Μετά τον απαγχονισμό του πατέρα του από τους
Τούρκους το 1821 βρέθηκε μαζί με τον αδελφό του Ευθύμιο στο
Ορφανοτροφείο του Καποδίστρια στην Αίγινα. Το 1832, με τη μεσολάβηση
πιθανώς του Ludwig Thiersch, έφυγε στο Μόναχο, όπου φοίτησε στο “Πανελλήνιον”,
το ελληνικό παιδαγωγικό σχολείο που είχε ιδρύσει ο Λουδοβίκος Α΄ για τα
ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1844,
έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και έως το 1855 ήταν
υπότροφος της ελληνικής παροικίας. Χάρη στην οικονομική αυτή στήριξη
ταξίδεψε στην Ευρώπη, ενώ από το 1848 έως το 1851 βρέθηκε στην Ελλάδα,
με σκοπό να μελετήσει την τοπογραφία και τις φυσιογνωμίες που επρόκειτο
να απεικονίσει στις ιστορικές του σκηνές. Στο Μόναχο είχε στο μεταξύ
γνωρίσει το έργο των Peter von Hess, Karl von Heideck, Johann Petzl,
Karl Krazeisen και Joseph Stieler, γεγονός που ερμηνεύει τη διαμόρφωση
του ύφους του μέσα στο κλασικό ρομαντικό πνεύμα αλλά και την επιλογή των
θεμάτων της ζωγραφικής του μέσα από τα γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής
ιστορίας.
Επιστρέφοντας στη βαυαρική πρωτεύουσα άνοιξε εργαστήριο και κοντά του
δούλευαν αρκετοί νεαροί μαθητευόμενοι. Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής
του σταδιοδρομίας πήρε μέρος σε πολλές εκθέσεις (Παγκόσμια Έκθεση
Παρισιού 1855, Διεθνής Έκθεση Λονδίνου 1862, Ολύμπια 1870) και απέσπασε
διακρίσεις (Α΄ βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης του 1853 για το
έργο “Η Έξοδος του Μεσολογγίου”, αργυρό βραβείο β΄
τάξεως στα Ολύμπια του 1870 για τη λιθογραφία του με θέμα το “Στρατόπεδο
του Καραϊσκάκη”).
Κατά τα έτη 1861-1863 ιστόρησε την ελληνική εκκλησία
του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ, μετά από παραγγελία της εκεί ελληνικής
παροικίας. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του δεν μαρτυρούνται πλέον
έργα του, καθώς μία οφθαλμική πάθηση τον ανάγκασε να απομονωθεί από την
καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή του Μονάχου.
Οι πίνακές του, που με τη διαθήκη του κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών, περιήλθαν εντέλει στην Εθνική Πινακοθήκη μέσω της Δωρεάς του
Πανεπιστημίου. Στην έκθεση μνημείων του Ιερού Αγώνα, που οργανώθηκε,
μετά το θάνατό του, στον “Παρνασσό” το 1884 παρουσιάστηκαν έξι έργα του.
Εισηγητής της “Σχολής του Μονάχου”, ασχολήθηκε συστηματικά με την
απεικόνιση σκηνών του απελευθερωτικού αγώνα και των επώνυμων ή ανώνυμων
πρωταγωνιστών του σύμφωνα με τις αρχές της Ακαδημίας. Η θεματογραφία
αυτή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και τα έργα του λιθογραφήθηκαν,
κυκλοφόρησαν ευρέως και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του κοινού ως
αυθεντικές αναπαραστάσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Άλλη πτυχή
της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελούν τα πορτρέτα, στα οποία ο
Βρυζάκης αναδεικνύεται σε δεξιοτέχνη προσωπογράφο, κάτοχο των
εκφραστικών του μέσων.
Μια επιλογή από πίνακες του Θ. Βρυζάκη:
|
Η Έξοδος του Μεσολογγίου, 1853 |
|
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης, 1865 |
|
Η θυσία του Καψάλη |
|
Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, 1861 |
|
Ο αποχαιρετισμός στο Σούνιο, 1863 |
|
Κερκυραία |
|
Κόρη με στολή Αττικής |
|
Πορτραίτο κόρης με ελληνική ενδυμασία |
|
Παραμυθία, 1847 |
|
Ελληνίδα |
από: Εθνική Πινακοθήκη
Η Ελλάς ευγνωμονούσα,1858 - Θεόδωρος Βρυζάκης (1819 -1878). Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Παράρτημα Ναυπλίου.
Στο έργο αυτό, που φιλοτέχνησε ο Βρυζάκης το 1858, απεικονίζεται η απελευθερωμένη Ελλάδα ως
αρχαία κόρη, πάνω σ” ένα σύννεφο που την κρατά υπερυψωμένη και
κυρίαρχη στο κέντρο του πίνακα. Φορά δάφνινο στεφάνι στα ξέπλεκα μαλλιά
της, και πατά στις σπασμένες αλυσίδες των δεσμών της. Έχει τα χέρια της
απλωμένα δεξιά και αριστερά, σε μία συμβολική κίνηση εναγκαλισμού αλλά
και προστασίας πλέον όλων όσοι με θυσίες και αγώνες συνετέλεσαν στην
απελευθέρωσή της, όλων όσοι εξακολουθούν να διαθέτουν τις περιουσίες
τους για την ανασυγκρότησή της, όπως υποδηλώνει ο σωρός των νομισμάτων που της προσφέρεται.
Γύρω της συνωστίζονται οι γνώριμοι πρωτεργάτες της Επανάστασης, οι πρόδρομοι Ρήγας Φεραίος, Αδαμάντιος Κοραής, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Μιχαήλ Σούτζος, οι γενναίοι αγωνιστές Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, οι ήρωες των ναυτικών αγώνωνΚωνσταντίνος Κανάρης, Ανδρέας Μιαούλης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Για την απόδοση των αναγνωρίσιμων φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τους, ο
Βρυζάκης χρησιμοποιεί τις προσωπογραφίες των αγωνιστών που είχε
σχεδιάσει ο Krazeisen και είχαν ευρέως διαδοθεί με μία σειρά λιθογραφίων που εκδόθηκε το 1831 στο Μόναχο.
Ο Βρυζάκης, εκφράζοντας τα συναισθήματα των Ελλήνων που
αισθάνονταν την ανάγκη να τιμήσουν όσους θυσίασαν τη ζωή τους για την
ελευθερία, φιλοτεχνεί την αλληγορική αυτή σύνθεση, η οποία φέρνει κοντά
τους έναν κόσμο ηρωικό και ανακαλεί στη μνήμη τους την εποχή των αγώνων,
που ο απόηχος τους είναι ακόμα ζωντανός και καθορίζει από πολλές
απόψεις τη ζωή τους. Η εικόνα ενεργεί συγκινησιακά και προβάλλει ένα
ζήτημα ηθικής στάσης, την αναγνώριση της αρετής, την απόδοση τιμής, αλλά
και τη συνειδητοποίηση της υποχρέωσης για μίμηση και συνέχεια.
Βασικό ρόλο σ” αυτό παίζει η δύναμη της αναπαράστασης με τα μορφολογικά
της χαρακτηριστικά αλλά και οι συνειρμοί που την ακολουθούν. Δεν είναι
καθόλου απίθανο να ισχύει αυτό που έχει υποστηριχθεί από πολλούς
μελετητές ότι το έργο παραπέμπει στους στίχους τους αποδιδόμενους στον
Ρήγα Φεραίο «Ω παιδιά μου ορφανά μου…».
Επίσης οι επισημάνσεις του Goethe, σε κείμενο σχετικό με τις λιθογραφίες τουKrazeisen με τους Αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης,
στο οποίο αναφέρεται ότι το κοινό χρειάζεται, απαιτεί να βλέπει σε
πιστές προσωπογραφίες όσους απέκτησαν ένα σημαντικό όνομα και επηρέασαν
τη ζωή του, αλλά και η μακρινή υπόμνηση του τύπου της Παναγίας του Ισχυρού Μανδύα,
με την οποία μπορεί να σχετισθεί η απεικόνιση της Ελλάδας, μεγαλύτερης
σε μέγεθος από το πλήθος των αγωνιστών, που με την προστατευτική θέση
των ανοικτών χεριών της δείχνει να τους σκεπάζει, διαμορφώνουν την
αλληγορική λειτουργία του έργου και τον ιδεολογικό ρόλο που καλείται να
παίξει.
Άλλωστε οι διάφοροι τίτλοι που αποδίδονται στον πίνακα Η Ελλάς
ευγνωμονούσα, Υπέρ Πατρίδος το Παν, Η Ελλάς συνάγουσα τα τέκνα της και η
ευρεία διάδοσή του σε λιθογραφημένη απόδοση, αποδεικνύει την ταύτιση
του κοινού με την απεικόνιση, καθώς η παράσταση εκπληρεί το αίτημα της
«ελληνικής μετεπαναστατικής κοινωνίας που είχε ανάγκη να διαβάζει
εικαστικά τις μεγάλες στιγμές του ελληνικού έθνους, να τις αναπολεί ως
σημεία αναφοράς και να τα εξιδανικεύσει παρά να αντιμετωπίζει τη σκληρή
πραγματικότητα».
Όλγα Μεντζαφού – Πολύζου
Από το λεύκωμα, «1821 Μορφές & Θέματα του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας στη ζωγραφική του 19ου αιώνα». Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Παράρτημα Ναυπλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου