με μια βελούδινη έκρηξη να τις περικυκλώνει
στολίζοντας τις πόρτες τους με αγκάθινα στεφάνια
και ρόδα από αναστημένους επιτάφιους
περαστικός ένας άνεμος δειλός
με χούφτες γεμάτες λιωμένο χιόνι
στάζει πάνω στις μαργαρίτες και στις φωνές χελιδονιών
τις πιο κρύες ανάσες του κόσμου
για να γενούνε άνοιξη και Πάσχα
τζιαι θα χαρεί, κάθε πιστός,
γιατ’αναστήθην ο Χριστός,
ο βασιλιάς του κόσμου.
να πεί σε ούλους που κοντά,
τζιαι σε φτωχόν τζιαι άρκοντα,
έσιει που πάνω πλάστην.
χτυπήθηκεν εδέρτηκεν,
τζιαι εις το τέλος δέχτηκεν,
τζιαι την ζωήν να δώσει.
τζι΄είσιεν για μόνον του σκοπόν,
να δεί στην γήν τον άθρωπον,
να ζιεί αγαπημένος.
γιατ΄ο Χριστός μάς καρτερά,
ο ένας τ΄άλλου σήμμερα,
για να του συχχωρήσει.
τα σιέρκα να τα δώσουμεν,
μες την καρκιάν να νιώσουμεν,
πραγματική…ειρήνην.
να δω το πέταγμα της χελιδόνας...
Και πάλι αναζητώ το μυρωμένο αεράκι
που ’ρχεται απ’ το περβόλι το φορτωμένο μ’ ανθό και μέλισσα
να χαϊδέψει τα μάγουλα της άνοιξης
φέρνοντας την οσμή του λεμονιού
ν’ αναζωογονήσει τη γειτονιά.
τυλιγμένο στον καπνό απ’ το θυμίαμα της μάνας
το ευλογημένο να ετοιμάσει πασχαλιάτικο τραπέζι
με την ψάθα γεμάτη καλούδια, κουλούρια, ζυμωτά παξιμάδια
και τ’ άρωμα του τριμμένου τυριού στη σκάφη
που θα γεμίσει το σπίτι με τ’ άρωμα της φλαούνας
που θα ψήσει στον φούρνο
έξω στην αυλή της κυρά Παναγιώτας.
για να τα βάψει η μάνα κόκκινα
κόκκινα με το χρώμα της χαράς
για να’ χουμε στα χείλη μας χαμόγελο.
Ακόμα μαζεύω στο συρτάρι τις πολύχρωμες κλωστές
που θα κεντήσουν το γιορτινό τραπεζομάντιλο
τη μέρα της Λαμπρής
στο σπίτι μας... στη Ζώδια.
Καλή Ανάσταση να πούμε πια στον τόπο μας.
μες στην καρδιά σου.
Χείλη τέσσερα,
ψυχές τρεις, σώματα δυο,
μια η Αγάπη.
Αγάπη Χριστού
δίνε πάλι και πάλι,
πίσω μη ζητάς.
Βάγια σου στρώνω,
μέλισσα φιλά ανθό
μέλι το φιλί.
ακάνθινος στέφανος,
μα το χαϊδεύω.
Στον σταυρό διψάς,
σαλεύουν τα χείλη Σου,
έρχεται βροχή.
Όσο Σε λιώνουν
Ανθέ, τόσο πιο πολύ
μυρίζεις πλατιά.
Άρπα δεν έχεις,
τις χορδές Σου ακούω
σαν καρδιοχτυπάς.
Ουρανός και γη
στο Γολγοθά Σου σκύβουν,
σχίζονται στα δυο.
Ανασταίνεσαι,
κάθε πόλεμο νικάς
με τις πληγές Σου.
Αναστάσιμο
βλέπω τον σπόρο καρπό,
το απόν παρόν.
Τα δάχτυλά Σου
θωπεύουν τον ήλιο μας,
τον πυρακτώνουν.
Απ’ το σκοτάδι
βγαίνεις με την πατρίδα.
Θαύμα! Προσκυνώ.
Επιούσιον
άρτον και ευλογία
Θεέ ικετεύω
σαν έρθει ο Χάρος
ας δει πατρίδα Αγάπης
κι άπρακτος να βγει.
στο Καρπάσι
με τ' αρμυρίκια
και του γιαλού το χρώμα
τις μνήμες ξαναβάφουν
κάθε Μεγάλη Πέμπτη
Κι εμείς αλλού
ψυχές εγκλωβισμένες
σε χρώμα πλαστικό
βάφουμε τις ελπίδες
ανεξίτηλα, σχεδόν χυδαία
κάθε Μεγάλη Μέρα
και κάθε Νύκτα Μεγαλύτερη
Αιώνες τώρα
Περιμέναμε την Άνοιξη
Και την Ανάσταση
Λησμονήσαμε
ότι προηγούνται
Αιώνες τώρα
Η προδοσία
και η Σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι πιλάτοι
Και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν
ένας μεγάλος θάνατος
πριν από κάθε ανάσταση μικρή
κι η σταύρωση κυρίως γίνεται
για την αποκαθήλωση μας
Αυτό μηνούσε από την αρχή
το σούπερ νόβα
Μας πήρε αιώνες
να το καταλάβουμε
Πλέον τετέλεσται …
με τα χρώματα
και τ΄αρώματά σου
με τις μαργαρίτες
και τις πασχαλιές σου
και σένα Απρίλη με τα λεμονόδενδρά σου
τις ανθισμένες μοσχομυριστές ουλές
Τα σπαρτά με στους αγρούς
να περιμένουν αγκαλιές
και να ευωδιάζουν τους αιθέρες
με τις πλανεύτρες μυρωδιές
Τα παιδάκια αναμένουν με ενθουσιασμό
να φτιάξουν τις κουλούρες τις παραδοσιακές
και να ψήσουν τις φλαούνες
στης γιαγιάς τους τις πλατιές αυλές
Οι νιοι να αγκαλιάσουν
αγάπες τις αληθινές
κι οι γερόντοι να γυρίσουν
στις παλιές τους γειτονιές
… σαν τότε στο χωριό τους,
στου Πενταδάκτυλου τις βορεινές πλαγιές…
τα λούλουδα και τ’ αηδόνια της ¨Άνοιξης
ακόμα περισσότερο μην απορείς που δεν κατεβαίνει ο Εσταυρωμένος,
ανάμεσα μας με μια χούφτα γεμάτη ελπίδα και φως
Ψάξε τον, σίγουρα σε κάποια ρυτίδα πόνου και απόγνωσης έχει κρυφτεί
πάλι ίσως τον βρεις στην αλμύρα των δακρύων ενός μικρού παιδιού
ή μιας μάνας χαροκαμένης, κάποιας αγαπημένης ή αδελφής
Άκουσε, θα αναγνωρίσεις τη φωνή του ανάμεσα
στους σταυρούς που λυγάνε και στις πλάκες που σπάνε,
αφήνοντας τους τάφους ανοικτούς,
κι άκουσε τον καθώς κλαίνε οι πεθαμένοι, βλέποντας σε
σαβανωμένο ζωντανό απ’ τους Ιούδες, με των ανθρώπων τις ψευτιές
Κοίταξε γύρω σου, δεν σε ξεγέλασαν,
κοκκινίσανε οι παπαρούνες, κι ήρθαν κουβαλώντας
στη πλάτη την Άνοιξη, και την κοινωνούν
με κλώνια φτέρης, από Θείο ποτήρι ψηλά στο σταυρό
μεθούν τ’ αηδόνια και υμνολογούν την Ανάσταση
κι ας μάθουμε πως είναι ν’ αγαπάς,
πως ευωδιάζουν τα φιλιά στο στόμα
και πως έχει τέλειωμα ο κάθε Γολγοθάς.
στους γονείς μου και στ’ αδέλφια μου
εκεί στο πέτρινο αλώνι όπου μεγαλώσαμε
δίπλα στη θάλασσα
κι ανέμιζαν τα όνειρά μας άνεμοι πεντοζάληδες.
Θα στολίσω το τραπέζι με πασχαλινές λαμπάδες
όλων των χρωμάτων και των αποχρώσεων
όπως αρμόζει σε μια γιορτή τόσο μεγάλη
θα γιομίσω τα βάζα όλα
με πολύχρωμα λουλούδια της εποχής
θ’ ανοίξω διάπλατα στον ήλιο
τις πόρτες και τα παραθύρια τ’ αλωνιού
και θα προσφέρω μόνο φαγητά
που θα’ χουν γεύση σιταριού
και κόκκινο κρασί μ’ άρωμα θάλασσας.
Πολύ χαίρομαι που θα δω και πάλι τους γονείς μου
ντυμένους με το γιορτινό χαμόγελό τους
και τ’ αδέλφια μου
με τα κορίτσια να φορούν τα κλαδωτά φουστάνια τους
και τ’ αγόρια το χακί κοντό παντελονάκι
μ’ άσπρο λινό πουκάμισο
από το παιδικό τους Πάσχα.
Μετά το φαγητό
μαζί με τις ευχές μου για «Καλή Ανάσταση»
έχω μεριμνήσει να χαρίσω σ’ όλους από ένα δώρο
που να ταιριάζει στον καθένα.
Στον πατέρα μου θα χαρίσω ένα μπαούλο
από ξύλο βελανιδιάς
με σκαλισμένη πάνω την άγια του μορφή
που έχω ήδη παραγγείλει
στον συνάδελφό του Ιωσήφ τον ξυλουργό
από τη Ναζαρέτ,
αφού πρώτα το γεμίσω με τα πολύτιμα όνειρά του
που δεν πρόλαβε να ζήσει γιατί μας έφυγε νωρίς.
Στη μάνα μου θα χαρίσω δυο κατάλευκα φτερά
όμοια μ’ εκείνα των αγγέλων
καθάρια και μεγάλα σαν τα χέρια της
που έχω ήδη παραγγείλει
στα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.
Στ’ αδέλφια μου έχω μια έκπληξη μεγάλη.
Παράγγειλα στη μάνα μας κρυφά
να ζυμώσει ψωμιά σταρένια, όπως παλιά
και στον πατέρα να σκαλίσει σε ξύλο περιστέρια
με τα φτερά ορθάνοιχτα.
Θα τους χαρίσω από ένα ψωμί κι ένα περιστέρι.
το μυρωμένο αγέρι
κι οι Χριστιανοί με γιορτινά
και με κερί στο χέρι
μαζεύτηκαν στην εκκλησιά
όλοι τους, νιοι και γέροι.
«Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…»
ακούς γλυκά να βγαίνει
απ’ την ολόφωτη εκκλησιά
κι αμέσως τους θερμαίνει
πίστης κι αγάπης ζεστασιά
που στην ψυχή τους μπαίνει.
«Χριστός Ανέστη…» και με μιας
τα μίση τους ξεχνιούνται,
«Χριστός Ανέστη…» και με μιας
αλληλοσυγχωρούνται
κι από τα βάθη της καρδιάς
όλοι θερμά φιλιούνται.
αγκίστρωνε τις ψυχές μια μια
ώσπου ο μύθος να περάσει το φως
στην απέναντι όχθη
πριν να τυφλώσει ανθρώπους και ζα.
Ήταν λίγοι αυτοί που κρατούσανε τον ήλιο
δίχως τα σώματα κι ο νους να περάσουν
την κάμινο της ζωής και να γίνουν στάχτη.
να αναπνεύσει η ψυχή την αιωνιότητα.
Κι ύστερα... ύστερα έπρεπε να ριχτούν στην φωτιά
να καεί ο κόσμος μέχρι το κόκαλο
να γραφτεί η ιστορία
να διαβάζουμε στίχους στις σάρκες των δέντρων.
Η γνώση είχε πάντα ως τίμημα
γραφτούν στις σελίδες.
Δεν υπάρχουν λόγια να
στολίσουν τη ζωή ή να
πνίξουν το θάνατο.
Δυο χέρια απλώνουν,
μαζεύουν τον πόνο
κι εμείς τα σταυρώνουμε.
Να πάρουμε τ’ άστρα,
κρυφά σα φωτίζουν τον δρόμο.
Καυτές συνείδησες στα στόματα μας.
Πιοτό το φεγγάρι σιγά σιγά μεθάμε
κι αλαλιασμένοι νοσταλγοί γινόμαστε.
Ειν’ το κατώφλι του σπιτιού
μακρύ κι ατέλειωτο.
Ας είναι η σκέψη μας γλυκιά
ήμερη ταξιδεύτρα.
Χρόνια μας πάει στις θάλασσες,
κάποτε βλέπει και στεριά.
Εύχομαι το Πάσχα, οι άνθρωποι να βιώνουν το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως και οι θεανθρώπινες αλήθειες να γίνονται αφετηρίες για μια νέα ζωή.
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…
Της ορθοδοξίας εορτή!
Του θεανθρώπου η σταύρωση
και η ανάσταση του Ιησού χριστού
του θεού και κυρίου μας.
Του θεού και αγάπης του θεανθρώπου
που ήρθε στην γη, να σώσει εμάς.
Τους αμαρτωλούς και εμείς τον σταυρώσαμε,
τον δικάσαμε, τον ταπεινώσαμε, τον χλευάσαμε
και τον ανεβάσαμε στον σταυρό.
Όμως η αγάπη του, η μεγαλοψυχία του δεν μας ξέχασε
ούτε στα μεγάλα πάθη που του προκαλέσαμε.
Ζήτησε από τον πατέρα τον ουράνιο λέγοντας:
«ΠΑΤΕΡ ΣΥΧΩΡΕΣΕ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ»
Κύριε μου και Θεέ μου, ανάμεσα στα πάθη σου τα άγια
εμάς σκέφτηκες , Κύριε μου Ιησού χριστέ, και μας συγχώρεσες !!!
Και εμείς δεν πιστέψαμε τι μας είπες
«Θα χαλάσω τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον κτίσω!»
Και σε είπαν αμαρτωλό κύριε και πως βλαστήμησες.
Και εσύ εννοούσες χριστέ μου,
τον θάνατο και την ανάσταση σου την τριήμερο
την πίστη μας.
Δεν πίστεψαν ποτέ ότι εσύ ήσουν η εκκλησία, ο Ναός.
Στα είδωλα πίστευαν τότε Κύριε μου!!
σεισμός έγινε τότε, φοβήθηκαν.
Και μερικοί είπαν αληθώς υιός θεού ήταν.
Όταν και πάλι σε ενταφίασαν σφράγισαν το τάφο σου
Μήπως από τους μαθητές σε έκλεβαν και θα έλεγαν
πως αναστήθηκες μεγάλη η χάρη σου θεέ μου!
Το επόμενο πρωί που ήρθαν οι Μυροφόρες
να σε αλείψουν με μύρα,
η Μαρία η Μαρία Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία
Είδαν ένα κηπουρό που έσκαβε στον κήπο
τον χαιρέτησαν και αυτός λέει στην Μαρία
«Μαρία ΤΙ ΖΗΤΑΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ;»
Μα η Μαρία δεν πρόσεξε τι της είπε
Μόνο σαν πήγαν και βρήκαν τον τάφο
Του Κυρίου μας ανοιχτό τότε σκέφτηκε.
Ο Κύριος μου και θεός μου αναστήθηκε
Πρέπει να πάω την είδηση στους μαθητές Του!»
Απεγνωσμένα μάχουνται,/ στης Κύπρου της ματοτζιηλισμένης/, στην αχάπαρη την μάνα για να πάσιν,/ να ικετεύσουν, ύστατη στιγμή,/ βοήθεια μητρική να κελεύσουν/. Εν είχαν απ΄αλλού βοήθεια,/ τα άμοιρα να εκλιπαρήσουν,/ για την έρμην κόρη, που αργοπέθαινε./ Εθέλασιν μόνο στην μάνα της,/ τα μαύρα μαντάτα να της λαλήσουν,/ για την βαρβαροκτυπημένη θυγατρί,/ απού τα σιέρκα τα ΄γκληματικά κατασφαγμένης,/ αυτόνων των βάρβαρων, τ΄ Αττίλα απογόνων./ Εν πρόλαβε το μαυροπικραμμένο μαντάτο/, το ΄να άσπρο περιστέρι για να πάει/, μες΄ τους καπνούς εχάθην./ Απού ψηλά την Κύπρο εθώρεντην,/ που εκαύκετου…, εν άντεξε, εποστάθηκεν,/η θλίψη το παράλυσε, τζιαί χάμου ππέφτει,/ οϊμένανε..στ’ Απόστολου Βαρναβα σκλαβωμένο μοναστήρι!/ Το άλλο στου Τζιύκκου το ψηλό βουνί,/ της Παναγιάς Τζιυκκώτισσας, στο άγιο το θρονί της,/ ψυχομασιεί τζιαί σέρνεται το πισσομαυρισμένο/το τρίτο απ τον ουρανό, την Κύπρο/ που τους καπνούς, θολά εθώρεντην / τζι΄ απ την πύρινη θωρκά του, αστραπόβροντα γενιούνται./ τζιαι επιθανάτιο Ύστατο ανακάλημα, μες την ανεμοζάλη του την μαυρογέρημη/, σαν Διγενή Ακρίτα μεταμόρφωση,/ στα θεία ουράνια με βροντερήν ανθρώπινην λαλιά/, ανακράζει το πικροποτισμένο/ τζιαί αναπέμπει ικεσία έσχατη,/ που σαν ιερή ψαλμουδκιά απόκοσμη,/ απαντοχή στα πέρατα ακούστην,/ « Την Κύπρο σώστε, Ω! Θεέ, Χριστέ μας,/ τζιαί συ Τζιυκκώτισσα Παναγιά μας/
4 σχόλια:
Όπως η κυπριακή διάλεκτος ανήκει στην ελληνική γλώσσα, έτσι και η κυπριακή λαογραφία ανήκει στον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ. Χωρίς την κυπριακή λαογραφία, η ελληνική λαογραφία θα ήταν φτωχότερη.
Οποιοδήποτε κυπριακό λαογραφικό φαινόμενο κι αν μελετήσουμε, θα βρούμε ότι σχεδόν πάντοτε έχει κάποιο αντίστοιχο στον ελλαδικό χώρο ή σε τμήματα του ελλαδικού χώρου. Μόνες διαφορές είναι αφενός οι διαλεκτικές διατυπώσεις κι αφετέρου λίγες σχετικά ξενικές επιδράσεις που υπάρχουν, τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλες ελληνικές περιοχές. Έχουν επίσης τα λαϊκά στοιχεία της Κύπρου περισσότερο το «νησιώτικο χρώμα», όπως είναι φυσικό, έτσι που ταιριάζουν περισσότερο με λαϊκά στοιχεία της Δωδεκανήσου και της Κρήτης.
Αποτελεί αναμφίβολα ένα θαύμα του Ελληνισμού το γεγονός ότι η Κύπρος, αποκομμένη για τόσα πολλά χρόνια από τον κεντρικό Ελληνισμό, διατήρησε ελληνικά τα ήθη και τα έθιμά της. Σύμφωνα μάλιστα προς μια ερμηνεία, αυτή η «απομόνωση» της Κύπρου συνέτεινε ακριβώς στη διατήρηση αυτών των ηθών και εθίμων, όπως και τη χρήση (ακόμη και σήμερα) αρχαίων ελληνικών λέξεων στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα. Ο υλικός, πνευματικός και κοινωνικός λαϊκός βίος της Κύπρου είναι ο ίδιος με τον αντίστοιχο ελλαδικό. Τούτο αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη, την οποία παρέχει η λαογραφία, της συνέχειας της ελληνικής καταγωγής του κυπριακού λαού. Η απόδειξη αυτή προστίθεται σε άλλες αποδείξεις, που δίνουν άλλες επιστήμες (όπως η αρχαιολογία).
Η Κύπρος είναι πλουσιότατη σε λαογραφικό υλικό, που καλύπτει όλα τα λαογραφικά θέματα (ή λαογραφικά κεφάλαια)
Ο Νομπελίστας ποιητής και διπλωμάτης είχε μια στενή σχέση με την Κύπρο, την αγάπησε βαθιά και ενίσχυσε μέσα του την έννοια της Ελληνικότητας. Μίλησε και έγραψε πολλές φορές για την Κύπρο στους οικείους του εκφράζοντας αυτά τα συναισθήματα.
Στις 12 Μαρτίου 1954, έγραψε στον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή :
«Στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο, άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω θα με κυνηγούν αδυσώπητα ώσπου να πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της». Λίγους μήνες νωρίτερα έγραφε από το νησί στην αδελφή του: ««...Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα... ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι - 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους.»
Έγραψε στον Γιώργο Θεοτοκά: «Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ' αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Ελληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων».
Φυσικά δεν έλειψε και η αναφορά της Κύπρου στην ποίησή του. Το 1955 εδημοσιεύθηκε η συλλογή του «Κύπρον ου μ' εθέσπισεν» με την αφιέρωση« Στον κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη». Στη συλλογή αυτή ανήκει και το περίφημο ποιημά του Ελένη. Ξεχωριστή θέση στην ποίησή του έχει το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» που έγραψε τον Νοέμβριο του 1953 ....
ΑΑ
Εκτός από τον μεγάλο αθάνατο ΕΛΛΗΝΑ και φιλοκύπριο Σεφέρη, εκατοντάδες τότε άλλοι Έλληνες αδελφοί διαπρεπείς ποιητές και συγγραφείς τίμησαν και ύμνησαν της Ελληνική Κύπρο και την ανά τους αιώνες ευλαβική τήρηση των Ελληνικών ηθών και εθίμων. Δυστυχώς σήμερα αυτοί ποιητές και συγγραφείς, που τιμούν τον Ελληνισμό της Κύπρου μετρούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού ....
Όσον αφορά και τον επίσης νομπελίστα μας ποιητή Ελύτη, που επίσης την Κύπρο αγάπησε και τίμησε...
Η θέση που κατέχει η Κύπρος στη σκέψη του ποιητή μέχρι το τέλος, είναι επιβεβαιωμένη και από τις αναφορές που υπάρχουν στο τελευταίο πεζό του έργο (Ύψιλον 1995), και φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ ΕΛΛΑΔΑ (περιλαμβάνεται και στον τόμο Εν Λευκώ). Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ ΟΛΙΓΟΝ ΕΛΛΑΔΑ είναι μια πικρή περιήγηση, ένας περίπλους κατά τον Ελύτη, στην Ελλάδα, που καταστράφηκε, από τον Πόντο, την Κερύνεια μέχρι την Αλεξάνδρεια ...
Η Κύπρος, μια υπαρκτή και μια παρ’ ολίγον Ελλάδα, είναι ο τελευταίος χώρος, που επισκέπτεται ο Ποιητής πριν ξεκινήσει την επιστροφή στη βάση του. «Αλήθεια έφτασε η ώρα του γυρισμού. Εγκαταλείπω το φανάρι της Κερύνειας, περνώ ξυστά το ακρωτήριο του Αγίου Ανδρέα, όπου τόσο μου αρέσει να κατεβαίνω και ν’ ανοίγω διάπλατα τις καγκελένιες πόρτες του», για να επιστρέψει ξανά σε πιο καλούς καιρούς, όταν οι Έλληνες θα μπορούν να γιορτάζουν πραγματικά.
Μετά από πολλά ταξίδια στην θαλασσοφίλητη Ελληνική Κύπρο την αποχαιρετά γράφοντας ...
Αγαπητοί φίλοι
Όσο πιο θερμές είναι οι εκδηλώσεις σας, τόσο πιο πολύ με γεμίζουνε τύψεις. Το συναίσθημα που με κατέχει είναι ότι έχω περάσει μιαν αρραβώνα με την Κύπρο και ότι δεν καταφέρνω να φτάσω στο γάμο. Θέλω να πω ότι έχω κάνει ένα τάμα, όχι τώρα, αλλά από τότε που μου έλαχε να ‘ρθω στο νησί σας σε πολύ δύσκολες στιγμές, και να βρω κοντά σας αγάπη, παρηγοριά και δύναμη. Ένα τάμα. Στα μέτρα των δυνάμεών μου να κάνω κάτι για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου.
Μου δόθηκε η ευκαιρία στους πέντε μήνες που τελευταία πέρασα στην Κύπρο το καλοκαίρι του ‘70, να την τριγυρίσω όλη, να δω τα αρχαία της, τα Βυζαντινά της, τα σημερινά της, σε αδιάσπαστη συνέχεια, σε αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα τους και ανάμεσά στο τοπίο. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Με εντυπωσίασε και μου έδωσε μια βαθιάν ικανοποίηση, θα έλεγα μιαν επαλήθευση της ταυτότητάς μου σαν μέλους μιας κοινότητας που σαν Γένος επέτυχε πάντοτε....
Στο θέμα της γλώσσας, της ελληνικής κυπριακής λαλιάς με τις χίλιες της, παραλλαγές και μορφές, που τις θεωρούμε μειονέκτημα ενώ ίσα-ίσα είναι αυτές που δείχνουν τα πολλαπλά στρώματα της παράδοσής μας – κάτι που καμιά γλώσσα δεν έχει να επιδείξει. Γι’ αυτό την είπα όπλο. Και όπλο παντοδύναμο. Το έχετε, κατ’ εξοχήν, εσείς αυτό το όπλο. Διασώζει μιαν αρκαδική και μιαν ομηρική γνησιότητα. Διατηρεί την αρχέγονη παλιά λάμψη..... κλπ
Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΘΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΙ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ....
ΑΙΩΝΙΑ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ, ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΣΑΝ ΑΥΤΌΝ ΤΟΝ ΕΡΗΜΟ ΘΑΛΑΣΣΟΔΑΡΜΕΝΟ ΒΡΑΧΟ, ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΠΟΥ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΜΟΝΟΣ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ....
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ...
Μ.Ρ.
Ο ομφάλιος λώρος είναι το μέσο σύνδεσης του μωρού με την μητέρα. Ένας δίαυλος επικοινωνίας και μεταφοράς μηνυμάτων ΚΑΘΩΣ Κ dna ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.
ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΔΩ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΤΟΥΣ ΤΟΤΕ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ Κ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΑΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΥΝΔΕΣΗ.
ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ΟΤΙ ΠΛΕΟΝ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣΥΡΜΑΤΗ !!!
ΔΙΟΤΙ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΟΣΟ ΤΟΝ ΣΚΟΡΠΟΥΝ ΤΟΣΟ ΜΠΟΛΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΛΑΟΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ.
ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΒΓΑΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΝΙΚΑΝΕ.
Xριστός Ανέστη φίλτατε Γιώργο. Ελληνισμός και Ορθοδοξία Ανέστη. Ελληνική Κύπρος Ανέστη.
Βαρυσήμαντο και συμβολικό το σχόλιο σου. Νάσαι καλά πάντα ....
Αφιερώνω απόσπασμα από το πλέον λυρικό και επικό λαογραφικό ποίημα της Κύπρου. 9η Ιουλίου 1821 του εθνικού μας ποιητή Β. Μιχαηλίδη. Την Κύπρο κανείς δόλιος δεν θα μπορέσει για να την ιξιλείψει, ούτε και να λυγίσει... 3500 χρόνια όρθια στέκει και Ελληνική.
Τα τελευταία λόγια του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού προς τον δήμιο Μουσελίμ αγά....
Της Κύπρου Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.
Μεν μάχεσαι την θάλασσαν να την-ι ’ξηντιλήσεις·
Άδικα λόγια μεν χάννεις κι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ι σβήσεις;
Φώναξε του τζελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!
ΑΑ
Δημοσίευση σχολίου