Γράφει ο ΑΝΧΗΣ (ΜΧ) Παναγιώτης Σπυρόπουλος
Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναλυθεί εκτενέστερα η προσφορά του Υγειονομικού Σώματος, όχι μόνο διότι μετά το Πεζικό είχε κατ’ αναλογία στελεχών τις μεγαλύτερες απώλειες στον εθνικό αγώνα- ενδεικτικό του ζήλου των 1450 μόλις στελεχών του- αλλά εξαιτίας και της τιτάνιας επιτυχούς προσπάθειάς του, αντιμετώπισης της επιδημίας της χολέρας.
Κατάφερε να εμβολιάσει 500.000 περίπου ανθρώπους μεσούντων μάλιστα των επιχειρήσεων και με εμβόλια που κυρίως παρασκευάστηκαν στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στον Ελληνικό Στρατό και στον επιτόπιο πληθυσμό υπήρξαν περίπου 2.500 και 2700 αντιστοίχως κρούσματα με ποσοστό θνητότητας 20%, την στιγμή που στον βουλγαρικό και τον σερβικό στρατό τα κρούσματα ήταν υπερεξαπλάσια με ποσοστό θνητότητας 35% !! Η μαζική αυτή εφαρμογή του αντιχολεριακού εμβολιασμού ήταν η πρώτη και απέσπασε την παγκόσμια αναγνώριση.
Ελέχθη μάλιστα επιγραμματικά ότι «η ελληνική σύριγξ συνηγωνίσθη με την ελληνικήν λόγχην δια την επίτευξην της νίκης». Επίσης από τους 1100 ιατρούς που εντάχθηκαν στις τάξεις του, εθελοντές-εκτός από όλη την εγχώρια αφρόκρεμα που αριθμούσε 90 άτομα-ήταν και 85 ομογενείς από όλα τα μέρη του κόσμου (Αίγυπτο, Στ. Καρτούδης από το Παρίσι, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Οδησσό, Τραπεζούντα, Κρήτη, Δωδεκάνησα, κ.ά).
Αναλυτικότερα: οι αιγυπτιώτες Έλληνες της Αλεξανδρείας εκτός των εθελοντών της παροικίας και οικονομικών προσφορών ανέπτυξαν και μεγάλο νοσοκομείο στο Μέτωπο της Ηπείρου, ενώ εξόπλισαν και επάνδρωσαν κινητό νοσοκομείο για το μέτωπο, υπό τους χειρουργούς Στέφανο Κατσούλη και τον Σμυρνιό Απόστολο Ψαλτώφ.
Είκοσι επιπλέον ξένοι επιφανείς γιατροί, κυρίως χειρουργοί από Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και άλλες χώρες μέλη ξένων Ερυθρών Σταυρών ή άλλων ιατρικών αποστολών που χρηματοδότησαν οι δύο βασίλισσες Όλγα και Σοφία προστέθηκαν στο ιατρικό δυναμικό. Ακολούθως η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη χρηματοδότησε την μετασκευή του ελληνικού πλοίου «Αλβανία» σε πλωτό νοσοκομείο. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν δύο περιστατικά ενδεικτικά του μεγαλείου της ελληνικής ψυχής: Λεμβούχοι, αχθοφόροι και αμαξηλάτες δεν δέχονταν καμία αμοιβή από τις αποστολές ξένων Ερυθρών Σταυρών που κατέφθαναν στον Πειραιά. Επίσης όταν την 26η Οκτωβρίου 1912, ο επίτιμος Αρχίατρος και Διευθυντής του πρότυπου νοσοκομείου του ΕΕΣ της Θεσσαλονίκης καθηγητής Μαρ. Γερουλάνος, ζήτησε συγγνώμη από την ηλικιωμένη οικοδέσποινά του για την νυκτερινή αναστάτωση (λόγω πληρότητας των ξενοδοχείων), αυτή αποκρίθηκε: «Μα για ποιά αναστάτωση μιλάτε Κύριοι. Εμείς εδώ σας περιμέναμε 500 χρόνια και εσείς μιλάτε για αναστάτωση!!;;». Ταυτόχρονα οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης ίδρυσαν με πρωτοβουλία της Μητροπόλεως δεκατέσσερα μικρά νοσοκομεία ενώ η Αργυροπούλου αδελφή του Νομάρχη ζήτησε και εστάλη στα Στενά της Κρέσνας προς περίθαλψη των χολεριόντων.
Ο διάσημος χειρουργός Μαθιός Μακκάς, ο οποίος εργαζόταν ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, έσπευσε να καταταγεί στον στρατό, ακολουθώντας την προέλαση και στήνοντας νοσοκομεία κοντά στα πεδία των μαχών, ενώ ο αρχίατρος Πρασσάς με ηρωική δράση στην V ΜΠ, εξέπνευσε στον βωμό του καθήκοντος από κεραυνοβόλο μορφή χολέρας εντός των βουλγαρικών συνόρων.
Αμερικανός ανταποκριτής συγκρίνοντας το έργο της ελληνικής υπηρεσίας με το έργο των αντιστοίχων υπηρεσιών στον Αμερικανοϊσπανικό πόλεμο και στον πόλεμο του Τρανσβάαλ, έγραψε ότι οι τελευταίοι θα έπρεπε να κοκκινίσουν από ντροπή, βλέποντας τα επιτεύγματα της μικρής Ελλάδας.[48]
Επιμένοντας στην προσφορά του Υγειονομικού πρέπει επιπλέον να γίνει ιδιαίτερη μνεία, στην τεράστια και πολυσχιδή δράση της ως βοηθός χειρουργού της προαναφερθείσας αδελφής του Παύλου Μελά, Άννας. Η τελευταία έγινε στην κυριολεξία το απόλυτο σύμβολο της «Μάννας του Στρατιώτη», προσωνύμιο που την ακολουθούσε σε όλη της την ζωή, και με το οποίο πολλές φορές υπέγραφε και τα γράμματά της. Έμπνευση της η φιλοπατρία και κινητήρια δύναμή της η δίψα της για εκδίκηση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό της με ημερομηνία 25-12-12:
«[…]Η μάννα μου δεν με έκανε παρά γυναίκα, δεν μπόρεσα με το ντουφέκι να εκδικηθώ τον Παύλον, αλλά ομολογώ πως ηθικώς μέσα στο βάθος της ψυχής αισθάνομαι ζωντανή την εκδίκηση, αφού πατώ τώρα ελεύθερα την τότε σκλαβωμένη γη. Το αίσθημα αυτό είναι έτι μεγαλύτερο όταν πηγαίνω επάνω στον τάφο του.[….]».
Προς τιμήν της ανεγέρθηκε μετά τους πολέμους στην Αρκαδία με πρωτοβουλία του γνωστού της Στρατηγού Νίδερ, το «Σαννατόριο της Μάννας», για τους φθισικούς, ασθένεια που τελικά απέβη μοιραία και γι’ αυτήν, αφού μετά τους πολέμους και λόγω των κακουχιών (είχε περάσει εξανθηματικό τύφο και χολέρα) υπέκυψε το 1938 σε ηλικία 67 ετών. Μητέρα και η ίδια δύο ανηλίκων τέκνων, χήρα, άρχισε την δραστηριότητά της αυτή σε ηλικία 40 ετών, και έτρεχε πίσω από τα «ευζωνάκια της» όπως έλεγε. Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά της όσο καμία άλλη γυναίκα (Παράσημο Σταυρού Του Σωτήρος, αναμνηστικό μετάλλιο του ΕΕΣ από Μακκά κ.ά.), μετέχοντας κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή του πυρός όπου το εθνικό καθήκον επίτασσε: Βαλκανικούς, Α΄ΠΠ, Βορειοηπειρωτικό Αυτονομιακό αγώνα, Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ουδέποτε περιορίσθηκε στ’ απλά καθήκοντα της νοσοκόμας, ή στην φιλανθρωπική δράση μιας τυπικής εκπροσώπου της μεγαλοαστικής τάξεως, παρεμβαίνοντας όπου μπορούσε με τις γνωριμίες και την επιρροή της, για να αποκαταστήσει αδικίες ακόμα και για τις άδειες ή για ν’ ανακουφίσει τον πόνο του ανώνυμου-και του φυλακισμένου ακόμα- στρατιώτη. Αυτό γίνεται εμφανές και από τις επιστολές τις οποίες αντάλλασσε καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου με όλους σχεδόν τους επιφανείς Στρατηγούς (Πλαστήρα, Νίδερ, Παρασκευόπουλο, Γονατά, Πάγκαλο κ.ά.), την βασιλική οικογένεια, τον Βενιζέλο και άλλους επωνύμους (Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, Υπουργούς, πολιτευτές όπως ο Γ. Παπανδρέου κ.ά.). Υπήρξε παρορμητική και φλογερή γυναίκα ταγμένη στην ανακούφιση του πόνου του συνανθρώπου (και στην περίοδο της ειρήνης), στον εθνικό σκοπό, εχθρική προς κάθε τρυφηλότητα, όπως και όλη η οικογένεια των Μελάδων (Αξιωματικοί οι πιο πολλοί αδελφοί της). Φρονήματα τα οποία φρόντισε να τους εμπνεύσει ο πατέρας της Μιχαήλ Μελάς-σημαίνον μέλος της Εθνικής Εταιρείας-του οποίου η οικία είχε γίνει προπολεμικά κέντρο οικονομικής και υλικής αρωγής των επαναστατικών κινήσεων σε Κρήτη, Ήπειρο και Θεσσαλία.[50] Υπήρξε η μοναδική γυναίκα που ακολούθησε κατ’ εξαίρεση-με διαταγή του Στρατηγού Μπακοπούλου-τον ελληνικό στρατό (Χ ΜΠ) στην εκστρατεία μέσα στην Βουλγαρία, επανέφερε ολόκληρα βιαίως εκβουλγαρισμένα χωριά στον ελληνισμό, ενώ οργάνωσε και δύο νοσοκομεία στην Β. Ήπειρο (Γράψη και Αργυρόκαστρο) κατά τον εκεί Αυτονομιακό Αγώνα.[51]
Ανεκτίμητο μέρος της νικηφόρας εθνικής πορείας των Βαλκανικών ανήκει στο Πολεμικό Ναυτικό. Ο Ελληνικός Στόλος, με Ναύαρχο τον θρυλικό Παύλο Κουντουριώτη, έθεσε υπό τον έλεγχό του ολόκληρο το Αιγαίο, με την συντριβή του αντίστοιχου τουρκικού στις δύο ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) με τις οποίες οι Τούρκοι επεδίωξαν, προς ανακατάληψη των αιγαιακών νήσων. Οι τελευταίοι είχαν ταπεινωθεί λόγω του Αβέρωφ και πριν τον πόλεμο, όταν οι Έλληνες πλειοδότησαν έναντι αυτών για την αγορά του, παρά την προσπάθειά τους να δωροδοκήσουν τα ιταλικά ναυπηγεία που το κατασκεύαζαν για να το υφαρπάξουν.
Η προσφορά του 1/3 της τιμής του από τον Εθνικό Ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ ήταν καταλυτική. Ήταν τόσο μεγάλη η πτώση του ηθικού μετά την ναυμαχία της Λήμνου, που ο Τύπος τους εν μέσω κηρυγμένου εθνικού πένθους για την καταστροφή και τις απώλειες, προσπάθησε με φανταστικά δημοσιεύματά του, να μετατρέψει την ήττα σε νίκη. Διέδωσε ότι το «διαβολοκάραβο» (όπως αποκαλούσαν το Αβέρωφ) ρυμουλκήθηκε ως τον Πειραιά με εκτεταμένες ζημιές και ότι οι καταστροφικές βολές του Ελληνικού Στόλου διευθύνονταν από Άγγλους Αξιωματικούς.[52] -[53] Η τελευταία ναυμαχία επιπλέον απετέλεσε και την θρυαλλίδα για καταιγιστικές εξελίξεις στην Τουρκία: δεν τηρήθηκε η απόφαση του Μεγάλου Διβανίου[54] για σύναψη συνθήκης ειρήνης και δολοφονήθηκε από τους νεότουρκους ο Υπουργός Άμυνας με τις κατηγορίες του ενδοτισμού και ηττοπάθειας. Δέον να σημειωθεί ότι έκτοτε μέχρι πρόσφατα ο Τουρκικός Στόλος δεν τολμούσε να πραγματοποιήσει εξόδους στο Αιγαίο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παρακάτω απόσπασμα κειμένου του πολεμικού ανταποκριτού της εφημερίδας Daily Telegraph Λοχαγού Tsapman, ο οποίος φρόντιζε πάντοτε να είναι κοντά στην πρώτη γραμμή του Μετώπου και που αποτελεί ίσως την πιο επιτυχημένη απόπειρα ψυχογραφήματος του Έλληνα Μαχητή:
«Ο Έλληνας είναι από χαρακτήρος και εκ φύσεως, ο ποιητής των Βαλκανίων και ως ποιητής αισθάνεται μέγα θαυμασμό δια παν το μέγα ή ευγενές. Συνταγματικός ως είναι, απαρέσκεται την βία, η δε φιληδονία δεν αποτελεί μέρος της φύσεώς του. Γνωρίζον τοσούτον κατά βάθος τους Έλληνας, δεν δύναμαι να παραδεχθώ, ότι Έλλην διέπραξεν οιανδήποτε σκληρότητα και πολύ ολιγώτερον ωμότητα. Ο Έλλην είναι ποιητής στην καρδιά και σχεδόν γυναίκα στα αισθήματά του. Δεν γνωρίζω ούτε μίαν απλή περίπτωση ελληνικής σκληρότητας, καίτοι παραδέχομαι, ότι στη θέρμη της πάλης, κατά τις εφόδους δι’ εφ’ όπλου λόγχης, Έλληνες στρατιώτες, αρνήθηκαν να ευσπλαχνισθούν Βούλγαρους στρατιώτες, οι οποίοι ξαφνικά, την τελευταία στιγμή, έριχναν κάτω τα όπλα τους. Αλλά πάντοτε σεβάσθηκαν τους τραυματίες και η συμπεριφορά τους προς τους αιχμαλώτους ένα μόνο σφάλμα παρουσίασε˙ ότι ήταν αρκετά φιλόφρων και λογική»[55].
Ενισχυτική μαρτυρία των παραπάνω αποτελούν η στάση του Χασάν Ταχσίν Πασά κατά την παράδοση της Θεσσαλονίκης αλλά και η αναφορά του για την στάση του Ελληνικού Στρατού απέναντι στους αλλόφυλους και αλλόθρησκους πληθυσμούς των περιοχών που απελευθέρωνε.
«Αφού περατώθηκε στο μεταξύ η διανομή τροφίμων και πυρομαχικών στις διάφορες Μονάδες, έδωσα το σύνθημα της τακτικής πλέον υποχώρησης.[…...]Ομολογώ ότι εγκαταλείποντας το Καρατζιλάρ (Δρέπανο Κοζάνης)-για πάντα- δοκίμασα την μεγαλύτερη πικρία της ζωής μου, τόση, ώστε να μην μπορώ να καθησυχάσω τους πανικοβλημένους και έντρομους κατοίκους των περιχώρων και των κωμοπόλεων· με κλάματα και οδυρμούς παρακαλούσαν να τους επιτραπεί να ακολουθήσουν το στράτευμα που αποσυρόταν και να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντά τους, να σώσουν την ζωή τους μόνο. Όλοι με ορθάνοιχτα τα μάτια από την αγωνία ικέτευαν να ακούσουν έναν καθησυχαστικό λόγο, μία υπόσχεση, ένα βάλσαμο. Τελικά, αφού πάντως πείστηκαν ότι ο αντίπαλος δεν ήταν εκδικητικός, αλλά εμφορείτο από ανθρωπισμό και πολιτισμό και επειδή τα στρατεύματά μας υπήρχαν ακόμη σε διάφορα μέρη, όλοι σχεδόν επέστρεψαν στα σπίτια τους,……....» [56].
Ο εθνικός παλμός που χτυπούσε τότε δονούσε όλες τις καρδιές το ίδιο, ανεξαρτήτως τάξεως, οικονομικής επιφανείας ή άλλου διαχωρισμού. Σταχυολογώντας, βρίσκουμε με ημερομηνία καταγραφής τις 26 Σεπτεμβρίου 1912 στο Ημερολόγιο του Απόστολου Ηλία Πουλόπουλου, Στρατιώτη του 10ου Λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού: «Αποχαιρετισμός εις το σπίτι. Εις Ζάππειον παρετάχθημεν και εφωτογραφήθημεν. Πλήθος μας περιστοίχιζε. Περί την 11 ανεχωρήσαμεν διά τον γύρον Ακροπόλεως, διήλθομεν έμπροσθεν του εργοστασίου το οποίον απεχαιρέτισα ελπίζων εάν επανερχόμην σώος να το μεγαλώσω,[….]» [57] . Από το απόσπασμα γίνεται εμφανές ότι πρόκειται για εργοστασιάρχη!
Ο Λορέντζος Μαβίλης, ποιητής αριστοκρατικής καταγωγής, έχοντας πολεμήσει το 1896 - μετά από σπουδές 14 ετών στην Γερμανία -στην αγαπημένη του Κρήτη, το 1897 στην Ήπειρο με αντάρτικο σώμα το οποίο είχε συγκροτήσει ο ίδιος με δικά του χρήματα, και μην μπορώντας να αφήσει τον εαυτό του μακριά από τον πόλεμο, ζητά εκ νέου να καταταγεί ως απλός στρατιώτης. Δεν γίνεται όμως δεκτός λόγω ηλικίας: ήταν ήδη 52 ετών. Επίμονος καθώς ήταν, κατατάχθηκε στο Γαριβαλδινό Σώμα του Ρώμα με τον βαθμό του Λοχαγού και στις 28 Νοεμβρίου 1912 ξεψύχησε στον Δρίσκο στα χέρια της εθελόντριας νοσοκόμας Ασπασίας Ράλλη κόρης του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη [58].
Μπορούμε να ισχυριστούμε εδώ ότι ο θάνατος του Μαβίλη ήταν ο εμβληματικότερος θάνατος των βαλκανικών πολέμων, και ο οποίος ενέπνευσε όλο το Έθνος και όχι μόνο τον Έλληνα Μαχητή, στεκόμενος τηρουμένων των αναλογιών, δίπλα στην ιερή σκιά του μάρτυρα-συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνα, Παύλου Μελά.
Ο Άγγελος Σικελιανός που επιστρατεύθηκε ως απλός στρατιώτης, δημοσίευσε ποιήματα που δονούνται από συναισθηματική και πατριωτική έξαρση και τα οποία αναδημοσιεύονται ως ξεχωριστή ενότητα με τίτλο «Επίνικοι Α΄: 1912-1913», στην συλλογή «Λυρικός Βίος». Συγκλονισμένος μάλιστα από τον θάνατο του Μαβίλη, δημιούργησε τα ποιήματα «Μαβίλης», «Προσευχή στα Γιάννενα» και «Στα Γιάννινα».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει το βιβλίο «Πόλεμος» που τονίζει τα θετικά των βαλκανικών πολέμων, ενώ αφιερώνει μια από τις πατριωτικότερες Αθηναϊκές Επιστολές του στον Μαβίλη, αφιερωμένη στον «Ήρωα ποιητή».
Ο Στρατής Μυριβήλης, 22 χρονών φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, παρουσιάζεται με άλλους φοιτητές από την υπόδουλη ακόμα τότε στους Τούρκους Μυτιλήνη στον Ελευθέριο Βενιζέλο και του ζητούν να υπηρετήσουν ως εθελοντές. Έλαβε μέρος και στους δύο βαλκανικούς πολέμους. Οι εκατόμβες θυσιών στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, όπου και τραυματίσθηκε στο αριστερό του πόδι, τον σημάδεψαν σε τέτοιο βαθμό ώστε κάνει αναφορά σε αυτή στα 5 από τα 7 αφιερωμένα στους Βαλκανικούς διηγήματά του: Κιλκίς, Το Σακκί, Ο Τύμβος, Νικημένος Ήρωας, Φυλάκιο Βήτα Δύο.
Ο χρυσός ολυμπιονίκης της Στοκχόλμης του 1912 και παγκόσμιος πρωταθλητής στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς, Κωνσταντίνος Τσικλητήρας, αθλητικό ίνδαλμα του ελληνισμού από την Πύλο, σπεύδει να καταταγεί ως απλός στρατιώτης. Αρνούμενος οποιαδήποτε προνομιακή μεταχείριση, προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα πιθανότατα στο μέτωπο της Θεσσαλίας, και άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα σε ηλικία 25 ετών, στις 10 Φεβρουαρίου 1913. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του αντίκτυπου της θυσίας του αρκεί να σκεφθούμε ότι το επόμενο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο η πατρίδα μας το πανηγύρισε 80 χρόνια μετά, το 1992 !![59]
Τα γνωστά μανιάτικα μοιρολόγια «εναρμονίσθηκαν» με τα γεγονότα, ωστόσο στον Μανιάτη ο πόνος του θανάτου υποχωρεί προ της επιταγής για την εκπλήρωση του χρέους του πολεμιστή για την Πατρίδα. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο μοιρολόι:
Διασώζεται επίσης μια μαρτυρία από τον Κύπριο εθελοντή Κυριάκο Κυριακίδη, για έναν Μανιάτη πατέρα πέντε στρατιωτών, ο οποίος γράφοντας στους γονείς του αναφέρει: «[…]Μεταξύ των εδώ όμως Ελλήνων υπάρχουν ευτυχέστεροι από σας διότι και πέντε και εξ υιούς έστειλαν εις την μάχην. Συνήντησα εις τας Αθήνας έναν Μανιάτην, όστις μοι εζήτει πληροφορίας περί του φονευθέντος υιού του όστις ήτο μαζί μου. Ο πατήρ ούτος είχε πέντε τέκνα στον πόλεμο και τα τρία έπεσαν ηρωικώς μαχόμενα. Όταν τω είπον ότι και ο τέταρτος έπεσε απεκρίθη υπερηφάνως: ‘Για την πατρίδα τους εγέννησα’ ˙ ώστε χαίρετε και εσείς».[60]
Υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις που θύμιζαν τραγωδία του Αισχύλου όπως αυτή του Μεράρχου του Αποσπάσματος Ηπείρου, Καλλάρη που έχασε τον υιό του:
«Μανολιάσα Ιωαννίνων, 7 Δεκεμβρίου 1912: […]Νεαρός ανθυπολοχαγός ο υιός του Στρατηγού ήτο επί τρεις ημέρας ασθενής και εκοιμάτο εις την σκηνήν του πατρός του. Ανήκεν εις ένα λόχον […]ο οποίος εμάχετο [..]εις την πρώτην γραμμήν. Την 5ην Δεκεμβρίου ο πυρέσσων αξιωματικός μαθών τα συμβαίνοντα εδήλωσεν εις τον Στρατηγόν ότι θέλει να σπεύση εις το σώμα του. Ο ιατρός δεν συνεφώνει, αλλ’ ο Μέραρχος επέτρεψε.[…..] Την πρωίαν ο Επιτελάρχης της Μεραρχίας[…] ανέλαβε το θλιβερόν βάρος ν’ αναγγείλη εις τον Στρατηγόν και πατέρα την στυγνήν είδησιν. Εισήλθεν εις την σκηνήν και έμεινε περί τα πέντε λεπτά προσπαθών να εύρη τρόπον να εκφρασθή.
Ο Μέραρχος αντιληφθείς περί τίνος επρόκειτο ηρώτησεν ανήσυχος: Μα επί τέλους, πέστε μου: Επληγώθη ή εσκοτώθη; […..] Είχε φονευθή ο λοχαγός του και αυτός ως ανθυπολοχαγός ανέλαβε την διοίκησιν του λόχου του: ‘Οι άνδρες ήρχισαν να ζαλίζωνται από τας σφαίρας και τας οβίδας. Ο νέος Καλλάρης σηκώνεται όρθιος, σύρει το ξίφος του, ορμά εμπρός και παρασύρει ενθουσιώντα πλέον τον λόχον του εις ηρωικήν επίθεσιν. Μία σφαίρα εύρε τον ανθυπολοχαγόν εις το μέτωπον και τον εφόνευσεν’. Ο Στρατηγός με σκυθρωπήν σοβαρότητα ήκουσε την ιστορίαν του θανάτου, του παιδιού του. Κατόπιν ηρώτησε: ‘Τον έχετε εδώ;’ Χωρίς ν’ απαντήση ο Επιτελάρχης ωδήγησε τον Στρατηγόν προ του πτώματος του υιού του.
Ο Καλλάρης απεκαλύφθη. Συνηθροίσθησαν οι αξιωματικοί και με δακρυσμένα μάτια εμιμήθησαν τον αρχηγόν των. Κατόπιν ο Στρατηγός κύπτει, ασπάζεται το αιματωμένον μέτωπον του παιδιού του και λέγει μετά της μεγαλειτέρας ηρεμίας: ‘Η ήμερα αυτή, παιδί μου, είνε ημέρα ευτυχίας διά τον στρατηγόν και δυστυχίας διά τον πατέρα. Ανθυπολοχαγέ Καλλάρη! εξετέλεσες λαμπρά το καθήκον σου. Εύγε, αιωνία σου η μνήμη, παιδί μου!’ Και επανέλαβον οι παριστάμενοι δακρύοντες: αιωνία σου η μνήμη. Ο Στρατηγός εστράφη κατόπιν προς τον υπολοχαγόν Τσακμάκην: ‘Φροντίσατε, παρακαλώ, διά την κηδείαν τού παιδιού μου’. Και προς τον δεκανέα ακόλουθόν του: ‘Φέρε την φοράδα μου. Οι κύριοι αξιωματικοί επί των ίππων!’ Καθ’ όλην την ημέραν διηύθυνε την μάχην, μίαν από τας λυσσωδεστέρας. Το βράδυ αργά επέστρεψε, κατέβη του ίππου του, εισήλθεν εις την σκηνήν του, έσφιξε το μέτωπον και έκλαυσεν ως πατήρ, ως άνθρωπος, αφού ως στρατηγός εξετέλεσε σπαρτιατικιώτατα το καθήκόν του».[61]
Είναι αντιληπτό ότι με τέτοιους «συμμαχητές», το ηθικό του Έλληνα Στρατιώτη ήταν «χαλύβδινο». Αναμενόμενη λοιπόν η απαίτηση των τραυματιών να επιστρέφουν στις Μονάδες, μετά την επίδεσή τους στους σταθμούς Α΄ Βοηθειών, αρνούμενοι «προτού πέσει το Κιλκίς» να διακομισθούν στο νοσοκομείο.[62] Αυτός ο παροξυσμός γενναιότητας και αυταπάρνησης παρατίθεται χαρακτηριστικά στα παρακάτω αποσπάσματα:
«[…]Ερωτώμεν ένα εξ αυτών, τον οποίον κατέκλινεν η σύζυγός μου διά να βοηθήση ολίγον τας κυρίας, εάν πονή πολύ. ‘Ε!... τι σημαίνει; απαντά. Για την Πατρίδα!’ Ένας άλλος έχει το πρόσωπον συνεσπασμένον. ‘Δεν είνε από τον πόνο, λέγει, είνε από λύσσα… γιατί έπεσα πολύ γλήγορα… γιατί δεν θα μπορέσω να πολεμήσω πεια πριν τελειώση ο πόλεμος’. Εις ένα παραπλεύρως δωμάτιον ακούεται είδος ψυχορραγήματος. Είν’ ένας εύζωνος του οποίου μία τουρκική σφαίρα διεπέρασε τον τράχηλον και τον λαιμόν. Εχρειάσθη να εγχειρησθή αμέσως και τώρα αναπνέει διά μικρού μεταλλίνου σωλήνος ο οποίος έχει εισαχθή εις τον λαιμόν, κάτω από την σιαγόνα. Πονεί φρικωδώς, το σώμα του τινάζεται διαρκώς και το ισχνανθέν πρόσωπόν του συσπάται κάθε ολίγον. Χθες ο ηρωικός εύζωνος έδωκε διά σχημάτων να εννοηθή ότι ήθελε να γράψη. Και εις το τεμάχιον του χάρτου που του εδόθη εχάραξε: Πότε θα γείνω καλά;… Θέλω να ξαναπάω[…]»[63]
Από τους συντάκτες των ιδιότυπων αυτών «απομνημονευμάτων», διακρίνει κανείς εκείνους που ήδη από τον Μακεδονικό Αγώνα είχαν έλθει σ’ επαφή με Τούρκους και Βουλγάρους και εκείνους που για πρώτη φορά τους αντιμετώπιζαν. Μεγαλύτερη εχθρότητα και μίσος διαφαίνεται εναντίον των Βουλγάρων παρά εναντίον των Τούρκων. Και αυτό λόγω της πρόσφατης αντιπαλότητας στον Μακεδονικό Αγώνα, τις ειδεχθείς πράξεις των πρώτων όταν αποχωρούσαν από τις ελληνικές περιοχές, αλλά και από τις εξελίξεις των επιχειρήσεων που εδραίωσαν στον Ελληνικό Στρατό την αίσθηση της «υπεροχής του νικητή». Άλλωστε οι Τούρκοι υποχωρούσαν συνεχώς, ενώ ελάχιστες ήταν οι ανθελληνικές βιαιότητές τους.
Απόδειξη μάλιστα των αισθημάτων που κατέλαβαν και αυτούς τους ίδιους τους Τούρκους, εναντίον των Βουλγάρων, είναι η στην εφημερίδα «Temps»των Παρισίων, δημοσιευθείσα συνέντευξη της 7/20 Ιουλίου του Χασάν Ταχσίν Πασά (ο οποίος και προτίμησε να παραδώσει την Θεσσαλονίκη στους πρωτοεισελθόντες στην πόλη, Έλληνες παρά στους, με δόλο εισελθόντες παρά τα συμφωνηθέντα, Βουλγάρους) που την παραθέτει ο Γερμανός δημοσιογράφος Max Harden στο περιοδικό «Το Μέλλον»:
«Η συνείδησίς μου μου επιβάλλει το καθήκον, όπως άνευ επιφυλάξεως αποδώσω πλήρη τιμήν εις την στάσιν των Ελλήνων, εις τε τας στρατιωτικάς αρχάς και εις τας πολιτικάς. Αρκεί να ληφθεί υπ’ όψιν τι ήσαν αι Σέρραι, η Ξάνθη, η Καβάλλα, το Δεδέαγατς και όλα τα εδάφη του Αιγαίου από της Θεσσαλονίκης μέχρι της Αίνου, και αρκεί να συγκριθώσι προς όλα τα κατεχόμενα υπό του Ελληνικού Στρατού, ίνα εννοηθεί η ριζική διαφορά η χωρίζουσα την ελληνική από της βουλγαρικής[….]Πιστεύω, ότι Ο Θεός ηθέλησε να σώσει πληθυσμόν υπερβαίνοντα τας 200.000 ψυχών». (εννοώντας βέβαια και τους Τούρκους). [64]
Στις πρώτες συγκρούσεις με τους Βουλγάρους, πριν τη γενίκευση των εχθροπραξιών, συμμετείχε και ο Λοχαγός Μανωλάκης με το Λόχο του 19ου Σ.Π., που έμελλε να γίνουν θρυλικοί, αφού αψηφώντας τον θάνατο, θυσιάστηκαν υπακούοντας στο ορμέφυτο της εκδίκησης και του μένους εναντίον των Βουλγάρων.
Οι άνδρες του Λόχου αυτού λόγω του άκρατου ενθουσιασμού που τους ενέπνευσε ο εκφωνηθείς -από τον Λοχαγό τους- λόγος λίγες μόνο στιγμές πριν την έναρξη του αγώνα, όρμησαν έχοντας καταληφθεί από τέτοια φρενίτιδα εναντίον των Βουλγάρων, ώστε αψηφώντας το φονικότατο και πυκνό πυρ βρέθηκαν σε απόσταση δύο μόνο χιλιομέτρων από τις εχθρικές γραμμές, κυκλωμένοι από παντού, σχεδόν πολιορκούμενοι. Σε πρόσκληση του Βουλγάρου διοικητού να παραδοθούν, οι στρατιώτες αλλόφρονες απάντησαν δι’ ομοβροντιών. Οχυρώθηκαν πίσω από φυσικά προχώματα και τότε άρχισε ένας απεγνωσμένος αγώνας, άγριος, ενός προς δέκα. Κάθε ελπίδα σωτηρίας γι’ αυτούς είχε πλέον εκλείψει, τα πολεμοφόδιά τους τελείωναν και αι εχθρικές γραμμές, ολοένα τους προσέγγιζαν. Όλοι- εκτός από δύο που ο ήρωας Λοχαγός έστειλε ως αγγελιαφόρους-θυσιάστηκαν αφού έριξαν και την τελευταία τους σφαίρα, διάτρητοι στο σώμα από άπειρες εχθρικές σφαίρες.
Την θυσία αυτή διέσωσαν οι παραπάνω επιζήσαντες μέσω της αφηγήσεως τους και της επιστολής, του μη υπάρχοντος πλέον Λοχαγού τους, που εγχείρισαν στον Μέραρχο κατορθώνοντας να φθάσουν ημιθανείς εκ του καμάτου και η οποία λακωνικά ανέφερε: [65]
«Αποθνήσκω μετά του Λόχου μου, σώζων την τιμή της Πατρίδος και εξαγοράζων την ζωήν των ανδρών μου με την εξολόθρευσιν ολοκλήρων ταγμάτων βαρβάρων. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ».
Στο ίδιο ύφος παρατίθεται μία ακόμη μαρτυρία από τον Γεώργιο Χριστόπουλο:
« ‘Ακούστε, μου λέει κάποιος, κ. επιλοχία πώς σκοτώθηκε ο Τσούνης. Σε μια επίθεση σε κάποιο ύψωμα του Πιεσόβου διετάχθη ο λόχος να το καταλάβη. Ο Τσούνης προχωρούσε εκ των πρώτων, φθάνει πρώτος εις το ύψωμα. Εκείνη τη στιγμή επετίθετο και ένας Βούλγαρος και ρίχνεται κατά του Τσούνη, όστις όπως είχε εφ’ όπλου λόγχη, τον διαπερνά, το ίδιο κάνει και ο Βούλγαρος, και έτσι τους βρήκαμε λογχισμένους και όρθιους νεκρούς και κατά ένα παράδοξο τρόπο επάνω στα όπλα των, που ήσαν διασταυρωμένα με τας λόγχας εις τα στήθη των’. Έτσι ηρωικότατα έπεσε ο Τσούνης, τον οποίον εθεωρούσαμε ανεπίδεκτον. Είχε θυμόν ψυχής, αυτό που είπε ο Βούλγαρος αρχιστράτηγος μετά τον πόλεμον (μάλλον εννοεί τον Σαβώφ), ‘Όλα τα υπολογίσαμε εκτός όμως του θυμού της Ελληνικής ψυχής’».[66]
Σημαντικότατα είναι επίσης τα απομνημονεύματα του Κυπρίου εθελοντή Βάσου Σωτηριάδη, ο οποίος πολέμησε στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά και «θησαυρίζει» μια συγκλονιστική, σχεδόν παροξυσμική μαρτυρία για τον Έλληνα Μαχητή, ενός αιχμαλώτου Βούλγαρου Ταγματάρχη ο οποίος αρνούνταν να δώσει το όνομά του:
«Λόγοι που δεν δύναμαι να είπω την στιγμήν αυτήν με αποτρέπουσιν,…. ή μάλλον το όνομά μου θα μάθετε αργότερα…Τώρα και εγώ ο ίδιος αγνοώ αυτό,….ευρίσκομαι εις άγνοια του εαυτού μου![...] Και όμως είχον γενναίους στρατιώτας! Εψιθύρησεν. Αλλά τα προχώματά μου αυτά! Και η πυγμή του αποσπασθείσα από της κεφαλής αφήκε τον δείκτην επί του χάρτου του. Τα σκεπαστά οχυρώματά μου! Πόσον δίκαιον είχον οι Γερμανοί καθηγηταί μου όταν τους ήκουσα να λέγουν: ‘Το ισχυρότερον όπλον του στρατού εν πολέμω είναι η υπερηφάνεια και το ακέραιον του χαρακτήρος και το καθαρόν και ευθύ της συνειδήσεως…….Μη προκαλήτε ποτέ δια των πράξεών σας ή δια κακής συμπεριφοράς σας την οργή του αντιπάλου σας. Διότι ούτω αφοπλίζετε την συνείδησή σας στερούμενοι του ηθικού σας, ενώ ο εχθρός οπλίζεται δι’ όπλου ακαταμαχήτου, της οργής και του μίσους!
Συγνώμην υπερήφανοι στρατιώται. Όταν είναι κανείς αιχμάλωτος προ των εχθρών του όσον ηρωικοί άνδρες και αν είναι ούτοι πρέπει να είναι αυτός πολύ αφιλότιμος δια να θέλει να νομισθή απ’ αυτούς παραληρών και παράφρων. Δεν είμαι τοιούτος. Είμαι πιστεύσατέ με σας παρακαλώ, ή τουλάχιστον νομίζω ότι είμαι χαρακτήρ τοιούτος, ώστε όχι μίαν αλλά και δέκα ψυχάς εάν είχον θα τας εθυσίαζα δια να μην είμαι εις την θέσιν που ευρίσκομαι και με βλέπετε τώρα. Αλλά η ταχύτης, το θάρρος και η ορμή σας εγύμνωσαν τον χαρακτήρα μου από τα ιδιώματά του αυτά. Εάν είναι απελπιστικόν είναι όμως και ουχί λιγότερον γοητευτικόν να έχη τις να κάμη με εχθρούς όπως σείς. Νομίζω ότι εάν ποτέ μου ήτο δυνατόν να μεταβώ εις τας τάξεις του στρατού μου, θα εφόνευα εγώ ο ίδιος με τα χέρια αυτά που βλέπετε, τον Βούλγαρον εκείνον στρατιώτην τον οποίον όχι μόνον θα έβλεπα, αλλά και θα ήκουα απλώς ότι εκακοποίησεν Έλληνα στρατιώτην….
Ξεύρετε έχει κάποιο μεγαλείον-σας το ορκίζομαι-να έχει τις, (τις) περιποιήσεις, να πίνη κανείς και νερόν έστω από τα χέρια εκείνων των οποίων ο ηρωισμός αφώπλισε και ετύφλωσε την ψυχήν του,[…]Όταν ορμήσατε για την επίθεσιν ενόμιζα ότι ο ορίζων αστράπτει και όταν εδοκίμαζα να αντεπιτεθώ μια σατανική και προδοτική δύναμις έσφιγγε την ψυχήν μου και εδέσμευε τα χέρια μου! Θεέ μου εγώ προδότης! Αλλ’ ενόμιζα ότι η θέσις μου δεν έπρεπε να είναι τοιαύτη ώστε να με τοποθετήση εις αυτήν ένας μεγάλος παράφρων όπως ο Δάνεφ (εννοεί τον φιλοπόλεμο Βούλγαρο Πρωθυπουργό)[....] Και επρόσθεσεν κατ’ εμαυτόν ελαφρά και ησύχως. Οπόσον εξευτελιστική είναι πραγματικώς η θέσις μου… Να λοιδορώ και την κυβέρνησίν μου ενώπιον του εχθρού μου[…]»
Ένα γράμμα τέλος που βρέθηκε στην τσέπη ενός νεκρού της μάχης του Κιλκίς και που συγκεφαλαιώνει το ήθος, τη λεβεντιά και το μεγαλείο της λαϊκής ψυχής των μαχητών και κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ανώτερο από όλα τα περισπούδαστα κείμενα των μορφωμένων και πρέπει να ανασυρθεί από την αφάνεια. Παρά τα ορθογραφικά του λάθη αποτελεί ένα φιλολογικό μνημείο:
«Ίνε τώρα δυο μέρες Αγαπημένη μου Βασιληκούλα, που κάμωμε πόλεμο με αυτά τα παληόσκυλα. Μας βαρούνε πολί με ουβίδες. Χάθ’καν πουλά πεδιά θκάμας. Παϊ κι’ η Γιανς’ μας τον πήρε ουβίδα του κεφάλι. Τόρα περιμένουμ’ σε μια ρεματιά να ξαπουστάσουμ’ λιγουλάκι κι σου γράφο.
Βασιλήκούλα σι χάνο για την Πατρίδα. Αυτό το χουριό που θέλουμε να πάρουμ του λεν Κιλκίδα κι λεν πως το μουσχάρι θα πλέξ’ στο έμα. Έχο ένα έστημα πως κιεγώ θα πάγο να φάγο κούμαρα να βρω τον παπούλημ’, αλά μη κλαψς Βασιληκούλαμ. Άμα ήνε για την Πατρίδα δάκρια δεν εχ’. Κλάματα μονάχα για όσους ψοφούν στο στρόμα. Θημάσε τι έλεγε κι Μήτρος του Παππούλ’ για τσγνέκες τον παλιό κερό στη Σπάρτ’: ή τας ή επί τας. Κλάματα δεν θέλο, ντροπής πράγματα να σκούζτε για μας εδώ τσβουλγαροκτόν’, εγδικιτάδες ντιπ κι για ούλες τσατιμίες που πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο ένα κερί στην άγια Παρασκεβί φταν’.
Για διαθήκ’ ίνε τα πεδάκια μας. άμα μιγαλόσν’ε να παν κιφτά στον πόλεμο, στην Πολ’ με τον βουλγαροχτόνο βασιλιά μας να μνημονεύουν’ε τον τάφουμ’ μι έμα.
Σε φιλό Βασιληκούλαμ’ πολύ. Για χαρά για τη Πατρίδα Αντρέας
Π’ το ρέμα Κιλκίδας» [68]
Ολα τα παραπάνω αισθήματα λαϊκής αγανάκτησης και απέχθειας συνοψίζονται στην επιστολή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, οποίος έκρινε σωστά για την τύχη της παρέμβασης της Ρωσίας για ειρήνευση (με διακοίνωση στις 10 Ιουλίου), στην οποία η Βουλγαρία απελπισμένη κατέφυγε. Προνοώντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα στέρξουν να την υιοθετήσουν τηρώντας στάση αναμονής για τους ίδιους λόγους άλλωστε που δεν απέτρεψαν εξ αρχής τους Βαλκανικούς πολέμους, γράφει στον ΥΠΕΞ Κορομηλά: «[…] Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η λύση που θα μπορούσε να δώσει η Ρωσία ή οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις πριν από τον πόλεμο, θ’ αποτελούσε στη πραγματικότητα σπέρμα πολέμου, ο οποίος θα ξεσπούσε αναπόφευκτα μετά από ελάχιστα χρόνια. Το μεγάλο σημερινό πλεονέκτημα είναι ότι θα μπορούμε να ήμαστε ήσυχοι από τη πλευρά των Βουλγάρων επί γενεές ολόκληρες. Και αυτό το πλεονέκτημα δεν επιτρέπεται να χαθεί. Οπωσδήποτε να μη συνεναίσετε σε σύναψη ανακωχής πριν διαβουλευθείτε μαζί μου.
CeretumcenseoBulgarianessedelendam (κατά τα άλλα φρονώ ότι η Βουλγαρία πρέπει ν’ αφανισθεί (παραλλαγή της φράσης του Αννίβα)» [69] -[70].
συνεχίζεται
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου