19 Απριλίου 2016

Ο Ψυχισμός και το Πνεύμα του Μαχητή των Βαλκανικών Πολέμων (μέρος 1ο)

Γράφει ο Ανχης (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος 

Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΑΧΗΤΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΟΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 

Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά έθνη της Βαλκανικής, λόγω της διάψευσης των ελπίδων από τις αλλαγές που ευαγγελίζονταν οι Νεότουρκοι και της καταπίεσης σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό. Οι συνθήκες για την ανάληψη δράσης μέσα στην παραπαίουσα αυτοκρατορία ήταν ιδανικές. Έτσι, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα προχώρησαν το 1912 στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά από τις 25 Σεπτεμβρίου ως στις 5 Οκτωβρίου 1912, κήρυξαν διαδοχικά τον πόλεμο στην Πύλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Τουρκία, θορυβημένη από την συμμαχική διακοίνωση, προσπάθησε να αποσπάσει την Ελλάδα από την συμμαχία, υποσχόμενη την παραχώρηση της Κρήτης και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της συνθήκης του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) που προέβλεπε κάποια μέτρα ανακούφισης των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας και την αυτονομία (όχι ανεξαρτησία) της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα απέρριψε την πρόταση με αγανάκτηση.[1] 

Ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε νικηφόρες επιχειρήσεις στα μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στις 27 Οκτωβρίου εισήλθε θριαμβευτικά στην συμβασιλεύουσα ύστερα από 472 χρόνια Οθωμανικής κατοχής και σε διάστημα περίπου ενός μηνός, απελευθέρωσε διαδοχικά την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία. Στις 21 Φεβρουαρίου απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα ενώ μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερωθεί και η Βόρειος Ήπειρος.

Με τη συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913 τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Όμως, οι διαφορές για τη διανομή των εδαφών προκάλεσαν προστριβές στους κόλπους των νικητών. Ανάχωμα στον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό υπήρξε η ελληνοσερβική αμυντική συμμαχία που υπογράφηκε στις 19 Μαΐου, ενώ η αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση ένα μήνα αργότερα σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Μετά την αιματηρή μάχη του Κιλκίς–Λαχανά από τις 19 έως τις 21 Ιουνίου, η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων συνεχίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία. Η αποχώρηση των Βουλγάρων σημαδεύτηκε από ειδεχθείς λεηλασίες και δηώσεις, σε όλες τις προσωρινά υπ’ αυτούς περιοχές με προεξάρχουσες τη Νιγρίτα, το Σιδηρόκαστρο, τις Σέρρες και το Δοξάτο της Δράμας, καταγγελλόμενες μάλιστα και από τους επιτόπιους επιτρόπους των άλλων χριστιανικών δογμάτων, καθώς και από όλους τους ανταποκριτές του ευρωπαϊκού τύπου στην Μακεδονία που ήταν αυτόπτες μάρτυρες προχωρώντας και στην λήψη φωτογραφιών.[2] Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913 έληξε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος με ταπεινωτικούς όρους για την Βουλγαρία.

Η Ελλάς των Βαλκανικών πολέμων έζησε μια από τις γονιμότερες και ενδοξότερες εποχές της νεότερης Ιστορίας της σε όλες τις σφαίρες της δημιουργίας, καθώς υπήρξε παλλαϊκός ενθουσιασμός. Η επίτευξη μεγάλου μέρους των εθνικών διεκδικήσεων με τον διπλασιασμό σχεδόν σε έκταση (68%) και σε πληθυσμό (80%, 2,2 περίπου εκατομμύρια επιπλέον) του ελληνικού κράτους, οδήγησε στην αντικατάσταση του αισθήματος της ταπείνωσης του 1897 με αισθήματα εθνικής ολοκλήρωσης, αισιοδοξίας, πνευματικής υπεροχής αλλά και τόνωσης της εθνικής οικονομίας, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο του λαού, με την προσθήκη νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τοποθετείται σε αξία -τηρουμένων των αναλογιών- δίπλα σε εκείνη της Εθνεγερσίας του 1821, καθώς παράλληλα με τα μεγάλα πολεμικά επιτεύγματα, ο απανταχού Ελληνισμός βίωσε στιγμές ύψιστης εθνικής ομοψυχίας. Ο Λίνος Πολίτης χαρακτήρισε την περίοδο 1897-1912 ως «ορμής και ανάτασης». [3] 

Ο Έλληνας Μαχητής των Βαλκανικών, σε ξηρά και θάλασσα, κρινόμενος εκ του αποτελέσματος, υπήρξε πραγματικά θυελλώδης και είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τον κοινωνικό περίγυρο, το λεγόμενο εσωτερικό μέτωπο-που διαμόρφωσε τον ψυχισμό του. 

Δεν πρέπει κατ’ αρχάς να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι το Ελληνικό Έθνος βρισκόταν σε συνεχή πολεμική εγρήγορση από το 1821 καθώς, οι δεκαετίες και οι πολεμικές αναμετρήσεις που μεσολάβησαν (επαναστάσεις σε Θεσσαλία, Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρο) σε συνάρτηση και με την ενσωμάτωση της Επτανήσου το 1864, συντηρούσαν το επαναστατικό πνεύμα της Εθνεγερσίας, μέσα από την ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας».[4] Η ελληνική στρατηγική σκέψη, όπως και η κοινωνία εμφορούνταν από αυτήν, την ανασύσταση δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την στιγμή που στα εδάφη της υπήρχαν εκατομμύρια αλύτρωτων Ελλήνων. Τα σωζόμενα αποστολικά δελτάρια και οι λιθογραφίες π.χ. «βρίθουν» από το Όραμα της Μ. Ελλάδας, παραλληλίζοντας πολλές φορές συμβολικά μάλιστα τον Βασιλιά Κωνσταντίνο με τον Παλαιολόγο και με «φόντο» την Αγιά Σοφιά….

Η αρχή της περιόδου ωστόσο που θα εξετάσουμε εντοπίζεται ασφαλώς στον πόλεμο του 1897, ο οποίος βάρυνε αποφασιστικά στην αφύπνιση των συνειδήσεων αλλά και την αυστηρότερη προσήλωση της ελληνικής κοινωνίας στην προάσπιση των εθνικών δικαίων και επίτευξη των εθνικών οραμάτων. Η σημασία της ήττας και της ταπείνωσης λειτούργησε κυρίως στο ψυχολογικό επίπεδο, καθώς η Ελλάδα δεν απώλεσε εδάφη, εξασφάλισε την αυτονομία της Κρήτης, ενώ δεν έγιναν μεγάλες καταστροφές στις κατοικημένες και αγροτικές περιοχές, λόγω των βραχύβιων πολεμικών επιχειρήσεων. Μόνο στον δημοσιονομικό τομέα υπήρξαν σοβαρές συνέπειες με την καταβολή μιας μεγάλης αποζημίωσης στην Τουρκία και την ταυτόχρονη επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου λόγω του δανείου που αναγκαστικά συνήφθει λόγω αυτής.

Ο κοινωνικός αντίκτυπος, ανιχνεύεται πιο ανάγλυφα στην εκπαίδευση καθώς οι διανοούμενοι της εποχής –εναρμονιζόμενοι με το λαϊκό αίσθημα- επέβαλλαν την άποψη, ότι βασική προϋπόθεση για να υπάρξει κοινωνική αποτελμάτωση και να «ξεπλυθεί» η ντροπή από τον «ατυχή» πόλεμο, αποτελούσε η μόρφωση του λαού. Έτσι το 1899 ο Υπουργός Παιδείας Αθ. Ευταξίας υπέβαλλε νομοσχέδια προς αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρχή της εισήγησής του: «Δια της μεταρρυθμίσεως του εκπαιδευτικού συστήματος[….]θα κατορθούτο[….]ν’ αναδείξει [η Ελλάς][….]στρατόν ικανόν, ίν’ αποτρέψει ποτέ εκ του μετώπου της το στίγμα του 1897».[5] 

Στο ίδιο πνεύμα οι βαλκανικοί πόλεμοι δεν εμπόδισαν την συνέχεια των συζητήσεων για τα φλέγοντα εκπαιδευτικά θέματα και μάλιστα σε συνάρτηση με τις άμεσες προσδοκίες για το μέλλον. Πριν καλά-καλά τελειώσει ο Β΄ Βαλκανικός, ο Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Τσιριμώκος, έθεσε στην Βουλή το πιο συγκροτημένο σχέδιο εκπαίδευσης από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Το ότι αυτό βέβαια δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γίνεται εύκολα αντιληπτό λόγω των κοσμογονικών γεγονότων των Βορειοηπειρωτικού Αγώνος, Α΄ΠΠ και Μικρασιατικής Γενοκτονίας που επακολούθησαν.[6] 

Ωστόσο η πρόκληση του θρησκευτικού συναισθήματος, μέσω του γλωσσικού ζητήματος («Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά»[7] ), αποτέλεσε την σημειολογική αφετηρία μιας καθοριστικής για τα μετέπειτα γεγονότα δεκαετίας. Τα όρια της τελευταίας διαμορφώθηκαν από κομβικά για τον Ελληνισμό γεγονότα τα οποία κατέστησαν εμφανή την ταχεία «ωρίμανση» της ελληνικής κοινωνίας, για ανάληψη «αυτονομημένης»-από τα κέντρα εξουσίας- δράσης. Η ιστορική τους «απήχηση» μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι τα όρια αυτά συνιστούν πραγματικές τομές.

Με τα «Ευαγγελικά» είχαμε μαχητικές διαδηλώσεις των φοιτητών οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα οχτώ νεκρούς, και πάνω από 70 τραυματίες αφού οι τελευταίοι ήρθαν αντιμέτωποι και με τον Στρατό. Σαν αποτέλεσμα είχαμε τις παραιτήσεις της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, των Αρχηγών της Χωροφυλακής και Αστυνομίας, και του Μητροπολίτου Αθηνών Προκοπίου. Είναι πραγματικά ενδιαφέροντα τα αίτια αυτής της εξάρσεως της λαϊκής δυσαρέσκειας καθώς η τελευταία δεν εκδηλώθηκε τόσο για την ακραία και προκλητική μετάφραση του Ευαγγελίου του Πάλλη που έτσι και αλλιώς καταδικάστηκε σχεδόν από όλους, αλλά από την εμμονή της Βασίλισσας Όλγας να επιβάλλει, την δεδομένη χρονική στιγμή την δική της (μετάφραση), χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ιεράς Συνόδου, με μόνη την προφορική άδεια του Προέδρου της τελευταίας, Μητροπολίτου Αθηνών.

Για την λαϊκή αντίληψη λόγω της ρωσικής καταγωγής της Όλγας και μεσούσης της περιόδου κατατρομοκράτησης του μακεδονικού ελληνισμού από τους Βουλγάρους, η συνομωσία ήταν δεδομένη και μάλιστα με την σύμπραξη υψηλά ισταμένων: η απλοποίηση θα οδηγούσε στο να «μειωθεί» η «θεία» εκκλησιαστική ελληνική γλώσσα και να «νομιμοποιήσει» τις μεταφραστικές απόπειρες των άλλων ορθοδόξων εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκχυδαΐζοντας την Ορθόδοξη πίστη, και αποκαθηλώνοντας έτσι τον ελληνισμό από τα πολιτισμικά και θρησκευτικά του «πρωτοτόκια». «Μεμακρυσμένος» στόχος ήταν η υφαρπαγή-απορρόφηση της Μακεδονίας (όπως στο παρελθόν της Ανατολικής Ρωμυλίας) και η κάθοδος της Ρωσίας στο Αιγαίο. Όλα συνέτειναν σε αυτή την θεωρία καθώς, η Μόσχα ενεθάρρυνε την απόσχιση από το Πατριαρχείο, και ταυτόχρονα θεωρούσε τους Βουλγάρους, ως τους κατ’ εξοχήν συμμάχους της στην βαλκανική, για την προώθηση του πανσλαβιστικού της σχεδιασμού. [8] 

Είναι ενδιαφέρον για την κατανόηση του πνεύματος της εποχής να αναφερθεί και η περίπτωση του διαπρεπούς λογίου Σωτηριάδη, που υπήρξε ταυτόχρονα επικριτής των δημοτικιστών κατά τα «Ευαγγελικά»- και ιδίως του Εφταλιώτη- αλλά και το «θύμα» των «Ορεστειακών», αφού η μετάφρασή του της «Ορέστειας» σε μια ήπια μορφή καθαρεύουσας, δεν έγινε κοινωνικά αποδεκτή, και η εξέγερση που επακολούθησε είχε ένα νεκρό.

Πρέπει εδώ να τονισθεί ότι δημοτικιστές και οπαδοί της καθαρεύουσας είχαν τον ίδιο στόχο αναγνωρίζοντας την σημασία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της γλώσσας στην διάσωση της εθνικής συνείδησης : η εκμάθηση της ομιλουμένης γλώσσας στους ελληνόπαιδες των αλύτρωτων περιοχών συνιστούσε ένα αποτελεσματικότερο όπλο στον πόλεμο που μαινόταν στις εν λόγω περιοχές, για την προστασία των συνειδήσεων των ομόφυλων. Χαρακτηριστικά ο συγγραφέας στην δημοτική, της «Ιστορίας της Ρωμιοσύνης» που την εξέδωσε αρχές του 1901, Αργύρης Εφταλιώτης αναφέρει σε μια επιστολή του στην Πηνελόπη Δέλτα: «Τα βοηθήματά μου είναι: Παπαρρηγόπουλος. Άλλα έργα δεν έχω μήτε θα έχω καιρό να διαβάσω!..»· ενώ στην Εισαγωγή του τόμου δηλώνει ρητά: «[…]η θρησκευτική πορεία στάθηκε και η εθνική μας πορεία».[9] 

Το ιστορικό αυτό ψηφιδωτό θα παρέμενε ελλιπές αν αγνοούσαμε το γεγονός του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856)[10] , το οποίο αποτέλεσε μια σημαντική τομή στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες προσέλαβαν την μετέπειτα ρωσική πολιτική. Ειδικότερα επικρατούσε η άποψη ότι η Ελλάδα «προδόθηκε» από την Ρωσία παρότι συντάχθηκε μαζί της και με την προσέλευση πολλών Ελλήνων εθελοντών, στον εν λόγω πόλεμο. Η ήττα της τελευταίας στον Μεγάλο Ανατολικό πόλεμο έτρωσε διεθνώς το κύρος της, κάτι που την ανάγκασε να αναδιπλωθεί και από τον ρόλο της προστάτιδας Ορθοδόξου Δύναμης των ομοδόξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετατρέπεται σταδιακά στην προστάτιδα των σλαβικών λαών της χερσονήσου του Αίμου και ιδιαίτερα των Βουλγάρων των οποίων έξαψε τον ανύπαρκτο μέχρι τότε εθνικισμό. Υιοθετώντας την ευρωπαϊκή (ιδίως γαλλική) ρητορεία, της αρχής των εθνικοτήτων, προσπαθούσε να χειραγωγήσει τον χώρο εις βάρος αυτή την φορά των ελληνικών δικαίων.

Επιπλέον ήρθε σε αντιπαράθεση με τον ελληνισμό και στην Μέση Ανατολή με αφορμή τις εκλογές στους Θρόνους των τριών Πατριαρχείων. Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν αυτός όπου ο ελληνισμός δεν μπορούσε να διεκδικήσει, όπως στα Βαλκάνια, και να εξωθήσει το εδαφικό του, αλλά να εδραιώσει το πολιτισμικό του όριο, με όχημα-εκτός από τις ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες-την Ορθοδοξία και, διαμέσου αυτής, την ιερή γλώσσα του Ευαγγελίου. Ήταν επίσης ο χώρος προς τον οποίο σταδιακά μετατοπίζονταν τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, κατανέμοντάς τον σε ζώνες επιρροής. Τα «Ευαγγελικά» απείχαν χρονικά μόλις δύο χρόνια από την εκλογή του πρώτου Άραβα Πατριάρχη Αντιοχείας το 1899, και την έντονη πλέον διαπάλη ρωσικού και ελληνικού στοιχείου με άξονα τον ανερχόμενο αραβικό εθνικισμό, η εμφάνιση του οποίου «χρεώθηκε» στην Ρωσία, όπως σαράντα χρόνια πριν είχε «χρεωθεί» και τον βουλγαρικό, και όχι άδικα. Υπό αυτό το πρίσμα είναι κατανοητές οι αντιρρήσεις π.χ. του καταξιωμένου καθηγητού ιστορίας Παύλου Καρολίδη για την μετάφραση του Ευαγγελίου. Ο προαναφερθείς συμβούλευε και ενημέρωνε την πολιτική ηγεσία για τους φόβους του, όσον αφορά τα τεκταινόμενα στην Μ. Ανατολή. Θεωρούσε ότι η ελληνική ενδογλωσσική μετάφραση, όχι μόνο θα μείωνε την ιερή γλώσσα των Ελλήνων, αλλά κυρίως θα νομιμοποιούσε τις ανάλογες απόπειρες των άλλων ορθοδόξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και θα ευνοούσε αποσχιστικές τάσεις από την ορθόδοξη κοινότητα, όπως των Βουλγάρων.

Δεδομένης λοιπόν της αναγνωρισμένης σημασίας της γλώσσας στην διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, τα «Ευαγγελικά» και κατ’ επέκταση τα «Ορεστειακά» ήταν μία οξεία εκφορά της συζήτησης για το αιτούμενο του προσδιορισμού ή του αυτοπροσδιορισμού του ελληνισμού, μετά την τραυματική εμπειρία του 1897. Μαζί με την Ορθοδοξία θεωρούνταν θεμελιώδη συστατικά της ελληνικότητας και κατά συνέπεια το όλο εγχείρημα βιώθηκε ως μέγιστη απειλή για την εθνική ταυτότητα. Αμφότερα λοιπόν, κατά τις αντιλήψεις της εποχής, αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος για την διεκδίκηση εκ μέρους των Ελλήνων τμήματος ή του συνόλου της υπό διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και για την διατήρηση της πολιτισμικής τους πρωτοκαθεδρίας στον Μ. Ανατολή. Με την ακύρωση λοιπόν των «αντεθνικών» σχεδιασμών, επιτεύχθηκε η κοινωνική γαλήνη, διαφυλάχθηκε αρραγές το εσωτερικό μέτωπο και ικανοποιήθηκε το λαϊκό αίσθημα για το «αναλλοίωτο» της εθνικής ιδιοσυστασίας.

Οι Βρετανοί και γενικότερα οι Δυτικοί λόγω των παραπάνω αλλά και της ρωσοφοβίας τους, φάνταζαν ελκυστικότερος σύμμαχος στον ελληνικό λαό ο οποίος εξέλαβε τον Βούλγαρο-τον προστατευόμενο των Ρώσων- και όχι τον Τούρκο ως εχθρό, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η αντιπολίτευση, χωρίς βέβαια ν’ αποκλείεται σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση και δυτικός δάκτυλος. Οι αναφορές άλλωστε των Άγγλου και Γάλλου πρέσβεων των Αθηνών οι οποίοι αναγνώρισαν ως αιτία των επεισοδίων την διασύνδεση, στη λαϊκή συνείδηση, του εθνικού με το θρησκευτικό συναίσθημα είναι χαρακτηριστικές. [11] 

Ήταν εδραία από τότε η πεποίθηση και στον διεθνή παράγοντα, ότι όταν αλλοιώνεται η πίστη του Έλληνα, αλλοιώνεται και η εθνική του συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο συναφώς, ότι και στην περίπτωση του «Μακεδονικού Ζητήματος» εμφιλοχώρησε πάλι-και μάλιστα ως κύριος παράγοντας-το θρησκευτικό στοιχείο, με τους Βούλγαρους να τρομοκρατούν τον ελληνικό πληθυσμό ώστε να αρνηθεί την υπαγωγή του στο Πατριαρχείο και να υπαχθεί στην σχισματική τους Εξαρχία.

Δεδομένων των παραπάνω και της-αποτόκου λόγω αυτών-ρευστότητας και υπό συνεχή διαπραγμάτευση, πολιτισμικών και-κατά συνέπεια- γεωγραφικών ορίων, του ελληνικού έθνους, η αναγνώριση εκ μέρους τρίτης χώρας και μάλιστα σλαβικής, και άλλων συνδιεκδικητών του διαφιλονικούμενου οθωμανικού χώρου (Μ. Βουλγαρία) εκλαμβάνεται ως εχθρότητα απέναντι στον ελληνισμό· πόρισμα που θα οδηγήσει, ιδιαιτέρως μετά το βουλγαρικό Σχίσμα, στο απλό και ευθύγραμμο σχήμα: ρωσική εξωτερική πολιτική → επιθυμία παγκόσμιας κυριαρχίας → πανσλαβισμός (εγκόλπωση των παλαιών Βυζαντινών εδαφών και του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου) → φιλοβουλγαρισμός → ανθελληνισμός.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω θα πρέπει να εξετάσουμε και άλλο ένα «ανοιχτό μέτωπο» του ελληνισμού εκείνη την χρονική περίοδο: το Κρητικό Ζήτημα. Το συγκεκριμένο, εκτός του ότι ήταν σε κρίσιμη καμπή, συνέπεσε και με την διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα και ταυτόχρονα αποτέλεσε τον καταλύτη και το πεδίο ασκήσεως της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αν. Μεσόγειο. Επίσης, διαμόρφωσε σε μεγάλο μέρος τις ισορροπίες και την πολιτική των βαλκανικών κρατών.

Η Κρήτη αυτονομήθηκε το 1897 υπό την επικυριαρχία της Πύλης και με πρώτο ύπατο αρμοστή- με απόφαση των Δυνάμεων– τον πρίγκιπα Γεώργιο. Με την παραίτηση του το 1906 διορίζεται διάδοχος του ο Αλ. Ζαΐμης. Όλοι έβλεπαν ότι η ένωση ερχόταν βαθμιαία σαν ώριμο φρούτο. Για να γίνει αυτό ειρηνικά και να διασφαλίσουν την παρουσία και τα συμφέροντα τους εκεί, οι Δυνάμεις της Αντάντ καταλαμβάνουν το νησί με στρατεύματά τους. Οι Γερμανία και Αυστροουγγαρία απέφυγαν να συμμετάσχουν, για να μην δυσαρεστήσουν τον Σουλτάνο. Αποφασίσθηκε προϊόντος του χρόνου η κατοχή να τερματισθεί στις 24/7/1909. Προκηρύσσονται εκλογές που δεν πραγματοποιούνται λόγω της εμμονής των Κρητών να στείλουν αντιπροσώπους τους στην ελληνική Βουλή. Αυτή η αποχώρηση όμως δεν σήμαινε και αυτοδιάθεση και κατ’ επέκταση ένωση με την Ελλάδα όπως τόνιζαν οι Νεότουρκοι των οποίων το κίνημα είχε επικρατήσει στην Τουρκία από το 1908. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας (στις 5 Οκτωβρίου 1908) και της προσάρτησης από τους Αυστριακούς της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και οι Δυνάμεις δεν βιάστηκαν να πάρουν αποφάσεις που θα προκαλούσαν περαιτέρω την Τουρκία. 

Στις 6 Οκτωβρίου ωστόσο οι Κρητικοί κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Δυνάμεις δήλωσαν ότι η ένωση τελούσε υπό την αίρεση της συγκαταθέσεως τους. Οι Νεότουρκοι βλέποντας την παρελκυστική τακτική των Μεγάλων δημιουργούν ένα τυφώνα οργής για το θέμα. Έχοντας υποχωρήσει στα προαναφερθέντα ζητήματα, χρειάζονταν μια επιτυχία σαν εξισορρόπηση. Πήραν θέση ανυποχωρήτου αντιστάσεως για να προχωρήσουν την κατάλληλη στιγμή, σε αντεπίθεση. Έτσι η Ελλάδα πιέζεται από όλες τις πλευρές για τήρηση «αψόγου στάσεως» καθώς: οι Αγγλία και Γαλλία χαϊδολογούσαν τους Νεότουρκους επικρίνοντάς τους για την εύνοια τους στην Γερμανία.

Η Ιταλία ήταν αφερέγγυα. Η Ρωσία υποστήριζε την Βουλγαρία, της οποίας τα συμφέροντα ήταν αντίθετα των ελληνικών. Έτσι η Τουρκία κατάφερε να παραπεμφθεί το θέμα στις καλένδες. Εξαιτίας αυτού ο Γεώργιος εξέφρασε την πικρία του στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας: « Η δυναστεία ζημιώθηκε εξαιτίας της συμφοράς του 1897 και οφείλει την διάσωση της στην αυτονομία της Κρήτης. Ωστόσο, επιβάλλεται αυτή η αυτονομία να τηρήσει όλες τις υποσχέσεις της, διαφορετικά θα υπονομευθεί αθεράπευτα το κύρος της δυναστείας».[12] 

Σε τέτοιες δραματικές περιστάσεις συνειδητοποιούν όλοι ότι το πειστικότερο των εθνικών δικαίων επιχείρημα είναι η δύναμη. Ο ελληνικός λαός αγανακτεί και ασφυκτιά βλέποντας την καθεστηκυία τάξη της χώρας να απραγεί για τα δίκαια του ελληνισμού που τόσο κατάφωρα παραβιάζονταν από Οθωμανούς και Βουλγάρους. Υποφέρει από αφάνταστη αγωνία και αναγνωρίζει ως υπαίτιους για την επικρατούσα κατάσταση, αυτούς που δεν διδάχθηκαν τίποτα από το 1897, που δεν εξόπλισαν τη χώρα, παρόλο που ο νέος πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος και είχε επιπλέον μεσολαβήσει το έπος του Μακεδονικού Αγώνος. 

Τα λόγια του Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Μπαλτατζή προς τον Γάλλο πρεσβευτή ήταν προφητικά και χαρακτηριστικά των λαϊκών συναισθημάτων: «Πιστέψτε με, ο λόγος που κάνουν τόσο θόρυβο στην Κωνσταντινούπολη για το ασήμαντο γι’ αυτούς Κρητικό είναι για να εξάψουν τα πνεύματα εναντίον μας. Επιδίωξή τους είναι να συντρίψουν τους Έλληνες. Οι Νεότουρκοι τους φοβούνται και γιατί είναι τόσοι πολλοί μέσα στην Τουρκία, αλλά και επειδή είναι αδύνατο να οργανώσουν συνταγματικά την χώρα τους χωρίς να παραχωρήσουν στους Έλληνες σημαντική θέση. Καθώς δεν επιθυμούν να τους δώσουν αυτό που δικαιούνται, θα προσπαθήσουν να τους εκμηδενίσουν με την βία. Χρησιμοποιούν την Κρήτη σαν πρόσχημα για να κηρύξουν τον πόλεμο, όχι μόνο κατά του ελληνικού βασιλείου, αλλά εναντίον ολόκληρου του ελληνισμού».[13] 

Αν ο ελληνικός λαός με τις κινητοποιήσεις του στα «Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά» αποσόβησε, τον «εθνικοθρησκευτικό» του εκφυλισμό και ενδυνάμωσε την κοινωνική του συνοχή, με την αίσια έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα αποκτά και την εθνική αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του απολύτως αναγκαία για την διαφαινόμενη και επικείμενη σύγκρουση με Οθωμανούς και Βουλγάρους. Δέον να αναφερθεί, ότι και στην τελευταία περίπτωση, η πολιτική ηγεσία της χώρας αναγκάστηκε να «αφυπνισθεί» από την δράση κυρίως της Εθνικής Εταιρείας, η οποία στην ουσία ήταν ένα παράκεντρο εξουσίας και έστελνε εθελοντές στρατιωτικούς αλλά και χρήματα, για την διεξαγωγή και την οργάνωσή του Αγώνα.
Πλέον το διακύβευμα για τον ελληνισμό ήταν να αποκαταστήσει την διαρραγείσα ψυχική ενότητα με την ηγεσία του ή-αν αυτό ήταν αδύνατο-να την αντικαταστήσει. Το τελευταίο επετεύχθη με το έχον ισχυρότατη λαϊκή αποδοχή, αναίμακτο στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο το 1909 (15/28 Αυγ 1909). Η Τουρκία ήδη πορευόταν στον δρόμο της αναδημιουργίας και της ανασυντάξεως με την επέμβαση των Νεοτούρκων το 1908. Καιρός να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα: ήταν ζήτημα εθνικής επιβιώσεως. Με το εν λόγω κίνημα, ανεδείχθησαν νέα πολιτικά πρόσωπα και σχηματισμοί, τα οποία επέδρασαν καταλυτικά στις μετέπειτα εξελίξεις και ανέλαβαν να μετουσιώσουν τα εθνικά οράματα, σε εθνική στρατηγική.

Ο Σύνδεσμος αξιώνει και πετυχαίνει την απομάκρυνση από το Στράτευμα των Διαδόχου και Πριγκίπων και επιβάλλει τον Βενιζέλο παρ’ όλες τις ιδιόρρυθμες σχέσεις του με τα Ανάκτορα. Ο Γεώργιος μόλις και μετά βίας, με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων παραμένει στον θρόνο, ταπεινωμένος. Ο Κρητικός πολιτικός εκλέγεται με συντριπτική πλειοψηφία πρωθυπουργός της χώρας στις 16 Δεκεμβρίου 1910 και ισχυροποιεί στο έπακρο Στρατό και Ναυτικό και όχι μόνο: προμηθεύτηκε επιπλέον σύγχρονα και πρωτοποριακά για την εποχή οπλικά συστήματα. Εκτός από την αγορά 14 συγχρόνων γαλλικών-αγγλικών-γερμανικών συμβατικών πλοίων επιφανείας και του θρυλικού ΑΒΕΡΩΦ[14] , η Ελλάδα προχώρησε και στην απόκτηση από τη Γαλλία δύο υποβρυχίων, καθώς και δύο υδροπλάνων συγκροτώντας τις πρώτες μονάδες Αεροπορίας Ναυτικού. Το ένα απ’ αυτά μαζί με το υποβρύχιο «Δελφίν» ήταν τα πρώτα στο είδος τους παγκοσμίως που μετείχαν σε αεροναυτικές επιχειρήσεις[15]. Η Γαλλία είχε καταστεί πανευρωπαϊκά το κέντρο της αεροπορικής δραστηριότητας, κατασκευάζοντας τα πρώτα αεροπλάνα – το 1909 έγινε η πρώτη χώρα που συγκρότησε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού. Έτσι, ο διορατικός Βενιζέλος, απέστειλε στη Γαλλία έξι αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς για να εκπαιδευτούν ως πιλότοι, καθιστώντας την Ελλάδα, μια από τις πρωτοπόρες χώρες παγκοσμίως στην συγκρότηση Πολεμικής Αεροπορίας. [16] 

Τα δεδομένα στο διπλωματικό παίγνιο αλλάζουν δραματικά αφού πλέον η Ελλάδα αντιμετώπιζε ψυχρά τις τουρκικές απειλές πολέμου. Έτσι ο Έλληνας βασιλιάς παραπονούνταν χαρακτηριστικά στους Γάλλους ότι : «Η Ανατολική Ρωμυλία είναι ηπειρωτική και η Βουλγαρία την κατάπιε σαν χάπι. Γιατί οι Μεγάλοι δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να φέρει με τον ίδιο τρόπο στους κόρφους της την Κρήτη; Είναι το μόνο που ζητάει η Μεγαλόνησος!». Η απάντηση ήρθε διά στόματος του Γάλλου ΥΠΕΞ Piseaut : «Η Τουρκία είναι ισχυρή, η Βουλγαρία αποτελεί δύναμη, η Ελλάδα όμως είναι ανίσχυρη. Επομένως αντί να παραπονείται ο βασιλιάς της, θα έπρεπε να φροντίσει να της εξασφαλίσει την αναγκαία δύναμη για δράση.»[17] 

Αυτή η απάντηση έκανε εμφανή την στάση των Μ. Δυνάμεων που λόγω των αντιπαλοτήτων τους, μη μπορώντας να βρουν την «χρυσή τομή», επέλεξαν την στάση του Πόντιου Πιλάτου. Κατά συνέπεια οι Βαλκάνιοι θα δρούσαν υπό το καθεστώς μιας ιδιότυπα αυξημένης «αυτονομίας». Στην χερσόνησο του Αίμου αρχίζουν ν’ ακούγονται τα τύμπανα του πολέμου. Οι Σέρβοι επωφελούμενοι εισβάλλουν στην Αλβανία. Ο Ελληνικός Στόλος ναυλοχεί στον Βόλο ενώ ο Στρατός άρτια εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος απ’ την Γαλλία σίγουρα δεν θα επέτρεπε ένα νέο 1897. 

Ωστόσο το πιο πολύτιμο κομμάτι στο επετειακό μας ψηφιδωτό αποτελούν τα ημερολόγια, οι επιστολές, οι αναφορές που γράφονται από και για το μέτωπο. Αυτό που τους δίνει αξία, είναι η αμεσότητα καταγραφής. Είναι αναμφίβολα τα κατ’ εξοχήν δείγματα αποτύπωσης βιωμάτων αλλά και της τεράστιας συναισθηματικής φορτίσεως των μαχητών. Το ταξίδι στον χρόνο μέσω αυτών των γραπτών κειμένων, ασκεί μία ακατανίκητη έλξη, προσδίδοντας στην μνήμη μια εξαιρετική πυκνότητα, αλλά και την τρομερή ψευδαίσθηση για τον αναγνώστη, της μετάλλαξης του παρελθόντος σε παρόν. 

Μορφωμένοι ή όχι, οι συντάκτες τους έχουν ένα κοινό: δεν γνωρίζουν αν την επόμενη ώρα, το επόμενο λεπτό θα είναι ζωντανοί. Υπό αυτό το πρίσμα η αξία τους είναι ανυπολόγιστη. Αυτές οι καταθέσεις ψυχής, διότι περί τέτοιων πρόκειται, είναι αφτιασίδωτες, ξερές-λιτές-χωρίς ανούσιους βερμπαλισμούς. 

Από τα στοιχεία των στρατολογικών γραφείων που συγκεντρώθηκαν κατά το 1911 φαινόταν ότι ήταν δυνατό να επιστρατευτεί αρκετά μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο επιστρατεύσεως. Η Ελλάδα κατάφερε να παρατάξει 120 χιλιάδες στρατό, (ενώ οι εκτιμήσεις των ξένων-ακόμα και των βαλκάνιων συμμάχων-μιλούσαν για 50 χιλιάδες), και 140 χιλιάδες πολιτοφυλακή και εφεδρείες.[18] Όμως τα υπάρχοντα εφόδια και υλικά δεν έφταναν για να καλύψουν αυτή τη διαφορά. Έτσι, αποφασίστηκε η επιστράτευση μόνο των γυμνασμένων αντρών των κλάσεων 1898-1910, οι οποίοι επάνδρωσαν επτά πλήρεις μεραρχίες, τέσσερις σχηματισμούς ευζώνων, εμπροσθοφυλακές που είχαν υπηρετήσει στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα σε διάφορες θέσεις όπου επρόκειτο να γίνουν οι εχθροπραξίες, και το απόσπασμα Ηπείρου.[19] 

Αυτή η πληθώρα στρατευσίμων ήταν η απότοκος κατάστασις του γεγονότος ότι μεγάλο ποσοστό του Ελληνικού Στρατού την εποχή εκείνη, προερχόταν από την αθρόα εθελουσία κατάταξη επανελθόντων εκ του εξωτερικού ομογενών. Το γεγονός της προσέλευσης χιλιάδων εξ αυτών από όλο τον κόσμο στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1912 κατέστησε αδύνατη την ένταξή τους στον Στρατό, η οποία ανεστάλη οριστικά στις 04 Οκτωβρίου με διάταγμα!! 

Τις εικόνες αυτές περιγράφει ανάγλυφα ο Λεμεσιανός, Αριστείδης Ζήνων: «[…]Προ 10ημέρου ακριβώς κατετάχθημεν καμιά πενηνταριά εις το έμπεδον[…]Πως στο δεκαήμερον αυτό διάστημα υπερέβημεν τους 500; […] Και πως αυτό το θαύμα παρατηρείται εις όλα τα σώματα του στρατού μας εδώ; Την απάντησιν μας την δίνουν οι καθημερινώς ερχόμενοι έφεδροι, επίστρατοι, εθνοφρουροί, διαθέσιμοι, ανυπότακτοι και εθελονταί. Μας την δίδουν οι εκατοντάδες των εξ Αυστραλίας Ελλήνων, των μη δισταζόντων να διασχίζουν απόστασιν 56 ημερών δια να φθάσουν εδώ. Μας την δίδουν τώρα οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώται, οι Σάμιοι, οι Ίκαριοι, οι Χίοι, οι Μυτιληναίοι, οι καθ’ εκατοντάδας καθημερινώς αφικνούμενοι και εκλιπαρούντες την χάριν να τεθώσι και αυτοί εις την γραμμήν των προμάχων της πατρίδος. Μας την δίδουν οι Κοζανίται, οι Κων/πολίται, οι Κρήτες, οι Κύπριοι[…]».[20] 

συνεχίζεται

πηγή



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Λίγες οδηγίες πριν επισκεφθείτε το ιστολόγιό μας (Για νέους επισκέπτες)

1. Στην στήλη αριστερά βλέπετε τις αναρτήσεις του ιστολογίου μας τις οποίες μπορείτε ελεύθερα να σχολιάσετε επωνύμως, ανωνύμως ή με ψευδώνυμο, πατώντας απλά την λέξη κάτω από την ανάρτηση που γραφει "σχόλια" ή "δημοσίευση σχολίου" (σας προτείνω να διαβάσετε με προσοχή τις οδηγίες που θα βρείτε πάνω από την φόρμα που θα ανοίξει ώστε να γραψετε το σχόλιό σας). Επίσης μπορείτε να στείλετε σε φίλους σας την συγκεκριμένη ανάρτηση που θέλετε απλά πατώντας τον φάκελλο που βλέπετε στο κάτω μέρος της ανάρτησης. Θα ανοίξει μια φόρμα στην οποία μπορείτε να γράψετε το email του φίλου σας, ενώ αν έχετε προφίλ στο Facebook ή στο Twitter μπορείτε με τα εικονίδια που θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης να την μοιραστείτε με τους φίλους σας.

2. Στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας μπορείτε να βρείτε το πλαίσιο στο οποίο βάζοντας το email σας και πατώντας την λέξη Submit θα ενημερώνεστε αυτόματα για τις τελευταίες αναρτήσεις του ιστολογίου μας.

3. Αν έχετε λογαριασμό στο Twitter σας δινεται η δυνατότητα να μας κάνετε follow και να παρακολουθείτε το ιστολόγιό μας από εκεί. Θα βρείτε το σχετικό εικονίδιο του Twitter κάτω από τα πλαίσια του Google Friend Connect, στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας.

4. Μπορείτε να ενημερωθείτε από την δεξιά στήλη του ιστολογίου μας με τα διάφορα gadgets για τον καιρό, να δείτε ανακοινώσεις, στατιστικά, ειδήσεις και λόγια ή κείμενα που δείχνουν τις αρχές και τα πιστεύω του ιστολογίου μας. Επίσης μπορείτε να κάνετε αναζήτηση βάζοντας μια λέξη στο πλαίσιο της Αναζήτησης (κάτω από τους αναγνώστες μας). Πατώντας την λέξη Αναζήτηση θα εμφανιστούν σχετικές αναρτήσεις μας πάνω από τον χώρο των αναρτήσεων. Παράλληλα μπορείτε να δείτε τις αναρτήσεις του τρέχοντος μήνα αλλά και να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία αναρτήσεων από την σχετική στήλη δεξιά.

5. Μπορείτε ακόμα να αφήσετε το μήνυμά σας στο μικρό τσατάκι του blog μας στην δεξιά στήλη γράφοντας απλά το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο στην θέση "όνομα" (name) και το μήνυμά σας στην θέση "Μήνυμα" (Message).

6. Επίσης μπορείτε να μας στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στην διεύθυνσή μας koukthanos@gmail.com με όποιο περιεχόμενο επιθυμείτε. Αν είναι σε προσωπικό επίπεδο θα λάβετε πολύ σύντομα απάντησή μας.

7. Τέλος μπορείτε να βρείτε στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας τα φιλικά μας ιστολόγια, τα ιστολόγια που παρακολουθούμε αλλά και πολλούς ενδιαφέροντες συνδέσμους.

Να σας υπενθυμίσουμε ότι παρακάτω μπορείτε να βρείτε χρήσιμες οδηγίες για την κατασκευή των αναρτήσεών μας αλλά και στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας ότι έχει σχέση με δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα.

ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

Χρήσιμες οδηγίες για τις αναρτήσεις μας.

1. Στις αναρτήσεις μας μπαίνει ΠΑΝΤΑ η πηγή σε οποιαδήποτε ανάρτηση ή μερος αναρτησης που προέρχεται απο άλλο ιστολόγιο. Αν δεν προέρχεται από κάποιο άλλο ιστολόγιο και προέρχεται από φίλο αναγνώστη ή επώνυμο ή άνωνυμο συγγραφέα, υπάρχει ΠΑΝΤΑ σε εμφανες σημείο το ονομά του ή αναφέρεται ότι προέρχεται από ανώνυμο αναγνώστη μας.

2. Για όλες τις υπόλοιπες αναρτήσεις που δεν έχουν υπογραφή ΙΣΧΥΕΙ η αυτόματη υπογραφή της ανάρτησης. Ετσι όταν δεν βλέπετε καμιά πηγή ή αναφορά σε ανωνυμο ή επώνυμο συντάκτη να θεωρείτε ΩΣ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ότι ισχύει η αυτόματη υπογραφή του αναρτήσαντα.

3. Οταν βλέπετε ανάρτηση με πηγή ή και επώνυμο ή ανώνυμο συντάκτη αλλά στη συνέχεια υπάρχει και ΣΧΟΛΙΟ, τότε αυτό είναι ΚΑΙ ΠΑΛΙ του αναρτήσαντα δηλαδή είναι σχόλιο που προέρχεται από το ιστολόγιό μας.

Σημείωση: Να σημειώσουμε ότι εκτός των αναρτήσεων που υπογράφει ο διαχειριστής μας, όλες οι άλλες απόψεις που αναφέρονται σε αυτές ανήκουν αποκλειστικά στους συντάκτες των άρθρων. Τέλος άλλες πληροφορίες για δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα μπορείτε να βρείτε στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας.