Συνοπτικά ανέφερε:
Σε διάφορα άρθρα ειδικών και μη εμφανίζονται οι όροι: νησιά, νησίδες και βραχονησίδες. Η προσέγγιση τους δεν είναι, βέβαια, αποκλειστικά γεωγραφική, πράγμα το οποίο θα ήταν απαραίτητο, τουλάχιστον, στο πρώτο επίπεδο, για να λειτουργήσει σοβαρά το όλο εγχείρημά τους. Επιπλέον, στον ελληνικό τύπο, ειδικά μετά το 1996, προσπαθούμε απεγνωσμένα να ταυτίσουμε αυτούς τους όρους σαν να πρόκειται για την ίδια έννοια. Ο συλλογισμός είναι σχεδόν πάντα του ίδιου τύπου. Βασιζόμαστε πρώτα στην ιδέα ότι ο όρος νησί δεν προσδιορίζει το μέγεθος. Ένα νησί μπορεί να είναι μικρό ή μεγάλο. Κι αυτό το σημείο είναι σωστό, διότι το μέγεθος δεν είναι μία ενδογενής παράμετρος, όσον αφορά στον όρο. Ύστερα, αντιστρέφουμε την έννοια και θεωρούμε ότι η λέξη νησί αφορά όλα τα νησιά, ανεξαρτήτου του μεγέθους. Μετά επικεντρωνόμαστε στα μικρά νησιά, για να προσεγγίσουμε τις νησίδες κι εδώ καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, πέφτουμε στην παγίδα του νομικού πλαισίου των διεθνών συνθηκών. Σε αυτό το στάδιο, βρίσκουμε αναφορές του τύπου ότι στη Συνθήκη Λ δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των όρων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων. Το λάθος είναι απλό. Το ότι δεν υπάρχει διάκριση σε μια συνθήκη, δεν σημαίνει, βέβαια, ότι αυτό ισχύει για όλες τις συνθήκες. Αρκεί να βρεθεί μία που κάνει τη διάκριση και δημιουργείται ένα οριστικό πρόβλημα. Παραδείγματος χάριν, όταν διαβάζουμε το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, όπου καταγράφονται διαδοχικά οι λέξεις νήσων, νησίδων και νήσου και διαβάζουμε ότι η λέξη νησίδων αναφέρεται στην έκφραση: των νησίδων των εξ αυτών (νήσων) εξαρτωμένων, καθιστά αυτονόητο να διεκδικούμε την μη ύπαρξη κάποιας διάκρισης. Κατά συνέπεια, κι η γενίκευση που ακολουθεί με τον όρο βραχονησίδες δεν έχει νόημα. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να αντιληφθούμε ότι η διάκριση υπάρχει, διότι οι λέξεις είναι διαφορετικές και το ίδιο ισχύει για την χρήση τους. Η εξέταση των γεωστρατηγικών σχέσεων προσφέρει ένα πλαίσιο σκέψης πιο ανθεκτικό όσον αφορά στα εθνικά θέματα. Δεν επικεντρώνεται μόνο σε μία χώρα, αλλά στις σχέσεις της με τις άλλες και στις σχέσεις που μπορεί να έχουν μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο, η προσέγγιση του χώρου είναι πολλαπλή και εμπλουτίζει την έννοια των συνόρων που δεν είναι πλέον μονοδιάστατα και στατικά, όπως συνηθίζουμε να τα κοιτάζουμε. Αυτό το δυναμικό βλέμμα των γεωστρατηγικών σχέσεων υποστηρίζει και μια ιστορική προσέγγιση της γεωγραφίας κι ερμηνεύει φυσιολογικά τα κλειστά κι ανοιχτά σύνορα, δίχως τις γεωγραφικές δυσκολίες. Με αυτό το πλαίσιο, είμαστε ικανοί να μελετήσουμε αποτελεσματικότερα το πεδίο μας και το πεδίο δράσης των παικτών μέσω της θεωρίας παιγνίων του Nash, για να αναλύσουμε τις στρατηγικές συμπεριφορές. Επιπλέον, η θεωρία σχέσεων του Fraïssé αντέχει την ενσωμάτωση του διαχρονικού στοιχείου και δίνει άλλο νόημα στη γεωμετρία με μία πολυπλοκότερη αναπαράσταση με νέες δυνατότητες ερμηνείας και πρόβλεψης. Διότι απελευθερώνει κάθε επιτελείο από μία γραμμική ανάγνωση, η οποία επαρκεί μόνο για έναν κατάλογο πληροφοριών κι όχι για μία βάση δεδομένων. Οι γεωστρατηγικές σχέσεις αποτελούν με άλλα λόγια συντακτικές δομές ικανές να παράγουν ένα ιδιόμορφο λεξικό που περιγράφει ακόμα και τις χρονικές διακλαδώσεις που χαρακτηρίζουν τις εδαφικές επιλογές ενός έθνους. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για την παραγωγή ενός δόγματος ακόμα και με νέα δεδομένα, ούτε μία απλή επικαιροποίηση, διότι οι γεωστρατηγικές σχέσεις δεν έχουν την ίδια προσέγγιση, ούτε σε οντολογικό, ούτε σε τελεολογικό επίπεδο. Δεν πρόκειται μόνο για θέσεις, αλλιώς δεν θα είχαν το απαραίτητο δυναμικό στοιχείο. Λειτουργούν ως υπερδομές με την έννοια της θεωρίας υπερομάδων του Marty και δεν έχουν μόνο μονοσήμαντα αποτελέσματα, ιδιότητα που επιτρέπει τη θέσπιση νοητικών σχημάτων που υπάρχουν στη στρατηγική κι εντάσσονται με μεγάλες δυσκολίες σ' ένα γραμμικό πλαίσιο, το οποίο είναι σύνηθες στην περίπτωση ενός δόγματος. Η χώρα δεν καθορίζεται μόνο από ενδογενείς παράγοντες, αλλά σε συνδυασμό με τους εξωγενείς μέσω της κυβερνητικής μορφής του Wiener. Τελικά, πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση στον ενιαίο χαρακτήρα των γεωστρατηγικών σχέσεων, ο οποίος είναι απαραίτητος για την ύπαρξη μίας υψηλής στρατηγικής, που εκφυλίζεται όταν ο στρατός, το ναυτικό κι η αεροπορία δεν λειτουργούν σε συνδυασμό. Δίχως αυτήν την αντίληψη δεν θα είμαστε σε θέση να δώσουμε στους δικούς μας που βρίσκονται σε στρατιωτικές και διπλωματικές θέσεις ένα ξεκάθαρο πλαίσιο. Εθνικές θέσεις δίχως στρατηγική μπορούν μόνο να περιγράψουν το παρελθόν. Ενώ οι γεωστρατηγικές σχέσεις δημιουργούν την ιστορία του μέλλοντος για ένα έθνος που αντιστέκεται στο χώρο του χρόνου, όχι μόνο για να υπάρξει, αλλά και για να έχει νόημα η ύπαρξή του.
Στο τέλος της εκδήλωσης επιδόθηκε από τον υποδιοικητή κύριο Παπαδιά Γεώργιο στον κύριο Νίκο Λυγερό αναμνηστική πλακέτα και αναμνηστική στήλη με το έμβλημα της 7ης Μ/Κ Ταξιαρχίας με τον «Θράξ Πελταστή» που έχει ως σύνθημα το ρητό «Ουκ Ελαττω Παραδώσω».
* Ο Νίκος Λυγερός είναι Στρατηγικός Σύμβουλος και καθηγητής γεωστρατηγικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου