Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών
Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση ακολουθεί και ο μεγάλος κανονολόγος Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης (18ος αι.) στο Πηδάλιο: «Τούτους δε πάντας ούτω δεχόμεθα μη αναβαπτίζοντες, επειδή κατά τον Ζωναρά κατ’ ουδέν ημίν διαφέρονται, αλλ’ επίσης τοις ορθοδόξοις βαπτίζονται. Τους δε Αρειανούς και Μακεδονιανούς αιρετικούς φανερώς όντας, εδέχθη χωρίς αναβαπτισμού ο Κανών οικονομικώς, κατά α΄. μεν λόγον διά το πολύ πλήθος όπου ήτο τότε των τοιούτων αιρετικών. Κατά β΄. δε λόγον, και διατί επίσης ημίν εβαπτίζοντο. Τους δε Ευνομιανούς όμως, οίτινες εις μίαν κατάδυσιν βαπτίζονται … ως Έλληνας δεχόμεθα, ήτοι ως πάντι αβαπτίστους»[25]. Επίσης στην ερμηνεία του Αποστ-46 ο Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης σημειώνει: «Εκείνοι μεν οι αιρετικοί, των οποίων εδέχθησαν το βάπτισμα, εφύλαττον απαράλλακτον και το είδος και την ύλην του βαπτίσματος των Ορθοδόξων, και εβαπτίζοντο κατά τον τύπον της Καθολικής Εκκλησίας. Εκείνοι δε οι αιρετικοί, των οποίων το βάπτισμα δεν εδέχθησαν, επαραχάραξαν την τελετήν του βαπτίσματος και διέφθειραν, ή τον τρόπον του είδους, ταυτόν ειπείν των επικλήσεων, ή την χρήσιν της ύλης, ταυτόν ειπείν των καταδύσεων και αναδύσεων … διατί ουν οι ισοδύναμοι όντες κατά τας αιρέσεις, δεν απεδέχθησαν και ισοδυνάμως από την σύνοδον; Φανερόν είναι ότι οι μεν Αρειανοί και Μακεδονιανοί εβαπτίζοντο απαραλλάκτως, ως και οι ορθόδοξοι, εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις, και εις τρεις επικλήσεις της αγίας Τριάδος, χωρίς να παραχαράζουν ούτε το είδος των επικλήσεων, ούτε την ύλην του ύδατος … Οι δε Ευνομιανοί παραχαράξαντες τον τρόπον της ύλης του βαπτίσματος, εις μίαν μόνην κατάδυσιν εβαπτίζοντο. ως αυτά τα λόγια επί λέξεως έχει του κανόνος»[26].
Παρόμοια προσέγγιση με τον Άγ. Νικόδημο και τους βυζαντινούς κανονολόγους έχουμε και από τους λοιπούς Κολλυβάδες Αγίους Πατέρες και σημαντικούς μεταβυζαντινούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς (Άγ. Αθανάσιο Πάριο, Κωνσταντίνο Οικονόμου, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, Ευστράτιο Αργέντη, Ευγένιο Βούλγαρη, Χριστόφορο Αιτωλό, Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο, τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Ε΄, Σωφρόνιο Β΄, Προκόπιο, Καλλίνικο Ε΄ και Γερμανό), αλλά και από τη Σύνοδο της Μόσχας του 1620, της Κωνσταντινουπόλεως του 1722 με τη συμμετοχή των Πατριαρχών Αντιοχείας Αθανασίου Δ΄ και Ιεροσολύμων Χρυσάνθου, καθώς και τη Συνοδική Επιστολή του 1878[27].
Στο αυτό πνεύμα η Σύνοδος των τριών Πατριαρχών της Ανατολής του 1755/6, (Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίος και Ιερουσολύμων Παρθένιος), στον περίφημο όρο της αποφαίνεται: «τη τε δευτέρα και πενθέκτη αγίαις οικουμενικαίς συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις, και καταδύσεις, και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι, τη ορθοδοξία προσιόντας».
β) Επίσης, στερείται θεολογικού-κανονικού ερείσματος και ο άλλος ισχυρισμός του κ. Δημακόπουλου ότι «κανένας βυζαντινός κανονολόγος ή αντιρρητικός θεολόγος δεν θεώρησε ποτέ τα λάθη της λατινικής θεολογίας, όπως το filioque, ήταν τόσο σημαντικά ώστε να απαιτούν αναβαπτισμό. Ούτε ο Βαλσαμών, ούτε ο Χωματιανός… ούτε καν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός δεν διατύπωσε ποτέ την άποψη ότι οι Λατίνοι θα πρέπει να αναβαπτίζονται». Βέβαια οι κανόνες αναφέρονται και συνεκτιμούν και την πίστη των αιρετικών (μιλούν για «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας»). Όμως η πίστη της αίρεσης ή η εγγύτητά της προς την πίστη της Εκκλησίας δεν είχε για τις Συνόδους πρωταρχική σημασία στην εφαρμογή της οικονομίας. Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία στις σοβαρές αντιτριαδικές αιρέσεις των Αρειανών (ειδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στην Ζ΄ Οικουμενική) και των Πνευματομάχων με τις αυστηρές καταδίκες και αναθεματισμούς από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους.
Την ίδια οικονομία εφαρμόζει και στους «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας» με τους οποίους δεν υπήρχαν θεολογικές διαφορές στα βασικά δόγματα της πίστεως, αλλά μόνο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και λατρείας (πχ. οι Τεσσαρακαιδεκατίτες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του Νισσάν, οι Καθαροί δεν αποδέχονταν το β΄ γάμο και τη μετάνοια στους πεπτωκότες). Αντίθετα, ενώ στους Αρειανούς εφαρμοζόταν η οικονομία, στους ομοπίστους με αυτούς Ευνομιανούς τηρούνταν η ακρίβεια (βάπτισμα), διότι αυτοί βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση! Όπως είπαμε, τους Καθαρούς, οι οποίοι, κατά τον Ζωναρά, «ου περί την πίστιν εσφάλλοντο, αλλ’ εις μισαδελφίαν, και άρνησιν μετανοίας τοις παραπεπτωκόσι και επιστρέφουσι», τους δέχονταν με λίβελο και χρίσμα, ενώ τους καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους Νεστοριανοὺς, Εὐτυχιανιστάς καὶ Σεβηριανούς καὶ «τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων» μόνο με λίβελο, χωρίς χρίσμα.
Η Εκκλησία, λοιπόν, απαιτούσε μόνο: η βάπτιση στην αιρετική Κοινότητα να είχε γίνει στο όνομα της Αγ. Τριάδος και να είχε τηρηθεί ο ορθός βαπτισματικός τύπος. Επειδή τις δύο αυτές προϋποθέσεις, αρχικά, τις πληρούσε η Ρώμη (δεν είχε γενικευθεί το ράντισμα), ανεξάρτητα με τις αιρετικές διδασκαλίες που είχε αποδεχθεί (πολύ λιγότερες από όσες αιρέσεις διδάσκει σήμερα επισήμως), για το λόγο αυτό «ούτε ο Βαλσαμών, ούτε ο Χωματιανός… ούτε καν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός δεν διατύπωσε ποτέ την άποψη ότι οι Λατίνοι θα πρέπει να αναβαπτίζονται», αλλά γίνονταν δεκτοί με την κατ’ οικονομία πράξη, αφού πληρούσαν - τότε - τις κανονικές προϋποθέσεις[28]. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την εν Τριδέντω Σύνοδο (1545-1563), στην οποία θεσμοθετήθηκε επίσημα ως κανόνας για ολόκληρη την παπική Δύση το διά ραντισμού ή επιχύσεως βάπτισμα. Από τότε δημιουργήθηκε σοβαρό θέμα στο αν μπορεί να εφαρμοστεί στους Λατίνους η οικονομία, αφού έπαψαν να πληρούν την κανονική προϋπόθεση του ορθού βαπτιστικού τύπου: ούτε τη μία κατάδυση των Ευνομιανών δεν κάνουν…
Το ζήτημα λύθηκε με την κοινή Πατριαρχική απόφαση, τον περίφημο Όρο της Συνόδου του 1755/6 των τριών Πατριαρχών της Ανατολής Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίου και Ιεροσολύμων Παρθενίου, με τον οποίο οι εκ της λατινικής αιρέσεως γίνονται κατ’ ακρίβεια δεκτοί με βάπτισμα, διότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των Β-7 και Στ-95. Η απόφαση αυτή είναι εν ισχύει, διότι δεν έχει αρθεί μέχρι σήμερα[29].
Η απόφαση της Συνόδου του 1755/6 δεν άρεσε καθόλου στους πανίσχυρους στην Υψηλή Πύλη Λατίνους (Ιησουίτες και πρεσβευτές των δυτικών Δυνάμεων, ιδιαιτέρως της Γαλλίας) οι οποίοι, σύμφωνα με τον Μητρ. Αίνου Γερμανό, «πολλά και ποικίλα απειλούντες παρέπεισαν τινάς των αρχιερέων, των ευγενών και προκρίτων του ημετέρου Γένους, ίνα εξωθήσωσι του θρόνου τον Κύριλλον»[30]. Έτσι ορισμένοι Μητροπολίτες, κατά τον Ranciman, «βρέθηκαν να έχουν γίνει σύμμαχοι με τους απεσταλμένους των καθολικών δυνάμεων»[31] και να συμπράξουν στην εκθρόνιση του Κυρίλλου προς μεγάλη θλίψη τού λαού της Κωνσταντινουπόλεως. Για τις μεθοδεύσεις αυτές των Λατίνων και των λατινοφρόνων στην εκθρόνιση του Κυρίλλου Ε΄ σιωπά ο κ. καθηγητής…
Συμπερασματικά: μελετώντας με προσοχή και σεβασμό την κανονική παράδοση καθίσταται απολύτως σαφές ότι η Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων έδινε και δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση του βαπτιστικού τύπου των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Όταν η Εκκλησία, στους ίδιους τους κανόνες που θεσμοθετούν την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, ορίζει ρητά ότι δεν μπορεί αυτή την οικονομία να την εφαρμόσει στους «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μπορούμε εμείς ελαφρά τη καρδία να θεσμοθετήσουμε αντίθετα, και να την εφαρμόσουμε στους Λατίνους οι οποίοι δεν τηρούν ούτε τη μία κατάδυση;
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρουσιάζεται από ορισμένους ως το πλέον σημαντικό γεγονός στη νεότερη ιστορία της Εκκλησίας μας. Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τόσο η θεματολογία της Συνόδου όσο και η προετοιμασία της δεν ανταποκρίνονται στην ονομασία της[32]. Είναι βαθύτατα λυπηρό ότι επαληθεύεται για την επί 90 χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο η θυμόσοφος αρχαία ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν», διότι δυστυχώς η ωδίς αυτή θα εξελιχθεί σε όνειδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας…
Το κρισιμότερο ζήτημα έγκειται στο αν θα αναδειχθεί πραγματικά επομένη ταις Αγίαις και Οικουμενικαίς Συνόδοις και διατρανώσει την «άπαξ παραδοθείσα πίστιν». Δυστυχώς τα μέχρι τώρα δεδομένα έχουν δικαιολογημένα θορυβήσει πολλούς πιστούς, ακόμα και σε υψηλό θεσμικό επίπεδο. Οι πρωτεργάτες της Πανορθοδόξου θέλησαν –και εν πολλοίς το πέτυχαν– να κρατήσουν το Λαό του Θεού (κληρικούς και λαϊκούς) μακριά από την προετοιμασία τής Συνόδου. Στον εναπομείναντα ελάχιστο χρόνο ο κάθε πιστός, αναλόγως της θέσεως, της διακονίας και των χαρισμάτων του, οφείλει με το αίσθημα ευθύνης που του αναλογεί, να καταθέτει τη δική του Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Κυρίως, όμως, επιβάλλεται να ευχόμαστε και να προσευχόμαστε το Άγιο Πνεύμα να φωτίσει και να ενδυναμώσει τους Επισκόπους μας να σταθούν αντάξιοι της επισκοπικής τους διακονίας εν Συνόδω, ώστε εν ιερά καυχήσει να διασαλπίσουν «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» και, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι», να ορθοτομήσουν τον λόγον της Χριστού Αληθείας. Τότε και μόνο τότε η Πανορθόδοξη Σύνοδος θα αναδειχθεί αντάξια του ονόματός της. Σε αντίθετη περίπτωση τα τραύματα που θα επιφέρει στο Άχραντο Σώμα του Χριστού θα είναι πολυώδυνα… Μη γένοιτο!
Παραπομπές
[1] http://www.amen.gr/article/kainotomies-me-prosxima-tin-paradosi-adi-oikoumenikes-prospatheies-me-skopo-na-ektroxiastei-i-agia-kai-megali-synodos. Αρχική δημοσίευση στα αγγλικά: http://publicorthodoxy.org/2016/03/22/innovation-in-the-guise-of-tradition-anti-ecumenist-efforts-to-derail-the-great-and-holy-council/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου