1. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βασίζεται στήν ἀκλόνητη πίστη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος». Αὐτός ὁ Ἴδιος ἀποκαλύφθηκε ἀρχικά ὡς «Ἄσαρκος Λόγος» στούς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μετέπειτα εἰσῆλθε στόν κόσμο καί στήν Ἱστορία ὡς «Ἔνσαρκος Λόγος», καί τέλειος ἄνθρωπος καί ἀναμάρτητος, γιά τή σωτηρία μας. Σύμφωνα μέ τίς ἀδιάψευστες μαρτυρίες ὅσων γνώρισαν τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί εἶδαν τή δόξα Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος Δεσπότης καί Κύριος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, τό Α καί τό Ω. Εἶναι ἡ μοναδική ὀδός πρός τόν Πατέρα, ὁ αἴτιος τῆς σωτηρίας καί τῆς θεώσεώς μας.
2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθοδηγούμενη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πιστεύει καί ὁμολογεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, σύμφωνα μέ τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα καί ὁμοούσιον τόν αὐτόν ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας…ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον…».
3. Σέ ἀντίθεση μέ τήν πίστη καί τήν μαρτυρία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐξωχριστιανικές, αἱρετικές καί ἀποκρυφιστικές θεωρήσεις περί τοῦ Χριστοῦ, στηρίζονται στούς ἕωλους συλλογισμούς τοῦ σκοτισμένου νοῦ τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως, μέ τούς ὁποίους σχετικοποιεῖται ἤ ἀλλοιώνεται καί διαστρέφεται ἡ ἀλήθεια γιά τό Θεανδρικό Πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια τόν ἀποπροσανατολισμό καί τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κύριο σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του, πού εἶναι ἡ κατά χάριν ἕνωση καί κοινωνία του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Ἀληθινό Τριαδικό Θεό.
4. Κάθε ἀπόπειρα νά ἀλλοιωθεῖ ἤ καί νά ἀκυρωθεῖ ἡ μοναδικότητα τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἡ καταγεγραμμένη καί ζῶσα διαχρονικῶς ἀποστολική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ἀναμφιβόλως εἶναι ἀναίρεση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγεῖ σέ πλάνη.
5. Τέτοιες ἐσφαλμένες αἱρετικές προσεγγίσεις ἐμφανίζονται ἤδη ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους καί ἀναφέρονται στά ἱερά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί στή Γραμματεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς Οἰκουμενικές καί τίς Τοπικές Συνόδους καί μέ τό ἔργο τῶν Θεοφόρων Πατέρων της ἀντιμετώπισε μεγάλες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀλλοίωναν τήν Χριστολογία καί ἑπομένως τήν Σωτηριολογία της. Στά νεώτερα χρόνια, κυρίως στόν δυτικό χῶρο, μέ τή μονομερῆ χρήση τῆς ἱστορικοκριτικῆς μεθόδου, ἐμφανίζεται ὁ Χριστός μόνο ὡς ἱστορικό πρόσωπο καί παραγνωρίζεται ἡ περί Αὐτοῦ ἐκκλησιαστική δογματική παράδοση.
6. Σύμφωνα μέ τήν ὁρολογία τῆς Θεοσοφίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς βασικές ἐκφράσεις τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνα μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο πρόσωπο, δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀλλά εἶναι μία «κατάσταση», στήν ὁποία μετενσαρκώνονται κατά καιρούς διάφοροι «φωτισμένοι διδάσκαλοι». Καμία σχέση δέν ἔχει ὁ «χριστός» αὐτός μέ τόν ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων καί τῆς Ἐκκλησίας, τόν γεννηθέντα ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας καί ἐπί Ποντίου Πιλάτου παθόντα, ταφέντα καί ἀναστάντα. Ἄλλωστε, ἡ Θεοσοφία διακηρύσσει ὅτι «στόν Θεό τῶν Χριστιανῶν, στόν Πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, στόν Δημιουργό, δέν πιστεύουμε. Ἀπορρίπτουμε τήν ἰδέα Θεοῦ προσωπικοῦ» (Ἕλενα Μπλαβάτσκυ).
7. Ἄλλη χαρακτηριστική ἀλλοίωση τοῦ Θεανθρώπινου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ συντελεῖται καί στό σύστημα τῆς Ἀνθρωποσοφίας, πού προέρχεται ἀπό τή Θεοσοφία, τό ὁποῖο ἀρνεῖται ἤ διαστρεβλώνει τήν Ἁγιογραφική περί τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία. Χρησιμοποιώντας ὡς κύρια πηγή τά φανταστικά ἀποκρυφιστικά «Ἀκασικά ἀρχεῖα», ὑποτιμᾶ τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί συνδέει αὐτό μέ ἀνιστόρητες, νεογνωστικοῦ τύπου, φαντασιώδεις κατασκευές περί Αὐτοῦ. Σύμφωνα ἐπίσης μέ τίς δοξασίες τῆς Ἀνθρωποσοφίας, καταργεῖται ἡ ἐμπειρία καί ἡ βεβαιότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἀντικαθίσταται ἀπό τόν ἄτεγκτο ἐξαναγκασμό ἑνός ἀπρόσωπου, κοσμικοῦ, φυσικοῦ νόμου, πού ὑποτίθεται ὅτι διέπει τά πάντα. Ἐπιπλέον, ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία μεταλλάσσεται σέ μία διαδικασία ἐξελικτικῆς αὐτοσωτηρίας.
8. Ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» διαστρέφει πλήρως τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προβάλλοντας μία συγκεχυμένη ἀντίληψη περί τοῦ Χριστοῦ, παρόμοια μέ ἐκείνη τοῦ ἀρχαίου Ἀρειανισμοῦ. Γιά τήν «Σκοπιά», ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι ὁ Θεός-Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁ μόνος Σωτήρας καί ὁ ἔσχατος Κριτής του, ἀλλά εἶναι ἁπλῶς ἕνα δημιούργημα τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἕνας ὑπηρέτης του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο καί στήν Ἱστορία, κατ᾽ αυτήν, δέν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ἕνας «τέλειος ἄνθρωπος καί τίποτε παραπάνω», ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά προσφέρει τήν σωτηρία.
9. Ὁ Νεοπαγανιστικός πολυθεϊσμός, ὡς ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ἔχει διατυπωμένες ἀνάλογες δοξασίες γιά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Λόγω τῶν πολλῶν καί ἀντικρουομένων τάσεων στόν χῶρο αὐτό, εἴτε ἀρνεῖται τήν ἱστορικότητά Του, εἴτε Τόν ἐντάσσει σέ ἐθνικιστικά, ἐθνοφυλετικά, ἀποκρυφιστικά καί πολυθεϊστικά πλαίσια. Εἶναι εὐνόητο, ὅτι ὁ «Χριστός» τοῦ Νεοπαγανισμοῦ, εἴτε θεωρεῖται ἱστορικό πρόσωπο, κοινωνικός ἤ ἐθνικός ἐπαναστάτης, εἴτε μῦθος ἤ ἀλληγορία, δέν εἶναι ὁ Χριστός τῶν Εὐαγγελίων καί τῆς Ἐκκλησίας.
10. Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν, παλαιοτέρων καί συγχρόνων παραχαράξεων τῆς ἀλήθειας γιά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία εὐαγγελίζεται τήν μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ἐπαναλαμβάνοντας τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι «οὐκ ἔστι ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστι ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πρξ, 4,12). Ἡ Συνδιάσκεψη προτρέπει τό ὀρθόδοξο πλήρωμα νά πιστεύει, νά γρηγορεῖ καί νά ὁμολογεῖ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
Ἡ Συνδιάσκεψη ἐγκρίνει ὁμοφώνως τά ὡς ἄνω Πορίσματα καί ἐξουσιοδοτεῖ τόν Πρόεδρο αὐτῆς νά τά ὑπογράψει.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνδιασκέψεως
† Ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης Παῦλος
Οἱ Ἐντεταλμένοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,
Μητροπολίτης Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Δαμασκηνός
Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων Λύδδης Δημήτριος
Πατριαρχείου Ρωσίας, Ἡγούμενος Θεοφάνης Λουκιάνωφ
Πατριαρχείου Σερβίας Ἱερομόναχος Εὐσέβιος Meanja
Πατριαρχείου Ρουμανίας, Καθηγητής Κυπριανός Στρέτζα
Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Ἐπίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πρωτοπρ. Κυριακός Τσουρός
Ἐκκλησίας Πολωνίας, Ἀνδρέας Λέφτσακ
Ὁ φιλοξενῶν τήν Συνδιάσκεψη
Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος
πηγή Ι.Μητρόπολη Γλυφάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου