Η προσευχή του ταπεινού
Χριστέ μου συ ο ταπεινός τη καρδία,
απάλλαξέ με από την επιθυμία να με εκτιμούν,
από την επιθυμία να είμαι περιζήτητος,
από την επιθυμία να με λυπούνται,
από την επιθυμία να με κολακεύουν,
από την επιθυμία να κυριαρχώ,
δηλαδή,
απάλλαξέ με από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Χριστέ μου,
απάλλαξέ με από τον φόβον της καταφρονήσεως,
από τον φόβον της υποψίας,
από τον φόβον μην τυχόν με αδικήσουν,
από τον φόβον μη τυχόν με προσβάλλουν,
από τον φόβον του να λησμονηθώ,
από τον φόβον μη τυχόν και με γελοιοποιήσουν,
δηλαδή, απάλλαξέ με από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Χριστέ μου,
άλλοι ας αγαπιούνται περισσότερο από μένα,
- άλλοι!
ποιος μπορεί να το πει αυτό, όλοι άλλοι να αγαπιούνται και μένα ας με καταφρονούν.
Άλλοι ας προοδεύουν,
και άλλοι ας ανέρχονται σε τιμές και αξιώματα, και γω ας σμικρύνομαι,
ας με παραγκωνίζουν,
ας με πετάν στην άκρη,
ας μη με δίνουν σημασία.
Άλλοι ας χρησιμοποιούνται και γω ας παραγκωνίζομαι,
τους άλλους να επαινούν και μένα ας με ξεχνούν,
τους άλλους ας βραβεύουν και πάντοτε εμένα να με περιφρονούν,
δηλαδή, Χριστέ μου απάλλαξέ με από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Αμήν.
Η παραβολή του βασιλικού δείπνου
Καθώς ανεβαίνουμε για τα άγια Χριστούγεννα, η Εκκλησία μάς
προετοιμάζει κατάλληλα και σοφά για τον εορτασμό της μεγάλης αυτής
ημέρας. Γι’ αυτό σήμερα εορτάζει και πανηγυρίζει τους Προπάτορας του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Προεξάρχει ο
Πατριάρχης Αβραάμ, ο Γενάρχης και ο πρόπαππος του Χριστού μας.
Και το Ευαγγέλιο μας αναφέρει την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου, που είναι η Βασιλεία του Χριστού, ο Παράδεισος και η αιώνια ζωή.
Και εδώ ο Κύριος ομιλεί για κάποιον οικοδεσπότη, που ‘ναι ο Θεός
Πατέρας που ετοίμασε μεγάλο δείπνο, δηλαδή βραδινό συμπόσιο, για όλη την
οικουμένη.
Και εκάλεσε πολλούς, αρχικά τους άρχοντες και επισήμους των
Ιουδαίων. Κι εκείνοι αρνήθηκαν να πάνε με διάφορες προφάσεις: το
χωράφι, τα βόδια, τη γυναίκα. Στο βάθος δεν είχαν όρεξη, δεν ήθελαν,
αλλού ήταν η ψυχή τους και γι’ αυτό αρνήθηκαν.
Και στο τέλος εσταύρωσαν και τον Κύριο, τον δούλο του Θεού
τον Μεγάλο, που τους εκάλεσε. Και στη συνέχεια έγινε αναφορά στο
αφεντικό ότι δεν έρχονται οι επίσημοι. Και ο Κύριος είπε στον δούλο Του,
στον Χριστό μας -αφού έλαβε δούλου μορφήν Εκείνος- να πάει στις
πλατείες και στα στενοδρόμια της πόλεως, κι όσους ευρεί εκεί φτωχούς,
ανάπηρους και σακάτηδες, να τους καλέσει. Αυτοί είναι ο λαός των Ιουδαίων, ο απλός κοσμάκης, ο οποίος είχε μέσα του κάτι καλό. Γι’ αυτό και βλέπουμε και κατά την Πεντηκοστή και μετέπειτα να προσέρχονται στην Εκκλησία αναρίθμητοι Ιουδαίοι.
Αλλωστε και ο λαός στα χρόνια του Χριστού κρεμόταν απ’ τα
χείλη Του και Τον ελάτρευε και Του εφώναζε -όταν ήταν ανεπηρέαστος- τα
«ωσαννά» του. Και πήγε πάλι ο δούλος στον Αφέντη και Του λέει: «Εγινε
όπως με διέταξες, κι υπάρχει ακόμη τόπος». «Τότε, του λέει, έβγα έξω από
την πόλη, έξω από το Ισραήλ, και πήγαινε στα Εθνη. Κι εκεί κάλεσε όλους
και προσπάθησε να τους πεις να μπούνε, διότι όχι ότι δεν θέλουν -αυτό
περιμένουν-, αλλά διστάζουν, κρίνοντας τους εαυτούς των αναξίους». Και
πήγε και τους εκάλεσε και μπήκαν τα Εθνη στην Εκκλησία.
Και ο οικοδεσπότης, ο Θεός Πατέρας, στενοχωρήθηκε που δεν ήρθαν οι
επίσημοι Ιουδαίοι. Κι είπε πως κανένας απ’ αυτούς δεν θα γευθεί από το
Δείπνο.
Εμείς, ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι
και ως Ελληνες λεβέντες, είμαστε στην Εκκλησία του Χριστού. Μεγάλη τιμή
και μεγάλο προνόμιο και μεγάλη χαρά για μας! Στα τελευταία χρόνια
γίνεται ένας αγώνας να μας βγάλουν απ’ αυτή την ομορφιά.
Ας την κρατήσουμε μ’ όλη μας την
ψυχή, θα τη χρειαστούμε κι εμείς, θα τη χρειαστούν και τα παιδιά μας,
αλλά και θα τιμήσουμε τους Προπάτορας και ιδιαίτερα τον Χριστό μας και
Θεό μας, που μας κάλεσε στην αγία Του Εκκλησία.
Ας μην αποδειχθούμε ανάξιοι, γιατί πολλοί θα ‘ναι οι καλεσμένοι, αλλά λίγοι οι εκλε κτοί. Η Χάρη Του ας μας αξιώσει να είμαστε με τους εκλεκτούς.
(Του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη- Το κήρυγμα της Κυριακής )
Tο κείμενο της ευαγγελικής περικοπής
Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ἄνθρωπός τις ἐποίησε
δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς· Καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ
τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι
πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ·
ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε
με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι
δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα
ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος
ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης
εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς
πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε
ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς
καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι
οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
Ο δε Ιησούς είπε εις αυτόν την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος
παρέθεσε μέγα δείπνον και εκάλεσε πολλούς. Και την ώραν, που θα
παρετίθετο το δείπνον, έστειλε τον δούλον του να πη στους
προσκαλεσμένους· Ελάτε διότι τώρα είναι τα πάντα έτοιμα. Και αυτοί σαν
να ήταν συνεννοημένοι ήρχισαν να παραιτούνται όλοι από το δείπνον με
διαφόρους δικαιολογίας· ο πρώτος είπε· Αγόρασα ένα αγρόν και έχω ανάγκην
να βγω έξω και να τον ίδω· σε παρακαλώ να με θεωρήσης απηλλαγμένον από
την υποχρέωσιν να παρακαθίσω στο δείπνον. Και άλλος είπε· Αγόρασα πέντε
ζευγάρια βώδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ να θεωρήσης
δικαιολογημένην την απουσίαν μου. Και άλλος είπε· Ενυμφεύθην και δια
τούτο δεν μπορώ να έλθω. Και επέστρεψε ο δούλος εκείνος προς τον κύριον
του και του διηγήθηκε όλα αυτά. Τοτε, γεμάτος οργήν ο οικοδεσπότης
εναντίον των αναξίων προσκαλεσμένων, είπε στον δούλον του· Εβγα γρήγορα
εις τας πλατείας και τους δρόμους της πόλεως και φέρε εδώ μέσα τους
πτωχούς και τους αναπήρους και τους χωλούς και τους τυφλούς.
Και αφού
εξετέλεσε την εντολήν του Κυρίου του ο δούλος, είπε· Κυριε, έγινε όπως
διέταξες, και είναι ακόμη τόπος αδειανός. Και είπεν ο κύριος προς τον
δούλον· Εβγα στους δρόμους, στους φράκτες των κτημάτων, έξω από την
πόλιν και παρακίνησε με επιμονήν όλους όσους εύρης να έλθουν εδώ, δια να
γεμίση οίκος μου. Διότι σας διαβεβαιώνω, ότι κανείς από τους
προσκαλεσμένους εκείνους άνδρες δεν θα γευθή τίποτε από το δείπνον μου”.
(Οι κυρίως προσκεκλημένοι, οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ και οι
άλλοι Εβραίοι, αποροφημένοι από τα υλικά των συμφέροντα και την
ματαιοδοξίαν των, ηρνήθησαν την πρόσκλησιν του Χριστού και απέκλεισαν
τον ευατόν των από την βασιλείαν των ουρανών. Οι τελώναι και οι
αμαρτωλοί και οι ειδωλολάτραι, οι περιφρονημένοι από τους γραμματείς και
τους Φαρισαίους εδέχθησαν με ευγνωμοσύνην και ταπείνωσιν την τιμητικήν
πρόσκλησιν και έγιναν έτσι ένδοξα μέλη της βασιλείας των ουρανών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου