Κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης δεν υπήρχε ενιαία Διοίκηση κι επομένως ένα ενιαίο Σύμβολο του Αγώνα. Έτσι ο κάθε οπλαρχηγός, εμπνευσμένος απ’ το πάθος της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, τις ιστορικές του γνώσεις, την θρησκευτική του προσήλωση, την προσωπική του φαντασία, τις οικογενειακές του παραδόσεις και το μίσος για τους Τούρκους, χρησιμοποιούσε την δική του σημαία. Όλες όμως έφεραν το σημάδι του Σταυρού (ένδειξη θρησκευτικής ευλάβειας), ενώ μερικές απ' αυτές έφεραν την ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ (σύμβολο Σοφίας) ή τον Αετό (σύμβολο Ελευθερίας). Συνηθισμένο Σύμβολο ήταν και ο αναγεννώμενος Φοίνικας, το φίδι, κλαδιά δάφνης και άγκυρες (για τα νησιά). Οι αγωνιστές χρησιμοποιούσαν προσφιλείς κλασικές ρήσεις όπως «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ», «ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ», «ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ», «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ», «ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ» κ.τ.λ. Η εμμονή στην παρουσία του Σταυρού όμως, δεν οφειλόταν μόνο στο βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων, αλλά αποτελεί και μια προσπάθεια ετεροπροσδιορισμού προς την Τουρκική ημισέληνο, η οποία κι αυτή κυριαρχεί στις Σημαίες των Οθωμανών.
Η παλαιότερη από τις Επαναστατικές Σημαίες, (εκτός απ’ αυτές που υπήρχαν πριν την Επανάσταση), ήταν αυτή της Φιλικής Εταιρείας. Κατασκευάστηκε με τις οδηγίες του Παλαιών Πατρών Γερμανού από λευκό ύφασμα κι έφερε τα Σύμβολα του εφοδιαστικού των Ιερέων της Φιλικής Εταιρείας (τον ιερό δεσμό με τις 16 στήλες) και πάνω από αυτό κόκκινο Σταυρό, περιβαλλόμενο από στεφάνι κλαδιών ελιάς. Κάτω από τον Σταυρό υπήρχαν δύο λογχοφόρες Σημαίες με τα αρχικά ΗΕΑ και ΗΘΣ (Ή Ελευθερία ή Θάνατος). Παραλλαγές και προσθήκες (ανεστραμμένη ημισέληνος, φίδι, σταυρός, κουκουβάγια κ.τ.λ) στο εφοδιαστικό των ιερέων βρίσκουμε σε διάφορες Σημαίες. Το Αχαϊκόν Διευθυντήριον φρόντισε να κατασκευάσει και να διανείμει αρκετές Φιλικές Σημαίες στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου.
Μία απ’ αυτές ύψωσε ο Γεώργιος Σισίνης το 1821 στην Ήλιδα, την μοναδική που σώζεται σήμερα στην συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Σ' αυτήν την Σημαία ορκίζονταν, ενώπιον του Ιερέα και του Ευαγγελίου, οι μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία κι αυτή προοριζόταν για επίσημη Σημαία της Επανάστασης και κατόπιν του Ελληνικού Κράτους. Όταν στις 19 Ιανουαρίου του 1821 οργανώθηκε η πρώτη Διοίκηση (Άρειος Πάγος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) και συστάθηκε το πρώτο Πολίτευμα, χρησιμοποιήθηκε Σημαία, που παραπέμπει στην Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Έφερε τρεις κάθετες γραμμές (πράσινη-λευκή-μαύρη) και τρεις αλληγορικές φιλικές παραστάσεις: τον Σταυρό (Πίστη και Ελπίδα για την Δίκαιη υπόθεση του Γένους), την φλεγόμενη καρδία (αγνότητα του σκοπού της Επανάστασης και φλόγα για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) και την Άγκυρα (σταθερότητα στον τελικό σκοπό και απόφαση για θυσία).
Η πρώτη όμως σαφώς επαναστατική Σημαία είναι αυτή που υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ευλογήθηκε από τον Μητροπολίτη Βενιαμίν στη Μονή των Τριών Ιεραρχών τέσσερις μέρες μετά. Η τρίχρωμη αυτή Σημαία (μαύρο-άσπρο-κόκκινο) είχε προταθεί από το Νικόλαο Υψηλάντη και άλλους Φιλικούς. Από την μια πλευρά έφερε τον μυθικό αναγεννώμενο φοίνικα με την επιγραφή «ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ»κι απ’ την άλλη έφερε Ερυθρό Σταυρό πλαισιωμένο από στεφάνι δάφνης και την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» και η επεξήγησή της περιγράφεται στους Νόμους Στρατιωτικούς (άρθρα ΙΑ΄ και ΙΒ΄).
Με την Σημαία αυτή πολέμησε και θυσιάστηκε ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι και μ' αυτή έγινε ολοκαύτωμα στη Μονή του Σέκου ο Γεωργάκης Ολύμπιος (2-9-1821). Παραλλαγή της ήταν η πίσω πλευρά αντί της Δάφνης, να φέρει τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Αυτή την Σημαία έφεραν και οι Μαυροφόροι του Υψηλάντη, το πρώτο τακτικό Ελληνικό Στρατιωτικό Σώμα της Ανεξαρτησίας. Για αυτούς το Λευκό συμβόλιζε την Αδελφότητα, το κόκκινο τον Πατριωτισμό και το μαύρο την Θυσία. Παρόμοια Σημαία υψώθηκε και στον Πύργο του Ζαφειράκη, κατά την Εξέγερση της Νάουσας το 1822, ενώ άλλοι οπλαρχηγοί προσέθεσαν την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ». Είναι σημαντική η παρουσία του αναγεννώμενου φοίνικα στην Σημαία του Υψηλάντη: ο Φοίνικας, μυθικό πτηνό της Αραβίας, είχε μορφή Αετού με ερυθρόχρυσα φτερά και κύκλο ζωής γύρω στα 500 χρόνια. Όταν αντιλαμβανόταν τον θάνατό του, έκανε φωλιά από αρωματικά ξύλα, τα οποία άναβαν οι καυστικές ακτίνες του ήλιου και καιγόταν μαζί μ' αυτά. Λίγες ώρες μετά αναγεννιόταν από τις στάχτες του. Παρόλο το βαθυστόχαστο νόημα της Σημαίας αυτής, δεν χρησιμοποιήθηκε στην κυρίως Ελλάδα, γιατί άλλοι δύο πολέμαρχοι, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου και ο Σάββας Φωκιανός, χρησιμοποίησαν διαφορετικές Σημαίες.
Ο πρώτος Κυανή με την Αγία Τριάδα και τους Άγιους Γεώργιο και Δημήτριο με χρυσά γράμματα, «ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», ο δε Φωκιανός Άσπρη Σημαία με τον Εσταυρωμένο. Όταν η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου έφερε στο προσκήνιο το θέμα της καθιέρωσης Σημαίας, αποφασίστηκε να μη χρησιμοποιηθεί η Σημαία αυτή, λόγω του αφορισμού που υπέστη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από τον οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ αλλά και λόγω των φιλικών συμβόλων που έφερε. Στις 21 Μαρτίου του 1821, ο Ανδρέας Λόντος στην Πάτρα καταλαμβάνει το Φρούριο της πόλης με Κόκκινη Σημαία με μαύρο Σταυρό στην μέση, η οποία και αργότερα ευλογήθηκε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, μέσα σε ζητωκραυγές του λαού. Είναι εμφανής η ομοιότητά της με μια παλιά βυζαντινή Σημαία. Η παράδοση φέρει τους οχυρωμένους Τούρκους να την βλέπουν και ξεγελασμένοι από το χρώμα της, να τρέχουν προς βοήθεια των Ελλήνων, μιας και νόμισαν ότι ήταν Λαλιώτες Τούρκοι, αφήνοντας έτσι τους επαναστατημένους Έλληνες να πλησιάσουν ανενόχλητοι το Φρούριο.
Την ίδια ημέρα (κατ' άλλους στις 17 ή 23 του Μάρτη), οπλαρχηγοί, πρόκριτοι, προεστοί, αρχιερείς και πολυάριθμα παλικάρια συγκεντρώνονται στη Μονή της Αγίας Λαύρας, έχοντας ως ΛΑΒΑΡΟ την χρυσοκέντητη εικονισματοποδιά της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κοσμούσε την Ωραία Πύλη του ναού της Μονής, την οποία - σύμφωνα με την παράδοση - ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ορκίζοντάς τους. Οι επαναστάτες ορκίζονται και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί την Σημαία του Αγώνος (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη). Το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, το οποίο φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Μονής, είναι βυσσινί, κεντημένο με ασημένια και χρυσή κλωστή και στολισμένο με μαργαρίτες, με χρυσά κρόσσια ολόγυρα.
Σε λίγες ώρες οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες κυριεύουν τα γειτονικά Καλάβρυτα. Στις 24 Μαρτίου εισέρχονται στην Πάτρα ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ασημάκης Ζαΐμης κι άλλοι οπλαρχηγοί, μαζί με τον Επίσκοπο Γερμανό, ο οποίος υψώνει στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ένα μεγάλο ξύλινο Σταυρό, Σύμβολο της Επανάστασης, υπό τις ιαχές και ενθουσιώδεις κραυγές των Ελλήνων. Οι οπλαρχηγοί μοίραζαν εθνόσημα από κόκκινο ύφασμα με Κυανό Σταυρό. Την επόμενη μέρα το Επαναστατικόν Διευθυντήριον στην Πάτρα απευθύνει περήφανη ανακοίνωση προς τους αντιπροσώπους των Ευρωπαϊκών Κρατών, που βρίσκονταν στην πόλη, δηλώνοντας περίτρανα τον σκοπό και τους στόχους της Επανάστασης.
Οι Καλαρρυτήνοι της Ηπείρου είχαν Λευκή Σημαία με κόκκινο Σταυρό. Οι Βαρβιτσιώτες, οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, είχαν την τρίχρωμη Σημαία του Υψηλάντη μαζί με Γαλάζιο Σταυρό. Ο Εμμανουήλ Παππάς των Σερρών, ο οποίος και κήρυξε την Επανάσταση στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο οπλαρχηγός της Θεσσαλομαγνησίας, Μήτρος Λιακόπουλος, και ο πρόκριτος της Νάουσας, Λογοθέτης Ζαφειράκης, χρησιμοποιούσαν Λευκή Σημαία με τον Άγιο Γεώργιο. Επίσης, ο Δημήτριος Πλαπούτας χρησιμοποιούσε Άσπρη Σημαία με Γαλάζιο Σταυρό και στις τέσσερις γωνιές του ήταν γραμμένο το ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός Νικά). Ο Αθανάσιος Διάκος είχε Λευκή Σημαία, με τον Άγιο Γεώργιο στη μέση και την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ». Σύμφωνα με την παράδοση, την έφτιαξε στην Μονή του Οσίου Λουκά, παρόντων των Επισκόπων Ταλαντίου Νεόφυτου και Σαλώνων Ησαΐα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χρησιμοποιούσε την Σημαία της οικογένειάς του, η οποία ήταν Λευκή με Γαλάζιο Σταυρό στη μέση. Στην Τρίπολη - σύμφωνα με την παράδοση - ο Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας έσχισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφαλά, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν ΣΤΑΥΡΟ. Η σημαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε την βάση της πρώτης επίσημης Σημαίας του Ελληνικού Κράτους, υψώθηκε σ' ένα ξέφρενο πανηγυρισμό στο τουρκικό διοικητήριο της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ πλέον πόλης. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γνωστότερη (μαζί με την Μαντώ Μαυρογένους) γυναίκα του Αγώνα, χρησιμοποιούσε Σημαία, η οποία είχε κόκκινο περίγυρο, μπλε φόντο και έφερε Βυζαντινό Μονοκέφαλο Αετό και στο κάτω μέρος της τον Φοίνικα και την Άγκυρα. Ο Μάρκος Μπότσαρης αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης, αρχίζει να χρησιμοποιεί Κατάλευκη Σημαία με Κυανό Σταυρό, πλαισιωμένο από Δάφνη.
Στις 28 Απριλίου του 1821, ένοπλοι των περιχώρων της Αθήνας υψώνουν στο Διοικητήριο της πόλης μια Λευκή Σημαία με Κόκκινο Σταυρό. Στην πάνω αριστερή πλευρά έφερε την ΓΛΑΥΚΑ της Αθηνάς, ενώ στην δεξιά δύο άγρυπνους οφθαλμούς. Κάτω ήταν γραμμένη η φράση «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ» και στη μέση υπήρχαν οι 16 κόκκινες γραμμές, ο ιερός δεσμός της Φιλικής Εταιρείας. Στην Θετταλομαγνησία, η οποία επαναστάτησε υπό τον Άνθιμο Γαζή και τους οπλαρχηγούς Βασδέκη, Γαρέφη, Κώστα Βελή, Νικόλαο Στουρνάρη και Γάτσο Αγγελή, κυριαρχούσε η σημαία του πρώτου, η οποία ήταν Λευκή κι έφερε Κόκκινο Σταυρό στο κέντρο και 4 μικρότερους Σταυρούς στα 4 λευκά τετράγωνα της Σημαίας. Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Τσάμης χρησιμοποιούσε μια Λευκή Σημαία, με Γαλάζιο Σταυρό, η οποία στα δύο αριστερά της τετράγωνα έγραφε «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ» και «ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι Σημαίες των μεγάλων νησιών του Αιγαίου, που έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους κι έφεραν τα αλληγορικά Φιλικά στοιχεία. Το πρώτο νησί που ύψωσε την Σημαία της Επανάστασης ήταν οι Σπέτσες (26 Μαρτίου του 1821) μιας και οι Μποτασαίοι και ο Γεώργιος Πάνου ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
Στις 2 Απριλίου 1821, μετά τον στολισμό των πλοίων τους με τη νέα Σημαία, οι Σπετσιώτες κατευθύνθηκαν προς την Ύδρα, με σκοπό να την μπάσουν στην Επανάσταση. Οι Υδραίοι αντικρίζοντας την Σημαία του νησιού, την δέχτηκαν με ενθουσιασμό κι άρχισαν να την χρησιμοποιούν, παρά τις αντιρρήσεις μερικών. Η Σημαία που υψώθηκε πρώτη φορά στις 313.1821 από τον Αντώνιο Οικονόμο, πλοίαρχο και νεομυημένο στη Φιλική Εταιρεία, ευλογήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Γεράσιμο στις 18 Απριλίου του 1821. Παρόμοια με την Σημαία των Σπετσών ήταν και η σημαία των Ψαρών, η οποία υψώθηκε στις 11 Απριλίου του 1821, όταν έφτασε το σπετσιώτικο πλοίο του Τσούπα, καθώς και η Σαμιώτικη Σημαία, την οποία πρώτος ύψωσε ο Κωνσταντίνος Λαχανάς στις 17 Απριλίου 1821 στο Βαθύ της Σάμου, αγναντεύοντας από μακριά δύο σπετσιώτικα πλοία.
Στην Σάμο γινόταν χρήση άλλων δύο Σημαιών: της επίσημης Σημαίας της Διοικήσεως και της Σημαίας, που ύψωσε ο Λυκούργος Λογοθέτης στο Καρλοβάσι στις 8 Μαΐου 1821, την οποία ευλόγησε ο Μητροπολίτης Κύριλλος. Η Σημαία της Διοικήσεως ήταν όμοια μ' αυτήν της Φιλικής Εταιρείας, ενώ η Σημαία του Λογοθέτη είχε Κυανό Φόντο κι έφερε Ερυθρό Σταυρό πάνω από μια ανεστραμμένη Ερυθρή Ημισέληνο. Κάτω από τον Σταυρό υπήρχε ένας μεγάλος Πράσινος Αετός, που έτρωγε ένα πράσινο φίδι. Οι Σημαίες των τριών ναυτικών νησιών είχαν σύμβολα τον Σταυρό, το Φίδι, την Άγκυρα, την Κουκουβάγια και το Δόρυ, που όλα μαζί πατούσαν επί της ανεστραμμένης ημισελήνου. Οι Σημαίες των Σπετσών και των Ψαρών έφεραν την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ», της Ύδρας έφερε την επιγραφή «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ», ενώ και οι 3 Σημαίες της Σάμου έφεραν τα «ΗΕ» «ΗΘ» (Ή Ελευθερία ή Θάνατος).
Τα σύμβολα αυτά ήσαν άμεσα συσχετισμένα με την Φιλική Εταιρεία: Ο Σταυρός συμβόλιζε την Χριστιανοσύνη και την Δικαιοσύνη του ΑΓΩΝΑ, η ανεστραμμένη ημισέληνος τον Ισλαμισμό και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το δόρυ την δύναμη των Ελλήνων, η Άγκυρα την σταθερότητα και την επιμονή του Αγώνα, το Φίδι την ΓΝΩΣΗ και την Ιερότητα του σκοπού τους, ενώ ο Αετός την βοήθεια του Θεού και της Θρησκείας για την διεξαγωγή του ΑΓΩΝΑ. Οι νησιώτες παρομοίαζαν το φίδι - το οποίο τρώει τα αυγά του Αετού (του γένους) - με τους Τούρκους και τον Αετό - που τρώει την γλώσσα του φιδιού - με τους Έλληνες.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου