ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
Διάλεξις δοθείσα εντός τού Πανεπιστημιακού χώρου εις φοιτητικήν ευκαιρίαν(Απρίλιος 1978)
Τον 18ον αιώνα, ο πρώτος πού παρουσίασε τα επιχειρήματα τής νεκροφανείας ήταν ο Venturino. Εδέχθησαν
οι ορθολογισταί ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους
έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος,
αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν
πεθαμένος, πράγμα αδιανόητον. Εάν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιο
αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί νά χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους,
ενέργειες και εξετάσεις για νά σώσουμε τούς βαριά τραυματισμένους δεν
είχαμε παρά νά τούς δώσουμε νά μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως νά
αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου,
μιά πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους πού
αμφιβάλλουν.
Αλλά
ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία
μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας
πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε πραγματικά
ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάστασις, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και
άρχισε νά βαδίζει. Πώς, σάς παρακαλώ, μπόρεσε νά απαλλαγή απ΄ αυτόν τον
σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων, των υφασμάτων πού τον
περιέβαλλον; Πώς μπόρεσε νά αποκυλήση τον βαρύ λίθο με τον οποίο
εσφράγισε ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρείς
γυναίκες πηγαίνοντας την πρωία τής Κυριακής, διερωτώντο ποίος θα τις
βοηθήσει νά τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο,
το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πώς θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα
κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε πάνω σε μιά
αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε νά συνέλθει και νά σταθεί στα πόδια
του, παρά μετά από μία πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα
οποία σήμερα έχουμε για νά κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων
πού βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.
Είναι
πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις τού Χριστού; Και εδώ πρέπει νά τονίσουμε
ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο
όλοι εκείνοι στους οποίους ενεφανίσθη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για
νά υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό
το σώμα, επείσθησαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά
ανεστήθη. Αντί νά σέρνεται, λοιπόν, και νά λιποθυμάει αυτό το σώμα, πού
πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια πού είχε
περάσει, έχουμε μιά εμφάνιση ανθρώπου πού ήτανε γεμάτος από σφρίγος, πού
ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα πού
περπατάει τόσο γρήγορα ώστε νά κατορθώνει νά φθάσει δύο ανθρώπους πού
βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που
προπορεύονταν από αυτό και τούς έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για
άλλη μιά μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά
για εμφανίσεις ανθρώπου πού βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη. Ώστε
το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά νά
παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου πού
αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο τού Σταυρού, αυτό έχει θετικότατα πλέον
αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.
Τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι
εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές. Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα
στην Αγία Γραφή, για τις ερμηνείες αυτές είναι αξιόπιστες. Τώρα εδώ,
χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, τής
νομικής επιστήμης, η οποία είναι η επιστήμη πού με μεγάλη ακρίβεια, με
μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι,
προκειμένου νά αποδώσει ευθύνες, προκειμένου νά απαγγείλει κατηγορίες
και νά εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και σε
μαρτυρίες. Γι΄ αυτό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική
αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν
είναι και πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξις είναι δυνατόν νά
αμφισβητηθεί. Τώρα θα πρέπει νά πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις
εμφανίσεις τού Χριστού πού υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη
προς Κορινθίους επιστολή τού Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν
ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών
παρεκκλίσεων από την αλήθεια. Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης ή
ψευδαισθήσεως ή θα πρόκειται περί απάτης.
Ας πάρουμε τώρα μία-μία τις δύο αυτές αμφισβητήσεις. Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων.
Οι ψευδαισθήσεις θα μάς αναγκάσουν τώρα νά ξαναγυρίσουμε στην Ιατρική.
Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο πού η Ιατρική το έχει επί
χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις
εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους. Ας αναφέρουμε μερικούς
από τούς τρόπους αυτούς. Πρώτα-πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα
και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μιά ορισμένη κατηγορία ανθρώπων πού
έχουν την προδιάθεση γι΄ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση
των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα πού η πραγματοποίησης τους
επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά. στο πρώτο πρέπει λοιπόν νά
υπάρχει μία προδιάθεση. το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σε
έναν ορισμένο τύπο ανθρώπων πού είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές.
Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές
έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα πού σχετίζεται με τον ψυχικό
κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες πού χαρακτηρίζει τον κάθε ένα.
Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Επίσης αυτές
οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. σε
περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις
αυτές.
Τέλος,
εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάσι νά επαναλαμβάνονται, τότε η
επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα. Ας δούμε τώρα,
ακολουθούν οι εμφανίσεις τού Χριστού, έστω και ένα από τούς βασικούς
αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις
των ανθρώπων; Πρώτα απ΄ όλα, εκείνοι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός
είχαν πράγματι την προδιάθεση για νά δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε
άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπατημένοι, όχι μονάχα ήσαν βέβαιοι ότι η
υπόθεσης τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα
από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα πού ζούσαν ανάμεσά τους και τούς
βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν νά
πιστέψουν ότι ήσαν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο
Χριστός ανεστήθη. Ώστε λοιπόν, όχι μόνον δεν ήσαν προδιατεθειμένα τα
πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήσαν και αρνητικά προδιατεθειμένα
για νά πιστεύουν ότι είναι δυνατόν νά δουν τον Χριστό. Τώρα είπαμε, ότι
τα πρόσωπα πού παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ΄ έναν ορισμένο τύπο.
Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε τώρα
ανήκουν σ΄ έναν ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά; τα πρόσωπα αυτά τα
γνωρίζουμε απ΄ τα ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ΄ αρχήν
είναι πρόσωπα πού δεν έχουν φαντασιώσεις. Ας πάρουμε τον Τελώνη
Ματθαίο. Άνθρωπο πού πέρασε όλη τη ζωή του πάνω στους λογαριασμούς. τον
Ματθαίο από το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, πού δεν έχει
τίποτε το ποιητικό, πού δεν έχει τίποτε το λυρικό, πού είναι μιά πολλή
προσεκτική παράθεσης γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές,
εξαιρετικά ρεαλιστικές. Ας πάρουμε τον Θωμά. Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν
ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων πού βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο
άνθρωπος πού όταν οι 10 μαθηταί, πού είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια
αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται
και λέει: «δεν θα πιστέψω όχι, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίσω τον
Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο τού σώματός του πού μαρτυρεί ότι
πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για
ψευδαισθήσεις; Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος ο οποίος
κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο πού ήθελε νά πει ότι ο
Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για νά δει και για νά
ακούσει τον αναστημένο Χριστό, στη στιγμή ακριβώς πού βρισκόταν στο
αποκόρυφο τής μανίας του εναντίον τής ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε;
Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις
αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο,
μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση ψευδαισθήσεως.
Και ακόμη ξέρουμε πώς εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι
άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πώς τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα.
Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα νά ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα στον τύπο τού
ανθρώπου πού βλέπει ψευδαισθήσεις; Τώρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά
πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα
ανάλογο προς την προσωπικότητα τού καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά,
όπως θα ήταν και επόμενο νά το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα τού
περιβάλλοντος τού Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με
στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές
πού υφίσταντο, τις βασικές θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος πού υπάρχουν
ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή
Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες τού Ευαγγελίου, των μαθητών τού Χριστού,
αποτελούν ένα φάσμα πού μπορούμε νά πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους
τούς ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται
ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τούς μίλησε,
είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι
είδαν και για το ό,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι
οι εμφανίσεις τού Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι
ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και
χρόνους και ώρες τής ημέρας.
Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει Καμία ομοιότης. Άλλοτε και συνήθως ο
Χριστός εμφανίζεται στο φως τής ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα
μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στους αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον
κήπο τού νεκροταφείου τής Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών,
εμφανίζεται σ΄ ένα μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ΄ ένα
δωμάτιο όπου ήσαν κλεισμένοι οι μαθηταί. Εμφανίζεται δίπλα στην λίμνη
τής Τιβεριάδος όπου όπως ξέρετε έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου
όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για νά δημιουργούν
το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις. Και ακόμη είπαμε πώς όταν
οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ
διάστημα και ή τείνουν νά αραιώσουν ή νά ατονίσουν, οπότε λίγο-λίγο,
σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή τείνουν νά εντείνονται και νά γίνονται
συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μία κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική.
Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε.
Οι
εμφανίσεις τού Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40
ημέρες διακόπτονται χωρίς νά έχουν φθάσει ούτε σε μία αραίωση ούτε σε
ένα αποκόρυφο, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη. Ας σημειώσουμε ακόμη,
ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή
εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν
συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο? όχι μονάχα οι περισσότερες από αυτές τις
εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο
οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους πού τον
βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή. Βλέπουμε την διαβεβαιώσει
την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή και ακόμη ότι για νά μην
μείνει αμφιβολία στους μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής
εντύπωσις η εμφάνισις τού Χριστού, όταν τούς είδε ακριβώς από την ταραχή
τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία πού είδαμε, νά αμφιβάλλουν για
ό,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από
μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρηση του νά έχουν την διαβεβαιώσει ότι
πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό, πρώτον από το γεγονός ότι το
ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι
υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν
υπόλειμμα. το κερί, απ΄ την κηρύθρα και το κόκαλο απ΄ το ψάρι. Ακόμη ο
Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στην λίμνη, το ψάρι πού είχε ο
ίδιος όσο και το ψάρι πού είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί.
Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία
διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για
ψευδαισθήσεις.
Πώς θα ήτο δυνατόν από ψευδαισθήσεις νά είχαν και
νά μαρτυρούν και σε μάς οι μαθηταί ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις
εμφανίσεις αυτές τού σώματος τού αναστημένου Χριστού;
Εάν τώρα οι εμφανίσεις αυτές πού περιγράφηκαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης;
Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει
στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για
τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές νά είναι αποτέλεσμα απάτης
οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα απ΄ τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν
τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την
Ανάσταση Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α΄ προς Κορ. επιστ.
απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απ. Παύλος
συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο τού Μάρκου, ότι πάνω από
500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήσαν πάρα πολλά.
Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσο πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά
έτη, νά έκαναν μιά τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και νά μη βρέθηκε
ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο νά επανέλθει και νά μαρτυρήσει και νά
διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετέσχε σε μιά απάτη και έπεσε θύμα αυτής.
Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή πού χρησιμοποιεί τούς
κανόνες περί ενδείξεων τής νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς
μάρτυρας η εμφάνισις τού Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο
τής απάτης.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο τής απάτης πρέπει νά
αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση τού
Χριστού και την Ανάσταση Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την
διακήρυξη τού πιο υψηλού κηρύγματος αρετής πού δέχθηκε ποτέ η
ανθρωπότης. μιας αρετής πού δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση
ορισμένων πράξεων ενάρετων αλλά και φθάνει με απόλυτο αυστηρότητα ακόμη
και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις τού κάθε ανθρώπου.
Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι πού όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το
κήρυγμα αλλά άνθρωποι, πού κατά την μαρτυρία των πιο ασπόνδων εχθρών
τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό το τόσο
αυστηρό, νά πουν και νά στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ΄ένα τόσο
χονδροειδές ψέμα. Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μία απάτη
αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός τής συμπεριφοράς των αποστόλων
πού αναφέραμε μέχρι τής 3ης ημέρας μετά την σταύρωση τού διδασκάλου. Οι
άνθρωποι αυτοί ήσαν περίτρομοι, ήσαν καταπτοημένοι. Ήσαν πεπεισμένοι,
όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν
την σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό,
στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθηταί προς Εμμαούς. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η
υπόθεσης αυτή τού Χριστού έληξε άδοξα με την σταύρωση Του. Ήσαν
οχυρωμένοι, όπως είπαμε, επάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον νά τον
είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται νά το φανερώσουν οι ίδιοι
και αυτήν την στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ΄
την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά νά είναι μία αληθινή
παρουσία η συνάντηση τους μαζί Του.
Εάν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν νά πουν μιά απάτη, δεν θα απέφευγαν νά
φανερώσουν όλους τούς ενδοιασμούς τούς οποίους είχαν; δεν θα απέφευγαν
νά διακηρύξουν σ΄ όλα τα πέρατα τής γης και νά το γράψουν σ΄ όλα τα
Ευαγγέλια ότι ήσαν οι ίδιοι εκείνοι πού αμφισβητούσαν, εκείνοι πού δεν
ήθελαν νά πιστέψουν, εκείνοι πού παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι πού
έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μιά συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι
διηγήσεις για την εμφάνιση τού Χριστού και πώς αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα
τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα νά το διακηρύξουνε μπροστά
στους δυνατούς τής γης, μπροστά στους ισχυρούς και μπροστά στους
ενόπλους, πού ήταν έτοιμοι νά τούς συντρίψουν αλλά και δίνουν μετά από
διωγμούς και μετά από βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση την
ζωή τους για μιά τέτοια απάτη; Όπως λέει, πολύ σωστά, ένας Γάλλος, ο
Goguel, «είναι αδύνατον για ένα ψέμα νά υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και
νά δώσει την ζωή του με βάσανα και με τυρρανισμούς». το ψεύδος το
χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δια νά αποφύγει τον διωγμό όχι δια νά τον
υποστεί. Ώστε λοιπόν, το όλο κήρυγμα τής Εκκλησίας, στηρίζεται επάνω στη
διαβεβαιώσει για την Ανάσταση. Και πρέπει νά πούμε ακόμα και θάπρεπε νά
το πούμε ίσως πρώτο απ΄ όλα ότι αυτήν την διαβεβαιώσει για την Ανάσταση
την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το
υπεστήριξε? και πώς είναι δυνατόν αυτόν πού όχι απλώς εκήρυξε, αυτόν ο
οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς Καμία αμφισβήτηση
ανέβηκε πάνω στον Σταυρό γι΄ αυτό το κήρυγμα, πώς είναι δυνατόν αυτόν
τον άνθρωπο νά τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την
ταφή Του, ο οποίος σκηνοθετεί την Ανάσταση Του;
Τώρα αφού μιλήσαμε
για την απόλυτο αξιοπιστία των εμφανίσεων τού Χριστού πού είναι η
δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία πού
εύκολα ανατρέπεται, δηλ. σχετικά με τον κενό τάφο.
Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία
παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και
αναγγέλλει στους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα: τον σεισμό πού έγινε και
την ένδοξη Ανάσταση τού Χριστού. Και Τι λένε οι αρχιερείς; Τούς έδωσαν
λέει αργύρια ικανά και τούς είπαν νά διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων
έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα». Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής τής
εκδοχής είναι εκείνη η φράσις ότι «αν εκοιμώντο πώς είδαν Τι έγινε;» ότι
δηλ. έφυγε το σώμα απ΄ εκεί. Και «αν δεν εκοιμώντο πώς άφησαν αυτοί οι
στρατιώτες τούς μαθητές νά πάρουν τον Κύριο;». Τώρα η άλλη σκέψις είναι
ότι το σώμα δεν το απεμάκρυναν οι μαθηταί, αλλά το απεμάκρυναν οι
αρχιερείς και αυτό για νά μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των
οπαδών τού Χριστού. Αλλά και δω πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και
ξένο προς την λογική. Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά εδέχθησαν κατά
πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους εκείνη την αυστηρότατη κατηγορία
τού Πέτρου ότι «επέκτειναν τον αρχηγό τής ζωής όν ο Θεός ήγειρε εκ
νεκρών». Και έτσι ο Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ΄ την ημέρα
εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.
Πόσο απλό θα ήταν νά αποστομώσουν στη γέννεσί του το Χριστιανικό
κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα τού Χριστού το οποίο είχαν
κρύψει. Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτήν την
κίνηση, η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των
Γραμματέων και των Φαρισαίων. θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση
παρουσιάζοντας το σώμα τού Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν
στο χέρι τους νά το κάνουν, ότι πρόκειται για μιά πλάνη. Ο Αρχιδικαστής
τής Αγγλίας, όπως θα λέγαμε σε μάς ο Πρόεδρος τού Αρείου Πάγου, λόρδος
Darling, συνοψίζει αυτόν τον έλεγχό του νομικώς πάνω στις ενδείξεις για
την Ανάσταση τού Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο
αυθεντικά ώστε δεν χρειάζεται νά προσθέσω τίποτε άλλο: «Εμείς λέει σαν
Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. το
βασικό θέμα, εάν δηλ. ο Ιησούς Χριστός ανέστη απ΄ τούς νεκρούς ή όχι,
πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο πού
διακήρυξε, δεν καλούμεθα νά το παραδεχθούμε μόνον με την πίστη. Υπάρχουν
για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μιά ζωντανή αλήθεια,
υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ΄ τα
γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους
στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι
πράγματι αληθινή. Αλλά για νά αποδειχθεί η αλήθεια τής Αναστάσεως πολλοί
παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το
οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πιστικό επιχείρημα για μάς τούς ανθρώπους
πού ζούμε σε μία εποχή κατ΄ εξοχήν εποχή αρνήσεως, αποστασίας και
συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά
ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία
στην πίστη χάρις στην Ανάσταση τού Χριστού. Υπάρχουν πάρα πολλές,
υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις
περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων τού πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν
άπιστοι και έγιναν πιστοί.
Υπήρχε στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad,
Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τούς πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ
φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά
και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με
τίτλο «ο Joad και ο Θεός», νά υποστηρίζη την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου.
Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για νά παρουσιάσει
επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε
ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία
παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι όσα πίστευα ήταν ψέμα και
αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και εκήρυξε σ΄ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι
πραγματικά ο Κύριος και Θεός. στον 18ον αιώνα, όπως ανέφερα, είχε
φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της και στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu
ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι
πιστεύει δεν γίνεται υποδεκτός με τίποτε άλλο παρά με γέλια και
καγχασμούς.
Την εποχή εκείνη δύο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης
έβαλαν για σκοπό τής ζωής τους νά συγγράψουν δύο συγγράμματα, για νά
αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή τού Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη,
σε αληθινή πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση τού Χριστού ήτο ψέμα.
Ο
πρώτος, ο Λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε
με ένα κείμενο πού απεδείκνυε ότι η συνάντησης τού Παύλου με τον
αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο τής Δαμασκού. Και ό
άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει
«Παρατηρήσεις επί τής Ιστορίας και των Ενδείξεων τής Αναστάσεως τού
Χριστού» και περιέχει μία σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από
όσα εγώ σάς παρουσίασα τώρα, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια
τής Αναστάσεως. θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό
περιοδικό παγκοσμίως είναι το «PUNCH». Επί έτη εκδότης τού Punch υπήρξε ο
Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε νά
διακηρύττει την απιστία του. Μιά επίσκεψις εν τούτοις εις τούς Αγίους
Τόπους κατέληξε εις αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίον ανέμενε και
επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί νά κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθησης στο
θάνατο και την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με
την ακλόνητο πεποίθησιν για την αλήθεια τής Χριστιανικής πίστεως και με
μιά τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα ένας από τούς
κυριότερους ηγέτες τού Χριστιανικού κινήματος στη Μ. Βρετανία. στο
περίφημο «Φεστιβάλ τού Φωτός», στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην
Πλατεία TRAFALGAR τού Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος
καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον τής χυδαιότητας και
τής παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.
Ίσως
όμως πραγματικά για εκείνον πού θέλει νά κουράσει την σκέψη του, αυτό
είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο
χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός
από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τούς Κριτικούς
τής Γερμανικής Σχολής, την Κριτική τής Αγ. Γραφής. Και είχε πλούσια
οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με
τα επιχειρήματα αυτά νά γράψει ένα βιβλίο πού πραγματικά, λογικά θα
έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς
άρχισε νά γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό
νά γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο νά γραφή αλλά οι σκέψεις και τα
λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο. Λέει ο
ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε νά γράφω κάτι το τελείως
αλλιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν,
γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες τής ανθρώπινης ιστορίας,
αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία
μεταβολή εξ αιτίας τής επιμονής αυτών των ιδίων των γεγονότων». Ο
συγγραφέας ανακάλυψε μία ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε νά γράψει το
βιβλίο πού είχε σχεδιάσει αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε.
Και από
αυτήν την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο τού Morison «Ποιος
εκύλισε τον λίθο;» πού έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και
αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας όπου παίρνει όλες τις
διεξόδους τής αμφιβολίας και τούς κόβει τον δρόμο με τις ίδιες τις
μαρτυρίες τής Αγ. Γραφής και με την λογική επάνω σ΄ αυτές δέχεται νά
ασκήσει το έργο τής αμφισβητήσεως και πού αποτυγχάνει.
Δίπλα σ΄ αυτούς τούς διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά παρά πολύ
τολμηρό νά πω δυο λόγια για τον εαυτό μου. Το λέω με απόλυτη συναίσθηση
για την διαφορά σε ανάστημα και την διαφορά σε κύρος πού με χωρίζει απ΄
αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σάς, και το κάνω για πρώτη φορά, το χρωστώ σε
σάς πού είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα την ζωή τού
Πανεπιστημίου, νά σάς μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια τής
γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια τής ζωής μου σαν φοιτητής
μέσα στην άρνηση και στην αμφιβολία. Και νά σάς πω ότι δέχθηκα, μετά από
πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα τής Αναστάσεως σαν αληθινό και όλη μου η
ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά, τίποτε άλλο, παρά ένα πύρωμα επάνω στην
ακρίβεια τού κηρύγματος τής Αναστάσεως. Και έχω νά σάς πω ότι ούτε μιά
στιγμή, ούτε μιά παρατήρησης μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά νά
επιβεβαιώσει την αλήθεια τού κηρύγματος τού Ευαγγελίου, την αλήθεια τής
Αναστάσεως τού Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά
νά ζήσω ούτε μία στιγμή μη πιστεύοντας στην Ανάσταση τού Χριστού. Και
θέλω νά καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σάς, αν αυτό
δεν έχει ολοκληρωτικά συμβεί στην ζωή σας, νά πάρει την θέση αυτή και νά
δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, χωρίς φόβο, την Ανάσταση τού Χριστού σαν ένα
γεγονός. Και νά με βρει, αν θέλει, νά συζητήσουμε, αν θέλει και νά
χαρούμε μαζί τα όσα θα επακολουθήσουν απ΄ αυτό το άνοιγμα τής ψυχής στην
Ανάσταση τού Χριστού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Η αιωνία αλήθεια, Αθήναι, 1960.
3. Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον τής Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ο Κύριος, Ελλ. Μετάφρασις, Αθήναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: LA PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τού ιδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τού ιδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου