Γράφει ο ΑΝΧΗΣ (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Οι Βούλγαροι προχώρησαν σε έναν ανήθικο πόλεμο χωρίς να έχουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, με υπεροψία και αλαζονεία έναντι ιδίως του Ελληνικού Στρατού.[71] Εξέλαβαν την Ελλάδα ως «φτωχό συγγενή», ως «αναλώσιμο» σύμμαχο υπολόγιζοντάς την μόνο για το ναυτικό της, αφού η τελευταία αποτελούσε την μόνη ναυτική δύναμη της Συμμαχίας. Δρώντας υστερόβουλα, δέχτηκαν τους Έλληνες ως συμμάχους στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αρνούμενοι βεβαίως να τεθεί προπολεμικά, το ζήτημα του εδαφικού. Όταν θεώρησαν ότι δεν τους ήταν πια «χρήσιμη» διέπραξαν την «Ύβρη» έναντι των πρώην συμμάχων τους και φυσικά η «Νέμεσις» δεν άργησε να έρθει. Οι συνθήκες μάλιστα προς στιγμήν τους ευνόησαν, όταν από την ολιγωρία των Σέρβων κατάφεραν να αποδεσμεύσουν δυνάμεις από το Σερβοβουλγαρικό και να τις διαθέσουν στο Ελληνοβουλγαρικό μέτωπο.
Εν κατακλείδι-κυρίως λόγω του ναυτικού-οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν μία συνεχή υπόμνηση της διαχρονικής και απαράβατης αρχής που διέπει τις διεθνείς σχέσεις: ότι οι συμμαχίες δεν δημιουργούν ισχύ· την προϋποθέτουν. Δεδομένο όμως είναι ότι η ισχύς δεν εξαρτάται μόνο από την απόκτηση ισχυρών όπλων αλλά και από την αποφασιστικότητα, το ψυχικό απόθεμα και την δύναμη των χειριστών τους. Δεν είναι τυχαίες οι προαναφερθείσες παγκόσμιες πρωτιές στον τρόπο χρήσης των νεοφανών όπλων (αεροπλάνων, υποβρυχίων, τορπιλών) αλλά και των νέων τακτικών μάχης με την αξιοποίηση των συγχρόνων τάσεων κατασκευής και χρήσης όπλων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ίδιο το θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ.
Κοντολογίς, αυτός που είναι αποφασισμένος και έχει πειστεί για το δίκαιο του αγώνα του, έχει ζήλο, αυταπάρνηση, πνεύμα αυτοθυσίας και όραμα. Πάντα βρίσκει τρόπο να ενεργήσει, τον δρόμο της εμπνευσμένης καινοτομίας. Εγκολπώνει το αρχαίο επίγραμμα: «Ου πόσοι αλλά που». Άλλωστε η μοναδική μάχη που είναι σίγουρα χαμένη είναι αυτή που δεν έδωσες ποτέ. Ο αναποφάσιστος, ο αναβλητικός, βρίσκει πάντα δικαιολογίες για την μη ανάληψη δράσης: τα «ΟΧΙ» που συνθέτουν την ιστορία μας είναι βαθύτατα συναισθηματικά˙ τα «ΝΑΙ» των «ρεαλιστών» είναι η λογική των υποζυγίων.
Οι τελευταίοι ξεχνούν ότι ο πατριωτισμός είναι συναίσθημα˙ ακόμα και η αίσθηση περί Δικαίου, ή αυτής της ίδιας της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ εδράζεται σ’ αυτό. Το συναίσθημα είναι εκ φύσεως παράλογο, ενώ επιπλέον δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος. Το αντίκρισμα του όμως τεράστιο, καθώς είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινη Ιστορίας.
Η ιστορική δικαιοσύνη μας απαγορεύει ν’ αγνοήσουμε μία παράμετρο που έχει αγνοηθεί σκανδαλωδώς: της ποσόστωσης επί του συνολικού πληθυσμού των πολυτέκνων οικογενειών. Καμία στρατηγική, καμία συμμαχία, καμία στρατιωτική τακτική δεν αποδίδει αν δεν υπάρχει επαρκές αριθμητικά στράτευμα. Αν δεν υπάρχει «δεξαμενή» για να αντλήσει η οποιαδήποτε ηγεσία μαχητές. Στην Ελλάδα όπως και σε όλα τα βαλκανικά κράτη εκείνη την εποχή είχε συντελεσθεί μια πρωτοφανής πληθυσμιακή «έκρηξη». Ίσως το 50% του πληθυσμού τότε-με αναγωγή και από πρόχειρη μελέτη-υπήρξαν πολύτεκνοι ή παιδιά πολυτέκνων (πληθυσμός 5.016.889 το 1920). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Παύλος Μελάς όπως και η γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη-αδελφή του Ίωνος και κόρη του πρωθυπουργού Στεφάνου Δραγούμη- είχαν εννιά ο πρώτος, δέκα αδέλφια η δεύτερη, [72] ενώ ο Χριστόδουλος Σώζος επτά αδελφές!! Το εντυπωσιακό επιπλέον είναι ότι πολλοί από αυτούς τους «πρωταγωνιστές» ήταν γόνοι μεγαλοαστών, απεχόντων-μάλλον τόσο πολύ-από τα σύγχρονα κοινωνικά μας στερεότυπα….
Ωστόσο στα άλλα κράτη της χερσονήσου του Αίμου, ήδη το θέμα αυτό αποτελεί αντικείμενο ερεύνης, (π.χ. στην Σερβία), καθώς ήταν ο πλέον καθοριστικός παράγων, της αδιαφορίας με την οποία οι Σύμμαχοι αντιμετώπιζαν τις τουρκικές απειλές, αλλά και της επιδίωξης στην ουσία του πολέμου εναντίον των Οθωμανών. Ειδικότερα για την Ελλάδα αυτό έγινε εμφανέστερο και με την αθρόα προσέλευση των ομογενών από όλο τον κόσμο. Προς επίρρωση των προαναφερθέντων επισημαίνονται οι τραγικά λανθασμένες εκτιμήσεις των ξένων για την τελική αριθμητική οροφή των 50.000 ανδρών περίπου, που θα μπορούσε να παρατάξει η Ελλάδα στον επικείμενο-τότε-πόλεμο.
Επιπλέον υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να τονιστεί και ο οικονομικός προσανατολισμός της τότε κοινωνίας που ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική. Η σύγχρονη επιστήμη της κοινωνιολογίας, ανεξαρτήτως τάσεων και ρευμάτων, δέχεται ως δόγμα ότι, ο κύριος κοινωνικός φορέας συντήρησης (εξ ου και ο όρος «συντηρητικός»), των ιστορικών παραδόσεων και των ηθικών-πολιτισμικών αξιών του κάθε έθνους, είναι η αγροτική του τάξη. Επιπροσθέτως τα μέλη αυτής της τάξης, συγκριτικά με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, είναι ιδιαίτερα σκληραγωγημένα και λιτοδίαιτα με μια φυσική απέχθεια για την τρυφηλότητα και τον μιμητισμό στον ξένο τρόπο ζωής.
«Τα Σκιαδικά» [73] π.χ. μπορεί να διαδραματίσθηκαν μεν το 1859, αλλά οι αξίες που πρέσβευαν καθώς και οι αιτίες έναρξης των εν λόγω επεισοδίων, συναντώνται-τηρουμένων των αναλογιών-και στα αγνοημένα σήμερα «Ευαγγελικά», καταδεικνύοντας την προσήλωση των τότε κοινωνιών στην προστασία της εθνικοπολιτισμικής ιδιοσυστασίας μας. Η ταπείνωση του 1897 ήταν απλώς η θρυαλλίδα, που σε συνδυασμό με την πρόκληση του θρησκευτικού συναισθήματος, οδήγησε τον Ελληνισμό στην υπεράσπιση με οποιοδήποτε μέσο, της ταυτότητάς του: Του ομόθρησκου, του ομόγλωσσου, του όμαιμου ˙ με λίγα λόγια, του ομότροπου. Έκανε δηλαδή αυτό που είχε μάθει να κάνει από την εποχή των Περσικών Πολέμων αυτό που θεσπίσθηκε στις Αρχαίες Αμφικτιονίες. Ο Έλληνας, ενστικτωδώς όταν απειλείται, καταφεύγει στην Κιβωτό των παραδόσεών του, για να ανασυνταχθεί και να αντλήσει νέες δυνάμεις, πριν από κάθε αναγεννησιακό άλμα. Τέτοια άλματα μετά την επανάσταση της εθνικής παλιγγενεσίας ήταν ο μακεδονικός αγώνας και οι βαλκανικοί πόλεμοι.
Γίνονται λοιπόν ακόμα πιο εμφανείς οι λόγοι που μεγαλούργησε η γενιά των βαλκανικών, όχι μόνο στα 1912-1913 αλλά και πολεμώντας μέχρι το 1922 για περισσότερο από 10 χρόνια(!), ταπεινώνοντας όλους τους αντιπάλους της στα πεδία των μαχών. Στο δημοσίευμα άλλωστε του γαλλικού περιοδικού «Illustrassion» 1913, παρατίθενται από τον J. Leune, χαρακτηριστικά τα λόγια αιχμαλώτου Τούρκου αξιωματικού για την συμβολή του Ελληνικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο: «Ότι και να λεχθεί, ο πιο σκληρός μας αντίπαλος στον πόλεμο αυτό δεν είναι η Βουλγαρία. Είναι η Ελλάς της οποίας ο στρατός μας πήρε την Θεσσαλονίκη και τώρα μόλις μας πήρε τα Ιωάννινα. Της οποίας ο στόλος μας αφαίρεσε τα νησιά του Αιγαίου και κυρίως εμπόδισε την δια θαλάσσης μεταφορά, από την Μικρά Ασία στην Τσαλτάτζα, 250.000 ανδρών, που παραμένουν ακινητοποιημένοι στην Σμύρνη ή στην Συρία από έλλειψη οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου. Αυτός ο Ελληνικός Στόλος, τι αποφασιστικό ρόλο έπαιξε στο πόλεμο! Χωρίς αυτόν θα είμασταν προ πολλού στην Σόφια!....»[74].
Επιβάλλεται να διατηρούμε εθνική επαγρύπνηση και αμυντική ετοιμότητα και υπό αυτό το πρίσμα το φετινό Ιωβηλαίο αποτελεί φωτεινό ορόσημο. Ο τεράστιος αντίκτυπος και συμβολή των πολέμων αυτών στην διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους μπορεί να εκτιμηθεί μόνο, εάν αναλογιστούμε ότι χωρίς αυτή την επιτυχή εξόρμηση του έθνους η Ελλάς θα παρέμενε μία χώρα μικρή, δύσκολα ή και καθόλου βιώσιμη, οι περισσότεροι δε ελληνικοί πληθυσμοί της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, όχι μόνο δεν θα ανακτούσαν την ελευθερία τους, αλλά το πιθανότερο να είχαν αφελληνισθεί ή υποστεί γενοκτονία στα πρότυπα του Μικρασιατικού ελληνισμού.
Το ότι μέχρι σήμερα οι Βαλκανικοί πόλεμοι δεν έχουν εξαρθεί αναλογικά με την σημασία και την συμβολή τους στον νεώτερο ελληνισμό, είναι διότι επισκιάζονται από την επακολουθήσασα εθνική τραγωδία του 1922. Όμως αντικειμενικά είναι το κορυφαίο, από πλευράς αποτελέσματος, γεγονός της νεότερης ιστορίας μας και είναι παγκοσμίως πρώτο, όσον αφορά το τεράστιο μέγεθος του επιτευχθέντος αποτελέσματος-διπλασιασμός ελληνικού χώρου και πληθυσμού- σε σχέση με την μικρή διάρκεια των επιχειρήσεων και το κόστος σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Ήταν επίσης το εφαλτήριο, το οποίο «εκτόξευσε» τον Ελληνικό Στρατό, ώστε το Ιωβηλαίο (1921) της Εθνεγερσίας του 1821, να το εορτάσει ευρισκόμενος έξω από την Άγκυρα, απειλώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία-τον δυνάστη αιώνων-με εξαφάνιση.
Έτσι μέσα από τις πολεμικές επιτυχίες και τα οράματα για μια Μεγάλη Ελλάδα απελευθερώθηκαν οι πιο γόνιμες , οι πιο δημιουργικές, οι πιο «νεανικές» δυνάμεις του Έθνους. Αν χανόταν το Όραμα της Μεγάλης Ιδέας, τότε αυτή η Ιδέα δεν θα ήταν Μεγάλη, δεν θα ήταν καν ιδέα, αλλά ένα σόφισμα σαν των Βουλγάρων (Μ. Βουλγαρία) και των Οθωμανών. Ένα κατασκεύασμα, ένα ιστορικό έκτρωμα που θα είχε τις ρίζες του όχι στην λαϊκή ψυχή αλλά ένα δημιούργημα απότοκο πρόσκαιρων διεθνών συσχετισμών και συμφερόντων για κατάκτηση εδαφών. Σε κάθε περίπτωση δεν θα αποτελούσε ουσιώδες και ζων τμήμα ιστορικής-συλλογικής μνήμης και αργά ή γρήγορα θα πέθαινε αφού εν κατακλείδι δεν υπήρξε ποτέ.
Αλλά και η Ιστορία δεν συγχωρεί τους επιλήσμονες. Ουδέποτε σε αυτήν μια βίαιη εθνολογική αλλαγή, μια επιχειρηθείσα γενοκτονία δεν απετέλεσε νόμιμο και κατ’ επέκταση μόνιμο κριτήριο για την κατακράτηση εδαφών. Έχουμε υπογράψει μια μυστική συμφωνία με τους νεκρούς που μας δένει, και η οποία αφορά την αίτησή τους για μνήμη ˙ όχι των ονομάτων τους αλλά των αγώνων, της δόξας και των οραμάτων τους. Οι νεκροί μας «υιοθετήθηκαν» από την μητρική ελληνική γη και «αφομοίωσαν» την ηλικία της ˙ έγιναν αθάνατοι.
Αυτό το Έθνος δεν θα χαθεί, δεν θα βυθισθεί στο σκοτάδι-όχι στην δική μας «σκοπιά»-παρά τις σημερινές δύσκολες συγκυρίες · αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι ορίζοντες του μέλλοντος τότε μόνον μπορούν να ανοίξουν όταν το παρελθόν δεν έχει ξεχαστεί. Δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα για το σήμερα αν αρνούμαστε να δούμε το χθες.
Άλλωστε και μία από τις επικρατέστερες απόψεις για την ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» είναι καταλυτική αφού σχετίζεται με την ίδια την μνήμη: σύμφωνα με αυτή το «α» προτάσσεται ως στερητικό της λήθης και ας λένε οι σύγχρονες «σειρήνες» περί των ευεργετικών επενεργειών της τελευταίας. Επιπλέον η λέξη αυτή εμπεριέχει και την έννοια της υστεροφημίας αφού η μνήμη σε τέτοιου είδους επετείους επικεντρώνεται σε ηρωικά πρότυπα. Και εμείς όπως όλες οι προηγούμενες γενιές δανειστήκαμε τον τόπο αυτόν από τους μεταγενέστερους. Κριτές των πράξεών μας θα είναι «οι αγέννητοι και οι νεκροί», όπως εμείς σήμερα αποτιμούμε την προσφορά της γενιάς των βαλκανικών. Αν και δυστυχώς σήμερα βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να επιχειρηματολογούμε συνεχώς για τα αυτονόητα, εντούτοις, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να «φυλάττουμε» Θερμοπύλες. Είναι τέλος καθαρά δική μας επιλογή αν θα καταστούμε απόγονοι ή αχθοφόροι του «βαρέος» ονόματος το οποίο φέρουμε.
Ας αφήσουμε να «μιλήσει» όμως για όλα τα παραπάνω το Ναυτικό Σήμα του Ναυάρχου Κουντουριώτη, από το Θωρηκτό Αβέρωφ πριν τη ναυμαχία της Έλλης, καθώς με το αρχαιοελληνικό επιγραμματικό του ύφος, και την ιερή αγανάκτηση που αποπνέει, περιγράφει το πνεύμα που απέφερε το αποτέλεσμα των βαλκανικών πολέμων για την Ελλάδα:
«Με την βοήθεια του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθηση της νίκης, προς συνάντησιν του εχθρού του Γένους».[75]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μνήμες Πολέμου - Κεφάλαιο Γ' - Βαλκανικοί Πόλεμοι, ΓΕΣ/ΔΙΣ 2012
1 Ανχης (ΠΖ) Γεώργιος Φωτόπουλος, Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Αφιέρωμα για τα 90 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους, Ένθετο Στρτκής Επιθεώρ., ΓΕΣ/7ο ΕΓ/5, 10: Της έδινε κάτι που ήδη είχε, αφού η ένωση με τη νήσο είχε-άτυπα αλλά ουσιαστικά-γίνει με την αποδοχή των Κρητικών αντιπροσώπων στην ελληνική βουλή
Αυτή η βίβλος εκ 360 σελίδων με τις εν λόγω φωτ-φίες, συντάχθηκε βάσει αδιάσειστων στοιχείων και μαρτυριών, προς ανάδειξη-ενημέρωση, της διεθνούς κοινότητος των, βάσει οργανωμένου σχεδίου, βουλγαρικών φρικαλεοτήτων σε Αν. Μακεδονία & Θράκη με σκοπό τον εκβουλγαρισμό ή αν αυτό δεν κατορθούτο την γενοκτονία των αλλογενών & αλλοθρήσκων πληθυσμών. Αλλά οι Βούλγαροι δεν σταμάτησαν εκεί. Όπως αναφέρεται στον πρόλογο (σελ. 2) χαρακτηριστικά: «[…]. Ούτως εκδικούμενοι δια τας ήττας αυτών και αποφασίσαντες να παραδώσωσιν εν ερειποίοις παν ό,τι δεν ηδύναντο να κρατήσωσιν ως ίδιον εαυτών κτήμα, προσέθηκαν εις την ερήμωσιν ταύτην και καταστροφήν, όλας τας παραβάσεις του οίκτου και του χριστιανικού ελέους προς τους αόπλους και αθώους, όλας τας υπερβασίας της ανθρώπινης ανηθικότητος και τας ύβρεις του διεθνούς δικαίου, όσας μόνο παρ’ έθνους, μη ανήκοντος εις τας τάξεις του πεπολιτισμένου κόσμου και μη συνδεομένου δι’ αλληλεγγύης προς την ευρωπαϊκήν οικογένειαν, θα ηδύνατο τις να προσδοκήσει...». Επιπλέον στην σελ. 8 αναφέρονται τα εξής: «[…]. Ανώτεροι βούλγαροι αξιωματικοί και πολιτικοί υπάλληλοι είχον αρκετή δόση απανθρώπου αναιδείας ν’ απαντώσιν εις τους ελέγχοντας αυτούς, δια τας κατά των μουσουλμάνων (στην αρχή ακόμα) θηριωδίας των, Έλληνας κληρικούς και προκρίτους, ότι τα μέτρα ταύτα επιβάλλονται υπό του επιχειρηθέντος απελευθερωτικού αγώνος, διότι εάν αφήνοντο εν τη ζωή οι μουσουλμάνοι θα επεχείρουν βραδύτερον εναντίον της βουλγαρικής κατοχής, ό,τι και οι βούλγαροι κομιτατζήδες πρότερον εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας (!!). Επί τη παρατηρήσει δε ότι εσφάζοντο και όλως αθώα παιδία και βρέφη, απήντων ότι οι μικροί μεγαλώνουσι και είνε έργον στοιχειώδους προνοίας (!!!) να σφαγώσιν ενόσω είνε ακόμη μικροί διότι ανδρούμενοι θα καταστώσιν επικίνδυνοι.....».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου