«Δευτε και θεάσασθε άπαντες ξένον θέαμα και παράδοξον. Τις έώρακε νήπιον, τριετή όντα, τύραννον αίσχύναντα;».Αυτή είναι ή αρχή από το Δοξαστικόν (του Εσπερινού) για τον “Αγιον Κήρυκο και σε σύγχρονη γλώσσα θέλει νά πή: «Ελατέ να δήτε ένα παράδοξο καΐ ασυνήθιστο θέαμα. Ποιος είδε ένα νήπιο τριών χρονών να ντροπιάζη τύραννο;».
Και είναι αλήθεια ότι το μικρό νήπιο μπόρεσε να ντροπιάση τον Ρωμαίο Τύραννο της Ταρσού με την πίστη του στον Χριστό. Καλύτερα όμως να δοϋμε τι γράφει το Συναξάρι του αγιασμένου αύτοΰ ζευγαριού — μητέρας και παιδιού —:
Γράφει λοιπόν το Συναξάρι (βιογραφία) ότι η Αγία Ιουλίττα καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και έζησε στην εποχή του αυτοκράτορας Διοκλητιανου, πού ήταν μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, γύρω στο τέλος του τρίτου αιώνος. Επειδή όμως γίνονταν φοβεροί διωγμοί εναντίον εκείνων, πού πίστευαν στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, πήρε το γιο της Κήρυκο, πού ήταν τότε τριών χρονών και πήγε για περισσότερη ασφάλεια στην πόλι Σελεύκεια. “Αλλά κι’ έκεί τα ίδια και χειρότερα γίνονταν είς βάρος των πιστών.
Φυλακίσεις, βασανιστήρια, θανατώσεις τρομερές, κατασχέσεις και άλλα φρικτά και απαίσια. Οι Χριστιανοί αναγκάζονταν να κρύβωνται και να συναντιούνται μυστικά, για να τελέσουν την θεία Λειτουργία (ενώ σήμερα, που γίνεται ελεύθερα παντού, πολλοί Χριστιανοί αδιαφορούν και δεν πηγαίνουν να προσευχηθούν μαζί και να κοινωνήσουν τα θεια και άχραντα Μυστήρια…). “Ετσι αναγκάστηκε να φύγει κι από κεί και να πάει στην Ταρσό της Κιλικίας, πού βρίσκεται και αυτή στην Μ. Ασία.
Την πόλη εκείνη την διοικούσε τότε ενας πολύ σκληρός και άγριος ηγεμόνας, πού τον έλεγαν Αλέξανδρο. Και ήταν φοβερός και μαυρόψυχος για τους Χριστιανούς, πού τους κυνηγούσε μέρα και νύχτα και τους δίκαζε ό ίδιος με αυστηρότητα και μεγάλη εχθρότητα.
Τους βασάνιζε με μύριους τρόπους και προσπαθούσε να τους άναγκάσει να αρνηθούν τον Χριστό.
Μια μέρα οι στρατιώτες του συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς και την Ιουλίττα με τον μικρό γιο στην αγκαλιά και τους παρουσίασαν στον Αλέξανδρο. Εκείνος διέταξε αμέσως να τους ρίξουν όλους στα υπόγεια των φυλακών και να τους βασανίσουν, μέχρι πού ν’ αρνηθούν τον Κύριο και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Καθώς κοίταγε όμως τους αλυσοδεμένους Χριστιανούς, του έκανε έντύπωση η νεαρή Ιουλίττα, με τον Κήρυκο στην αγκαλιά. Γι’ αυτό και την άλλη μέρα, πού κάθισε στον δικαστικό θρόνο για να κρίνει τους συλληφθέντες, θέλησε να έκμεταλλευθεί την μητρική άγάπη της Ίουλίττας.
- Φέρτε μου αυτήν με το παιδί, διέταξε. Αμέσως έτρεξαν οι φρουροί και οδήγησαν μπροστά του την πιστή Ίουλίττα, πού κρατούσε πάντα τον Κήρυκο στην αγκαλιά της. Ηταν άγρυπνη, ταλαιπωρημένη, κουρελιασμένη και ματωμένη από τους ξυλοδαρμούς και τα αλλά βασανιστήρια. Το θάρρος της όμως παρέμενε άκμαίο και ή πίστη της φλογερή και αδάμαστη.
Ό τύραννος της μίλησε φιλικά και ήρεμα, για νά τήν καλοπιάση και να της άλλάξη την γνώμη. Να την συγκινήσει και να την κάνει να λυπηθεί το παιδί της και να θυσιάσει στα είδωλα.
- Είναι κρίμα να χαθήτε και οι δυο σας, είπε. Γιατί αν δεν προσκυνήσετε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα σας περιμένουν πολλά βασανιστήρια και φοβερός θάνατος.
- Δεν είναι κρίμα, καθώς λες Αρχοντα της Ταρσου, να ύποφέρει κανείς και να θανατώνεται για την αγάπη, του αληθινού Θεού, που είναι ό Χριστός και όχι τα άψυχα είδωλα σας. Αντίθετα είναι τιμή μεγάλη και ευτυχία αιώνια. Μη προσπαθείς να μου άλλάξεις την γνώμη. Ή πίστις μου αξίζει πιο πολύ απ όλα και από την ίδια την ζωή.
Ό Αλέξανδρος θαύμασε το θάρρος της βασανισμένης Ιουλίττας, αλλά και θύμωσε ταυτόχρονα για την άρνησή της. Εμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος και υστέρα πήρε ξαφνικά στην αγκαλιά του τον μικρό Κήρυκο, με σκοπό να τον -προσέλκυσει με το μέρος του και με τον τρόπο αυτό να λυγίσει την αποφασιστικότητα της μητέρας του.
- Και καλά εσύ, είπε πάλι με συγκρατημένη οργή ο Αλέξανδρος, μπορεί να θέλεις να βασανισθείς και να πεθάνης. Το αθώο αυτό παιδί, ο γιος σου ό μονάκριβος, γιατί να χαθεί άδικα; Ε; Τί λες κι’ εσύ μικρέ μου; θέλεις να πεθάνεις για τον Χριστό;
Ό Κήρυκος όλη αυτήν την ώρα, πού τον κρατούσε στα χέρια του ό ηγεμόνας, του είχε γυρίσει το πρόσωπο και κοίταζε συνεχώς την μητέρα του, ψιθυρίζοντας αδιάκοπα το όνομα του Χρίστου.
- Χριστέ μου, ελέησον! Χριστέ μου, ελέησον!
Γιατί ή πιστή μητέρα του, σαν όλες τις αληθινές Χριστιανές, είχε συμβουλέψει τον μικρό Κήρυκο ν’ αγαπά με όλη του την καρδιά τον Κύριο και ποτέ, μα ποτέ, να μη τον αρνηθεί.
(Αυτή είναι η παντοδύναμη επίκληση «Κύριε Ιησου Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησον με», η γνωστή με το όνομα «νοερά η καρδιακή προσευχή», πού γίνεται με την καρδιά κι όχι με το στόμα και είναι από τα πιο ισχυρά πνευματικά όπλα του Χριστιανού).
- Λοιπόν; Δεν μιλάς, μικρέ; ξαναρώτησε ό Αλέξανδρος.
Και τότε, ο τρίχρονος Κήρυκος, πού καταλάβαινε όλην αυτήν την δραματική σύγκρουση για την πίστη, ανάμεσα στα δαιμόνια των ειδώλων και την χάρη του Κυρίου, έσφιξε τις μικρές γροθιές του και με όλη του την δύναμη κλώτσησε στην κοιλιά τον ηγεμόνα, για να του δείξει ποιά ήταν η απάντησή του. Εκείνος όργίσθηκε φοβερά, εξαγριώθηκε κι’ όπως κρατούσε τον μικρό Κήρυκο στα χέρια τον πέταξε με μανία πάνω στα μαρμαρένια σκαλιά του θρόνου του. Τόσο ισχυρή ήταν η πτώση, πού το κρανίο του παιδιού τσακίστηκε κι έβαψε με το αίμα του τα σκαλιά του τυράννου, ενώ την ίδια στιγμή οι άγγελοι επήραν την άγια ψυχή του και την οδήγησαν στον Κύριο των Δυνάμεων, από τον όποιον έλαβε και τον δοξασμένο στέφανο του Αγίου Μάρτυρος της Πίστεως.
- Δόξα σε Σένα, Κύριε, φώναξε με αγαλλίαση η Ίουλίττα. Σ’ ευχαριστώ πού πήρες το παιδί μου κοντά Σου!
Αξίωσε με να ‘ρθώ κι’ εγώ στην αιώνια βασιλεία Σου!
Η καλή μητέρα δεν κλονίστηκε από την τραγική αύτη σκηνή, πού είδε με τα μάτια της και ήταν ευχαριστημένη και υπερήφανη, που το παιδί της δεν αρνήθηκε τον Χριστό, άλλα κέρδισε την αιώνια ευτυχία. Αντίθετα ο Αλέξανδρος ταράχτηκε πολύ και ένοιωσε ταπεινωμένος και ντροπιασμένος, πού ένα νήπιο τριών χρονών τον περιφρόνησε τόσο και αυτόν και την εξουσία του. Διέταξε λοιπόν να πάρουν την Ίουλίττα στις φυλακές και να την βασανίσουν και πάλι, χωρίς κανένα έλεος.
- Πάρτε την! Βασανίστε την! ούρλιαξε ο ηγεμόνας.
Κι όπως την έσερναν οι φρουροί, εκείνη φώναζε δυνατά:
- Χριστιανή είμαι! Χριστιανή! Και ποτέ δεν θ’ αρνηθώ τον Κύριο μου Ίησου Χριστό, τον αληθινό Θεό!
Της έκαναν πολλά βασανιστήρια και μαρτύρια οι δήμιοι των φυλακών. Εκείνη όμως έμεινε πιστή «άχρι θανάτου» και ούτε μια φορά δεν λύγισε. Στό τέλος, με διαταγή του Αλεξάνδρου, την αποκεφάλισαν και η μαρτυρική και Άγια μητέρα του Αγίου Κηρύκου παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό, που την στεφάνωσε κι’ εκείνη με το αμάραντο στεφάνι της Άγιας Μάρτυρος. Ηταν το έτος 269, μήνας Ιούλιος, ακριβώς η δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός.
Πηγή το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου ”ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ”
Εκδόσεις ”Ορθοδόξου Τύπου”
πηγή
το είδαμε στο Αντέχουμε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου