμα «μη βίας». Η στράτευση των Χριστιανών στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης υπήρξε «έκπληξη» για τους Αγίους, τους αυθεντικούς ενσαρκωτές και εκφραστές της Ορθοδοξίας, που γρήγορα (4ο αι.) έδωσε την απάντησή της. Ο Μέγας Αθανάσιος (Επ. προς Αμμούν, ΡG. 26,1173 β) και ο Μέγας Βασίλειος (κανόνας 13 λέγουν, ότι τιμώνται οι μετέχοντες και φονεύοντες σε αμυντικό (ή απελευθερωτικό) πόλεμο (όταν είναι άμυνα «υπέρ σωφροσύνης και ευσεβείας» κατά τον Μ. Βασίλειο, που το τονίζει: «αμυνομένοις»!). Είναι η μόνη κατ’ οικονομίαν» εξαίρεση στον κανόνα, ως πραγμάτωση του Κυριακού λόγου: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη (να θυσιάσει) την ψυχήν (ζωήν) αυτού υπέρ των φίλων αυτού» (των συνανθρώπων του) (Ιωάνν. 15.13). Είναι δηλαδή αυτοθυσία και όχι εκδικητικότητα.
Όταν, όμως, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (963-969), λόγω των πολλών αμυντικών πολέμων της αυτοκρατορίας, ζήτησε από την Εκκλησία οι φονευόμενοι στον πόλεμο να ανακηρύσσονται μάρτυρες, ο Πατριάρχης Πολύευκτος και η Σύνοδος απέρριψαν την πρόταση ως μη χριστιανική. (Για το θέμα βλ. πρόχειρα: π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Αγιότης μαρτυρουμένη, στο: Λόγος ως αντίλογος, Αθήναι 19982, σ. 49 ε.ε. κάθε αγιοποίηση είναι παπισμός…). Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, πόσο απομακρυνόμεθα από το πνεύμα αυτό στα νεώτερα χρόνια… Έχω διακηρύξει πολλές φορές ότι το προτεινόμενο «τόξο» των Ορθοδόξων δεν μπορεί να λάβει πολιτικό – κοσμικό χαρακτήρα, αλλά συγκροτείται γύρω από την αγία Τράπεζα και λειτουργεί με ένα διαφορετικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τρόπο.
Και η Ορθοδοξία γνωρίζει την βία, αλλά διαφορετικά. Και όχι μόνο την γνωρίζει, αλλά και την εφαρμόζει στη σκληρότερη μορφή της. Η βία της, όμως, δεν στρέφεται προς τα έξω, προς τον συνάνθρωπο, αλλά προς τα μέσα, το εσωτερικό μας. «Η βασιλεία (=η άκτιστη Χάρη) του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο περίεργος για πολλούς λόγος του Χριστού: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω, ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12, 49).
Ο Χριστός γίνεται αφορμή να χωρίζονται οι άνθρωποι όχι, όμως, επιθετικά), ανάλογα με τη στάση τους απέναντί του (12, 51 ε.). Η «βία» του Χριστού ασκείται στην επαναστατημένη και διεστραμμένη φύση μας, στην τυραννική δεσποτεία των παραμορφωμένων ενστίκτων μας. Αυτό αποδεικνύει όλη η ασκητικονηπτική πράξη της Ορθοδοξίας. Με τον αυτοβιασμό του ο χριστιανός ελευθερώνεται και ανοίγεται στη Θεία Χάρη. Διότι, όταν γίνει «ναός —κατοικητήριο—του Θεού», τότε γίνεται και συν-άνθρωπoς, «πλησίον» (Λουκ. 10,36 ε.). Αυτή είναι η υπέρβαση της θρησκείας και η μόνη δυνατότητα κατανίκησης του φανατισμού και της τρομοκρατίας.
Γι’ αυτό η αυθεντική χριστιανικότητα (αγιοπατερική Ορθοδοξία) δεν παράγει τρομοκράτες, κάθε είδους, άλλα Μάρτυρες και Ομολογητές. Ο τρομοκράτης, κάθε είδους, βιάζει τους άλλους και τους εξολοθρεύει, είτε με μέσα καλυπτόμενα ακόμη και από την κρατική και διεθνή νομιμότητα, ή αυτοκτονώντας μαζί τους («καμικάζι»). Ο Μάρτυρας νικά την ανομία των αρχόντων του κόσμου με την αυτοθυσία του, που προσφέρεται υπέρ των άλλων! Έχω ονομάσει τους (Νεο)μάρτυρές μας στην Οθωμανική αυτοκρατορία, «τους δυναμικότερους και αποτελεσματικότερους αντιστασιακούς, όχι με τα όπλα, αλλά με τον σταυρό». Ο Μάρτυρας και Ομολογητής της Ορθοδοξίας αποδεικνύει με τη θυσία του, ότι οι τύραννοι του κόσμου δεν είναι ακαταγώνιστοι, εμψυχώνοντας συνάμα τους άλλους στην παρόμοια αντιμετώπισή τους.
Η Ορθοδοξία δεν μπορεί από την φύση της να συγκαλύψει οποιαδήποτε αδικία και απανθρωπιά, από όπου και αν προέρχεται. Δεν συντάσσεται με τους ισχυρούς, αλλά με τους αδικουμένους. Είναι ξένη προς κάθε μορφή τρομοκρατίας, που την θεωρεί έγκλημα φρικτό και απάνθρωπο. Όταν δεν γίνεται αυτό, ας μη μιλούμε για Ορθοδοξία, αλλά για μια ακόμη παραχάραξή της. Διακηρύσσει, όμως, και την εμπειρία της η Ορθοδοξία, ότι η τρομοκρατία, ο φανατισμός και η βία, δεν πολεμούνται με μανιφέστα, διακηρύξεις, ή με αντι-βία, και μάλιστα «τυφλή», αλλά μέσα μας. Όχι με εξωτερικές συμφωνίες —έστω και διαθρησκειακές—αλλά με την ένταξη στον τρόπο ζωής και το ήθος των Αγίων μας, που νικά όλες τις εκτροπές της πτώσης και πτωτικότητάς μας. Διαφορετικά, αλλοτριώνεται και η Ορθοδοξία σε μια κοσμική δύναμη και εξουσία. Και υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία, όχι των αγίων, αλλά τη δική μας.
Στο εκκλησιαστικό μας σώμα, όταν λειτουργεί παραδοσιακά – πατερικά, ενεργοποιείται μια ιδιότυπη εξουσία, διαμορφούμενη στα όρια της ευχαριστιακής συνάξεως και ασκούμενη μέσω του μυστηρίου της ιερωσύνης. Η «ιεραρχημένη πολλαπλότητα» της εν Χριστώ κοινωνίας αποτρέπει την απολυτοποίησή της, αφού όλων των δομών του εκκλησιαστικού σώματος υπέρκειται η σύνοδος, ο δημοκρατικότερος θεσμός (Η. Gregoire), που συνδέει την αποκέντρωση με τη συλλογική έκφραση. Όταν, λοιπόν, σώζεται η πατερικότητα, η εκκλησιαστική εξουσία παραμένει πνευματική, με ρόλο όχι τιμωρητικό, αλλά φιλάνθρωπο και διακονικό. Βέβαια, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος τάσεων για την απόκτηση υπερ-εξουσιών και αντιγραφή της κοσμικής εξουσίας. Η εμφανής, μάλιστα, σήμερα κίνηση για αναγνώριση και επιβολή του «αλαθήτου» κάθε συνόδου (όχι μόνο των Οικουμενικών) προδίδει αντιγραφή του παπικού προτύπου και, όπως λέγω συχνά, κατά κανόνα στην εποχή μας οι κληρικοί «παπίζουμε», ενώ οι λαϊκοί «προτεσταντίζουν»!
Έτσι και η Ορθοδοξία στα πρόσωπα κάποιων φορέων της ιδεολογικοποιείται και εκκοσμικεύεται, με όλες τις αυτονόητες συνέπειες, και κυρίως την απώλεια του σκοπού της υπάρξεως της (πνευματικής) εξουσίας της. Και πάλι όμως, στις περιπτώσεις αυτές ενεργούν ανασχετικά οι χώροι εκείνοι, που διασώζουν κατά κανόνα την ορθόδοξη αυθεντικότητα, π.χ. οι μονές. Ο μοναχισμός από τον 4ο αι. παραμένει στην Ανατολή η δυναμικότερη – έμπρακτη διαμαρτυρία στην εκκοσμίκευση και συνεχής αγώνας για την συνέχεια της διακονικής και θυσιαστικής μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο. Οι ιεροί κανόνες, επίσης, που δεν έχουν διαβρωθεί όπως στη Δύση, αναδιαγράφουν συνεχώς την ποιότητα του χριστιανικού ήθους και της μαρτυρίας, ώστε κάθε παρέκκλιση να κρίνεται αυτόματα ως αντιεκκλησιαστική και απορριπτέα.
Αυτές οι τάσεις, που δεν απουσιάζουν και από την εμπερίστατη και πολύ κοσμικά συμπεριφερόμενη συχνά «Ορθοδοξία» μας, εντάσσεται στο κλίμα του ορθοδοξισμού, όπως προσφυώς ονομάσθηκε κάθε κίνηση για θρησκειοποίηση, ιδεολογικοποίηση και εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας. Μια μορφή αυτής της παρέκκλισης είναι ο υπερβολικός τονισμός της ιστορικής διάστασης του Έθνους (ιδίως από τον Κλήρο), η υπέρβαση του υγιούς πατριωτισμού και η έξαψη του εθνικιστικού φυλετικού πνεύματος, πού μπορεί να οδηγήσει σε εκφράσεις φανατισμού και βιαιοτήτων. Η διάσωση, όμως, της συνέχειας της πατερικότητας, όπως ελέχθη, αυτόματα ελέγχει αυτές τις συμπεριφορές και την απορρίπτει ως παραποίηση της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, έτσι κωδικοποιεί όλη την ορθόδοξη πατερική παράδοση στο θέμα της φιλοπατρίας, έξω από κάθε τάση για απολυτοποίηση της πατρίδας: «Η πατρίδα μου —γράφει— η ψεύτικη, η γήινη και ματαία (=ως ιστορική και παροδική), είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Αποκούρου… Ημείς Χριστιανοί μου δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλεν τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας». Δεν καταργείται μεν ο εθνισμός και η πατρίδα, αλλά ιεραρχείται στο «πραγματικό», που είναι το αιώνιο. Στην ίδια αυτή λογική καταδικάσθηκε ο «εθνοφυλετισμός» (ρατσιστικός εθνικισμός) συνοδικά το 1872 στην Κωνσταντινούπολη, με αφορμή το ελλαδικό πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο του 1833 και την βουλγαρική Εξαρχία (1870).
Όσοι μένουν άγευστοι της ελληνορθόδοξης παράδοσης και του πατερικού φρονήματος εύκολα θεωρούν το πρόβλημα «της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες» ως χαρακτηριστική έκφραση φανατισμού και μισαλλοδοξίας, που εξυπηρετεί τους «πολιτικούς» μηχανισμούς του εκκλησιαστικού χώρου. Για τον ορθόδοξο, όμως, πιστό το θέμα εντάσσεται στην περιοχή της ομολογίας και της ορθόδοξης μαρτυρίας. Ο κακός χειρισμός της Πολιτείας, με τα υπεύθυνα όργανά της, δημιούργησε το πρόβλημα εντελώς απολιτικά (διότι δεν προβλέφθηκαν οι αντιδράσεις αυτής της έκτασης), ενώ κάποιες υπερβολές στους χειρισμούς από την άλλη πλευρά όξυναν το ζήτημα, που για τον μέσο πιστό είναι υπαρκτό και σημαντικότατο. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, γιατί προκλήθηκε το ζήτημα με τις δηλώσεις του τ. υπουργού Δικαιοσύνης (8.5.2000), ενώ οι (ενεργοί) ορθόδοξοι μιλούσαν, ως τότε, για «χριστιανούς της ταυτότητας» περιπαικτικά! Από εκείνη, όμως, τη στιγμή το θέμα έγινε πρόκληση για την ελληνορθόδοξη συνείδηση, και η εναντίωση στην «απάλειψη», ομολογία πίστεως.
Η εκκλησιαστική Ηγεσία όφειλε να μείνει πιστή στην ευθύνη της για την διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του λαού της (η επιλογή των μέσων δεν βαρύνει εδώ), όταν μάλιστα ευτελιζόνταν, με το θόρυβο της διαγραφής, τα δύο βασικά συστατικά της πολιτισμικής ταυτότητας του παραδοσιακού Έλληνα, η εθνικότητα και το θρήσκευμά του. Το αίτημα, εξ άλλου, για δημοψήφισμα, δείχνει την πιστότητα στο δημοκρατικότερο μέσο, που διασώζει το πνεύμα της αυθεντικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Φανατικοί, συνεπώς, μπορούν να χαρακτηρισθούν όσοι πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες εμμένουν στην αδιαλλαξία τους και όχι τα τρία εκατομμύρια των Ελλήνων, που με την υπογραφή τους πρότειναν τη δημοκρατική λύση του δημοψηφίσματος. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η μη αναγραφή, αλλά ο τρόπος της μεθοδεύσεώς της, που πρόδιδε άλλους βαθύτερους στόχους, στο πλαίσιο της εσωτερικής και εξωτερικής κινήσεως για την εθνική μας αλλοίωση. Γιατί δεν είναι (και) αυτό φανατισμός; Αλλ’ αυτά δεν μπορούν να αναπτυχθούν στο ήδη μακρό αυτό κείμενο.
Πέρα από κάθε δυνατή πολιτικοκομματική εκμετάλλευση του θέματος (γιατί δεν το σκέφθηκαν αυτό οι «αρξάμενοι χειρών αδίκων»;) οι πιστοί στην Ορθοδοξία, πού επιμένουν «στην προαιρετική αναγραφή» δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φανατικοί, διότι δεν απειλούν τους άλλους, αλλά δηλώνουν την διάθεσή τους να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Πόσο μάλλον, όταν σ’ αυτή την Πίστη το Έθνος μας οφείλει την ιστορική επιβίωση του και έχει ταυτισθεί ιστορικά μαζί της.
(Πηγή: ‘Ορθόδοξος Τύπος’)
Πηγή: Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
το είδαμε ΕΔΩ
Κατηγορία Θέματος
Θέματα Παιδείας,
Θρησκευτικά θέματα,
Ισλάμ,
Ιστορικά θεματα,
Λόγος Ορθοδοξίας,
Παγκοσμιοποίηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Λίγες οδηγίες πριν επισκεφθείτε το ιστολόγιό μας (Για νέους επισκέπτες)
1. Στην στήλη αριστερά βλέπετε τις αναρτήσεις του ιστολογίου μας τις οποίες μπορείτε ελεύθερα να σχολιάσετε επωνύμως, ανωνύμως ή με ψευδώνυμο, πατώντας απλά την λέξη κάτω από την ανάρτηση που γραφει "σχόλια" ή "δημοσίευση σχολίου" (σας προτείνω να διαβάσετε με προσοχή τις οδηγίες που θα βρείτε πάνω από την φόρμα που θα ανοίξει ώστε να γραψετε το σχόλιό σας). Επίσης μπορείτε να στείλετε σε φίλους σας την συγκεκριμένη ανάρτηση που θέλετε απλά πατώντας τον φάκελλο που βλέπετε στο κάτω μέρος της ανάρτησης. Θα ανοίξει μια φόρμα στην οποία μπορείτε να γράψετε το email του φίλου σας, ενώ αν έχετε προφίλ στο Facebook ή στο Twitter μπορείτε με τα εικονίδια που θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης να την μοιραστείτε με τους φίλους σας.
2. Στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας μπορείτε να βρείτε το πλαίσιο στο οποίο βάζοντας το email σας και πατώντας την λέξη Submit θα ενημερώνεστε αυτόματα για τις τελευταίες αναρτήσεις του ιστολογίου μας.
3. Αν έχετε λογαριασμό στο Twitter σας δινεται η δυνατότητα να μας κάνετε follow και να παρακολουθείτε το ιστολόγιό μας από εκεί. Θα βρείτε το σχετικό εικονίδιο του Twitter κάτω από τα πλαίσια του Google Friend Connect, στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας.
4. Μπορείτε να ενημερωθείτε από την δεξιά στήλη του ιστολογίου μας με τα διάφορα gadgets για τον καιρό, να δείτε ανακοινώσεις, στατιστικά, ειδήσεις και λόγια ή κείμενα που δείχνουν τις αρχές και τα πιστεύω του ιστολογίου μας. Επίσης μπορείτε να κάνετε αναζήτηση βάζοντας μια λέξη στο πλαίσιο της Αναζήτησης (κάτω από τους αναγνώστες μας). Πατώντας την λέξη Αναζήτηση θα εμφανιστούν σχετικές αναρτήσεις μας πάνω από τον χώρο των αναρτήσεων. Παράλληλα μπορείτε να δείτε τις αναρτήσεις του τρέχοντος μήνα αλλά και να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία αναρτήσεων από την σχετική στήλη δεξιά.
5. Μπορείτε ακόμα να αφήσετε το μήνυμά σας στο μικρό τσατάκι του blog μας στην δεξιά στήλη γράφοντας απλά το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο στην θέση "όνομα" (name) και το μήνυμά σας στην θέση "Μήνυμα" (Message).
6. Επίσης μπορείτε να μας στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στην διεύθυνσή μας koukthanos@gmail.com με όποιο περιεχόμενο επιθυμείτε. Αν είναι σε προσωπικό επίπεδο θα λάβετε πολύ σύντομα απάντησή μας.
7. Τέλος μπορείτε να βρείτε στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας τα φιλικά μας ιστολόγια, τα ιστολόγια που παρακολουθούμε αλλά και πολλούς ενδιαφέροντες συνδέσμους.
Να σας υπενθυμίσουμε ότι παρακάτω μπορείτε να βρείτε χρήσιμες οδηγίες για την κατασκευή των αναρτήσεών μας αλλά και στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας ότι έχει σχέση με δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα.
ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
2. Στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας μπορείτε να βρείτε το πλαίσιο στο οποίο βάζοντας το email σας και πατώντας την λέξη Submit θα ενημερώνεστε αυτόματα για τις τελευταίες αναρτήσεις του ιστολογίου μας.
3. Αν έχετε λογαριασμό στο Twitter σας δινεται η δυνατότητα να μας κάνετε follow και να παρακολουθείτε το ιστολόγιό μας από εκεί. Θα βρείτε το σχετικό εικονίδιο του Twitter κάτω από τα πλαίσια του Google Friend Connect, στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας.
4. Μπορείτε να ενημερωθείτε από την δεξιά στήλη του ιστολογίου μας με τα διάφορα gadgets για τον καιρό, να δείτε ανακοινώσεις, στατιστικά, ειδήσεις και λόγια ή κείμενα που δείχνουν τις αρχές και τα πιστεύω του ιστολογίου μας. Επίσης μπορείτε να κάνετε αναζήτηση βάζοντας μια λέξη στο πλαίσιο της Αναζήτησης (κάτω από τους αναγνώστες μας). Πατώντας την λέξη Αναζήτηση θα εμφανιστούν σχετικές αναρτήσεις μας πάνω από τον χώρο των αναρτήσεων. Παράλληλα μπορείτε να δείτε τις αναρτήσεις του τρέχοντος μήνα αλλά και να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία αναρτήσεων από την σχετική στήλη δεξιά.
5. Μπορείτε ακόμα να αφήσετε το μήνυμά σας στο μικρό τσατάκι του blog μας στην δεξιά στήλη γράφοντας απλά το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο στην θέση "όνομα" (name) και το μήνυμά σας στην θέση "Μήνυμα" (Message).
6. Επίσης μπορείτε να μας στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στην διεύθυνσή μας koukthanos@gmail.com με όποιο περιεχόμενο επιθυμείτε. Αν είναι σε προσωπικό επίπεδο θα λάβετε πολύ σύντομα απάντησή μας.
7. Τέλος μπορείτε να βρείτε στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας τα φιλικά μας ιστολόγια, τα ιστολόγια που παρακολουθούμε αλλά και πολλούς ενδιαφέροντες συνδέσμους.
Να σας υπενθυμίσουμε ότι παρακάτω μπορείτε να βρείτε χρήσιμες οδηγίες για την κατασκευή των αναρτήσεών μας αλλά και στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας ότι έχει σχέση με δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα.
ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
Χρήσιμες οδηγίες για τις αναρτήσεις μας.
1. Στις αναρτήσεις μας μπαίνει ΠΑΝΤΑ η πηγή σε οποιαδήποτε ανάρτηση ή μερος αναρτησης που προέρχεται απο άλλο ιστολόγιο. Αν δεν προέρχεται από κάποιο άλλο ιστολόγιο και προέρχεται από φίλο αναγνώστη ή επώνυμο ή άνωνυμο συγγραφέα, υπάρχει ΠΑΝΤΑ σε εμφανες σημείο το ονομά του ή αναφέρεται ότι προέρχεται από ανώνυμο αναγνώστη μας.
2. Για όλες τις υπόλοιπες αναρτήσεις που δεν έχουν υπογραφή ΙΣΧΥΕΙ η αυτόματη υπογραφή της ανάρτησης. Ετσι όταν δεν βλέπετε καμιά πηγή ή αναφορά σε ανωνυμο ή επώνυμο συντάκτη να θεωρείτε ΩΣ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ότι ισχύει η αυτόματη υπογραφή του αναρτήσαντα.
3. Οταν βλέπετε ανάρτηση με πηγή ή και επώνυμο ή ανώνυμο συντάκτη αλλά στη συνέχεια υπάρχει και ΣΧΟΛΙΟ, τότε αυτό είναι ΚΑΙ ΠΑΛΙ του αναρτήσαντα δηλαδή είναι σχόλιο που προέρχεται από το ιστολόγιό μας.
Σημείωση: Να σημειώσουμε ότι εκτός των αναρτήσεων που υπογράφει ο διαχειριστής μας, όλες οι άλλες απόψεις που αναφέρονται σε αυτές ανήκουν αποκλειστικά στους συντάκτες των άρθρων. Τέλος άλλες πληροφορίες για δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα μπορείτε να βρείτε στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας.
2. Για όλες τις υπόλοιπες αναρτήσεις που δεν έχουν υπογραφή ΙΣΧΥΕΙ η αυτόματη υπογραφή της ανάρτησης. Ετσι όταν δεν βλέπετε καμιά πηγή ή αναφορά σε ανωνυμο ή επώνυμο συντάκτη να θεωρείτε ΩΣ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ότι ισχύει η αυτόματη υπογραφή του αναρτήσαντα.
3. Οταν βλέπετε ανάρτηση με πηγή ή και επώνυμο ή ανώνυμο συντάκτη αλλά στη συνέχεια υπάρχει και ΣΧΟΛΙΟ, τότε αυτό είναι ΚΑΙ ΠΑΛΙ του αναρτήσαντα δηλαδή είναι σχόλιο που προέρχεται από το ιστολόγιό μας.
Σημείωση: Να σημειώσουμε ότι εκτός των αναρτήσεων που υπογράφει ο διαχειριστής μας, όλες οι άλλες απόψεις που αναφέρονται σε αυτές ανήκουν αποκλειστικά στους συντάκτες των άρθρων. Τέλος άλλες πληροφορίες για δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα μπορείτε να βρείτε στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου