Γράφει ο ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι ονομασία του αεροδρομίου που αποφάσισε το υπουργικό συμβούλιο θα είναι το «διεθνής αερολιμένας Σκοπίων» και της εθνικής οδού στο συμβολικό «εθνική οδός Φιλίας». Η κυβέρνηση Ζάεφ δηλώνει ότι έχει ενημερώσει την κοινωνία της χώρας για τις προθέσεις συμβιβασμού που δείχνουν και οι δυο πλευρές και υπάρχει θετική διάθεση.
Υπάρχει μια αίσθηση ότι και οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης το VMRO-DPMNE είναι σε χαμηλότερους τόνους και επικεντρώνονται στην έλλειψη ενημέρωσης για όσα συμφώνησαν Ζάεφ και Τσίπρας στο Νταβός, υπό το φως και χθεσινής συνέντευξης του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στο Euronews, στην οποία ζήτησε από τα Σκόπια να δημοσιοποιήσουν το όνομα που προκρίνουν για συμβιβασμό.
Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, σε τακτικό επίπεδο, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μετά το συλλαλητήριο βολεύει τα μέγιστα την ελληνική διαπραγματευτική τακτική, εάν τελικός στόχος είναι να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό του τύπου «GornaMakedonija», ασφαλώς και για εσωτερική χρήση.
Η ανελαστική θέση στην οποία οδηγήθηκε από την πίεση του πεζοδρομίου η Νέα Δημοκρατία που δεν πείθει ότι μια τέτοια λύση δεν θα την ικανοποιούσε, συμπαρέσυρε τους ΑΝΕΛ και περιπλέκοντας το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, η χώρα κινδυνεύει να πετύχει την αποδοχή του μέγιστου στην τρέχουσα συγκυρία και να μην μπορεί να το επικυρώσει.
Εάν προκύψει τέτοιο ζήτημα και οι Σκοπιανοί ποντάρουν στην απόρριψη λόγω του τοξικού εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, τότε το «μπαλάκι» θα περάσει στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει στα χέρια την «καυτή πατάτα» και να πρέπει να λάβει απόφαση για το τι θα πράξει.
Τα πράγματα όμως θα είναι περισσότερο απλά –στην ανάλυσή τους, όχι για τη λήψη απόφασης– από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται, υπό τη φόρτιση που έχει προκαλέσει το συλλαλητήριο και η σκλήρυνση της στάσης της αντιπολίτευσης, αλλά και του κυβερνητικού εταίρου.
Διότι ο πρωθυπουργός θα «παίξει ένα στοίχημα», έχοντας κατά νου ότι απόλυτα ασφαλείς επιλογές δεν υπάρχουν και σε τελική ανάλυση η ανάληψη κάθε ρίσκου και του βάρους που συνεπάγεται η τελική απόφαση στα δύσκολα προβλήματα, αναδεικνύει και ξεχωρίζει τους ηγέτες από τους διαχειριστές και δίνει «πόντους» στο εξωτερικό, το οποίο όμως έμμεσα επηρεάζει την ελληνική κάλπη, δεν ψηφίζει.
Το «στοίχημα» του Τσίπρα αν υποτεθεί ότι θα κινηθεί προς τα εμπρός στηρίζοντας μέχρι τέλους την επιλογή του, αν επιτευχθεί ο επιθυμητός ελάχιστα -έστω- αποδεκτός συμβιβασμός, θα είναι να ποντάρει στο ότι κατά βάθος η ελληνική κοινωνία στη σημαντική πλειοψηφία της επιθυμεί το κλείσιμο της εκκρεμότητας.
Η τάση της ελληνικής κοινωνίας, παραδοσιακά, μάλλον κλίνει προς το «κεντροαριστερά» και το κρίσιμο μέγεθος που καθορίζει τα εκλογικά αποτελέσματα είναι πέριξ του πολιτικού κέντρου. Κατά συνέπεια, στις κάλπες, κι εάν δεν έχει προκύψει κάποιο άλλο ζήτημα που θα πλήξει βαριά την κυβέρνηση, μπορεί να ποντάρει στη διατήρηση κεντρώων, οι οποίοι θα αποτραπούν από το να περάσουν στη Νέα Δημοκρατία του «όχι και τόσο δεξιού» Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αυτό θα προβληματίσει πολύ και τη Νέα Δημοκρατία, διότι ποντάρει στον χώρο του κέντρου, όμως την ίδια στιγμή επιθυμεί να περιορίσει τη διαρροή προς τα δεξιά, κάτι το οποίο διευκολύνεται βέβαια από την κίνηση της κυβέρνησης να «χαρίσει» στη Χρυσή Αυγή το συλλαλητήριο και ενδεχομένως να ήταν ένα από τα κίνητρα της απόφασης να επιδιωχθεί η αποδόμηση της εκδήλωσης και των πρωταγωνιστών της.
Άρα, για να μπορέσει να σταθεί, η Νέα Δημοκρατία θα χρειαζόταν τη στήριξη της σαμαρικής και της καραμανλικής «πτέρυγας» του κόμματος, με την ελπίδα να «μαντρώσει» εκλογικά την πλειοψηφία όσων φλέρταραν με την ιδέα να κινηθούν «εκδικητικά» ψηφίζοντας δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, το πρόβλημα της χώρας είναι η απροθυμία των πολιτικών δυνάμεων του τόπου ακόμα και να συναντηθούν για να συζητήσουν ορθολογικά τα προβλήματα του τόπου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί ο ένας να πει μια καλή κουβέντα για τον άλλον και επιλέγουν την εκατέρωθεν δαιμονοποίηση, αντί συμφωνημένα να επιχειρήσουν να πουν αυτό που σκέπτονται πραγματικά και να μην έχουν ως τελικό κριτήριο της «συμπεριφοράς» την εκτιμώμενη εκλογική απήχηση της πολιτικής θέσης.
Ουδείς ρεαλιστής πιστεύει ότι αυτός δεν θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην τελική απόφαση. Άλλο αυτό όμως και άλλο το να διαπιστώνεται παντελής απροθυμία ανάληψης πολιτικού ρίσκου και θαρραλέας υποστήριξης στον κόσμο της θέσης που θα επιλεγεί.
Αυτό αποδεικνύει και τη μειωμένη εκτίμηση του πολιτικού κριτηρίου και ενστίκτου του κόσμου, της δυνατότητάς του να ελέγξει το θυμικό και χωρίς απαραίτητα βαθιά κατανόηση των λεπτομερειών, να κινηθεί διαισθητικά προς μια πιο ορθολογική επιλογή. Ασχέτως του ποιο θέμα θα αφορούσε μια τέτοια στάση, θα αποτελούσε μεγάλη κατάκτηση για την ελληνική κοινωνία…
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου