Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί για την αντίσταση των Ελληνικών όπλων κατά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, το «μαύρο» καλοκαίρι του 1974. Προσωπικά έχω υπ’ όψιν μου πάνω από 50 βιβλία – Ελληνικά και ξένα – τα οποία έχω μελετήσει προσεκτικά, διαβάζοντάς τα, 2 και 3 φορές το καθένα, διασταυρώνοντας τα γεγονότα που αναφέρει το καθένα από αυτά, με ότι αντίστοιχο αναφέρουν τα υπόλοιπα, έτσι ώστε να αποκομίσω την μία και μοναδική αντικειμενική αλήθεια – όσο αυτό είναι δυνατόν - και να βγάλω τα προσωπικά συμπεράσματά μου. Αυτό περισσότερο από όλα για να είμαι ήσυχος με την ιστορική μου συνείδηση ότι όταν κατηγορώ κάποιους για «προδοσία» ή «ανικανότητα» να μπορώ να το στηρίξω με στοιχεία.
ΚΥΠΡΟΣ 1974
Σκέψεις και Συμπεράσματα
του Κώστα «Μαυροσκούφη»
Το οφείλω επίσης στον πατέρα μου, που παιδί ακόμα, τον θυμάμαι να διαπληκτίζεται την ημέρα της Επιστράτευσης, με τον Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της γειτονιάς μου στο Κερατσίνι, όταν αυτός του έλεγε ότι δεν επιστρατεύεται γιατί είχε λευκό Απολυτήριο και εκείνος οργίλος του φώναζε «εγώ θέλω να πάω να πολεμήσω για την πατρίδα μου!» και γύρισε σπίτι σχεδόν κλαίγοντας, 37 χρονών άντρας τότε, με δύο μικρά παιδιά! Σαν να ένοιωθε ταπεινωμένος που δεν θα πήγαινε να πολεμήσει, λόγω του χρώματος του Απολυτηρίου του Στρατού του - ενώ άλλοι έφευγαν στο εξωτερικό για να διασφαλίσουν την σωματική ακεραιότητά τους. Το οφείλω σε έναν τέτοιον Έλληνα που με γέννησε και με ανάθρεψε και με έκανε απόλυτα όμοιο του.
Τον πατέρα μου, Αλέξανδρο!
Αποφάσισα επίσης να γράψω αυτές τις διαπιστώσεις μου, μετά από την πραγματικά πολύ καλή προσπάθεια του κ.Κώστα Χαρδαβέλλα, να ανακινήσει το θέμα του Φακέλου της Κύπρου από την εκπομπή του. Δεν γνωρίζω εκ των πρωτέρων πόσο επιτυχημένη θα είναι αυτή η ομολογουμένως δύσκολη προσπάθεια αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι όπως και πολλούς άλλους Έλληνες με ικανοποίησε αφάνταστα, απλά και μόνο σαν πρωτοβουλία! Οψόμεθα!
Ας πάμε τώρα στα γεγονότα.
Ποια ήταν η κατάσταση στην Κύπρο την περίοδο της Τουρκικής Εισβολής;
Πολλοί υποστηρίζουν ότι όλα ήταν ιδανικά υπό την διακυβέρνηση του Μακαρίου και από μόνο του το «Ιωαννιδικό» Πραξικόπημα έφερε την καταστροφή. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν υπήρχε η έμφυτη αρχομανία του Μακαρίου και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολλοί όμως – ανάμεσα σε αυτούς και εγώ – έχουν καταλήξει στην άποψη ότι η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Χωρίς αφορισμούς και σκοπιμότητες, μπορώ πλέον αβίαστα να πω ότι και οι δύο – Μακάριος και Ιωαννίδης – υπήρξαν τραγικά πιόνια στην ίδια σκακιέρα όπου τον ρόλο των δύο παικτών είχε το ίδιο πρόσωπο: ο κ.Henry Kissinger. Προσπαθώντας ο Αμερικανοεβραίος Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ να τελειώνει με το θέμα «Κύπρος» στην Γεωπολιτική Σκακιέρα της Αμερικής στην Μεσόγειο (με αποδεδειγμένη την αδυναμία της «συνεταίρου» της, Μεγ.Βρετανίας να το καταφέρει επί μία εικοσαετία), «έπαιξε» με τα αδύνατα σημεία του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών της πολιτικής σκηνής εκείνης της εποχής σε Ελλάδα και Κύπρο, του «αόρατου δικτάτορα» και του «Κάστρο της Μεσογείου».
Παρέσυρε τον εξαιρετικό «συνωμότη» αλλά πολιτικά «ανόητο» ταξίαρχο Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, όταν διαπιστώθηκε ότι ο δεύτερος δεν ήταν διατεθειμένος, σε καμία περίπτωση, να προχωρήσει σε καμιά άλλη παραχώρηση στην Κύπρο, πέραν της διαταγής της αποχώρησης της ΕΛΔΥΚ/Μ (Μεραρχίας που είχε σταλεί στην Κύπρο κρυφά από τον Γεώργιο Παπανδρέου) που είχε δώσει στα τέλη του 1967, ως ένδειξη νομιμοφροσύνης προς τις Η.Π.Α.
Ο Ιωαννίδης |
Από την άλλη πλευρά γνωρίζοντας την φιλαρχία του Μακαρίου - φιλαρχία που τον έκανε να ξεχάσει τον "'Όρκο της Φανερωμένης" και την 1η Διακήρυξη του Στρατηγού Γ.Γρίβα, με την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) ευθύς μόλις επέστρεψε από τις Σεϋχέλλες, από την εξορία που του είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι - προωθούσαν μέσω διαφόρων πηγών (φίλα προσκείμενων σε αυτόν), πληροφορίες για επικείμενο πραξικόπημα των Ελλαδιτών Αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εναντίον του, με σκοπό την ανατροπή του.
Με ένα επίσης ανόητο αίσθημα πολιτικής αυτοσυντήρησης, ο Μακάριος, απόλυτα προβλέψιμος από τους Βρετανούς και τους Αμερικάνους σε κάθε κίνησή του μετά την ανάληψη από αυτόν του αξιώματος του Προέδρου της 1ης Κυπριακής Δημοκρατίας, φροντίζει να δημιουργήσει ρωγμές στο Εθνικό Μέτωπο, αντιμετωπίζοντας εχθρικά όχι μόνο τους Ελλαδίτες Αξιωματικούς και οπλίτες που υπηρετούσαν στην Κύπρο αλλά και ακόμα και τους Κυπρίους εθνικόφρονες αξιωματικούς που στο πρόσωπό τους έβλεπε αυτούς που αύριο θα τον εξόντωναν, είτε πολιτικά είτε ακόμα και φυσικά.
Και προχώρησε σε αποφάσεις και πράξεις που αποδυνάμωσαν το Εθνικό Μέτωπο και την Άμυνα της Κύπρου, όπως ήταν η απόφαση για μείωση της θητείας των στρατευσίμων, η δραστική μείωση των αμυντικών δαπανών – με παράλληλη όμως χρηματοδότηση και εξοπλισμού του «Εφεδρικού», της γνωστής μονάδας των «πραιτωριανών» του – η απαξίωση των οχυρωματικών έργων στα Βόρεια του νησιού και τέλος η απ’ ευθείας ρήξη με το καθεστώς των Αθηνών, όπως αυτή εκφράστηκε με την περιβόητη επιστολή του προς τον Γκιζίκη, λίγο καιρό πριν το πραξικόπημα, η οποία λειτούργησε ως πυροκροτητής για αυτό.
Σε απάντηση αυτής της επιστολής, ο Ιωαννίδης επανέλαβε τη γνωστή φράση από τους ρωμαϊκούς χρόνους: «ο κύβος ερρίφθη», συμπληρώνοντας «θέλω το κεφάλι του Μούσκου (κοσμικό επώνυμο του Μακαρίου)»
Ποια όμως η στάση της Τουρκίας σε όλα αυτά που παίζονταν εκείνη την εποχή στην σκακιέρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου;
Στους Τούρκους μπορούμε να προσάψουμε ένα σωρό ελλείψεις σε σχέση με το ήθος τους, την ηθική των ιδανικών τους, την ανθρώπινη και πολιτιστική τους παιδεία, την ειλικρίνεια τους και άλλα που κατά βάση οφείλονται στην νομαδική τους φύση και τις ρίζες των προπατόρων τους. Όμως θα πρέπει να τους αναγνωρίσουμε δύο μεγάλα προσόντα που αποδεικνύονται ισχυρά ατού στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα: την υπομονή και επιμονή τους σε μακροπρόθεσμους στόχους που έχουν θέσει σαν κράτος και έθνος και την προσήλωσή τους σε αυτούς ανεξαρτήτως πολιτικής ή στρατιωτικής ηγεσίας τους. Άλλωστε αυτό θεωρείται θεμελιώδης αρχή του Κεμαλισμού, όπως το εμφύτευσε στον λαό του, ο ιδρυτής του. Όμως αυτά είναι δύο χαρακτηριστικά προσόντα που παντελώς λείπουν από εμάς τους Έλληνες και τους πολιτικούς μας.
Η Τουρκία λοιπόν, με δεδομένη την προδοτική αποδοχή από την Ελληνική Κυβέρνηση των Συμφωνιών Λονδίνου και Ζυρίχης (Συμφωνίες που χλεύαζαν και στην ουσία και πέταγαν στα σκουπίδια της Ιστορίας, τον αγώνα της ΕΟΚΑ και την θυσία των παληκαριών της), που την έβαζαν ουσιαστικά «από το παράθυρο στο παιγνίδι της Κύπρου» ως εγγυήτρια δύναμη, με μόλις 18% του πληθυσμού να ανήκει εθνολογικά σε αυτήν (αποτέλεσμα της μακραίωνης κυριαρχίας της στην Κύπρο κατά την εποχή της κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), σχεδίαζε προσεκτικά τα επεκτατικά της σχέδια για διαμελισμό ή συγκυριαρχία στο νησί. Σε αυτή της την προσπάθεια, την οποία υποβοηθούσε με τις συνεχείς τις προβοκάτσιες των γεγονότων του ’63-64 (της Κοφίνου αλλά και αυτών της Τυλληρίας), δυστυχώς βρήκε συμπαραστάτες από την Ελληνική πλευρά, οι οποίοι κύρια από έλλειψη διορατικότητας και πολιτικής αντίληψης αλλά και άκρατη δουλοπρέπεια προς τον Αμερικανικό παράγοντα, με πράξεις και παραλείψεις τους έριξαν «νερό στον μύλο της»!
Με βάση αυτήν την αδιαμφισβήτητη παραδοχή των διαχρονικών επεκτατικών της βλέψεων απέναντι στην Κύπρο, βρέθηκε απόλυτα έτοιμη, να αρπάξει την ευκαιρία και να εισβάλει στο νησί τον Ιούλιο του 1974 (άσχετα αν και ο ίδιος ο Μακάριος της το ζήτησε, από το βήμα του ΟΗΕ!).
Όλα αυτά είναι όμως λίγο-πολύ γνωστά. Αυτά που δεν είναι γνωστά είναι τα πολεμικά γεγονότα κατά την περίοδο της εισβολής και το τι πραγματικά έγινε τότε. Και βέβαια δεν μπορούν να αναφερθούν γεγονότα και μάχες σε μια μικρή ανασκόπηση που επιχειρεί ο γράφων, αλλά μπορούν να αναφερθούν συμπεράσματα που προέρχονται κατά βάση από ξένες πηγές οι οποίες άλλες αμερόληπτα, άλλες καταφανώς μεροληπτώντας, δίνουν την δική τους αίσθηση για αυτήν την σύρραξη.
Σημαντικό είναι να αναφέρω ότι στα συμπεράσματα μου κατέληξα αφού διάβασα και τέσσερα Τουρκικά βιβλία από Τούρκους πρωταγωνιστές ή συμμετέχοντες στην Εισβολή.
Επίσης σημαντικά στοιχεία μου έδωσαν βιβλία ή αποσπάσματα από συνεντεύξεις αξιωματικών του ΟΗΕ που υπηρετούσαν τότε στην Κύπρο και δημοσιογράφων που τα γεγονότα τους βρήκαν παρατηρητές των μαχών. Τα πιο σημαντικά πονήματα, για την στοιχειοθέτηση των συμπερασμάτων μου ήταν το βιβλίο του Τούρκου Δημοσιογράφου Ερμπίλ Τουσάλπ «ο Πασάς και ο Στρατηγός» (που είναι ένα λογοτεχνικό έργο βασισμένο στην ουσία στα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, τότε Διοικητή της 39ης Μεραρχίας Πεζικού, που ήταν και από τους πρωταγωνιστές της Εισβολής), το βιβλίο του Σάββα Βλάσση «ο Απόρρητος Αττίλας» (που έχει πολύ λεπτομερείς αναλύσεις στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρήσεων από πλευράς Τούρκων), το βιβλίο του Γεωργίου Σέργη «η Μάχη της Κύπρου» (που περιέχει σημαντικές αναλύσεις των Μαχών από πλευράς Ελλήνων), και το βιβλίο του Δρ.Κιουτσούκ «Νταλγκά-Νταλγκά» (που παρουσιάζει τις εμπειρίες των μαχών, από πλευράς ενός «Τούρκου πνευματικού ανθρώπου» που έτυχε εκείνη την συγκυρία να είναι αξιωματικός του Τουρκικού Στρατού Εισβολής). Τα παραπάνω, μαζί με πολλά άλλα βιβλία, με οδήγησαν στο εξής συμπέρασμα:
“Στην Κύπρο το 1974, δεν νίκησαν οι Τούρκοι… εμείς χάσαμε!»
Για να κάνω μια επεξήγηση των συμπερασμάτων μου θα αναφέρω αυτό που ο Στρατηγός Μ. Ντεμιρέλ αναφέρει με προβληματισμό, στα απομνημονεύματα του:
«Αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη! Τι θα κάναμε; Ποια άλλη ακτή θα επιλέγαμε και θα ερευνούσαμε; Ήταν ποτέ δυνατόν αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θα άρχιζε το πρωί της 20ης Ιουλίου, να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνούσαμε κιόλας; Υπήρχε επαρκής χρόνος;»
Αυτή η παραδοχή από μόνη της δείχνει τον ερασιτεχνισμό με τον οποίο σχεδιάστηκε από τους Τούρκους η εισβολή. Παρόλο το γεγονός ότι αυτός ο σχεδιασμός γινόταν σε βάθος χρόνου, την ώρα «Μηδέν» αποδείχτηκε ότι ήταν απόλυτα ερασιτεχνικός, πράγμα που δεν συνάδει σε καμία περίπτωση, με ένα Στρατό και μία Στρατιωτική Ηγεσία, τόσο πολυδιαφημισμένων από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως είναι αυτός των Τούρκων!
Γνωρίζουν οι Νεοέλληνες ότι οι Τούρκοι σαν «σημάδι» του χώρου που θα πραγματοποιούσαν μια Απόβαση είχαν μόνο μια παρακείμενη βραχονησίδα (την βραχονησίδα Καλαμούλια); Όμως βραχονησίδες υπήρχαν άφθονες στο ευρύ φάσμα της περιοχής που έγινε η απόβαση! Ποιος πράγματι Στρατός προχωρεί σε μια τόσο σημαντική απόβαση, η οποία θα καθορίσει σημαντικότατα πολιτικά θέματα για το μέλλον, χωρίς να διασφαλίσει την πλήρη γνώση του εδάφους της απόβασης και το ακριβές στίγμα της;
Από αφήγηση Τούρκου στρατιώτη του 2ου λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζοναυτών που επέβαιναν σε αποβατικό σκάφος LCU, μαθαίνουμε ότι τα Τούρκικα αποβατικά από λάθος τους αρχικά πήγαιναν να αποβιβασθούν στις βραχώδεις ακτές της Γλυκιώτισσας (όπου έδρευε το 251 Τ.Π. της Εθνικής Φρουράς υπό τον Αντισυνταγματάρχη ΠΖ Παύλο Κουρούπη)! Είναι γνωστό ότι στις ακτές της Γλυκιώτισσας υπάρχουν μόνο βράχοι και ύφαλοι και δεν ενδείκνυται σε καμιά περίπτωση για αποβατική ενέργεια! Τέτοια γνώση του χώρου είχαν οι Εισβολείς!
Μπορεί ο οποιοσδήποτε να φαντασθεί ποια θα ήταν μοίρα της αποβατικής δύναμης αν το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) είχε διατάξει το «μουδιασμένο» από τα αντιφατικές εντολές και πληροφορίες 251 Τ.Π. της Γλυκιώτισσας να προωθηθεί, και να ταχθεί αμυντικά, στην παραλία της απόβασης από την πρώτη στιγμή που αυτή είχε γίνει αντιληπτή;
Πολλώ δε μάλλον αν το ΓΕΕΦ δεν είχε διατάξει το 281 Τ.Π., που έδρευε στην περιοχή των Πανάγρων (δυτικά της ακτής απόβασης των Τούρκων), να φύγει από την έδρα του (αφήνοντας εκεί μόνο την φρουρά του Στρατοπέδου) και να σπεύσει προς καταδίωξη του Μακαρίου και των οπαδών του, στην Πάφο (παρόλο που ήταν ήδη γνωστό ότι ο Μακάριος ήδη από την 16η Ιουλίου, είχε διαφύγει μέσω Μάλτας, στην Αγγλία). Στην ουσία η δυτική πλευρά του Πεντεμιλίου ήταν κυριολεκτικά αφύλακτη.
Αν ήταν στην θέση του εκείνο το πρωί της 20ης Ιουλίου, το 281 Τ.Π., και δεν έκανε άσκοπες «βόλτες» στην Κυπριακή επικράτεια, η πίεση κατά του προγεφυρώματος θα ήταν ασφυκτική και θα αποδιοργάνωνε την διαδικασία προσέγγισης των τούρκικων αποβατικών με ολέθρια γιά αυτούς αποτελέσματα. Διότι σημειωτέον οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να αποβιβάσουν τον μεγάλο όγκο του 50ου Συντάγματος Πεζικού παρά μόνο μετά από περίπου 6 ώρες (είχε αρχικά σχεδιαστεί να γίνει στις 05.30πμ, πάτησαν το πόδι τους τελικά στο Πεντεμίλι στις 07.15πμ αλλά μόνο στις 13.00μμ είχαν καταφέρει να αποβιβάσουν περίπου 3.000 άνδρες. Για αποβίβαση τάνκς ούτε κουβέντα να γίνεται!
Ο Ανχης (ΠΖ) Π.Κουρούπης |
Παρόλα ταύτα οι Τουρκικές Δυνάμεις καθηλώθηκαν από το πυρ των ελαφρών όπλων των Ελληνοκυπριακών Λόχων, στα οποία προστέθηκαν και οι βολές της 182 Μ.Π.Π. που έβαλε από τον Πενταδάκτυλο. Είναι γνωστό ότι αυτή η Μοίρα έδρασε χωρίς διαταγές, ευθύς μόλις άρχισαν τα πυρά του 251 Τ.Π. με πρωτοβουλία του Υποδιοικητή της, Υπολοχαγού (ΠΒ) Γ.Αντωνακόπουλου (μετέπειτα Α/ΓΕΣ και Α/ΓΕΕΘΑ), ο οποίος εκτελούσε χρέη Διοικητού Μοίρας την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αντίθετα με αυτόν ο Διοικητής της 198 Π.Ο.Π., ο οποίος θα μπορούσε επίσης να ανοίξει πυρ με τα πυροβόλα του κατά του προγεφυρώματος, από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία στον Πενταδάκτυλο, αδράνησε …εν αναμονή διαταγών του ΓΕΕΦ …ενώ οι Τούρκοι αποβιβάζονταν!
Παρόλα ταύτα, και μολονότι οι Ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν απελπιστικά ισχνές απέναντι στον εισβολέα, κατόρθωσαν να καθηλώσουν το προγεφύρωμα σε ένα περιορισμένο χώρο μήκους 400μ περίπου και βάθους όχι πάνω από 200μ. Η σύγχυση και ο πανικός επίσης των αποβατικών δυνάμεων ήταν τέτοιος, ώστε την νύχτα, τουρκικό αντιαρματικό βλήμα, έπληξε το πρόχειρο Κέντρο Επιχειρήσεων των Τούρκων, το οποίο ήταν εγκατεστημένο σε μία παραθαλάσσια βίλα του Πεντεμιλίου, σκοτώνοντας τον Διοικητή τους Συνταγματάρχη Ιμπραήμ Καραογλάνογλου και τον Επισμηναγό Φεχμί Ερτζάν.
Βέβαια οι Τούρκοι δεν παραδέχθηκαν ποτέ ότι σκοτώθηκαν από δικά τους πυρά, αλλά η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε από τον τύπο του αντιαρματικού από το οποίο εβλήθησαν, αλλά και την παντελή έλλειψη Ελληνοκυπριακών Δυνάμεων από Δυσμάς – κατεύθυνση από την οποία εβλήθησαν, βάσει της γωνίας πρόσκρουσης του βλήματος – ότι η βολή έγινε από Τουρκικές Δυνάμεις οι οποίες εξέλαβαν την χρήση φακού και τις κινήσεις στην βίλα, ωσάν να προερχόταν από Ελληνοκυπριακές Δυνάμεις, που προσπαθούσαν να διεισδύσουν στο προγεφύρωμα, εκμεταλλευόμενες το σκοτάδι.
Συμπερασματικά μπορούμε πλέον σήμερα με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στα χέρια μας να πούμε ότι αν το ΓΕΕΦ είχε τάξει το 251 Τ.Π. αμυντικά από το βράδυ της 19ης προς 20η Ιουλίου στον χώρο που φαινόταν ότι θα γίνει η απόβαση (βάσει της πορείας του Αποβατικού Στόλου των Τούρκων – όπως κατεγράφη από τα ραντάρ του Αγ.Ανδρέα) ή τουλάχιστον το είχε θέσει σε επιφυλακή, και άλλες Δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς είχαν αποσταλεί προληπτικά μέσω της διαβάσεως των Πανάγρων, στα Δυτικά του Πεντεμιλίου - αν υποθέσουμε ότι το 281 Τ.Π. που έπρεπε να βρίσκεται εκεί, δεν είχε προλάβει να επιστρέψει από την Πάφο, μέσω Λευκωσίας – και με την συνδρομή των 182 ΜΠΠ και 198 ΠΟΠ που θα τελούσαν σε κατάσταση επιφυλακής, τότε σίγουρα ο Τούρκος δεν θα είχε πατήσει το πόδι του στην Κύπρο!
Παρόλα ταύτα δύο μόνο, Ελληνοκυπριακοί Λόχοι, έφραξαν τον δρόμο σε ένα ενισχυμένο Σύνταγμα Τούρκων. Τους ανάγκασαν δε, να μην επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό που ήταν η άμεση κατάληψη της Κερύνειας.
Από πλευράς Ελληνοκυπριακών όπλων, υπήρξε επίσης σύγχυση εξ’ αιτίας των αντιφατικών και κωμικά αλληλοσυγκρουόμενων διαταγών που έφθαναν στο ΓΕΕΦ από το Α/ΕΔ στην Αθήνα, και από εκεί μεταβιβάζονταν στις Μονάδες. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και σπαταλήθηκαν άδικα πολύτιμες Δυνάμεις σε στόχους μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας (επίθεση σε Τουρκοκυπριακούς θύλακες Νότια, Ανατολικά και Δυτικά του νησιού πχ.Αμμόχωστος, Πάφος κλπ), επίθεση στον θύλακα Λευκωσίας κατά την οποία χάθηκαν πολύτιμα στελέχη της ΕΛΔΥΚ όπως ο Υπολοχαγός Σ.Τσώνος, κλπ), είτε λόγω έλλειψης διορατικότητας και πρωτοβουλίας ή με άλλες λέξεις λόγω εμφάνισης πλήρους στρατηγικής ανικανότητας, είτε κατ’ άλλους λόγω τυπολατρικής προσήλωσης στις εντολές του Α/ΕΔ της Αθήνας, ορισμένων εκ των Επιτελών του ΓΕΕΦ και ειδικότερα του «ιωαννιδικού» Ταξιάρχου Μ.Γεωργίτση (που εκείνη την περίοδο, αντικαθιστούσε τον Α/ΓΕΕΦ Αντιστράτηγο Γ.Ντενίση που βρισκόταν στην Αθήνα, κατόπιν διαταγής του Α/ΕΔ, προ του πραξικοπήματος).
Με λίγα λόγια, αντί το ΓΕΕΦ, ευθύς μόλις έγινε αντιληπτό ότι επίκειται Τουρκική Απόβαση στην ευρύτερη περιοχή ανατολικά της Κερύνειας, να διατάξει πρώτον την διασπορά των Μονάδων του, και δεύτερον την αποστολή ενισχύσεων ανατολικά και δυτικά του Πεντεμιλίου, πριν η Τουρκική Αεροπορία κάνει αισθητή την παρουσία της, παρέμεινε αδρανές μέχρι τις προ-μεσημβρινές ώρες της 20ης Ιουλίου. Και όταν αποφάσισε να αντεπιτεθεί στο προγεφύρωμα, αυτό θα γινόταν με ισχνές δυνάμεις εναντίον ενός Συντάγματος ενισχυμένης συνθέσεως. Όταν ακόμα μπορούσε να βοηθήσει τον Κουρούπη, δεν το έκανε, παρά αποφάσισε να διατάξει την ΕΛΔΥΚ χωρίς καθόλου υποστήριξη πυροβολικού να επιτεθεί στο Κιόνελι, μια επίθεση καταδικασμένη από την αρχή σε αποτυχία, λόγω των μεγάλων αερομεταφερόμενων ενισχύσεων από Πεζοναύτες που είχαν λάβει οι Τούρκοι του θύλακα κατά την διάρκεια της ημέρας και των ισχυρών οχυρωματικών έργων που προϋπήρχαν της εισβολής, τα οποία είχαν κατασκευαστεί με Ελληνοκυπριακό τσιμέντο!.
Αποφάσισε τέλος να στείλει κάποιες δυνάμεις να αντεπιτεθούν στους Τούρκους κατά την διάρκεια της μέρας, όταν η Τουρκική αεροπορία «αλώνιζε» κυριολεκτικά τους Κυπριακούς αιθέρες, με αποτέλεσμα μεγάλος μέρος αυτών των δυνάμεων να βληθούν καθ’ οδόν και να αποδεκατιστούν κυριολεκτικά. Έτσι τραυματίστηκε την 22η Ιουλίου θανάσιμα στην διάβαση Πανάγρων και ο ηρωικός Αντισυνταγματάρχης Γ.Μπούτος του 286 ΜΤΠ, όταν έσπευε με τα μηχανοκίνητα BTR-152V1 (ερπυστριοφόρα οχήματα Σοβιετικής κατασκευής – παλαιάς τεχνολογίας) του Τάγματος του, να επιτεθεί εναντίον του προγεφυρώματος.
Οι συγγραφείς Σ.Βλάσσης και Γ.Σέργης, είναι σαφείς ως προς τα συμπεράσματά τους: αν το ΓΕΕΦ αντί να ασχοληθεί με δευτερεύοντες στόχους και εκκαθαρίσεις θυλάκων μικρής στρατηγικής σημασίας, είχε αποστείλει κάθε διαθέσιμη μονάδα στον χώρο του προγεφυρώματος – εκτός της ΕΛΔΥΚ η οποία θα έπρεπε να παραμείνει ως «Φρουρά» της Λευκωσίας – οι Τούρκοι θα είχαν υποστεί μια τρομερά μεγάλη ήττα. Είναι σίγουρο ότι δεν θα είχαν ούτε καν προσπαθήσει να αποβιβάσουν το 2ο αποβατικό κύμα το οποίο θα έμενε στα πλοία, τα οποία αναγκαστικά θα έβαζαν κάποια στιγμή πλώρη για την Μερσίνα, εγκαταλείποντας το 1ο αποβατικό κύμα στην ακτή του Πεντεμιλίου!
Αυτή είναι η αλήθεια η οποία ενισχύεται από τον Τούρκο Στρατηγό Μεντρεντίν Ντεμιρέλ, που στα απομνημονεύματα του αναφέρει ότι μέχρι και το βράδυ της 20ης περίμεναν με εξαιρετική αγωνία, την Ελληνική αντεπίθεση η οποία δεν έγινε ποτέ. Αυτό τους είχε καθηλώσει θανάσιμα στον χώρο της απόβασης και δεν τους άφηνε να ρισκάρουν την επέκταση του προγεφυρώματος ούτε δυτικά προς Λάπηθο αλλά ούτε και ανατολικά προς την Κερύνεια και την διάβαση της Αγύρτας, που θα τους ένωνε με τον θύλακα της Λευκωσίας, που ήταν και ο αντικειμενικός τους σκοπός! Το τόλμησαν μόνο όταν αντελήφθησαν ότι η Ελληνοκυπριακή Στρατιωτική Ηγεσία παρέμενε άτολμος θεατής των εξελίξεων και οι ευρισκόμενες στον δρόμο τους Ελληνικές δυνάμεις ήταν τρομερά ισχνές και χωρίς υποστήριξη πυροβολικού ή αρμάτων.
συνεχίζεται
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου