Οι Ισραηλίτες πορεύτηκαν από την Αίγυπτο προς τη Γη της Επαγγελίας υπό την καθοδήγηση και προστασία ενός απλανούς και μοναδικού οδηγού. Μια νεφέλη υψωνόταν μπροστά τους και προπορευόταν συνεχώς επί σαράντα χρόνια δείχνοντάς τους τον δρόμο. Την ημέρα έριχνε σκιά και τους δρόσιζε από τον καύσωνα της ερήμου. Τη νύχτα γινόταν στύλος πυρός, φωτεινή νεφέλη, για να τους φέγγει.
Η φωτεινή νεφέλη τούς προστάτευε και από κάθε κίνδυνο. Στην Ερυθρά Θάλασσα τούς έσωσε από τους Αιγυπτίους με την παρεμβολή της ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Από εκεί φώτιζε τους Εβραίους να διαβούν τη θάλασσα, που η ράβδος του Μωυσή είχε χωρίσει θαυματουργικά στα δυο, ενώ σκέπαζε με βαθειά νύχτα τους Αιγυπτίους, καθιστώντας τους ακίνδυνους για τον λαό του Θεού.
Όταν ο Μωυσής με τις οδηγίες του Θεού έφερε εις πέρας και έστησε τη Σκηνή του Μαρτυρίου, που δεν ήταν παρά ένας λυόμενος ναός, η νεφέλη κατέβηκε και τη σκέπασε, γεμίζοντάς την με τη δόξα του Κυρίου. Στο εξής, όταν η νεφέλη σηκωνόταν από τη Σκηνή, είτε μέρα ήταν είτε νύχτα, όλος ο λαός ξεκινούσε για πορεία. Όταν η νεφέλη κατέβαινε και σκέπαζε τη Σκηνή, ο λαός στρατοπέδευε ξανά για όσες μέρες ή νύχτες παρέμενε η νεφέλη στη Σκηνή. Σαράντα χρόνια, ως νεφέλη την ημέρα και ως στύλος πυρός τη νύχτα, «ο Θεός ηγείτο αυτών» (Εξ. 13, 21-22· 40, 28-32).
Και όταν ο σοφός Σολομών με την άδεια του Θεού έφτιαξε την πρώτη επί γης και μοναδική σε κάλλος και μεγαλείο χειροποίητη κατοικία του Υψίστου, πάλι η δόξα του Κυρίου, ως νεφέλη φωτεινή, κατά την ώρα των εγκαινίων κατέβηκε, σκέπασε και πλημμύρισε τον ναό. Γεμάτοι δέος και χαρὰ για την παρουσία του Κυρίου οι Ισραηλίτες έσκυψαν μέχρι το έδαφος και τον προσκύνησαν ευλαβικά, ψάλλοντας τον υπέροχο ψαλμό: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού» (Γ΄ Βασ. κεφ. 8· Β΄ Παρ. κεφ. 5-7).
Ο Θεός παρέτεινε την προστασία του και τη βοήθειά του αυτή προς τους ανθρώπους όλων των εποχών με μιαν άλλη μορφή. Μια άλλη ολόφωτη νεφέλη φανερώθηκε, «τους πιστούς απαύστως επισκιάζουσα»: Η Υπεραγία Θεοτόκος, η πάναγνη μητέρα του, την οποία και συμβόλιζε η παλαιά εκείνη νεφέλη. Με την ανυπέρβλητη καθαρότητά της η Παναγία έγινε Θεομήτωρ, αλλά και μητέρα, προστάτης και βοηθός όλων των ανθρώπων. Θεία Σκέπη του κόσμου ολόκληρου. Κάθε πιστού ανθρώπου και λαού.
Με τον τρόπο αυτό σκέπασε και το δικό μας γένος σε ημέρες χαλεπές και ιδιαίτερα στη δοκιμασία του ’40, όπου ο πιστός λαός μας την ένοιωσε να προπορεύεται στον αγώνα του για επιβίωση από τη λαίλαπα του πολέμου. Η προστασία της υπήρξε καταλυτική, πανθομολογουμένη και ποικιλότροπη. Μια μικρή ιδέα μάς δίνει και το ακόλουθο περιστατικό.
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δυό μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε. Καθένας είχε τροφές για μια ημέρα. Από ‘κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Η πείνα μάς θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όριά της. Μερικοί υπέκυψαν.
Τότε μια έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μια χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
- Παλικάρια μου! είπε. Ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία να μας βοηθήσει.
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό μ’ ένα μέτρο χιόνι - το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Το ζώο είχε πάνω του μια ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα…» (Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου).
Τί καλύτερο απ’ το να είμαστε και μεις, ιδιαίτερα σε δύσκολους καιρούς, κάτω απ’ τη σκέπη της Παναγίας μας;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 387, Οκτ. 2015)
Ἀντιύλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου